Η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή οι εκπρόσωποι των σωματείων είναι να συμφιλιώσουν την παλλαϊκή αντίθεση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μακρόν με τη σχετικά χαμηλή συμμετοχή στις απεργίες. Την αντιμετωπίζουν με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, υπολογίζοντας σε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα συνειδητοποίησης.
Τα ξημερώματα της Τρίτης 21 Μαρτίου, σε έναν κυκλικό κόμβο της βιομηχανικής ζώνης του Ερμπιέ (στον νομό της Βαντέ), οι ακτιβιστές αναζητούν ο ένας τον άλλον στο σκοτάδι και στο κρύο. Για να αγωνιστούν ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, παρά την έγκρισή του την προηγούμενη ημέρα στην Εθνοσυνέλευση –κι έτσι τα ξύλα αρχίζουν να συσσωρεύονται στον δρόμο: «Καλέσαμε μόνοι μας σε αυτό το μπλόκο, επειδή η νομαρχιακή διασυνδικαλιστική επιτροπή (1) της Βαντέ δεν συμφωνούσε. Μάλλον είναι υπερβολικά ριζοσπαστικό για κάποιους από αυτούς», λέει λυπημένα ο Φρανσουά (2), από το τοπικό συνδικάτο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT) της Λα Ρος-συρ-Υβόν. Οι παλέτες παίρνουν φωτιά: η πρώτη νταλίκα κορνάρει σε ένδειξη αλληλεγγύης.
«Εσείς είστε τα συνδικάτα;», ρωτά μια πενηντάχρονη γυναίκα, έχοντας σταματήσει το επαγγελματικό αυτοκίνητο που οδηγεί.
– Ναι κυρία μου, είμαστε η CGT.
– Ω, δεν μπορώ να σας μιλήσω για πολύ, γιατί το αυτοκίνητο είναι συνεχώς γεωγραφικά εντοπισμένο, αλλά με σώζετε. Θέλω να γίνω μέλος σε συνδικάτο. Είμαι καθαρίστρια, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα στην εταιρεία μου, και καθώς είμαι ήδη χάλια παντού, δεν θα τα καταφέρω ποτέ να φτάσω στα 64…
Η Βαλερί, συνδικαλίστρια σε μια ασφαλιστική εταιρεία, σημειώνει βιαστικά τον αριθμό της: «Ακόμα κι είχαμε κάνει αυτή τη δράση μόνο και μόνο για να γνωρίσουμε αυτήν την κυρία, θα είχαμε πετύχει».
Καθώς προχωρά το πρωινό, ο προγραμματισμένος «οικονομικός αποκλεισμός» μετατρέπεται σε μπλόκο της κυκλοφορίας με διανομή φυλλαδίων: παρ’ όλο που οι τριάντα περίπου παρόντες ακτιβιστές δεν ήταν αρκετοί για να ακινητοποιήσουν πλήρως την κυκλοφορία, όπως ήλπιζαν, κατάφεραν ωστόσο να εξοργίσουν την τοπική αστυνομία, η οποία τους ακολουθούσε κατά… παλέτα. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε, με ό,τι έχουμε», λέει ο Καμέλ, υπάλληλος της Enedis (Σ.τ.Μ.: το αντίστοιχο του ΔΕΔΔΗΕ στην Ελλάδα). «Αυτό που έχουμε» είναι, λίγα μέτρα πιο πέρα, μια βιομηχανική ζώνη με περίπου πέντε χιλιάδες εργαζόμενους, κανένας από τους οποίους δεν απεργεί. «Αυτό που έχουμε» είναι οι εργαζόμενοι που πηγαίνουν στη δουλειά τους και παίρνουν τα φυλλάδια, ενθαρρύνοντας στην πλειονότητά τους τους ακτιβιστές που είναι παρόντες, ευχαριστώντας τους για τη δράση τους. Αλλά πρέπει να το πούμε: οι ακτιβιστές είναι λίγο κουρασμένοι. Κουρασμένοι από τις μεγάλες διαδηλώσεις (ποτέ άλλοτε ο νομός της Βαντέ δεν είχε δει διαδηλώσεις τόσο μαζικές όπως αυτόν τον χειμώνα), κουρασμένοι από τα μηνύματα υποστήριξης, τα συγχαρητήρια, τις κόρνες των φορτηγατζήδων, που όμως δεν μετατρέπονται σε δράσεις, αποχές ή απεργίες στους χώρους εργασίας. Όλοι τους απαριθμούν τους λόγους με κούραση στον τόνο της φωνής: παραίτηση, μοιρολατρία, ατομικισμός, οικονομικές δυσκολίες… Ωστόσο, όλοι τους φέρνουν κάτι, μια παλέτα, ένα θερμός με καφέ, ένα γέλιο, κλαδιά δέντρων, σωρούς από φυλλάδια. Και όλοι τους συνεχίζουν.
Συνεχίστε να αγωνίζεστε, οι ιδέες θα κάνουν τη δουλειά τους
Πρόκειται σίγουρα για μια βαθιά αντίφαση, που την βιώνουν και οι σιδηροδρομικοί της CGT στη Λα Ρος-συρ-Υβόν, οι οποίοι μας προσκαλούν να φάμε –άφθονα– στα τοπικά γραφεία τους. Βρίσκονται σε επαναλαμβανόμενες απεργίες –κι αν η λέξη κάνει κάποιους να ονειρεύονται, εκείνοι δεν έχουν ψευδαισθήσεις: «Οι συνάδελφοι που απεργούν ακόμα εδώ είναι ο σκληρός πυρήνας», προειδοποιεί ο Ολιβιέ. Όλοι τους λυπούνται που δεν κατάφεραν να πείσουν τους υπόλοιπους να συμμετάσχουν στο κίνημά τους: «Το χειρότερο είναι ότι δεν κάνουν τίποτα», θρηνεί ο Ολιβιέ. «Παρά το γεγονός ότι είμαστε λίγοι στην απεργία, καταφέρνουμε να επιβραδύνουμε τη δραστηριότητα. Κι αυτοί παίζουν Candy Crush όλη μέρα στα τηλέφωνά τους…» Ο συνδικαλιστής κατηγορεί την πολύ αδύναμη «συνειδητοποίηση» των εργαζομένων, «πολιτική ή συνδικαλιστική». Η ένστασή μας είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει «συνειδητοποιήσει» την αδικία σε αυτή τη «μεταρρύθμιση», όπως μαρτυρούν όλες οι δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις. «Είναι αλήθεια», παραδέχεται ο Σεμπαστιάν. «Αλλά πρόκειται για αντίσταση από τον καναπέ. Δεν είναι εύκολο να κάνεις τον κόσμο να περάσει από το στάδιο της εξέγερσης μπροστά στην τηλεόρασή του στην πράξη της απεργίας, ώστε να υποχρεώσει την κυβέρνηση να υποχωρήσει…» Κι όμως, εδώ, όλοι τους συνεχίζουν.
Και ο Ερίκ συνεχίζει. Αυτός ο συνδικαλιστής της CGT από την Airbus, στη Νάντη (στον νομό Λουάρ-Ατλαντίκ), φαίνεται να έχει λύσει την αντίφαση: «Πρέπει να δεχτείς να αγωνίζεσαι χωρίς αποτελέσματα». Ρωτάμε τον ίδιο και τον συνάδελφό του Τζίμι: με εκατόν πενήντα άτομα, κατάφεραν πρόσφατα να αποκλείσουν εντελώς έναν κυκλικό κόμβο για μερικές ώρες –δεν είναι αυτό ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα; «Είναι μια παραδοχή αδυναμίας», λέει ο Τζίμι. «Μόνο τις ψήφους που πήραμε στις σωματειακές εκλογές να μετρούσαμε, θα έπρεπε να ήμασταν σχεδόν χίλιοι…» Αποδέχονται λοιπόν ότι αγωνίζονται χωρίς σπουδαία αποτελέσματα: «Χρειάζεται πολύ μακροχρόνια δουλειά για την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων», συνεχίζει ο Ερίκ. «Μπορεί να μην δρέψουμε ποτέ τους καρπούς όσων κάνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Αλλά οι ιδέες εμποτίζονται στον νου των ανθρώπων, ακόμη και με τρόπους που δεν γνωρίζουμε. Στο μεταξύ, πρέπει να συνεχίσουμε. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να ξεφύγουμε από τη λατρεία των άμεσων αποτελεσμάτων: οι νέες γενιές που βλέπουμε να καταφθάνουν στο εργοστάσιο είναι βυθισμένες σε αυτή. Ο αγώνας για τις κοινωνικές κατακτήσεις δεν λειτουργεί έτσι…»
Ο Τζίμι απευθύνει κάλεσμα για την επανεξέταση της σχέσης με τον χρόνο: «Δουλεύουμε με αυστηρά προσδιορισμένο ρυθμό, έχουμε στόχους που καθορίζονται ώρα με την ώρα, κάθε λεπτό μετριέται… Αυτός είναι ο καπιταλιστικός χρόνος. Πρέπει να διεκδικήσουμε τον μακρό χρόνο, τον δικό μας χρόνο». Και να επιλύσουμε μία ακόμη αντίφαση: ως χειριστής ενός ψηφιακά ελεγχόμενου μηχανήματος –«“κουμπάκιας”, έτσι το λέμε»– ο Ερίκ δηλώνει περήφανα χειρωνακτικός εργάτης. «Αλλά είναι πολύ δύσκολο να περάσεις από τη δουλειά στο εργοστάσιο στη δουλειά για τις ιδέες σου. Στο εργαστήριο, στο τέλος της ημέρας, ξέρω τι έχω κάνει με τα χέρια μου: παίρνω ψυχολογική ικανοποίηση. Στην ιδεολογική δουλειά με τους συναδέλφους, στην καθημερινότητα του συνδικαλισμού, δεν έχω κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Αυτό που κάνουμε δεν είναι απτό…» Και ο Ερίκ και ο Τζίμι συνεχίζουν. Πόσο μάλλον που η διασυνδικαλιστική επιτροπή παραμένει ενωμένη, ένα σημαντικό πλεονέκτημα σύμφωνα με τους ίδιους: για αυτούς τους συνδικαλιστές της CGT, συνηθισμένους στην ιστορική κυριαρχία της Force Ouvrière (FO) στην Airbus (συχνά μάλιστα αποκαλείται «το συνδικάτο του μαγαζιού»), η παρουσία της συνομοσπονδίας FO στη διασυνδικαλιστική, που ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει αναιρεθεί, συνέβαλε στη μαζική ενίσχυση των τάξεων των διαδηλωτών και των απεργών.
«Χρειάστηκαν τρεις ημέρες.» Για μια στιγμή πιστέψαμε ότι ο Ζαν-Μαρί, από τη CGT της εταιρείας Fleury-Michon, με περισσότερους από δύο χιλιάδες εργαζόμενους στην περιοχή της Βαντέ, είχε υποκύψει στη «λατρεία των άμεσων αποτελεσμάτων». «Τρεις μέρες απεργία για να μπορέσουν οι τεχνίτες κρέατος του εργοστασίου, όλοι τους στον δρόμο, να πάρουν τις αυξήσεις τους.» Γρήγορα, αποτελεσματικά και άμεσα λοιπόν; Ο Ζαν-Μαρί ξαφνιάζεται: «Τρεις ημέρες απεργίας είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα! Πρέπει να την κρατήσεις! Για να μην αναφερθούμε στο έργο της ευαισθητοποίησης που προηγήθηκε, το οποίο διήρκεσε μήνες, ακόμη και χρόνια…». Καθισμένος δίπλα του, ο Μικαέλ θυμάται τα πρώτα χρόνια δουλειάς σε αυτή τη ναυαρχίδα της αγροδιατροφικής βιομηχανίας, όταν δεν έβρισκε τίποτα για να παραπονεθεί –«χωρίς συνειδητοποίηση». Η περιπέτεια ενός φίλου εργαζομένου, που απειλήθηκε άδικα με απόλυση, του «άνοιξε τα μάτια». Συνδικαλίστηκε σε μια εποχή που η CGT βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο επιρροής της στο εργοστάσιο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, απέχει μόνο λίγες ψήφους από την απόκτηση της πλειοψηφίας στην εταιρεία: ο «μακρός χρόνος» επέτρεψε ένα ποσοστό απεργών της τάξης του 10% στη Fleury-Michon κατά τις ημέρες των κινητοποιήσεων για την υπεράσπιση των συντάξεων. Ο Μικαέλ στεναχωριέται για αυτό το χαμηλό επίπεδο συμμετοχής, δεδομένου του πολύ σοβαρού διακυβεύματος. Αμέσως μετά συνέρχεται: είναι πολύ υψηλό σε σύγκριση με τα ποσοστά στο υπόλοιπο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό της περιοχής. Και ο Ζαν-Μαρί και ο Μικαέλ συνεχίζουν.
«Ανακάλυψα τι σημαίνει σκλαβιά.» Η Μπεατρίς φαίνεται μετρημένος άνθρωπος. Έτσι, όταν αυτή η οικιακή βοηθός, συνδικαλίστρια της CGT, μας αφηγείται την αρχή της καριέρας της, ξέρουμε ότι δεν υπερβάλλει. Συνθήκες εργασίας, ψυχική και κυρίως σωματική καταπόνηση: «Ευτυχώς, έκανα γρήγορα μερικές πολύ καλές φίλες. Μετά τη δουλειά, πίναμε ένα ποτό και τρώγαμε κάτι εδώ, στο σαλόνι μου, με τα κανίς μου.» Υποψιαζόμαστε ότι στο πίσω μέρος του μυαλού της σκόπευε να τις στρατολογήσει: η Μπεατρίς χαμογελάει. Διαβεβαιώνει ότι εκείνη την εποχή δεν γνώριζε τίποτα για τον συνδικαλισμό και ότι δεν είχε τη «συνειδητοποίηση» πως αυτή η συναναστροφή τελικά θα οδηγούσε σε συνδικαλιστικές συναντήσεις. Διότι, μέσα από το μοίρασμα της καθημερινότητάς τους, των δυσκολιών τους, ενός κέικ και ενός καφέ, αυτή η χούφτα νεαρών γυναικών κατέληξε να αποφασίσει συλλογικά ότι «φτάνει πια». Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όρισαν την Μπεατρίς εκπρόσωπο του σωματείου. «Θυμάμαι τις πρώτες μέρες: δεν καταλάβαινα τίποτα. Απαριθμούσα τα πράγματα που δεν πήγαιναν καλά στο αφεντικό μας, πρόσωπο με πρόσωπο, με φιλικό τρόπο. Ήταν τόσο απάνθρωπο εκείνο που περνούσαμε, ώστε ήμουν πεισμένη πως θα συνεννοούμασταν: ήμασταν και οι δύο άνθρωποι τελικά, θα μπορούσε να με καταλάβει! Το πρόβλημα ήταν ότι εκείνος πράγματι καταλάβαινε πολύ καλά τι περνούσαμε. Και μου απαντούσε: “Ναι, είναι δύσκολο για εσάς. Αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Κι αν δεν είστε ικανοποιημένες, το ίδιο κάνει”.»
«Δεν ήξερα ότι ανακάλυπτα την πάλη των τάξεων», εξηγεί η Μπεατρίς με ήρεμη φωνή. «Αγνοούσα την ύπαρξή της, αγνοούσα ότι μπορούσαν να αρνηθούν να με ακούσουν απλώς και μόνο επειδή είχαν διαφορετικά συμφέροντα από τα δικά μου.»
Σύμφωνα με την Μπεατρίς, οι κατηγορίες απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση για ροπή προς τον αυταρχισμό, με την επιμονή να περάσει η «μεταρρύθμιση», όπως και οι άλλες επικρίσεις για την «κουφαμάρα» της, δεν είναι καθόλου τυχαίες…
Αποδείχθηκε όμως ότι, αφότου ξεκίνησαν οι πρώτες απεργίες, ιδιαίτερα σπάνιες σε αυτόν τον τομέα, η φωνή της Μπεατρίς τελικά ακούστηκε. Είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία του, το 10% των μελών του σωματείου της για οικιακές βοηθούς κατέβηκε σε απεργία κατά τη διάρκεια των πρόσφατων κινητοποιήσεων στη Βαντέ ενάντια στο σχέδιο της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν. Η Μπεατρίς κόπιασε για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς κανένα αποτέλεσμα: αποδέχτηκε τον «μακρό χρόνο». Επισημαίνει ότι το 10% συμμετοχής στην απεργία αποτελεί μια ξεκάθαρη νίκη. Είναι πεισμένη ότι αν δεν αποσυρθεί η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, θα αποτελέσει μέρος της «ταξικής πάλης» –στην οποία μπορεί να «χάσεις μια μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο». Και η Μπεατρίς συνεχίζει.
Παρακολουθώντας τον Μακρόν επί πέντε ώρες συνεχώς…
Ο Ντενί, από την πλευρά του, είναι ευτυχισμένος ως συνδικαλιστής. Ο αποκλεισμός του επαγγελματικού λυκείου όπου διδάσκει μαθηματικά ήταν βραχύβιος, αλλά πρωτοφανής –και επιτυχημένος. Ένας από τους συναδέλφους του έφερε ένα εντυπωσιακό απόθεμα ξύλων που είχε πριονίσει φροντίζοντας το δάσος, τα οποία φάνηκαν πολύ χρήσιμα για το μπλοκάρισμα των εισόδων του σχολείου.
«Όταν ο συγκεκριμένος συνάδελφος έφτασε στο σχολείο μας το 2018, τον κορόιδευα ανοιχτά: ήταν τόσο φανατικός με τον Μακρόν, τον λάτρευε, ώστε τον παρακολουθούσε επί πέντε συνεχόμενες ώρες να μιλάει στο ντιμπέιτ! Δεν έχανε ούτε μία ομιλία του… Κανείς δεν κατάφερε να κάνει κάτι τέτοιο σε ολόκληρη τη χώρα!». Μεγαλόψυχος, ο Ντενί δεν του κρατούσε κακία και τον προσκαλούσε να παίξουν πινάκλ με τους συναδέλφους του μετά το σχολείο. «Κάθε Παρασκευή, μερικοί από εμάς μαζευόμαστε σε ένα μπιστρό κοντά στο σχολείο. Παίζουμε χαρτιά και πίνουμε δυο-τρεις μπύρες. Και, πάνω απ’ όλα, συζητάμε, για τα πάντα και για τίποτα. Και για την πολιτική, βεβαίως. Έτσι, μέσα σε πέντε χρόνια, ο συνάδελφός μου, από εκεί που δεν έχανε ντιμπέιτ, έφτασε να μεταφέρει ξύλα με τη ρυμούλκα για να κλείσει το λύκειο. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια πινάκλ». Ήταν πολύς καιρός; «Όχι, πέντε χρόνια σημαίνει ότι έγινε γρήγορα!» Ο Ντενί ξεσπά σε γέλια. Και ο Ντενί συνεχίζει.
Pierre Souchon
(1) (Σ.τ.Ε): Στη Γαλλία υπάρχουν πέντε παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ανάμεσά τους η CGT και η FO που αναφέρονται στο κείμενο, καθώς και τρεις νεώτερες. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο αγώνας ενάντια στην μεταρρύθμιση των συντάξεων οδήγησε σε κοινές δράσεις και τη δημιουργία μας διασυνδικαλιστικής επιτροπής.
(2) Τα άτομα από τα οποία πήραμε συνέντευξη ζήτησαν να χρησιμοποιηθούν μόνο τα μικρά τους ονόματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου