Στην κορυφή των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας μας βρίσκεται ο Μέγας Αντώνιος και γι’ αυτό δικαίως η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου, διότι απέβη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτέλεσε το πρότυπο του ορθοδόξου μοναχισμού. Άλλωστε αποκαλείται και ως ο «καθηγητής της ερήμου», διότι θεμελίωσε τον υγιή χριστιανικό μοναχισμό.
Την βιογραφία του έγραψε ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος υπήρξε μαθητής και πνευματικό του παιδί. Γεννήθηκε στην πόλη Κομά της Κάτω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, περί το 251 στα χρόνια του παρανοϊκού και θρησκομανή ρωμαίου αυτοκράτορα Δεκίου (349-251), ο οποίος είχε εγείρει τον σκληρότερο, ως τότε, διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι πιστοί Χριστιανοί, στους οποίους χρωστούσε την ευσέβεια. Γράμματα έμαθε λίγα και ίσως να ήταν εντελώς αγράμματος, όμως είχε αποκτήσει πάμπολλες αρετές, οι οποίες απέρρεαν από την βαθιά χριστιανική του πίστη. Από μικρός είχε δείξει δείγματα αυτάρκειας, ασκητικότητας και εσωστρέφειας, ώστε διέφερε από τα άλλα παιδιά της πόλεως. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν ακολουθεί τους γονείς του στην Εκκλησία και να παραμένει στο ναό συμμετέχοντας στις ιερές ακολουθίες και ακούγοντας τα ιερά αναγνώσματα με προσοχή.
Στην εφηβική του ηλικία έχασε τους γονείς του και απόμειναν μόνοι με την μικρή αδελφή του, την οποία ανάλαβε την φροντίδα της. Όμως έξι μήνες μετά άκουσε στην Εκκλησία την ευαγγελική περικοπή την προτροπή του Χριστού προς τον πλούσιο νέο: «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ.19,21). Αισθάνθηκε ότι αυτός ο λόγος απευθύνονταν και στον ίδιο. Έτσι, συγκινημένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει το Χριστό. Δώρισε την περιουσία του, η οποία αποτελούνταν από 300 εύφορα κτήματα στους φτωχούς, εμπιστεύτηκε την αδελφή του σε ένα παρθεναγωγείο και ο ίδιος αποσύρθηκε έξω από το χωριό του, σε απομονωμένο κελί, μιμούμενος κάποιον σεβάσμιο ασκητή, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί.
Ύστερα από καιρό αποφάσισε να αποσυρθεί στην έρημο για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία, μακριά από κοσμικές φροντίδες και τους πειρασμούς του κόσμου. Κατά καιρούς επισκέπτονταν άλλους ερημίτες, για να αποκομίζει πλούσια πνευματική εμπειρία και να διδάσκεται την αληθινή εν Χριστώ ζωή. Ζούσε με αδιάλειπτη προσευχή και αγρυπνία. Έκανε σκληρή νηστεία, τρώγοντας μια φορά την ημέρα μετά τη δύση του ηλίου. Αργότερα έτρωγε κάθε δύο ή και τέσσερις μέρες μόνο άρτο, αλάτι και νερό. Δεν έμεινε ποτέ άεργος, εργαζόταν ανελλιπώς το εργόχειρό του, χάρις στο οποίο εξοικονομούσε τη λιγοστή τροφή του και τα μέσα να ελεεί τους φτωχούς. Ταυτόχρονα με το εργόχειρό του προσεύχονταν και στοχάζονταν τις θείες δωρεές για τον ίδιο και τον κόσμο. Στα διαλείμματα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα ψυχωφελή αναγνώσματα. Δεν άργησε να διαφαίνεται σ’ αυτόν η αγιότητα. Οι πλησίον συνασκητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν για την πίστη, την πραότητά του και την ταπείνωσή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.
Αλλά ο πονηρός διάβολος δε μπορούσε να βλέπει μια τέτοια πνευματική προκοπή στον Αντώνιο και γι’ αυτό άρχισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του κατ’ αυτού. Του ενέβαλε δόλιους λογισμούς να εγκαταλείψει την έρημο και να γυρίσει στον κόσμο. Του έβαζε στο νου πονηρούς λογισμούς για σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Κάποτε έπαιρνε τη μορφή προκλητικής γυναίκας για να τον παρασύρει στην αμαρτία. Κάποιες φορές του διαμήνυε ψευδώς ότι η αδελφή του είχε πάρει τον κακό δρόμο, ότι δήθεν είχε γίνει πόρνη και έπρεπε να κατέβει στον κόσμο να τη σώσει. Συχνά του έβαζε σκέψεις υπερηφάνειας και φιλαργυρίας. Όμως ο Αντώνιος αντιπαρέρχονταν με ηρωισμό όλες τις σατανικές προσβολές. Αφού είδε ο διάβολος ότι ήταν αδύνατον να τον αποσπάσει από την άσκηση και να τον παρασύρει στην αμαρτία, άρχισε να του προξενεί σωματικά άλγη και αρρώστιες, στόχο να βαρυγκωμήσει κατά του Θεού . Τις αντιμετώπισε και αυτές με καρτερία και ηρωισμό, χωρίς να βγάλει ποτέ κακό λόγο από τα χείλη του για τις δοκιμασίες του. Στο τέλος του παρουσιάστηκε ως μελαψό παιδί και του ομολόγησε την ήττα του. Κατόπιν έφυγε και δεν πείραξε ξανά τον άγιο.
Σύχναζε σε κάποιο νεκροταφείο, όπου κοιμόταν σε κάποιον τάφο. Εκεί φιλοσοφούσε το μάταιο της εγκόσμιας ζωής και την αξία της αιώνιας ζωής. Κάποια νύχτα δέχτηκε επίθεση από πλήθος δαιμόνων, οι οποίοι τον κτύπησαν και τον άφησαν ημιθανή. Μετά ερχόταν με τη μορφή αγρίων θηρίων και θανατηφόρων ερπετών, τον οποίο απειλούσαν. Εκείνος γνωρίζοντας ότι ήταν δαίμονες, τους λοιδορούσε, με αποτέλεσμα να γίνουν άφαντοι, εκφράζοντας το θυμό τους με θορύβους, γρυλλίσματα και τρίξιμο των δοντιών τους.
Εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τον ασκητικό του αγώνα και την κάθαρση από τα πάθη του. Όμως, ο Αντώνιος έζησε στην εποχή των σκληρότερων διωγμών κατά των Χριστιανών. Επί αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-311) κατέβηκε στον κόσμο να στηρίξει τους αγρίως διωκόμενους Χριστιανούς. Το ίδιο έκαμε και όταν κινδύνευε η Εκκλησία από την φοβερή αίρεση του Αρείου. Κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια να στηρίξει τους Ορθοδόξους και να καταπολεμήσει την αίρεση, αν και ήταν εκατό χρονών. Η φήμη του έφτασε ως τη Βασιλεύουσα. Ο Μ. Κωνσταντίνος αλληλογραφούσε μαζί του και τον συμβουλεύονταν.
Κοιμήθηκε ειρηνικά το 356 σε ηλικία 105 ετών. Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.
Μα διασώθηκαν μια σειρά διδαχών του, οι οποίες εκφράζουν την γνήσια χριστιανική πνευματικότητα. Ο Μ. Αντώνιος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «Στύλος της Ορθοδοξίας». Κάθε φορά που αντιμετώπιζε δυσκολίες ή διωγμούς κατέφευγε στο ερημητήριο του Μ. Αντωνίου να πάρει δύναμη από αυτόν και συμβουλές για τον αγώνα του υπέρ της σώζουσα αλήθειας της Εκκλησίας. Ο Μ. Αντώνιος ενσαρκώνει την γνήσια χριστιανική μοναχική και ασκητική ζωή.
Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός
Ἀντώνιον δὲ τὸν Νέον ποῦ τακτέον,
Εἰ μὴ παρ᾿αὐτῷ τῷ πάλαι Ἀντωνίῳ;
Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα.
Στην εφηβική του ηλικία έχασε τους γονείς του και απόμειναν μόνοι με την μικρή αδελφή του, την οποία ανάλαβε την φροντίδα της. Όμως έξι μήνες μετά άκουσε στην Εκκλησία την ευαγγελική περικοπή την προτροπή του Χριστού προς τον πλούσιο νέο: «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ.19,21). Αισθάνθηκε ότι αυτός ο λόγος απευθύνονταν και στον ίδιο. Έτσι, συγκινημένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει το Χριστό. Δώρισε την περιουσία του, η οποία αποτελούνταν από 300 εύφορα κτήματα στους φτωχούς, εμπιστεύτηκε την αδελφή του σε ένα παρθεναγωγείο και ο ίδιος αποσύρθηκε έξω από το χωριό του, σε απομονωμένο κελί, μιμούμενος κάποιον σεβάσμιο ασκητή, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί.
Ύστερα από καιρό αποφάσισε να αποσυρθεί στην έρημο για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία, μακριά από κοσμικές φροντίδες και τους πειρασμούς του κόσμου. Κατά καιρούς επισκέπτονταν άλλους ερημίτες, για να αποκομίζει πλούσια πνευματική εμπειρία και να διδάσκεται την αληθινή εν Χριστώ ζωή. Ζούσε με αδιάλειπτη προσευχή και αγρυπνία. Έκανε σκληρή νηστεία, τρώγοντας μια φορά την ημέρα μετά τη δύση του ηλίου. Αργότερα έτρωγε κάθε δύο ή και τέσσερις μέρες μόνο άρτο, αλάτι και νερό. Δεν έμεινε ποτέ άεργος, εργαζόταν ανελλιπώς το εργόχειρό του, χάρις στο οποίο εξοικονομούσε τη λιγοστή τροφή του και τα μέσα να ελεεί τους φτωχούς. Ταυτόχρονα με το εργόχειρό του προσεύχονταν και στοχάζονταν τις θείες δωρεές για τον ίδιο και τον κόσμο. Στα διαλείμματα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα ψυχωφελή αναγνώσματα. Δεν άργησε να διαφαίνεται σ’ αυτόν η αγιότητα. Οι πλησίον συνασκητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν για την πίστη, την πραότητά του και την ταπείνωσή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.
Αλλά ο πονηρός διάβολος δε μπορούσε να βλέπει μια τέτοια πνευματική προκοπή στον Αντώνιο και γι’ αυτό άρχισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του κατ’ αυτού. Του ενέβαλε δόλιους λογισμούς να εγκαταλείψει την έρημο και να γυρίσει στον κόσμο. Του έβαζε στο νου πονηρούς λογισμούς για σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Κάποτε έπαιρνε τη μορφή προκλητικής γυναίκας για να τον παρασύρει στην αμαρτία. Κάποιες φορές του διαμήνυε ψευδώς ότι η αδελφή του είχε πάρει τον κακό δρόμο, ότι δήθεν είχε γίνει πόρνη και έπρεπε να κατέβει στον κόσμο να τη σώσει. Συχνά του έβαζε σκέψεις υπερηφάνειας και φιλαργυρίας. Όμως ο Αντώνιος αντιπαρέρχονταν με ηρωισμό όλες τις σατανικές προσβολές. Αφού είδε ο διάβολος ότι ήταν αδύνατον να τον αποσπάσει από την άσκηση και να τον παρασύρει στην αμαρτία, άρχισε να του προξενεί σωματικά άλγη και αρρώστιες, στόχο να βαρυγκωμήσει κατά του Θεού . Τις αντιμετώπισε και αυτές με καρτερία και ηρωισμό, χωρίς να βγάλει ποτέ κακό λόγο από τα χείλη του για τις δοκιμασίες του. Στο τέλος του παρουσιάστηκε ως μελαψό παιδί και του ομολόγησε την ήττα του. Κατόπιν έφυγε και δεν πείραξε ξανά τον άγιο.
Σύχναζε σε κάποιο νεκροταφείο, όπου κοιμόταν σε κάποιον τάφο. Εκεί φιλοσοφούσε το μάταιο της εγκόσμιας ζωής και την αξία της αιώνιας ζωής. Κάποια νύχτα δέχτηκε επίθεση από πλήθος δαιμόνων, οι οποίοι τον κτύπησαν και τον άφησαν ημιθανή. Μετά ερχόταν με τη μορφή αγρίων θηρίων και θανατηφόρων ερπετών, τον οποίο απειλούσαν. Εκείνος γνωρίζοντας ότι ήταν δαίμονες, τους λοιδορούσε, με αποτέλεσμα να γίνουν άφαντοι, εκφράζοντας το θυμό τους με θορύβους, γρυλλίσματα και τρίξιμο των δοντιών τους.
Εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τον ασκητικό του αγώνα και την κάθαρση από τα πάθη του. Όμως, ο Αντώνιος έζησε στην εποχή των σκληρότερων διωγμών κατά των Χριστιανών. Επί αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-311) κατέβηκε στον κόσμο να στηρίξει τους αγρίως διωκόμενους Χριστιανούς. Το ίδιο έκαμε και όταν κινδύνευε η Εκκλησία από την φοβερή αίρεση του Αρείου. Κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια να στηρίξει τους Ορθοδόξους και να καταπολεμήσει την αίρεση, αν και ήταν εκατό χρονών. Η φήμη του έφτασε ως τη Βασιλεύουσα. Ο Μ. Κωνσταντίνος αλληλογραφούσε μαζί του και τον συμβουλεύονταν.
Κοιμήθηκε ειρηνικά το 356 σε ηλικία 105 ετών. Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.
Μα διασώθηκαν μια σειρά διδαχών του, οι οποίες εκφράζουν την γνήσια χριστιανική πνευματικότητα. Ο Μ. Αντώνιος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «Στύλος της Ορθοδοξίας». Κάθε φορά που αντιμετώπιζε δυσκολίες ή διωγμούς κατέφευγε στο ερημητήριο του Μ. Αντωνίου να πάρει δύναμη από αυτόν και συμβουλές για τον αγώνα του υπέρ της σώζουσα αλήθειας της Εκκλησίας. Ο Μ. Αντώνιος ενσαρκώνει την γνήσια χριστιανική μοναχική και ασκητική ζωή.
Ἀντώνιον δὲ τὸν Νέον ποῦ τακτέον,
Εἰ μὴ παρ᾿αὐτῷ τῷ πάλαι Ἀντωνίῳ;
Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα.
Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στην σκήτη.
Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον θεώρησε Μέγα και γι’ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα.
Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 94 ετών.
Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.
Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.
Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.
Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθιά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.
Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκέπτονταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.
Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.
Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί, το τίμιο λείψανό του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.
Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.
Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο Νέος ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάται ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας.
Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.
Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.
Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.
Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθιά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.
Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκέπτονταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.
Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.
Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί, το τίμιο λείψανό του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.
Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.
Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο Νέος ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάται ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας.
Κατά τα μέσα του 19ου μ.Χ. αιώνα στην θέση του ναού της Παναγίας Καμαριωτίσσης η ευσέβεια των Βεροιέων ανήγειρε τον περιφανή ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου.
Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου.
Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου