Η προδοσια τωρα
«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. 22,48)
ΑΠΟ ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ θείου
δράματος, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο ποὺ ἀφήνει τὴν πιὸ ἀλγεινὴ ἐντύπωσι εἶνε
ὁ Ἰούδας. Δυστυχῶς ὅμως, ἐνῷ ἐκεῖνος τελείωσε τότε κατὰ τρόπο οἰκτρό,
οἱ Ἰοῦδες δὲν λείπουν μέχρι σήμερα. Ὁ Ἰούδας τρόπον τινὰ ἵδρυσε «σχολὴ»
καὶ πολλοὶ μαθαίνουν νὰ
παίζουν τὸ ῥόλο του σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
Σᾶς παρουσιάζω μερικὲς εἰκόνες.
παίζουν τὸ ῥόλο του σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
Σᾶς παρουσιάζω μερικὲς εἰκόνες.
* * *
Ἕνας σύγχρονος Ἰούδας εἶνε αὐτὸς
ποὺ ἐμφανίζεται πρῶτα – πρῶτα στὸν κύκλο τῆς φιλίας. Γνώρισες κάποιον
καὶ λές· Σπουδαῖος ἄνθρωπος! πόσο γλυκὰ μιλάει, τί ἀγάπη δείχνει, τί
δῶρα δίνει! Τὸν ἀγαπᾷς παραπάνω κι ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὸν ἀδερφό σου.
Τὸν ἐμπιστεύεσαι, τοῦ ἀνοίγεις τὴν καρδιά σου, τοῦ λὲς τὰ μυστικά σου. Καὶ ξαφνικὰ αὐτὸς ὁ φίλος γίνεται ἐχθρός. Γνωρίζω κάποιον ποὺ ἔπαθε συγκοπὴ καρδίας, ὅταν στὸ δικαστήριο εἶδε ὡς μάρτυρα κατηγορίας ἐναντίον του – ποιόν; τὸν φίλο του. Ἰούδας λυμαίνεται τὸν ἱερὸ δεσμὸ τῆς φιλίας κι ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται.
⃝ Ὁ ἄλλος ἱερὸς κύκλος, τὸν ὁποῖο ἁγίασε ὁ Χριστὸς κάνοντας τὸ πρῶτο θαῦμα στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, εἶνε ἡ οἰκογένεια. Βλέπεις, ἐσὺ ὁ νέος μιὰ νέα, σὲ μαγεύει μὲ τὴν ὅλη ἐμφάνισί της, καὶ τὴ βάζεις στὴν καρδιά σου. Τῆς παραδίδεσαι. Τὴν ἀγαπᾷς παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα σου. Καὶ τέλος τὴ στεφανώνεσαι, καὶ νιώθεις ὅτι πλέεις σὲ πελάγη εὐτυχίας. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ἀνακαλύπτεις ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ νόμισες ὅτι θὰ μείνῃ κοντά σου ἄγγελος συμπαραστάτης, ἐνῷ σὲ ἀγκαλιάζει καὶ σὲ γεμίζει φιλιά, τὴν ἴδια ὥρα σὲ προδίδει. Νά κ᾽ ἐδῶ ὁ Ἰούδας στὸν κύκλο τῆς οἰκογενείας. Κι ὅ,τι εἶπα γιὰ τὴ γυναῖκα τὸ λέω καὶ γιὰ τὸν ἄντρα, ποὺ κι αὐτὸς ὑποκρίνεται πὼς ἀγαπᾷ τὴ γυναῖκα του ἀλλὰ κατ᾿ οὐσίαν τὴν ἀπατᾷ, χειρότερα μάλιστα ἀπὸ ὅ,τι ἐκείνη τὸν ἄντρα.
⃝ Θέλετε ἄλλον Ἰούδα; Ἰοῦδες πολλοὶ εἶνε ἰδίως στοὺς διπλωματικοὺς κύκλους· ἐδῶ πλέον τὸ ψέμα ἔγινε ἐπιστήμη· κοιτάζουν πῶς τὸ ἕνα κράτος θὰ μπορέσῃ νὰ ἀπατήσῃ τὸ ἄλλο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ζήσαμε οἱ παλαιότεροι. Ἦταν 27 Ὀκτωβρίου 1940. Στὴν Ἀθήνα στὴν Ἰταλικὴ πρεσβεία γινόταν διασκέδασι, χοροί, ἀγκαλιάσματα καὶ φιλήματα. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν καλέσει τοὺς Ἕλληνες, καὶ νόμιζε κανεὶς ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη ὑπογράφεται σύμφωνο φιλίας τῶν δύο λαῶν. Ὤ ἀπάτη! Μόλις τελείωσε ἡ δεξίωσι, ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἰταλίας φεύγει νύχτα καὶ πηγαίνει κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος νὰ τοῦ δηλώσῃ ὅτι ἔχουμε πόλεμο. Φίλημα ᾿Ιούδα! Καὶ τὸ φίλημα αὐτὸ ἐξακολουθεῖ. Οἱ διπλωμάται στὰ χείλη ἔχουν τὴν εἰρήνη, καὶ στὴν καρδιὰ τὸν πόλεμο. Ποτέ ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν τόσο ὡπλισμένη μὲ φονικὰ ὅπλα ὅσο σήμερα· ἐμπειρογνώμονες λένε ὅτι, ἂν ἐκραγοῦν τὰ πυρηνικὰ ὁπλοστάσια, ἡ γῆ ὄχι μόνο θὰ καταστραφῇ ὁλόκληρη ἀλλὰ καὶ θὰ ἐκτραπῇ ἀπὸ τὴν τροχιά της.
⃝ Ἰούδας λοιπὸν στὴ φιλία, Ἰούδας στὴν οἰκογένεια, Ἰούδας στὴ διπλωματία, Ἰούδας καὶ ―ὤ, κλαίω κι ἀναστενάζω, δὲν περίμενα νὰ τὸν βρῶ κ᾽ ἐδῶ―, Ἰούδας καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία. Ποιός εἶνε ὁ Ἰούδας; Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἱερέα; Φαίνεται καλός. Ἀλλὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κρύβει φιλαργυρία καὶ πλεονεξία. Δὲν ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ζητάει καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τὰ λεγόμενα «τυχερά»· θὰ πάρῃ ἀπὸ βάπτισι, ἀπὸ γάμο, ἀπὸ κηδεία, ἀπὸ μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Αὐτὰ εἶνε τριάκοντα ἀργύρια. Ἕνας τέτοιος ἱερεὺς εἶνε ᾿Ιούδας· ὅπως ἐκεῖνος πούλησε τὸν ἀτίμητο Χριστό, ἔτσι τὸν πουλάει κι αὐτὸς ὅταν βάζῃ τιμολόγιο στὴ θεία χάρι ποὺ δὲν ἀγοράζεται. Πολλοὶ ἱερεῖς μὲ μίσησαν, ἐπειδὴ λέω· Ὅπως ὁ κάθε ὑπάλληλος ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς ἀρκεσθῆτε στὸ μισθό σας. Μὴ δωροδοκεῖσθε καὶ μὴν πουλᾶτε τὸν «Ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.). Χριστεμπόριο! Αὐτὰ τὰ σκάνδαλα ἐκμεταλλεύονται οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ χλευάζουν· ἐνῷ ἂν ζούσαμε ἀφιλάργυρα, δὲν θὰ ὑβρίζοντο τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
⃝ Ἀλλὰ προχωρῶ. Ἰούδας ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Δύο χριστιανοὺς κλαίω. Ὁ ἕνας εἶνε αὐτὸς ποὺ μένει ψυχρός, δὲν συντρίβεται ἡ καρδιά του· ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τώρα δὲν πῆγε ποτέ νὰ ἐξομολογηθῇ· εἶνε ὁ ἀνεξομολόγητος. Πηγαίνει τυπικὰ στὴν ἐκκλησιά, ἀκούει, μὰ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πάῃ νὰ γονατίσῃ μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ ζητήσῃ ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Ἐνῷ ἕνας ἄπιστος ῾Ρῶσος, ὅταν διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἐξορία του καὶ θυμήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, πῆγε σ᾿ ἕνα στάρετς, ἐξωμολογήθηκε, καὶ μετὰ εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου». Πολλοὶ καὶ ἀπὸ σᾶς, ἰδίως οἱ ἄντρες, εἶστε ἀνεξομολόγητοι. Μὴν ἀμελεῖτε ἄλλο. Ὅσο ἔχετε ἀκόμη καιρό, τρέξτε στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
⃝ Ὁ ἄλλος τὸν ὁποῖο κλαίω εἶνε ἐκεῖνος πού, ἐνῷ εἶνε ἀνεξομολόγητος, τολμᾷ καὶ πλησιάζει τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἢ τὸ Μέγα Σάββατο ἢ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀσπάζεται, ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾽ ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ βάζει μέσα στὴν ἀκάθαρτη ὕπαρξί του τὸν ἀμόλυντο Χριστό. Αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ ἀναξίως τί κάνει τὴν ὥρα ἐκείνη· προσποιεῖται τὸν φίλο, ἐνῷ στὴ ζωή του εἶνε μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας κοινωνίας ψάλλει· «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε»· Χριστέ μου, λέει, ἡ θεία λειτουργία εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος, κι ὅπως τότε κοινώνησες τοὺς μαθητάς, κοινώνησε τώρα κ᾿ ἐμένα. «Οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας»· δὲν θὰ φανερώσω τὸ μυστήριο στοὺς ἐχθρούς σου, δὲν θὰ σὲ προδώσω ὅπως ὁ Ἰούδας. «ἀλλ᾽ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Κοινωνῶ, λέει· βοήθησέ με, Χριστέ, νὰ μὴ σὲ προδώσω «καθάπερ ὁ Ἰούδας», ὅπως ὁ Ἰούδας. Σὲ ἕνα μέρος τῆς Πελοποννήσου, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ κοινωνῇ ἀμετανόητος, λένε· «Καθάπερ ὁ Ἰούδας»! Ἔτσι, σὰν τὸν Ἰούδα, κοινωνοῦμε πολλὲς φορὲς κ᾽ ἐμεῖς. Ἕνας σοβαρὸς συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Σὲ κάθε ἐποχὴ δηλαδή, καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ δική μας, ὁ ᾿Ιούδας συνεχίζει τὸ σκοτεινὸ ἔργο του. Κάθε φορὰ ποὺ συναντῶνται οἱ μεγάλοι, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὑπερδυνάμεων, ἔχουμε φιλήματα Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας ἑτοιμάζεται πάλι νὰ σταυρώσῃ τὴν ἀνθρώποτητα.
Τὸν ἐμπιστεύεσαι, τοῦ ἀνοίγεις τὴν καρδιά σου, τοῦ λὲς τὰ μυστικά σου. Καὶ ξαφνικὰ αὐτὸς ὁ φίλος γίνεται ἐχθρός. Γνωρίζω κάποιον ποὺ ἔπαθε συγκοπὴ καρδίας, ὅταν στὸ δικαστήριο εἶδε ὡς μάρτυρα κατηγορίας ἐναντίον του – ποιόν; τὸν φίλο του. Ἰούδας λυμαίνεται τὸν ἱερὸ δεσμὸ τῆς φιλίας κι ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται.
⃝ Ὁ ἄλλος ἱερὸς κύκλος, τὸν ὁποῖο ἁγίασε ὁ Χριστὸς κάνοντας τὸ πρῶτο θαῦμα στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, εἶνε ἡ οἰκογένεια. Βλέπεις, ἐσὺ ὁ νέος μιὰ νέα, σὲ μαγεύει μὲ τὴν ὅλη ἐμφάνισί της, καὶ τὴ βάζεις στὴν καρδιά σου. Τῆς παραδίδεσαι. Τὴν ἀγαπᾷς παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα σου. Καὶ τέλος τὴ στεφανώνεσαι, καὶ νιώθεις ὅτι πλέεις σὲ πελάγη εὐτυχίας. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ἀνακαλύπτεις ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ νόμισες ὅτι θὰ μείνῃ κοντά σου ἄγγελος συμπαραστάτης, ἐνῷ σὲ ἀγκαλιάζει καὶ σὲ γεμίζει φιλιά, τὴν ἴδια ὥρα σὲ προδίδει. Νά κ᾽ ἐδῶ ὁ Ἰούδας στὸν κύκλο τῆς οἰκογενείας. Κι ὅ,τι εἶπα γιὰ τὴ γυναῖκα τὸ λέω καὶ γιὰ τὸν ἄντρα, ποὺ κι αὐτὸς ὑποκρίνεται πὼς ἀγαπᾷ τὴ γυναῖκα του ἀλλὰ κατ᾿ οὐσίαν τὴν ἀπατᾷ, χειρότερα μάλιστα ἀπὸ ὅ,τι ἐκείνη τὸν ἄντρα.
⃝ Θέλετε ἄλλον Ἰούδα; Ἰοῦδες πολλοὶ εἶνε ἰδίως στοὺς διπλωματικοὺς κύκλους· ἐδῶ πλέον τὸ ψέμα ἔγινε ἐπιστήμη· κοιτάζουν πῶς τὸ ἕνα κράτος θὰ μπορέσῃ νὰ ἀπατήσῃ τὸ ἄλλο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ζήσαμε οἱ παλαιότεροι. Ἦταν 27 Ὀκτωβρίου 1940. Στὴν Ἀθήνα στὴν Ἰταλικὴ πρεσβεία γινόταν διασκέδασι, χοροί, ἀγκαλιάσματα καὶ φιλήματα. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν καλέσει τοὺς Ἕλληνες, καὶ νόμιζε κανεὶς ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη ὑπογράφεται σύμφωνο φιλίας τῶν δύο λαῶν. Ὤ ἀπάτη! Μόλις τελείωσε ἡ δεξίωσι, ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἰταλίας φεύγει νύχτα καὶ πηγαίνει κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος νὰ τοῦ δηλώσῃ ὅτι ἔχουμε πόλεμο. Φίλημα ᾿Ιούδα! Καὶ τὸ φίλημα αὐτὸ ἐξακολουθεῖ. Οἱ διπλωμάται στὰ χείλη ἔχουν τὴν εἰρήνη, καὶ στὴν καρδιὰ τὸν πόλεμο. Ποτέ ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν τόσο ὡπλισμένη μὲ φονικὰ ὅπλα ὅσο σήμερα· ἐμπειρογνώμονες λένε ὅτι, ἂν ἐκραγοῦν τὰ πυρηνικὰ ὁπλοστάσια, ἡ γῆ ὄχι μόνο θὰ καταστραφῇ ὁλόκληρη ἀλλὰ καὶ θὰ ἐκτραπῇ ἀπὸ τὴν τροχιά της.
⃝ Ἰούδας λοιπὸν στὴ φιλία, Ἰούδας στὴν οἰκογένεια, Ἰούδας στὴ διπλωματία, Ἰούδας καὶ ―ὤ, κλαίω κι ἀναστενάζω, δὲν περίμενα νὰ τὸν βρῶ κ᾽ ἐδῶ―, Ἰούδας καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία. Ποιός εἶνε ὁ Ἰούδας; Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἱερέα; Φαίνεται καλός. Ἀλλὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κρύβει φιλαργυρία καὶ πλεονεξία. Δὲν ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ζητάει καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τὰ λεγόμενα «τυχερά»· θὰ πάρῃ ἀπὸ βάπτισι, ἀπὸ γάμο, ἀπὸ κηδεία, ἀπὸ μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Αὐτὰ εἶνε τριάκοντα ἀργύρια. Ἕνας τέτοιος ἱερεὺς εἶνε ᾿Ιούδας· ὅπως ἐκεῖνος πούλησε τὸν ἀτίμητο Χριστό, ἔτσι τὸν πουλάει κι αὐτὸς ὅταν βάζῃ τιμολόγιο στὴ θεία χάρι ποὺ δὲν ἀγοράζεται. Πολλοὶ ἱερεῖς μὲ μίσησαν, ἐπειδὴ λέω· Ὅπως ὁ κάθε ὑπάλληλος ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς ἀρκεσθῆτε στὸ μισθό σας. Μὴ δωροδοκεῖσθε καὶ μὴν πουλᾶτε τὸν «Ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.). Χριστεμπόριο! Αὐτὰ τὰ σκάνδαλα ἐκμεταλλεύονται οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ χλευάζουν· ἐνῷ ἂν ζούσαμε ἀφιλάργυρα, δὲν θὰ ὑβρίζοντο τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
⃝ Ἀλλὰ προχωρῶ. Ἰούδας ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Δύο χριστιανοὺς κλαίω. Ὁ ἕνας εἶνε αὐτὸς ποὺ μένει ψυχρός, δὲν συντρίβεται ἡ καρδιά του· ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τώρα δὲν πῆγε ποτέ νὰ ἐξομολογηθῇ· εἶνε ὁ ἀνεξομολόγητος. Πηγαίνει τυπικὰ στὴν ἐκκλησιά, ἀκούει, μὰ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πάῃ νὰ γονατίσῃ μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ ζητήσῃ ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Ἐνῷ ἕνας ἄπιστος ῾Ρῶσος, ὅταν διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἐξορία του καὶ θυμήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, πῆγε σ᾿ ἕνα στάρετς, ἐξωμολογήθηκε, καὶ μετὰ εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου». Πολλοὶ καὶ ἀπὸ σᾶς, ἰδίως οἱ ἄντρες, εἶστε ἀνεξομολόγητοι. Μὴν ἀμελεῖτε ἄλλο. Ὅσο ἔχετε ἀκόμη καιρό, τρέξτε στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
⃝ Ὁ ἄλλος τὸν ὁποῖο κλαίω εἶνε ἐκεῖνος πού, ἐνῷ εἶνε ἀνεξομολόγητος, τολμᾷ καὶ πλησιάζει τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἢ τὸ Μέγα Σάββατο ἢ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀσπάζεται, ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾽ ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ βάζει μέσα στὴν ἀκάθαρτη ὕπαρξί του τὸν ἀμόλυντο Χριστό. Αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ ἀναξίως τί κάνει τὴν ὥρα ἐκείνη· προσποιεῖται τὸν φίλο, ἐνῷ στὴ ζωή του εἶνε μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας κοινωνίας ψάλλει· «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε»· Χριστέ μου, λέει, ἡ θεία λειτουργία εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος, κι ὅπως τότε κοινώνησες τοὺς μαθητάς, κοινώνησε τώρα κ᾿ ἐμένα. «Οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας»· δὲν θὰ φανερώσω τὸ μυστήριο στοὺς ἐχθρούς σου, δὲν θὰ σὲ προδώσω ὅπως ὁ Ἰούδας. «ἀλλ᾽ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Κοινωνῶ, λέει· βοήθησέ με, Χριστέ, νὰ μὴ σὲ προδώσω «καθάπερ ὁ Ἰούδας», ὅπως ὁ Ἰούδας. Σὲ ἕνα μέρος τῆς Πελοποννήσου, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ κοινωνῇ ἀμετανόητος, λένε· «Καθάπερ ὁ Ἰούδας»! Ἔτσι, σὰν τὸν Ἰούδα, κοινωνοῦμε πολλὲς φορὲς κ᾽ ἐμεῖς. Ἕνας σοβαρὸς συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Σὲ κάθε ἐποχὴ δηλαδή, καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ δική μας, ὁ ᾿Ιούδας συνεχίζει τὸ σκοτεινὸ ἔργο του. Κάθε φορὰ ποὺ συναντῶνται οἱ μεγάλοι, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὑπερδυνάμεων, ἔχουμε φιλήματα Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας ἑτοιμάζεται πάλι νὰ σταυρώσῃ τὴν ἀνθρώποτητα.
* * *
Ἀναφέρει ἡ ἱστορία ὅτι ἕνας ἀπὸ
τοὺς πιὸ ἔνδοξους αὐτοκράτορες τῆς γῆς, ὁ Ἰούλιος καῖσαρ, εἶχε στὴν
αὐλή του ἕνα λαμπρὸ νέο, τὸν Βροῦτο. Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν προστάτευσε,
τὸν τίμησε ἰδιαίτερως καὶ τὸν ἀνέδειξε. Ἦταν τὸ δεξί του χέρι. Μιὰ μέρα
ὅμως ἔγινε συνωμοσία. Ὥρμησαν τριάντα – σαράντα ἐπαναστάτες μὲ
μαχαίρια, περικύκλωσαν τὸν καίσαρα καὶ τὸν χτύπησαν. Ἔκπληκτος ἐκεῖνος
στρέφει τὰ μάτια γύρω του καὶ πρὶν ξεψυχήσῃ διακρίνει μεταξὺ τῶν
δολοφόνων – ποιόν; Τὸν Βροῦτο! Καὶ τότε εἶπε ἐκεῖνο ποὺ ἔμεινε πλέον
παροιμιῶδες· «Καὶ σύ, τέκνον Βροῦτε;». Οἱ ἄλλοι δηλαδὴ ἤξερα ὅτι
εἶνε ἐχθροί μου, ἀλλὰ καὶ σύ, ποὺ σὲ εἶχα σὰν παιδί μου; Καὶ μὲ τὸ
παράπονο αὐτὸ ἐξέπνευσε ὁ Ἰούλιος καῖσαρ.
Ἀλλὰ τί εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ καῖσαρ καὶ οἱ ἄλλοι βασιλεῖς τῆς
γῆς μπροστὰ στὸν Βασιλέα Χριστό; Μηδέν!
Αὐτὸς εἶνε ὁ αἰώνιος βασιλεύς.
Ἡ
μεγάλη προδοσία εἶνε τὸ νὰ προδώσῃ κάποιος τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ
Χριστὸς λοιπόν, πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἁμαρτίες μας,
στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς λεγομένους χριστιανοὺς τῆς δύσεως, στρέφει τὸ
βλέμμα στοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυροὺς κυβερνῆτες, προέδρους καὶ
πρωθυπουργοὺς καὶ ὑπουργοὺς καὶ βουλευτὰς καὶ στρατηγούς, ποὺ τὸν
σταυρώνουν μὲ τὶς ἀποφάσεις τους μέσα στὰ κοινοβούλια, στρέφει τὸ βλέμμα
στοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας του, στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς Χριστιανοὺς
ποὺ εἴμαστε βαπτισμένοι στὸ ὄνομά του, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ψευτοχριστιανοὺς
τοῦ αἰῶνος τούτου, στρέφει τὸ βλέμμα στὰ ἐκκλησιάσματα αὐτῆς τῆς
ἑβδομάδος, βλέπει ἐμᾶς τοὺς νέους Ἰοῦδες, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὺς –
μεγάλους, ἀγραμμάτους – ἐγγραμμάτους, ὅλο τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ κοινωνοῦν
ἀναξίως, καὶ λέει μὲ παράπονο· «Κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ;».
Μὲ ὑβρίζουν οἱ
Ἑβραῖοι, μὲ ἀτιμάζουν οἱ μωαμεθανοί, μ᾽ ἐξευτελίζουν οἱ ἐχθροί· μὲ
προδίδεις λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, ποὺ βαπτίσθηκες στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος;
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα ἂς ἐξομολογηθοῦμε ἐνώπιόν του καὶ ἂς τοῦ
ποῦμε μὲ στεναγμό· Χριστέ, μὴ σὲ προδώσω ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾽ ἀξίωσέ μὲ
νὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ τὴ φωνὴ τοῦ λῃστοῦ· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ
βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου