ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Με το σημερινό αφιέρωμα στον σημαντικό ποιητή του 20ού αιώνα Νικηφόρο Βρεττάκο (1912-1991) συμπληρώνεται η σειρά των κειμένων για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Την αρχίσαμε στις 14 Μαρτίου του 2020, με αφιέρωμα στον Ιωάννη Καποδίστρια και γράψαμε για εβδομήντα, στρατιωτικούς ήρωες, δασκάλους του Γένους, ιστορικούς, λογοτέχνες, φιλέλληνες, ευεργέτες, ιερομάρτυρες, εθνομάρτυρες, πολιτικούς.
Άλλοι βοήθησαν στην προετοιμασία της Επανάστασης, άλλοι στην εξέγερση και απελευθέρωσή μας, άλλοι στην εμπέδωση της εθνικής κυριαρχίας, άλλοι στην περιγραφή των γεγονότων και άλλοι στην
συνέχεια του Έθνους.Στην έρευνά μου για τον Νικηφόρο Βρεττάκο είχα την ευλογία να μου δωρίσουν δύο ολιγοσέλιδα έντυπά του, μεγάλης αξίας, κατά την άποψή μου. Κυκλοφορήθηκαν από τον ευπατρίδη εκδότη Στρατή Φιλιππότη.
Το ένα είναι ο λόγος του στην Ακαδημία Αθηνών, κατά την επίσημη υποδοχή του ως μέλους της, στις 9 Φεβρουαρίου 1988 και το άλλο ο λόγος, που εκφώνησε στις γιορτές της Εξόδου του Μεσολογγίου, στις 17 Απριλίου 1989.
Στην παρθενική του ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών διερωτήθηκε για την κατάσταση του σύγχρονού του Έλληνα: «Να ειπώ ότι η ηθική μας αντίσταση έχει καταθέσει τα όπλα και ότι κινδυνεύουμε να καταποντιστούμε μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη, που αύριο θα αρχίσει να επεκτείνεται και προς τα εδώ; Να ειπώ ότι αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε τη γλώσσα μας και ότι αυτό ισοδυναμεί με κατεδάφιση του ίδιου του έθνους μας;...».
Και απαντά στο ρητορικό ερώτημά του με μία διαπίστωση: «Παρά την καταβολή μεγάλου τιμήματος, σε διαδοχικούς απελευθερωτικούς αγώνες, κατορθώσαμε να κερδίσουμε το ελάχιστο και να χάσουμε το μέγιστο. Να γίνουμε δηλαδή ένα κρατίδιο και να χάσουμε τον ψυχισμό μας, που αποτελούσε την προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός πραγματικού έθνους. Περνάμε κρίσιμες ώρες κι αυτό το κρατίδιο χρειάζεται τώρα μια καινούρια απελευθέρωση....Κι αυτός είναι λόγος περισσότερος, που επιβάλλει να συνέλθουμε εμείς, σαν φυσικοί κληρονόμοι που είμαστε και να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Πώς θα ανασυνθέσουμε τη φθαρμένη ελληνική μας ταυτότητα. ΟΛΟΙ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΜΕ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ (Σημ. Τα κεφαλαία του γράφοντος). Το να γεννηθεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή, είναι ευλογία. Το να γεννηθεί σ’ αυτόν τον τόπο είναι διπλή ευλογία. Αλλά διπλό και το χρέος... Εθνικοί λόγοι, ανθρώπινοι λόγοι, θείοι λόγοι, επιβάλλουν να μην επιτρέψουμε να διαγραφεί από την διαρκώς συρρικνούμενη γλώσσα μας η λέξη ΧΡΕΟΣ, με την ηθική έννοια του όρου, που την εγγραφή της επιχειρώ απόψε εις θέαν της Πολιτείας και της Εκκλησίας...».
Στον ίδιο λόγο του ο Νικηφόρος Βρεττάκος τονίζει:
«Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο λαός μας κάτω από τον βυζαντινό σχολαστικό λογιοτατισμό διαμόρφωσε τη ζωντανή μας γλώσσα και σε μια κορυφαία του έξαρση με μέσο τον εντεταλμένο του ελληνικού πνεύματος Διγενή, αρνήθηκε το δικαίωμα του χάρου πάνω στην ελληνική λεβεντιά. Και δεν είναι τυχαία η έκρηξη του 1821 που εκσφενδόνισε στο ίδιο παράλληλο ύψος από τη μια τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη κι από την άλλη τον Σολωμό και τον Κάλβο. Ούτε το ότι αγράμματοι άνθρωποι συντάξανε, σε ύφος κλασικό στην ιδιομορφία του, τις εθνικές τους διαθήκες, όπως ο Μακρυγιάννης. Και νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως ο λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, έχει το ήθος, τη λιτότητα και την περιεκτικότητα που βρίσκουμε στον Επιτάφιο του Περικλή».
Στην ομιλία του στο Μεσολόγγι ο Βρεττάκος περιγράφει την άρνηση των κραταιών της Ευρώπης στο Συνέδριο που θα γινόταν στη Βερόνα το 1822, να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες, σημειώνοντας τη γραφή του Ανδρέα Μεταξά: « Οι ηγεμόνες μας εγκαταλείπουσι και εις ημάς μόνον έχομεν να ελπίζομεν». Και σχολιάζει ο Βρεττάκος: « Ο εχθρός λοιπόν δεν ήταν μόνον αυτός που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες μαχόμενοι από το ένα βουνό στο άλλο. Ήταν και ο επιλήσμων κόσμος της Ευρώπης, που είχε διαγράψει από το λεξιλόγιό του τη λέξη Δικαιοσύνη και τη λέξη Αρετή...Ο Χριστιανισμός των Ηγεμόνων της Ευρώπης ήταν απλώς μια μάσκα. Ένας τούρκικος φερετζές... Είναι ενδεικτικό πως όταν έπεσε το Μεσολόγγι ο πρόξενος της Αγγλίας στην Πάτρα Φίλιππος Γκριν έτρεξε να δώσει τα συγχαρητήριά του στον Κιουταχή και στον Ιμπραήμ».
Ο Βρεττάκος αφού περιγράφει τον ηρωισμό των Ελλήνων του Μεσολογγίου τονίζει: « Καλό θα ήταν λοιπόν σήμερα αντί να γυρίζουμε σε όλη την Ελλάδα και να σκυλεύουμε τους νεκρούς για πολιτικούς λόγους, οι πολιτικοί μας αρχηγοί σε κάθε επέτειο του Μεσολογγίου να έρχονται εδώ... Να απλώνουν το χέρι τους και να ορκίζονται πάνω απ’ αυτό το χώμα, ενθυμούμενοι τους πολιορκημένους, που νεκροί σχεδόν από την πείνα, βάδιζαν προς την Έξοδο, ως να είχαν αγγελοποιηθεί και να μην πατούσαν στο χώμα». Ο Βρεττάκος καταλήγει την ομιλία του σημειώνοντας: « Πρέπει να παραδεχτούμε πως οι ηθικές μας αντιστάσεις μειώνονται μέρα με τη μέρα και ζούμε κρίσιμους καιρούς. Και όταν ένα Έθνος πεθαίνει μέσα στις ψυχές των πολιτών του, ο θάνατός του δεν είναι έπειτα παρά θέμα τυπικής διαδικασίας. Και ας μην ξεχνάμε το του Ανδρέα Μεταξά: Εις ημάς μόνον έχομεν να ελπίζομεν».
Ένα από τα συμπτώματα της εθνοκτόνου νόσου από την οποία πάσχουν οι Έλληνες εθνομηδενιστές είναι ότι μετατρέπουν τους μύθους σε εικονικές πραγματικότητες και τα αληθή γεγονότα σε μύθους. Μια τέτοια πραγματικότητα είναι του κρυφού σχολειού.
Γράφει ο Βρεττάκος: «Ήταν τα “Κρυφά Σχολειά” όπου μέσα τους, “χιονισμένο, βρεγμένο” συνάζονταν όλο το Έθνος. Και το κιτρινισμένο ράσο του παπά, το υφασμένο πριν από την Άλωση, μύριζε σμύρνα από κείνη που οι μάγοι οδοιπορούντες επήγαν και φιλέψανε τον Ιησού.... Μια σταγόνα ηλίου καθισμένη απάνω σ’ ένα κερί εθαμπόφεγγε γύρω του, πότε τα μάτια, πότε το μέτωπο, πότε τα μάγουλα των παιδιών, που κάθονταν στο μισοσκόταδο. Κι όπως πάντοτε, όλοι τους, ήταν, πάλι, παρόντες: ο Σοφοκλής, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Κυναίγειρος. Ανασκούμπωνε ο Πλάτων το ράσο και τους έδειχνε με το δάχτυλο τη φωνή τους στο συναξάριο. Κι εκείνα την άκουγαν, καθώς μουρμούριζαν όλα μαζί την πανάρχαιη Αλφαβήτα, που η αδρή της συρμή ήταν το μακρύτερο ζων ύδωρ του κόσμου» (Απόσπασμα από Νικ. Βρεττάκου «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», Εκδ. «Θεμέλιο», 5η Έκδ. Αθήνα, 2012).
Στις 20 Ιουλίου του 1991, του Προφήτη Ηλία, στο καταφύγιο του Ταϋγέτου ο Νικ. Βρεττάκος διάβασε ο ίδιος τον Επίλογο αυτού του συγκλονιστικού ποιήματός του και μετά από λίγες ημέρες άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Πλούμιτσα.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου