Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ γεννήθηκε το 1940 στη Γερμανία. Έγινε επιχειρηματίας στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Το 1963 επισκέφθηκε την Ελλάδα αναζητώντας πληροφορίες για το πως σκοτώθηκε ο πατέρας του το 1942. Ήταν στρατιώτης της Βέρμαχτ.
Ο υιός Μάγερ ασχολήθηκε με τις θηριωδίες των Γερμανών ναζί στην Ελλάδα στο Κομμένο και στα
Καλάβρυτα.Έχει σημασία να δούμε πως ένας Γερμανός που έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο γράφει για τις απίστευτες, αδιανόητες και απάνθρωπες θηριωδίες των συμπατριωτών του…Είναι η καλύτερη απάντηση στους “συμπαθούντες” τους νεοναζί και στους άλλους τους ελάχιστους που τολμούν να υπονοήσουν ότι οι φρικαλεότητες που έγιναν στα Καλάβρυτα κι αλλού ήταν …νόμιμα αντίποινα σε πράξεις αντίστασης πατριωτών.Όσοι στην Ελλάδα του σήμερα δηλώνουν με τη στάση τους ότι δεν τους ενοχλεί ο νεοναζισμός στην Ελλάδα, ας διαβάσουν τις μαρτυρίες που ακολουθούν. Ίσως να συνέλθουν από το παραλήρημα…
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Χ.Φ.Μάγερ “Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα-Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα”:
“…ένα μήνα μετά από τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάληψη της εξουσίας στα Καλάβρυτα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εκπληρώθηκε η πρόβλεψη του κάπως πιο συνετού μέρους του πληθυσμού των Καλαβρύτων ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν σύντομα στην πόλη.Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου επέστρεψαν οι κατακτητές στα Καλάβρυτα.Αυτή τη φορά όμως είχαν αντιστραφεί οι όροι: οι στρατιώτες ενός ολόκληρου γερμανικού λοχου κλείστηκαν ως αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ στο δημοτικό σχολείο…
“…μισό αιώνα μετά ο Ροζέ Βάλτερς (σ.σ ένας από τους αιχμαλώτους) αναφέρει κατηγορηματικά: “Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων ούτε μας ενόχλησαν ,ούτε μας χτύπησαν.Υπήρξαν βέβαια κάποια άτομα που θέλησαν να μας πλησιάσουν με εχθρικές διαθέσεις , αλλά οι αντάρτες ήξεραν πως να τους κρατήσουν σε απόσταση”.
“Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου ,τέταρτος χρόνος του πολέμου στην Ελλάδα.Στις έξι το πρωί κωδονοκρουσίες έβγαλαν βίαια τους Καλαβρυτινούς από τον ανήσυχο ύπνο τους.Ο κλητήρας της κοινότητας πέρασε σαν κράχτης απ΄ όλους τους δρόμους της πόλης ανακοινώνοντας μεγαλοφώνος ότι όλοι οι κάτοικοι θα έπρεπε να προσέλθουν στο δημοτικό σχολείο με μια κουβέρτα και τροφή για μία μέρα.
Η Ευσταθία Τζούδα που ήταν τότε μόλις 12 χρονών , θυμάται τα λόγια του κλητήρα σαν τα είχε φωνάξει μόλις χθες ακριβώς έξω από το σπίτι της. Η ανήσυχη μητέρα της έδωσε σε καθένα από τα τρία παιδία της μια κουβέρτα και τους έβαλε κι ένα κομμάτι ψωμί στο ταγάρι…Ακόμη και σήμερα ακούει η Ευσταθία την κραυγή των στρατιωτών “ράους,ράους”…
Ένας Γερμανός στρατιώτης ο Όττο Χόφμαν που συμμετείχε στην σφαγή, είχε μιλήσει στον συγγραφέα του βιβλίου, το 1999. Ζούσε στο Ντάρμστατ της Γερμανίας. Ήταν 90 χρόνων όταν μίλησε:
“…Συνόδευα μια γυναίκα με τον άνδρα της και ένα βρέφος. Τους βλεπω μέχρι σήμερα μπροστά μου. Δεν ήταν αντάρτες…Τους έλεγα συνεχώς “Δεν θα σας εκτελέσουν,δεν θα σας κάνουν τίποτα…Κι έτσι με ακολούθησαν χωρίς να αντισταθούν”.
“…Πάνω από 2000 κάτοικοι των Καλαβρύτων πήραν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωϊνό το δρόμο προς την αβεβαιότητα. “Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή όπως στο Λονδίνο”, θυμάται ο δεκατριάχρονος τότε Σωτήρης Χαμακιώτης. “Ήταν σαν πηχτή σούπα.Η ευκαιρία να δραπετεύσουμε εκείνη τη στιγμή ήταν μεγάλη .Σε κανένα μας όμως δεν πέρασε καν η σκέψη αυτή”.
“…Περίπου την ίδια στιγμή οι Γερμανοί άρχισαν να βάζουν φωτιά στην πόλη. Όταν δυο στρατιώτες έκαναν μια ακόμη φορά έρευνα στο ξενοδοχείο Πάνθεον , έγιναν μάρτυρες ενός τοκετού. Ο σύζυγος της μέλλουσας μητέρας, ο σαραντάχρονος Βασίλης Αναστασόπουλος, που είχε κρυφτεί στο πατάρι, συνελήφθη από τους Γερμανούς τη στιγμή που θέλησε να βοηθήσει τη γυναίκα του στη γέννα….Το βρέφος βαφτίστηκε αργότερα λαμβάνοντας το όνομα Βασιλική. “Τα γενέθλιά μου”, ανέφερε σε μια συνέντευξη μισό αιώνα αργότερα “δεν τα γιόρτασα ποτέ”…
“…Όλα συνέβησαν ταυτόχρονα: ακούσαμε την πόλη να καίγεται ,τους τοίχους των σπιτιών να καταρρέουν,τις ριπές των πολυβόλων και όλα αυτά ανακατεμένα με τις κραυγές πανικού των γυναικών και των παιδιών”.
“…Η Μαριγώ Φερλελή ήταν η πρώτη γυναίκα που αντίκρισε το βουνό από πτώματα. Άκουσε τα βογκητά των ανδρών που πέθαιναν και διέκρινε ανάμεσά τους τη φωνή του γιού της Αργύρη: ο δεκαεπτάχρονος βρισκόταν βαριά τραυματισμένος δίπλα στα δύο νεκρά αδέλφια του”… “Πέσαμε κάτω όταν άρχισαν να πέφτουν οι ριπές των πολυβόλων”, διηγήθηκε ο Αργύρης αργότερα. “Τρεις καταιγισμοί μεγάλης διάρκειας από τα πολυβόλα, δεν ξέρω πόσες σφαίρες, αλλά οι καταιγισμοί κράτησαν σίγουρα πολλή ώρα, ο καθένας αρκετά δευτερόλεπτα.Εγώ δεν ήμουν νεκρός ,ούτε τα δύο αδέλφια μου.Αλλά μετά ήρθαν οι Γερμανοί και πυροβολούσαν ξεχωριστά όποιον ζούσε ακόμη.Κάποιος είπε “τώρα ήρθε η σειρά μας”.Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τότε δέχτηκα μια χαριστική βολή.Εκεί είχα ακουμπήσει το χέρι μου.Δεν έβγαλα άχνα.Μετά με άρπαξε κάποιος από το γιακά και δέχτηκα μια ακόμη σφαίρα εδώ πάνω στο κεφάλι,βλέπετε;Μου άνοιξε το κεφάλι…Όταν ήρθε η μητέρα μου ζούσα ακόμη και είχα τις αισθήσεις μου.Ήμουν βαρια τραυματισμένος αλλά δεν λιποθύμησα. “Που είναι τ΄ αδέλφια σου;” Της έδειξα που ήταν.Και μετά βοήθησα έναν άλλο τραυματία.Ήταν 13 ή 14 εκείνοι που έζησαν”.
Οι Γερμανοί ναζί -κτήνη κορόϊδευαν τους κατοίκους μέχρι τελευταία στιγμή.Ο αξιωματικός που ήταν επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ζήτησε από έναν καθηγητή που μιλούσε αγγλικά να πει στους συμπολίτες του που είχαν ανησυχήσει βλέποντας τα πολυβόλα ότι “δεν θα σας εκτελέσουμε”.
“…Δύο στρατιώτες έσυραν τον 35χρονο Γεώργιο Γεωργαντά από τα πόδια βγάζοντάς τον από τον σωρό των νεκρών. “Με έσυραν τέσσερα με πέντε μέτρα μακριά”,θυμάται. “Μουέδωσαν την χαριστική βολή. Η σφαίρα τρύπησε το μάγουλό μου και μου έκοψε τη μισή γλώσσα. Δυο χρόνια δεν μπορούσα να φάω και να πιω κανονικά.Έπινα νερό σαν σκύλος”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου