Χάρτης της Κωνσταντινούπολης |
1η Μαρτίου 1821. Στην Κωνσταντινούπολη γίνονται γνωστά τα νέα για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και τα γεγονότα στο Ιάσιο. Η Πύλη ήξερε μεν από τις αρχές Γενάρη ότι σχεδιάζεται επανάσταση, γιατί είχαν πέσει στα χέρια της κάτι γράμματα του Υψηλάντη που τα είχαν πάνω τους δύο Φιλικοί, αλλά τότε δεν αντέδρασε δυναμικά όπως έκανε συνήθως. Εκείνο που τη φόβισε πολύ, ωστόσο, ήταν η ανακάλυψη του σχεδίου των Φιλικών για καταστροφή της Κωνσταντινούπολης. Για τον λόγο αυτό διάταξε να φύγουν από την Πόλη όλοι οι Έλληνες που δεν
ήταν μόνιμοι κάτοικοι, ενώ έγιναν έρευνες σε σπίτια για να βρεθεί αν κρύβονταν όπλα ή πολεμοφόδια, όπως υποπτεύονταν οι αρχές. Παρακολουθούνταν διάφορα μέρη της Πόλης, για τα οποία ακούγονταν ψίθυροι ότι είχαν σκαφτεί υπόνομοι και μέσα υπήρχαν κρυμμένοι Έλληνες με όπλα που θα τα χρησιμοποιούσαν όταν τους δινόταν σήμα. Τέτοιος φόβος κατέλαβε την Υψηλή Πύλη και από αυτόν προέκυψε και η παραφροσύνη της.Το πρωί της 1ης Μαρτίου ο Ρώσος πρέσβης, αφού ενημερώθηκε από έναν έκτακτο ταχυδρόμο για τα γεγονότα της 22ας Φεβρουαρίου, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο και κήρυξε Επανάσταση, κοινοποίησε στην Πύλη τα συμβάντα. Την άλλη μέρα έφυγαν κρυφά από την Πόλη εσπευσμένα μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για την Οδησσό οι επίτροποι του ηγεμόνα της Μολδαβίας, ο Νικόλαος Σούτσος με τον αδελφό του και τον Ιωάννη Σχινά.
Στις 3 του Μάρτη διαβιβάστηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο η Πύλη εκδήλωνε τη… λύπη της γι’ αυτό το «κίνημα των παρανοϊκών» στη Μολδαβία και ζητούσε από τη Μεγάλη Εκκλησία να προτρέψει το ποίμνιό της να μην το υποστηρίξει, γιατί αλλιώς οι χριστιανοί θα έπεφταν θύματα της αδυσώπητης αγανάκτησης των Οθωμανών. Το Πατριαρχείο τότε έστειλε γράμματα γνωστοποιώντας τον αφορισμό του Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου (του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας) και συμβούλευε τους χριστιανούς να παραμείνουν πιστοί στον σουλτάνο. Τα γράμματα αυτά όμως δεν έφεραν το προσδοκώμενο από την Πύλη αποτέλεσμα..
Κάποιοι στην Κωνσταντινούπολη βλέποντας τις κινήσεις αυτές της Πύλης αντιλαμβάνονταν τι επρόκειτο να συμβεί και ένιωθαν ότι η μόνη σωτηρία τους θα ήταν η φυγή. Στις 5 του Μάρτη έφυγε από την Πόλη ο Αλέξανδρος Χαντζερής με όλη την οικογένειά του για την Οδησσό και την άλλη μέρα το ίδιο έκανε και ο Γεώργιος Καρατζάς, ο γιος του πρώην ηγεμόνα, ο έμπορος Γεώργιος Χρηστόπουλος και άλλοι.
Στις 8 του Μάρτη διαβάστηκε σε όλα τα τζαμιά της Κωνσταντινούπολης μυστικό φιρμάνι με το οποίο καλούνταν όλοι οι πιστοί μουσουλμάνοι να είναι σε εγρήγορση για την αντιμετώπιση των εσωτερικών εχθρών του κράτους. Όσοι δεν είχαν όπλα έπρεπε τώρα να αγοράσουν πουλώντας, αν ήταν ανάγκη, ακόμα και τα σκεπάσματά τους, γιατί ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος και τους αφορούσε όλους.
Στις 9 του Μάρτη διατάχθηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος με φιρμάνι να στείλει στην Πύλη κάποιους έγκριτους αρχιερείς, χωρίς να αιτιολογείται ο λόγος που το ζητούσε αυτό ο σουλτάνος. Στάλθηκαν τότε ο Εφέσου Διονύσιος, Ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Τους έκλεισαν σε ένα σπίτι και έβαλαν φρουρά, και απαγόρευσαν στους ιεράρχες να επικοινωνούν με οποιονδήποτε άλλο πλην των διακόνων που είχαν για υπηρέτες.
Συγχρόνως η Πύλη μετέφερε στη βασιλεύουσα πλήθος Ασιανών στρατιωτών και στις 14 του Μάρτη διέταξε να εξοπλιστούν όλοι οι Οθωμανοί της Κωνσταντινούπολης. Αφού λοιπόν κατασκευάστηκαν πρώτα διάφοροι χώροι φυλάκισης παντού, άρχισε μετά να εκφράζεται η αιμοδιψής μανία εναντίον όλων των σημαντικών Ελλήνων, χωρίς να εξετάζεται αν υπήρχαν στοιχεία ενοχής τους. Έμπαιναν στα σπίτια των Ελλήνων και στους γυναικωνίτες, συλλάμβαναν όποιους θεωρούσαν ύποπτους και τους οδηγούσαν στη φυλακή, ενώ οι αιμοχαρείς Ασιανοί με υψωμένα σπαθιά περιφέρονταν στους δρόμους και στην αγορά δείχνοντας την ανυπομονησία τους και σφάζοντας όποιον πετύχαιναν μπροστά τους από τον απλό κόσμο, χωρίς να έχουν άδεια από την κυβέρνηση αλλά και χωρίς να τους εμποδίζει και κανείς.
Πέραν αυτού, χωρίς αποδείξεις πάλι, ούτε καν με απλές ενδείξεις αλλά μόνο με την υποψία και έχοντας λάβει επ’ αυτού και σχετική διαταγή από την εξουσία, οδηγούσαν όλους τους γνωστούς και διακεκριμένους χριστιανούς στη σφαγή και στην κρεμάλα. Άλλους τους έσφαζαν στο δρόμο, άλλους τους κρέμαγαν από τα παράθυρα των σπιτιών μπροστά στους συγγενείς τους, άλλους τους παρέδιδαν σε βασανιστήρια. Ρήμαζαν εκκλησίες, κατεδάφιζαν οικίες, δήμευαν περιουσίες, άρπαζαν κορίτσια και γυναίκες, ανέβαιναν σε πλοία που είχαν ευρωπαϊκή σημαία και, αν εντόπιζαν σε αυτά Έλληνες να έχουν βρει εκεί καταφύγιο, τους έβγαζαν έξω σέρνοντάς τους, μπροστά στα μάτια των πρέσβεων.
Το ξίφος του σουλτάνου άρχισε επίσημα να πέφτει στα κεφάλια των Ελλήνων στις 22 του Μάρτη, όταν αποκεφαλίστηκαν ο Νικόλαος Σκαναβής, ο Μιχαήλ Μάνος, πρώην διερμηνέας του στόλου και γαμπρός του Σκαναβή, ο Θεόδωρος Ρίζος και ο Αλέκος, γιος του Φωτεινού, αρχίατρου του ηγεμόνα της Μολδαβίας. Αυτές τις πρώτες σφαγές, επακόλουθο της σουλτανικής μανίας, τις ακολούθησαν οι σφαγές της 26ης και 27ης Μαρτίου, του Λεβίδη και του Τσαλίκη του Στεργιαννάκη Τσουρπατζόγλου, τριών καλόγερων, τριών ταχυδρόμων του ηγεμόνα της Μολδαβίας και οκτώ άλλων, λιγότερο γνωστών Ελλήνων.
Στις 3 Απριλίου έφτασε ταχυδρόμος από την Αθήνα με γράμματα που έλεγαν ότι επαναστάτησε όλη η Πελοπόννησος. Τρελάθηκε ακόμα περισσότερο τότε ο σουλτάνος και άρχισε να σκοτώνει με ακόμη μεγαλύτερη απάθεια. Ο Κωστάκης Μουρούζης, που ήταν μέγας διερμηνέας εκείνο τον καιρό, αποκεφαλίστηκε με τη στολή του μεγάλου διερμηνέα την ίδια μέρα που αποκεφαλίστηκε και ο Αντωνάκης Τσιράς μπροστά από το σπίτι του. Κρεμάστηκαν και άλλοι οκτώ, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος από το παράθυρο του σπιτιού του. Την επόμενη μέρα ο σουλτάνος αποκεφάλισε και τον γαμπρό του Παπαρρηγόπουλου Δημήτριο Σκαναβή, τον Παναγιωτάκη Τσιγκή και τον πρώην διερμηνέα του στόλου Μιχαλάκη Χαντζερή. Κρέμασε και τον Γεώργιο Μαυροκορδάτο από το παράθυρο του σπιτιού του κι αυτόν.
Στις 8 του Απρίλη ο σουλτάνος αποκεφάλισε τρεις ανθρώπους που θεωρήθηκε ότι σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν το δίκτυο ύδρευσης της Κωνσταντινούπολης. Στις 9 του μήνα, που ήταν Μεγάλο Σάββατο, αποκεφαλίστηκαν δύο εφημέριοι του Πατριαρχείου, γιατί, ενώ φρουρούσαν την Ευφροσύνη Μουρούζη, αυτή κατάφερε να διαφύγει. Το ίδιο απόγευμα 5.000 γενίτσαροι σκορπίστηκαν σε όλη την περιοχή του Πατριαρχείου, μέσα και έξω από το Φανάρι, χωρίς να ξέρει κανείς γιατί είχαν πάει εκεί. Οι γενίτσαροι περιφέρονταν όλη τη νύχτα στους δρόμους του Φαναρίου, μέχρι την ενορία του Αγίου Δημητρίου της Ξυλόπορτας και τον Μπαλατά χωρίς να πειράζουν κανέναν.
Στη μέση της νύχτας οι χριστιανοί κατευθύνθηκαν φοβισμένοι, περνώντας ανάμεσα από τους γενίτσαρους, προς την εκκλησία του πατριαρχείου, τον Άγιο Γεώργιο, όταν κλήθηκαν από τους κράχτες για τη λειτουργία. Ο πατριάρχης λειτούργησε με 12 αρχιερείς, όπως ήταν τη συνήθεια, και όταν τελείωσε η λειτουργία έφυγαν όλοι για τα σπίτια τους χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας. Ανέβηκε τότε και ο πατριάρχης στα δωμάτια του Πατριαρχείου, ενώ είχε αρχίσει ήδη να ξημερώνει, όταν ειδοποιήθηκε όταν έφτανε στο Πατριαρχείο ο Σταυράκης Αριστάρχης, ο νέος μεγάλος διερμηνέας, που είχε διαδεχθεί τον Μουρούζη στα καθήκοντά του.
Ο Γρηγόριος διέταξε να πάνε τον Αριστάρχη στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, αλλά ο Αριστάρχης τους ενημέρωσε ότι προτιμούσε να συναντηθούν κατευθείαν στο Συνοδικό. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στο Συνοδικό και ο Οθωμανός γραμματέας του ρεΐζ εφέντη. Όταν ήλθε και ο πατριάρχης, ο Αριστάρχης τον ενημέρωσε ότι ο Οθωμανός γραμματέας είχε φέρει ένα σουλτανικό φιρμάνι με τη διαταγή να διαβαστεί ενώπιον των αρχιερέων, των προυχόντων και των αρχηγών των συντεχνιών. Ο πατριάρχης διέταξε να προσκληθούν όλοι στο Συνοδικό και αυτό έγινε. Μπροστά σε όλους λοιπόν διαβάστηκε το φιρμάνι του σουλτάνου που έλεγε τα εξής:
«Επειδή ο πατριάρχης Γρηγόριος φάνηκε ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλη και ραδιούργος, κηρύσσεται έκπτωτος από τη θέση του και θα διαμείνει στο Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα) μέχρι να εκδοθεί δεύτερη διαταγή».
Μετά την ανάγνωση του φιρμανιού ο πατριάρχης, συνοδευόμενος από τον πιστό του αρχιδιάκονο Νικηφόρο, οδηγήθηκε, αντίθετα με όσα έλεγε το φιρμάνι και προφανώς σύμφωνα με μυστική διαταγή, στη φυλακή του Μποσταντζήμπαση (τόπος βασανιστηρίου κληρικών). Βγαίνοντας ο πατριάρχης από το Συνοδικό διαβάστηκε κι άλλο φιρμάνι που έλεγε τα εξής:
«Επειδή η Υψηλή Πύλη δεν επιθυμεί να στερήσει τους πιστούς της υπηκόους από την πνευματική κηδεμονία του κοινού τους πατέρα, διατάσσει να εκλέξουν άλλο πατριάρχη, όπως συνηθίζεται πάντα».
Άρχισε λοιπόν να γίνεται συζήτηση για εκλογή νέου πατριάρχη και αποφασίστηκε να ανακληθεί στον πατριαρχικό θρόνο ο πρώην πατριάρχης Κύριλλος που διέμενε στην Αδριανούπολη. Αλλά ο Οθωμανός γραμματέας όταν το άκουσε αυτό είπε ότι δεν δεχόταν την εκλογή του Κυρίλλου που ήταν απών, διότι η Υψηλή Πύλη δεν ήθελε υπό αυτές τις περιστάσεις να μείνει κενός ο θρόνος ούτε για μία ώρα και απαιτούσε να εκλεγεί κάποιος από τους παρισταμένους, όποιον ήθελαν οι αρχιερείς. Εξελέγη τότε ο Πεισιδίας Ευγένιος, τον οποίο αμέσως ο μεγάλος διερμηνέας και ο γραμματέας έστειλαν στην Πύλη, όπως συνηθιζόταν πάντα, ενώ αυτοί παρέμειναν στο Πατριαρχείο μαζί με όλους τους άλλους αναμένοντας την επιστροφή του νέου πατριάρχη. Μετά από λίγες ώρες γύρισε ο πατριάρχης με μια πομπή λαμπρότερη από τη συνηθισμένη.
Ενώ η πομπή εξελισσόταν, έβγαλαν τον Γρηγόριο από τη φυλακή. Αντιλαμβανόμενος ότι πλησίαζε η ώρα του θανάτου του, προσευχόταν αδιάλειπτα. Τον έβαλαν σε ένα μικρό πλοίο που έφτασε στις ακτές του Φαναρίου. Εκεί ο πατριάρχης, ατενίζοντας τον ουρανό, όπου θα ανέβαινε σε λίγο, έκανε τον σταυρό του, γονάτισε και έκλινε την κεφαλή του προς το μαχαίρι του δήμιου. Ο δήμιος όμως τον σήκωσε λέγοντάς του να τον ακολουθήσει, γιατί δεν ήταν εκεί ο καθορισμένος τόπος της εκτέλεσης της ποινής του. Περπατώντας έφτασαν μέχρι το Πατριαρχείο. Εκεί ο δήμιος τον κρέμασε, προσευχόμενο, στο ανώφλι της μεγάλης πύλης μετά το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα.
Την ίδια ώρα που μέσα στο Πατριαρχείο οι δύστυχοι χριστιανοί επευφημούσαν τον νέο πατριάρχη ψάλλοντας το «εις πολλά έτη δέσποτα», απέξω ήταν κρεμασμένος σαν ληστής και κακούργος ο προκάτοχός του… Το έγγραφο της καταδίκης του, ο γιαφτάς, που τον είχαν βάλει πάνω του για να τον διαβάζουν όλοι, έλεγε τα εξής:
«Χρέος των αρχηγών των διάφορων λαών που είναι υπό την εξουσία μου, είναι να παρακολουθούν νύχτα και μέρα αυτούς που είναι υπό τις εντολές τους, να παρατηρούν τη διαγωγή τους και να ανακαλύπτουν και να αναφέρουν στην κυβέρνησή μου τις αθέμιτες πράξεις τους. Οι πατριάρχες, μάλιστα, ως αρχηγοί των ραγιάδων που ζουν ασφαλείς στη σκιά της αυτοκρατορικής μου εξουσίας, οφείλουν να είναι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ανεπίληπτοι, τίμιοι, πιστοί και ειλικρινείς. Με τέτοιες αρετές οφείλουν, όταν παρατηρήσουν κακές κλίσεις του λαού τους, να τις εμποδίζουν με απειλές και συμβουλές ή, αν είναι αναγκαίο, και με ποινές που είναι σύμφωνες με τα έθιμα της θρησκείας τους, και έτσι να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους προς την Υψηλή Πύλη, μέσω της οποίας απολαμβάνουν τις χαρές και τις ελευθερίες υπό την αγαθοποιό σκιά της.
Αλλά ο άπιστος πατριάρχης των Ελλήνων, που παλιά έδωσε δείγματα της αφοσίωσής του προς την Υψηλή Πύλη, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμέτοχος των εξεγέρσεων του έθνους του, τις οποίες διάφοροι κακομαθημένοι, παρασυρμένοι από διαβολικές ελπίδες, τις ξεσήκωσαν. Και χρέος του ήταν να διδάξει στους κοινούς ανθρώπους ότι αυτή η παράτολμη πράξη θα ήταν μάταια και αποτυχημένη. Γιατί οι κακές αποφάσεις δεν είναι ποτέ δυνατόν να έχουν αίσιο τέλος εναντίον της μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας, που δημιουργήθηκαν από τον Θεό πριν από 1000 και πλέον χρόνια και θα διατηρηθούν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, όπως μας διαβεβαιώνουν οι αποκαλύψεις και τα θαύματα. Εξαιτίας όμως της διαφθοράς της καρδιάς του, όχι μόνο δεν ειδοποίησε ούτε διαπαιδαγώγησε αυτούς που εξαπατήθηκαν, αλλά σύμφωνα με όλα τα φαινόμενα ήταν και αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επανάστασης και είναι αδύνατον να μην εμφανιστεί τώρα και πέσει στην οργή του Θεού όλο το έθνος των Ελλήνων, παρόλο που ανάμεσά τους βρίσκονται και πολλοί αθώοι.
Όταν μάθαμε την αποστασία, η Υψηλή Πύλη, νιώθοντας οίκτο προς τους καημένους ραγιάδες της, προσπάθησε να επαναφέρει με ήπιο τρόπο στην οδό της σωτηρίας τους εξαπατημένους, και για τον λόγο αυτό εξέδωσε πρόσταγμα διατάζοντας και συμβουλεύοντας τον πατριάρχη τα δέοντα, ζητώντας του να αφορίσει όλους τους εξεγερμένους ραγιάδες όπου κι αν βρίσκονταν. Αλλά αντί να δαμάσει τους αποστάτες και να δώσει πρώτος το παράδειγμα της επιστροφής τους στα καθήκοντά τους, αυτός ο άπιστος έγινε πρωταίτιος όλων των ταραχών που ξέσπασαν. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στην Πελοπόννησο και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών που διέπραξαν οι παραπλανημένοι ραγιάδες στην επαρχία Καλαβρύτων. Αυτός λοιπόν είναι ο αίτιος του παντελούς αφανισμού, με τη θεία βοήθεια, όλων των παραπλανημένων ραγιάδων.
Επειδή έχουμε βεβαιωθεί από παντού για την προδοσία του, που δεν είναι μόνο εναντίον της Υψηλής Πύλης αλλά οδηγεί και στην καταστροφή το έθνος του, ήταν ανάγκη να λείψει αυτός ο άνθρωπος από προσώπου γης και γι’ αυτό απαγχονίστηκε, προς παραδειγματισμό των άλλων».
Μετά από αυτά, έφυγε από το Πατριαρχείο ο μεγάλος διερμηνέας, ο γραμματέας και οι υπόλοιποι. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Μπεντερλή Αλήπασας, ο πρόσφατα διορισμένος αρχιβεζίρης, πέρασε από το Φανάρι με έναν μόνο υπασπιστή του και κάθισε 5-6 λεπτά απέναντι από τον κρεμασμένο πατριάρχη κοιτάζοντάς τον και μιλώντας στον υπασπιστή του. Μετά από μία ώρα πέρασε διακριτικά και ο σουλτάνος ρίχνοντας ένα βλέμμα στον πατριάρχη. Τρεις μέρες έμεινε το λείψανο κρεμασμένο. Την τέταρτη μέρα το κατέβασε ο δήμιος με σκοπό να το ρίξει στη θάλασσα, γιατί σύμφωνα με τη διαταγή οι κρεμασμένοι και οι αποκεφαλισμένοι δεν ήταν άξιοι ταφής.
Πλησίασαν τότε τον δήμιο κάποιοι εβραίοι και παίρνοντας την άδειά του (μερικοί λένε ότι τον δωροδόκησαν), του έδεσαν τα πόδια και έσυραν το σώμα από το Πατριαρχείο μέχρι τον αιγιαλό του Φαναρίου χλευάζοντας και βρίζοντας το, και μετά το έριξαν στη θάλασσα δίνοντας το σκοινί στον δήμιο που περίμενε στο πλοιάριο. Αυτός απομακρύνθηκε σύροντας το λείψανο στη θάλασσα και όταν έφτασε στη μέση του Κεράτιου κόλπου έδεσε στο λείψανο μια πέτρα για να καταποντιστεί. Αλλά το λείψανο δεν βυθίστηκε γιατί η πέτρα δεν ήταν αρκετά βαριά για να το τραβήξει κάτω. Επέστρεψε τότε ο δήμιος στην ξηρά, πήρε άλλες δύο πέτρες και επανήλθε στο σημείο που επέπλεε το λείψανο, τις έδεσε και αυτές πάνω του και τρύπησε με μια λόγχη δυο-τρεις φορές το νεκρό σώμα για να τραβήξει νερό και τελικά αυτό βυθίστηκε.
Μετά από αρκετές μέρες το λείψανο εμφανίστηκε στον Γαλατά, ανάμεσα σε δύο πλοία που ήταν ελλιμενισμένα μπροστά από το Καράκιοϊ (Γαλατάς), ένα σλαβονικό και ένα κεφαλονίτικο. Πρώτος ο Σλαβόνος καπετάνιος είδε το λείψανο και το σκέπασε ρίχνοντας πάνω του μια ψάθα, με σκοπό να το ανελκύσει όταν νυχτώσει και να το θάψει, σε όποιον κι αν ανήκε αυτό το νεκρό σώμα. Το απόγευμα όμως τον πρόλαβε ο άλλος πλοίαρχος, ένας Κεφαλονίτης που ονομαζόταν Σκλάβος, και το έβγαλε από τη θάλασσα. Όταν κατάλαβε από τη γενειάδα και τα ακούρευτα μαλλιά ότι ήταν λείψανο ιερωμένου, ανέβασε την άλλη μέρα πάνω στο πλοίο κρυφά κάποιους και αφού του είπαν ότι ήταν ο πατριάρχης, ο καπετάνιος σαβάνωσε το λείψανο και ξεκίνησε το ταξίδι του για την Οδησσό. Όταν έφτασε εκεί παρέδωσε το λείψανο στο λοιμοκαθαρτήριο της πόλης. Αφού εξετάστηκε και πάλι το νεκρό σώμα με εντολή του διοικητή, επαναβεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν το λείψανο του Έλληνα πατριάρχη.
Η είδηση έγινε γνωστή στην Πετρούπολη και από εκεί διατάχθηκε να αποδοθούν στον νεκρό όλες οι απαιτούμενες τιμές. Στη λαμπρότητα της κηδείας του συνέδραμε και η Εκκλησιαστική Σύνοδος της Ρωσίας. Στις 17 Ιουνίου συγκεντρώθηκαν στο λοιμοκαθαρτήριο οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του τόπου, δύο μητροπολίτες, ο Σιλιστρίας Κύριλλος και ο Ιεροπόλεως Γρηγόριος, ο επίσκοπος Μπεντερίου και Ακερμανίου Δημήτριος, ο κλήρος όλης της περιφέρειας, πρόσφυγες Έλληνες και πολύς κόσμος, και συνόδευσαν το λείψανο στη μητρόπολη της Οδησσού, όπου παρέμεινε για τρεις μέρες, μέχρι τις 19 Ιουνίου, οπότε τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία και εκφωνήθηκε από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου, ιεροκήρυκα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ένας κατανυκτικός επιτάφιος λόγος. Το λείψανο μεταφέρθηκε στη συνέχεια με πομπή στην εκκλησία των Ελλήνων και το άψυχο σώμα του πατριάρχη τοποθετήθηκε σε νέο μνήμα, μέσα στο Άγιο Βήμα, στη βόρεια πλευρά της Αγίας Τράπεζας.
Επανερχόμενοι στην Κωνσταντινούπολη, την Κυριακή του Πάσχα η Υψηλή Πύλη κρέμασε και τρεις από τους φυλακισμένους αρχιερείς, τον Εφέσου, τον Αγχιάλου και τον Νικομηδείας. Ο τελευταίος, υπέργηρος ων, πριν φτάσει στον τόπο του μαρτυρίου έπεσε κάτω και ξεψύχησε αλλά ακόμα και νεκρός που ήταν τοποθετήθηκε στην αγχόνη για να μείνει κρεμασμένος. Τόσο λυσσασμένοι ήταν οι Τούρκοι εκείνες τις μέρες, ώστε όχι μόνο σκότωναν σωρηδόν, αυθαίρετα και άφοβα όποιον Έλληνα έβρισκαν μπροστά τους αλλά, σαν να μην έφτανε το αίμα των ζωντανών, πυροβολούσαν ακόμα και τους κρεμασμένους νεκρούς και διαμέλιζαν τα σώματα των νεκρών που κείτονταν στο έδαφος. Τριγύριζαν στους δρόμους και μάλιστα μερικοί ζήταγαν και λεφτά για να απομακρύνουν τα πτώματα.
Πουθενά στην Πόλη δεν τολμούσε να εμφανιστεί χριστιανός, ούτε καν σε παράθυρο δεν τολμούσε να βγει. Η Κωνσταντινούπολη φαινόταν να είναι ένα καταγώγιο ληστών και αιμοβόρων θηρίων και όχι η έδρα του αυτοκράτορα και πολλών Ευρωπαίων πρέσβεων. ΟΙ Έλληνες που κατάφεραν να δραπετεύσουν κατέφυγαν με τη βοήθεια της Ρωσίας σε ξένα εδάφη, γυμνοί και άγνωστοι ενώ μέχρι τότε ήταν στην πόλη τους επιφανείς και πλούσιοι.
Από τον μανιασμένο όχλο της Κωνσταντινούπολης δεν γλίτωσαν ούτε οι ιεροί ναοί των χριστιανών. Στις 22 Απριλίου τα χαράματα νεαροί Τούρκοι μαζεύτηκαν στην περιοχή της Πύλης της Αδριανουπόλεως (Εντιρνέκαπου), ενώθηκαν μαζί με μερικούς ηλικιωμένους και όλοι μαζί μπήκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με τη βία. Τσάκισαν τα στασίδια και άρπαξαν τα ασημικά, τα ιερά σκεύη και τα άμφια των εφημερίων. Υπήρχαν μάλιστα στην περιοχή και Τούρκοι φρουροί που τους είδαν μεν αλλά ούτε τους είπαν τίποτα ούτε τους εμπόδισαν.
Αποθρασύνθηκαν τότε όλοι αυτοί οι άτακτοι και αφού πήραν και άλλα άτομα μαζί τους έβαλαν τα φαιλόνια (άμφια) των ιερέων πάνω σε δοκάρια σαν σημαίες και τα επιτραχήλια και άλλα ιερά άμφια και κραυγάζοντας πήγαν στην εκκλησία του Εγρίκαπου, έσπασαν τους πολυέλαιους της, έριξαν στο έδαφος τα εικονοστάσια, διέλυσαν τις εικόνες, ποδοπάτησαν τα ιερά σκεύη και άρπαξαν τα ασημικά.
Από εκεί πήγαν στον ναό της Παναγίας του Μουχλίου, στον ναό της Ξυλόπορτας, στον ναό του Αγίου Τάφου του πατριαρχείου και στον Άγιο Ιωάννη του Μπαλατά, συνεχίζοντας τις άνομες πράξεις τους. Μετά κατευθύνθηκαν προς τον ναό του Αγίου Γεωργίου μέσα στο Πατριαρχείο, αλλά βρήκαν κλειστές τις πύλες του και δεν μπόρεσαν να τις ανοίξουν γιατί ήταν σιδερένιες. Δύο εφημέριους όμως που ήταν στην αυλή του Πατριαρχείου τους σκότωσαν. Μόλις το είδαν αυτό οι γυναίκες από τα σπίτια της γύρω περιοχής άρχισαν να θρηνούν και να οδύρονται, γιατί θεώρησαν ότι η Πύλη είχε διατάξει γενική σφαγή. Μεγάλος φόβος απλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Πατριαρχείου, μέσα και έξω από το Φανάρι, ώστε από παντού ακούγονταν οι θρήνοι των χριστιανών και οι ιαχές διακοσίων περίπου Τούρκων.
Οι άτακτοι που δεν μπόρεσαν να μπουν στον πατριαρχικό ναό, όρμησαν μέσα στο πατριαρχείο και πολλοί από τους καλόγερους που ήταν εκεί ανέβηκαν στη στέγη και πήδηξαν στα διπλανά οθωμανικά σπίτια για να σωθούν. Ο νέος πατριάρχης προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στο πατριαρχείο, τον βρήκαν όμως οι κακούργοι και τότε άλλοι τον έβριζαν και τον φοβέριζαν, και άλλοι τον προστάτευαν λέγοντας ότι αυτός ήταν πιστός στον σουλτάνο. Τον οδήγησαν μάλιστα και μέχρι την Αστυνομία του Φαναρίου για να έχει εκεί άσυλο.
Όλα αυτά τα επεισόδια είχαν αρχίσει από νωρίς το πρωί και σταμάτησαν μετά τις 4 το απόγευμα, μετά την ένοπλη επέμβαση του αγά των γενιτσάρων. Την επόμενη μέρα στάλθηκαν στο Πατριαρχείο όσα κλεμμένα αντικείμενα κατάφερε να εντοπίσει η οθωμανική διοίκηση. Ο μαινόμενος όχλος πρόλαβε να κατεδαφίσει και την εκκλησία της Παναγίας του Μπαλουκλή που ήταν ιδιαίτερα γνωστή για το αγίασμά της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η λύσσα της εξουσίας δεν ήταν μικρότερη από τη λύσσα του όχλου. Αν και έδειχνε ότι αποδοκίμαζε δήθεν τις ιερόσυλες πράξεις κατά των ναών, ούτε εμπόδισε κάποιον από τους άτακτους ούτε η ίδια σταμάτησε να χύνει το αίμα του κλήρου και του λαού. Ενώ ολόκληρη η Ευρώπη είχε φρίξει από τις αιμοσταγείς πράξεις της τουρκικής εξουσίας, ο σουλτάνος καθαίρεσε τον αρχιβεζίρη Μπεντερλή-Αλήπασα γιατί, όπως ανέφερε το σχετικό έγγραφο, δεν είχε αφαιρέσει αρκετό ελληνικό αίμα, και τον αντικατέστησε με τον Σαλήχπασα.
Στις 3 Μαΐου, ημέρα διορισμού του νέου αρχιβεζίρη, δώδεκα μέρες μετά τη βεβήλωση των ναών, η Πύλη αποκεφάλισε και τον επίσκοπο Μυριουπόλεως, που ήταν πάνω από 100 ετών, και μαζί με αυτόν αποκεφάλισε και τον 19χρονο γιο του πρώτου άρχοντα της Ραιδεστού. Την επόμενη μέρα, μάλιστα, διέταξε να κρεμαστούν και οι υπόλοιποι φυλακισμένοι αρχιερείς, ο Δέρκων, ο Αδριανουπόλεως, ο Τυρνόβου και ο Θεσσαλονίκης. Οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μεταφέρονταν στον τόπο της ποινής τους έψαλλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία τους, ικέτευαν τον Θεό να αναπαύσει τις ψυχές τους και ευλογούσε ο ένας τον άλλον, ενώ έψαλλαν όλοι μαζί το «Μακαρία η οδός».
Όταν το πλοίο που τους μετέφερε έφτασε στο Αλβανιτοχώρι (Αρναούτκιοϊ), ο δήμιος διέταξε πρώτα τον Τυρνόβου να τον ακολουθήσει. Αυτός γύρισε το κεφάλι προς τους άλλους, τους ασπάστηκε και με συντετριμμένη καρδιά τους είπε «καλή αντάμωση αδελφοί στην άλλη ζωή». Ακολούθησε τον δήμιο ο οποίος τον κρέμασε στο ανώφλι κάποιου κουρείου. Ο μελαμψός στη μορφή και την καρδιά δήμιος γύρισε στο καραβάκι και κατευθύνθηκε προς το Μέγα Ρεύμα, όπου κρέμασε τον Αδριανουπόλεως. Από εκεί πήγε στο Νεοχώρι (Γενίκιοϊ) και κρέμασε τον Θεσσαλονίκης και από εκεί στα Θεραπειά, όπου επέβαλε την προκαθορισμένη ποινή και στον μητροπολίτη Δέρκων.
Αυτός ο υπέργηρος αρχιερέας, ο Δέρκων, που τον τιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλον για τη σκέψη του, το θάρρος της γνώμης και τη γενναιοκαρδία του, όταν έφτασε στην κύρια πύλη της μητρόπολής του, όπου επρόκειτο να κρεμαστεί, ζήτησε άδεια να προσευχηθεί, προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον δήμιο να μην του δέσει τα χέρια. Έπιασε τη θηλειά που κρατούσε στα χέρια του, την ευλόγησε τρεις φορές κάνοντας το σήμα του σταυρού και εκφώνησε το «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Στράφηκε μετά στον δήμιό του και με βαριά φωνή του είπε «εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς κυρίου σου». Και η εντολή εκτελέστηκε.
Την ίδια μέρα, 4 Μαΐου, η Πύλη κρέμασε και τον πιστό αρχιερέα του πατριάρχη Νικηφόρο όπως και μερικούς άλλους, κοσμικούς. Όταν έμαθε ο σουλτάνος ότι κάποιοι Υδραίοι που υπηρετούσαν στον στόλο σχεδίαζαν τον εμπρησμό των πλοίων, αποκεφάλισε τον αρχηγό τους Κωνσταντίνο Γκιούστο μαζί με τα αδέρφια του και τους συγγενείς του στη δεξαμενή του ναυστάθμου, ενώ από τους υπόλοιπους κάποιους τους έπνιξαν και κάποιους τους κρέμασαν. Σε κομμάτια έκοψαν στην ακτή του ναυστάθμου, μετά από λίγες μέρες, και τον διερμηνέα του στόλου Νικόλαο Μουρούζη, νεότερο αδελφό του αποκεφαλισθέντα μεγάλου διερμηνέα.
Κάποιους άλλους αποφάσισαν να τους στείλουν στην εξορία, αλλά ακόμα και εκεί η Πύλη έδινε εντολή να εξοντωθούν κάποιοι από τους πιο επίσημους, μεταξύ των οποίων και ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης. Μερικοί μάλιστα διέπραξαν δολοφονίες άλλων προσώπων από αυτά που είχε διατάξει η Πύλη, αγνοώντας πλήρως τις διαταγές της.
Στην εξορία στάλθηκαν ο πρώην μεγάλος διερμηνέας Γιάγκος Καλλιμάχης, ο Ευστάθιος Άγας και ο Γεώργιος Βογορίδης. Η Πύλη διέταξε στη συνέχεια να αποκεφαλιστούν και οι τρεις. Όταν έφτασε ο δήμιος στην Καισάρεια, αποκεφάλισε τον Καλλιμάχη αλλά μη βρίσκοντας τους άλλους δύο και οφείλοντας να φέρει πίσω στην Κωνσταντινούπολη τρία κεφάλια, έκοψε τα κεφάλια των δύο υπηρετών του Καλλιμάχη και τα παρουσίασε στην Πόλη ως κεφάλια του Άγα και του Βογορίδη.
Και ενώ οι φόνοι μέσα στη βασιλεύουσα δεν σταματούσαν, η οθωμανική εξουσία δεν επέτρεπε σε κανένα Έλληνα να φύγει από την πόλη. Στις 8 Ιουνίου διαβάστηκε φιρμάνι στο Πατριαρχείο που διέτασσε τον πατριάρχη να συγκαλέσει όλους τους ραγιάδες, να εγγυηθεί ότι δεν θα φύγουν από την Κωνσταντινούπολη και να τους υποχρεώσει να αλληλοεγγυηθούν, ανά ομάδες των 5 ατόμων, ότι δεν θα φύγουν, έτσι ώστε αν έφευγε ένας από τους 5, οι υπόλοιποι 4 θα κρίνονταν ένοχοι με ποινή θανάτου. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά όλοι οι Έλληνες της Πόλης βρίσκονταν υπό διαρκή κίνδυνο να θανατωθούν.
Κλείνοντας αυτήν την αιμοσταγή διήγηση των τραγικών συμβάντων της Κωνσταντινούπολης, στην οποία περίπου 10.000 χριστιανοί θανατώθηκαν, δεν γίνεται να μην εκθειάσουμε τον χαρακτήρα που έδειξε ο θείος κλήρος. Δεμένοι και βασανισμένοι, μπροστά στην αγχόνη και με την αξίνα έτοιμη να τους πάρει το κεφάλι, ζητήθηκε σε πολλούς να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τη ζωή τους και να απολαύσουν επίγεια αγαθά, αλλά ούτε ένας δεν δέχτηκε να αρνηθεί την πίστη του για να γλιτώσει τον θάνατο και τα βασανιστήρια.
Όταν λοιπόν μέσα στην έδρα του αυτοκράτορα χυνόταν το αίμα του κλήρου, των αρχόντων, των εμπόρων, των τεχνιτών και των απλών ανθρώπων σαν ποτάμι, όταν μόνο με τη φυγή μπορούσε να γλιτώσει κάποιος αλλά ακόμα κι αυτή ήταν απαγορευμένη επί ποινή θανάτου και οι άνδρες απλώς έλπιζαν να φανούν τυχεροί και να αποφύγουν τα βασανιστήρια και τον θάνατο και οι γυναίκες τον βιασμό, όταν τα Άγια των Αγίων προσβάλλονταν και καταστρέφονταν, όταν ποδοπατούνταν και χλευάζονταν όλα όσα σέβονταν και προσκυνούσαν οι χριστιανοί, όταν οι Τούρκοι εισέβαλλαν στα σπίτια και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, και αυτά γίνονταν μπροστά στα μάτια των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών κρατών και τα περισσότερα μετά από διαταγή του σουλτάνου, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τις αιματοχυσίες και κάθε άλλο πάθημα των δύστυχων Ελλήνων που συνέβησαν στα υπόλοιπα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οπουδήποτε υπήρχαν Έλληνες διαπράχθηκαν σφαγές, λεηλασίες και βιασμοί. Και όλα αυτά βέβαια ήταν ακόμα χειρότερα στις περιοχές που υπήρχαν και οθωμανικά στρατεύματα.
Πηγή: Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις τρίτη, επιθεωρηθείσα και διορθωθείσα υπ’ αυτού του συγγραφέως, τ. 1, εκδότης Παναγιώτης Ασλάνης, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου της “Ώρας”, 1888, σ. 61-76.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου