Τι οφελος εχουμε απο την Εκκλησια
«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 20,24)
ΚΥΡΙΑΚΗ εἶνε σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡμέρα τοῦ Κυρίου, οἱ ἐκκλησίες ὅλες λειτουργοῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς στὸν ἐκκλησιασμό.
Στὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στὸ Θεό, μόλις
ἄκουγαν νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, τὰ πόδια τους ἔκαναν φτερὰ καὶ πήγαιναν ὅλοι
στὴν ἐκκλησία. Τώρα οἱ ἄνθρωποι, λὲς κ᾿ ἔχουν μολύβια στὰ πόδια τους,
δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν τοὺς πῇς, Γιατί δὲν πᾶτε στὴν
ἐκκλησία; σοῦ ἀπαντοῦν·
–Καὶ τί ἔχουμε ἐμεῖς νὰ κερδίσουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Σὲ τί θὰ ὠφεληθοῦμε;
Σ᾿ αὐτοὺς θ᾿ ἀπαντήσουμε τώρα. Θ᾿ ἀπαντήσω ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ
ἑορτάζει σήμερα καὶ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάσαμε μιλάει γι᾿ αὐτόν.
–Καὶ τί ἔχουμε ἐμεῖς νὰ κερδίσουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Σὲ τί θὰ ὠφεληθοῦμε;
Σ᾿ αὐτοὺς θ᾿ ἀπαντήσουμε τώρα. Θ᾿ ἀπαντήσω ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ
ἑορτάζει σήμερα καὶ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάσαμε μιλάει γι᾿ αὐτόν.
* * *
Τί ἔκανε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς;
Ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν ἁμαρτία ποὺ κάνουν οἱ περισσότεροι· ἀπουσίασε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ τὸν καρφώνουν στὸ σταυρό, ἀπογοητεύτηκε. Εἶπε· Ἔσβησαν πιὰ οἱ ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτόν… Σκέφτηκε νὰ γυρίσῃ στὴν παλιά του δουλειά, στὸ ψάρεμα, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ψαρᾶδες. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ μαζεύτηκαν, γιὰ νὰ κάνουν τὴν προσευχή τους καὶ νὰ θυμηθοῦν τὸ Χριστό. Ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπαν δυό· ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν πρόδωσε, καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὅμως ἔγινε τὸ πιὸ καταπληκτικὸ γεγονός, τότε ἦρθε τὸ μεγάλο μήνυμα. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἦταν κλεισμένοι, ἐκεῖ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα, ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω. 20,19), μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα, παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς μπροστά τους ὁλοζώντανος. Ἔμειναν κατάπληκτοι. Καὶ ἡ πρώτη λέξι τοῦ Χριστοῦ ποιά ἦταν; «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς εἶπε.
Καὶ «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,20). Ὤ τί ἔχασε ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἔλειπε τὴν ἡμέρα ἐκείνη! Πῆγαν καὶ τὸν βρῆκαν. Τὸν εἶδαν σκεπτικό, λυπημένο, καὶ τοῦ εἶπαν·
–Θωμᾶ, τὰ ἔμαθες; Ἀνέστη ὁ Κύριος! Τὸν εἴδαμε. «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,25).
–Ὄχι, λέει ὁ Θωμᾶς. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάκτυλο μόνος μου στὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, ἐγὼ δὲν πιστεύω.
Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες νάτοι πάλι οἱ μαθηταί. Ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ πρῶτος ἀνάμεσά τους ὁ Θωμᾶς. Ἀπουσίασε μιὰ φορά, ἀλλὰ τὴ δευτέρα φορὰ ἦταν ἐκεῖ. Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται πάλι ὁλοζώντανος ὁ Χριστός.
–Θωμᾶ, ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέει. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὶς πληγές μου. Ἔλα νὰ δῇς, ὅτι ἐγώ εἶμαι, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Καὶ ὁ Θωμᾶς τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ τὸ Χριστό. Τότε πείσθηκε πλέον. Ἔσκυψε, προσκύνησε καὶ εἶπε ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα λόγια, ποὺ εὔχομαι, ἀγαπητοί μου, νὰ γίνουν καὶ δικά μας λόγια.
Τί εἶπε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,29).
Σᾶς ἐρωτῶ. Τὴν πρώτη φορὰ δὲν πῆγε στὴ σύναξι, καὶ στερήθηκε τὴν παρουσία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἐὰν καὶ τὴ δεύτερη φορὰ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ συγκέντρωσι, δὲν θὰ γινόταν ἄπιστος; Τί μᾶς διδάσκει αὐτό;
Ὁ Θωμᾶς μᾶς λέει· Ἐγὼ ἔλειψα μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ κόντεψα νὰ γίνω ἄπιστος· γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴ λείπετε ποτέ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ πῆτε·
Ὁ Θωμᾶς εἶδε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό· ἐμεῖς ὅμως τί βλέπουμε ἐδῶ πέρα;…
Αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ θὰ σᾶς φανῇ ἀπίστευτο.
Ἐμεῖς ἔχουμε μάτια ζῳώδη. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔμπαιναν μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἔβλεπαν ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔβλεπαν τὸ Χριστὸ μέσα στὸ ἅγιο δισκοπότηρο.
Δὲν εἶνε ψέμα αὐτό. Τώρα τὰ μάτια τὰ δικά μας δὲν εἶνε μάτια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, στὴν ἐκκλησία ἔβλεπαν ἀγγελούδια. «Ἀγγέλους», λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, «ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε».
Ἂν εἴχαμε μάτια ἀγγελικά, θὰ βλέπαμε ἐδῶ τὸ θαῦμα. Θὰ βλέπαμε ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸν Χριστό.
Ὁρατὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ μένει ἀόρατος σ᾿ ἐμᾶς, γιατὶ δὲν ἔχομε «τελεβίζιον».
Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τελεβίζιον δὲν βλέπει τίποτε, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε πνευματικὸ τελεβίζιον.
Καὶ τὸ τελεβίζιον, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ δῇς τὸ Χριστό, εἶνε ἡ πίστι.
Ποῦ θὰ βλέπῃς τὸ Χριστό;
Στὴν ἐκκλησία. Στὴ Ῥωσία οἱ ἄθεοι κατεδίωκαν τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ὅσοι ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, γονάτιζαν καὶ ἔκλαιγαν.
Καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» τὸ ἔλεγαν γονατιστοί. Γιατὶ πίστευαν στὸ Θεό. Τώρα ἐδῶ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία σὰν νὰ μπαίνουν σ᾿ ἕνα καφενεῖο, σ᾿ ἕνα χοροδιδασκαλεῖο. Δὲν ξέρουν ποῦ πᾶνε.
Ἐξέλιπε ἡ πίστις ἀπὸ τὴ σημερινὴ γενεὰ τῶν Ἑλλήνων. Λοιπόν, «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ἂν εἶσαι μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦς εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Θέλεις καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο;
Βλέπεις τὴν ἁγία τράπεζα; Βλέπεις ἐπάνω κρασί; βλέπεις ψωμί; Τί γίνεται;
Ἂν πιστεύῃς –«ὅσοι πιστοί»–, ἐκεῖνο τὸ ψιχουλάκι εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός, κ᾿ ἐκείνη ἡ σταλαγματιὰ εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας!
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Λοιπὸν ἐδῶ στὸ ναὸ «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».
Ὅπως οἱ μαθηταὶ ἦταν συγκεντρωμένοι καὶ τότε εἶπαν «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς συγκεντρωμένοι ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ θὰ λέμε «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Βλέπουμε τὸν Κύριο. Τὸν βλέπουμε διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν αἰσθήσεων, δι᾿ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς μας. Μάλιστα! Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία. Θέλετε παραδείγματα; ⃝ Ξέρω ἄνθρωπο, ποὺ πῆρε μαχαίρι καὶ εἶχε σκοπὸ νὰ σφάξῃ ἄνθρωπο, νὰ κάνῃ ἔγκλημα. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Ποιός τὸν σταμάτησε; Ἄκουσε τὴν καμπάνα καὶ μπῆκε στὴν ἐκκλησία μὲ τὸ μαχαίρι, ὅπως ἦταν. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἱεροκήρυκας, κατὰ θείαν οἰκονομία, μιλοῦσε καὶ ἑρμήνευε τὸν Δεκάλογο. Ἑρμήνευε τὸ «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15). Ἔλεγε, ὅτι δὲν πρέπει οὔτε μυρμήγκι νὰ πατᾶμε, ὄχι ἄνθρωπο νὰ σκοτώνουμε. Καὶ αὐτός, ὅταν βγῆκε ἔξω, ἦταν διαφορετικός. Μπῆκε φονιᾶς, βγῆκε ἅγιος. Πέταξε τὸ μαχαίρι στὸ ποτάμι καὶ δὲν σκότωσε. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἄλλαξε. Μπῆκε λύκος, βγῆκε ἀρνί.
⃝ Ξέρω ἕναν ἄλλο, ποὺ ἦταν τελείως ἀπελπισμένος καὶ σκεπτόταν ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ μπῆκε μέσα. Τί συνέβη μέσα στὴν καρδιά του τὴν ὥρα ἐκείνη, κι ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν χαρούμενος! Μπῆκε ἀπελπισμένος, βγῆκε χαρούμενος. Καὶ δὲν αὐτοκτόνησε. ⃝ Ξέρω στὴν Ἀθήνα μία χήρα μὲ ἑπτὰ παιδιά, σὲ μιὰ φτωχοσυνοικία τοῦ Περιστερίου, ποὺ δουλεύει σκληρά. Καὶ τὴ ρώτησα· –Πῶς ὑπέφερες αὐτὸ τὸ μαρτύριο; Ἐσύ, μιὰ γυναίκα μόνη, νὰ σηκώνεσαι νύχτα καὶ νὰ πηγαίνῃς νὰ πλένῃς καὶ νὰ καθαρίζῃς μέχρι τὰ μεσάνυχτα; Ποιός σοῦ ἔδωσε τέτοια δύναμι, νὰ κρατηθῇς τίμια καὶ εἰλικρινής;
–Ὁ Χριστὸς μοῦ δίνει τὴ δύναμι, μοῦ λέει.
–Καὶ ποῦ εἶνε, τῆς λέω, ὁ Χριστός;
–Ἄ, ἐγώ, μοῦ ἀπαντᾷ, κάθε πρωί, πρὶν πάω στὴ δουλειά μου, περνῶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀνάβω τὸ κερί μου, γονατίζω στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν παρακαλῶ, καὶ παίρνω δύναμι.
Μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία!
Προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν τὸν ρώτησαν πῶς θὰ καταλάβουν ὅτι ἦρθαν τὰ ἔσχατα χρόνια. Ἔκλαυσε καὶ εἶπε δέκα σημάδια. Τὸ ἕνα σημάδι ποὺ εἶπε εἶνε αὐτό· Θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ θ᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Γίνεται αὐτὸ στὶς μέρες μας, ἀδελφοί μου. Κι ἀκόμα εἴμαστε στὴν ἀρχή.
Ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν ἁμαρτία ποὺ κάνουν οἱ περισσότεροι· ἀπουσίασε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ τὸν καρφώνουν στὸ σταυρό, ἀπογοητεύτηκε. Εἶπε· Ἔσβησαν πιὰ οἱ ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτόν… Σκέφτηκε νὰ γυρίσῃ στὴν παλιά του δουλειά, στὸ ψάρεμα, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ψαρᾶδες. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ μαζεύτηκαν, γιὰ νὰ κάνουν τὴν προσευχή τους καὶ νὰ θυμηθοῦν τὸ Χριστό. Ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπαν δυό· ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν πρόδωσε, καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὅμως ἔγινε τὸ πιὸ καταπληκτικὸ γεγονός, τότε ἦρθε τὸ μεγάλο μήνυμα. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἦταν κλεισμένοι, ἐκεῖ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα, ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω. 20,19), μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα, παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς μπροστά τους ὁλοζώντανος. Ἔμειναν κατάπληκτοι. Καὶ ἡ πρώτη λέξι τοῦ Χριστοῦ ποιά ἦταν; «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς εἶπε.
Καὶ «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,20). Ὤ τί ἔχασε ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἔλειπε τὴν ἡμέρα ἐκείνη! Πῆγαν καὶ τὸν βρῆκαν. Τὸν εἶδαν σκεπτικό, λυπημένο, καὶ τοῦ εἶπαν·
–Θωμᾶ, τὰ ἔμαθες; Ἀνέστη ὁ Κύριος! Τὸν εἴδαμε. «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,25).
–Ὄχι, λέει ὁ Θωμᾶς. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάκτυλο μόνος μου στὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, ἐγὼ δὲν πιστεύω.
Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες νάτοι πάλι οἱ μαθηταί. Ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ πρῶτος ἀνάμεσά τους ὁ Θωμᾶς. Ἀπουσίασε μιὰ φορά, ἀλλὰ τὴ δευτέρα φορὰ ἦταν ἐκεῖ. Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται πάλι ὁλοζώντανος ὁ Χριστός.
–Θωμᾶ, ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέει. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὶς πληγές μου. Ἔλα νὰ δῇς, ὅτι ἐγώ εἶμαι, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Καὶ ὁ Θωμᾶς τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ τὸ Χριστό. Τότε πείσθηκε πλέον. Ἔσκυψε, προσκύνησε καὶ εἶπε ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα λόγια, ποὺ εὔχομαι, ἀγαπητοί μου, νὰ γίνουν καὶ δικά μας λόγια.
Τί εἶπε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,29).
Σᾶς ἐρωτῶ. Τὴν πρώτη φορὰ δὲν πῆγε στὴ σύναξι, καὶ στερήθηκε τὴν παρουσία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἐὰν καὶ τὴ δεύτερη φορὰ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ συγκέντρωσι, δὲν θὰ γινόταν ἄπιστος; Τί μᾶς διδάσκει αὐτό;
Ὁ Θωμᾶς μᾶς λέει· Ἐγὼ ἔλειψα μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ κόντεψα νὰ γίνω ἄπιστος· γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴ λείπετε ποτέ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ πῆτε·
Ὁ Θωμᾶς εἶδε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό· ἐμεῖς ὅμως τί βλέπουμε ἐδῶ πέρα;…
Αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ θὰ σᾶς φανῇ ἀπίστευτο.
Ἐμεῖς ἔχουμε μάτια ζῳώδη. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔμπαιναν μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἔβλεπαν ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔβλεπαν τὸ Χριστὸ μέσα στὸ ἅγιο δισκοπότηρο.
Δὲν εἶνε ψέμα αὐτό. Τώρα τὰ μάτια τὰ δικά μας δὲν εἶνε μάτια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, στὴν ἐκκλησία ἔβλεπαν ἀγγελούδια. «Ἀγγέλους», λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, «ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε».
Ἂν εἴχαμε μάτια ἀγγελικά, θὰ βλέπαμε ἐδῶ τὸ θαῦμα. Θὰ βλέπαμε ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸν Χριστό.
Ὁρατὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ μένει ἀόρατος σ᾿ ἐμᾶς, γιατὶ δὲν ἔχομε «τελεβίζιον».
Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τελεβίζιον δὲν βλέπει τίποτε, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε πνευματικὸ τελεβίζιον.
Καὶ τὸ τελεβίζιον, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ δῇς τὸ Χριστό, εἶνε ἡ πίστι.
Ποῦ θὰ βλέπῃς τὸ Χριστό;
Στὴν ἐκκλησία. Στὴ Ῥωσία οἱ ἄθεοι κατεδίωκαν τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ὅσοι ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, γονάτιζαν καὶ ἔκλαιγαν.
Καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» τὸ ἔλεγαν γονατιστοί. Γιατὶ πίστευαν στὸ Θεό. Τώρα ἐδῶ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία σὰν νὰ μπαίνουν σ᾿ ἕνα καφενεῖο, σ᾿ ἕνα χοροδιδασκαλεῖο. Δὲν ξέρουν ποῦ πᾶνε.
Ἐξέλιπε ἡ πίστις ἀπὸ τὴ σημερινὴ γενεὰ τῶν Ἑλλήνων. Λοιπόν, «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ἂν εἶσαι μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦς εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Θέλεις καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο;
Βλέπεις τὴν ἁγία τράπεζα; Βλέπεις ἐπάνω κρασί; βλέπεις ψωμί; Τί γίνεται;
Ἂν πιστεύῃς –«ὅσοι πιστοί»–, ἐκεῖνο τὸ ψιχουλάκι εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός, κ᾿ ἐκείνη ἡ σταλαγματιὰ εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας!
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Λοιπὸν ἐδῶ στὸ ναὸ «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».
Ὅπως οἱ μαθηταὶ ἦταν συγκεντρωμένοι καὶ τότε εἶπαν «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς συγκεντρωμένοι ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ θὰ λέμε «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Βλέπουμε τὸν Κύριο. Τὸν βλέπουμε διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν αἰσθήσεων, δι᾿ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς μας. Μάλιστα! Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία. Θέλετε παραδείγματα; ⃝ Ξέρω ἄνθρωπο, ποὺ πῆρε μαχαίρι καὶ εἶχε σκοπὸ νὰ σφάξῃ ἄνθρωπο, νὰ κάνῃ ἔγκλημα. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Ποιός τὸν σταμάτησε; Ἄκουσε τὴν καμπάνα καὶ μπῆκε στὴν ἐκκλησία μὲ τὸ μαχαίρι, ὅπως ἦταν. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἱεροκήρυκας, κατὰ θείαν οἰκονομία, μιλοῦσε καὶ ἑρμήνευε τὸν Δεκάλογο. Ἑρμήνευε τὸ «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15). Ἔλεγε, ὅτι δὲν πρέπει οὔτε μυρμήγκι νὰ πατᾶμε, ὄχι ἄνθρωπο νὰ σκοτώνουμε. Καὶ αὐτός, ὅταν βγῆκε ἔξω, ἦταν διαφορετικός. Μπῆκε φονιᾶς, βγῆκε ἅγιος. Πέταξε τὸ μαχαίρι στὸ ποτάμι καὶ δὲν σκότωσε. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἄλλαξε. Μπῆκε λύκος, βγῆκε ἀρνί.
⃝ Ξέρω ἕναν ἄλλο, ποὺ ἦταν τελείως ἀπελπισμένος καὶ σκεπτόταν ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ μπῆκε μέσα. Τί συνέβη μέσα στὴν καρδιά του τὴν ὥρα ἐκείνη, κι ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν χαρούμενος! Μπῆκε ἀπελπισμένος, βγῆκε χαρούμενος. Καὶ δὲν αὐτοκτόνησε. ⃝ Ξέρω στὴν Ἀθήνα μία χήρα μὲ ἑπτὰ παιδιά, σὲ μιὰ φτωχοσυνοικία τοῦ Περιστερίου, ποὺ δουλεύει σκληρά. Καὶ τὴ ρώτησα· –Πῶς ὑπέφερες αὐτὸ τὸ μαρτύριο; Ἐσύ, μιὰ γυναίκα μόνη, νὰ σηκώνεσαι νύχτα καὶ νὰ πηγαίνῃς νὰ πλένῃς καὶ νὰ καθαρίζῃς μέχρι τὰ μεσάνυχτα; Ποιός σοῦ ἔδωσε τέτοια δύναμι, νὰ κρατηθῇς τίμια καὶ εἰλικρινής;
–Ὁ Χριστὸς μοῦ δίνει τὴ δύναμι, μοῦ λέει.
–Καὶ ποῦ εἶνε, τῆς λέω, ὁ Χριστός;
–Ἄ, ἐγώ, μοῦ ἀπαντᾷ, κάθε πρωί, πρὶν πάω στὴ δουλειά μου, περνῶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀνάβω τὸ κερί μου, γονατίζω στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν παρακαλῶ, καὶ παίρνω δύναμι.
Μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία!
Προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν τὸν ρώτησαν πῶς θὰ καταλάβουν ὅτι ἦρθαν τὰ ἔσχατα χρόνια. Ἔκλαυσε καὶ εἶπε δέκα σημάδια. Τὸ ἕνα σημάδι ποὺ εἶπε εἶνε αὐτό· Θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ θ᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Γίνεται αὐτὸ στὶς μέρες μας, ἀδελφοί μου. Κι ἀκόμα εἴμαστε στὴν ἀρχή.
* * *
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, εἶνε
τὸ μαντρί. Μπορεῖ τὸ πρόβατο τὴ νύχτα τοῦ χειμώνα, ποὺ χιονίζει ἔξω καὶ
οὐρλιάζουν οἱ λύκοι, νὰ πῇ «Μαντρί, δὲν σὲ χρειάζομαι»;
Ἂν δὲν μπῇ στὸ μαντρί, θὰ τὸ φάῃ ὁ λύκος. Μαντρὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τσομπάνος εἶνε ὁ Χριστός, πρόβατα εἴμαστε ἐμεῖς.
Ὅσοι φύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ τοὺς φάῃ ὁ «λύκος», οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ ποικίλα ἄλλα θηρία. Ἐδῶ λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ εἴμαστε.
Νὰ μὴν ἀπουσιάζουμε κ᾿ ἐμεῖς ποτέ ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πάντοτε παρόντες, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».
Νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ Θωμᾶ· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἂν δὲν μπῇ στὸ μαντρί, θὰ τὸ φάῃ ὁ λύκος. Μαντρὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τσομπάνος εἶνε ὁ Χριστός, πρόβατα εἴμαστε ἐμεῖς.
Ὅσοι φύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ τοὺς φάῃ ὁ «λύκος», οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ ποικίλα ἄλλα θηρία. Ἐδῶ λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ εἴμαστε.
Νὰ μὴν ἀπουσιάζουμε κ᾿ ἐμεῖς ποτέ ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πάντοτε παρόντες, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».
Νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ Θωμᾶ· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίων Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 21-4-1974augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου