Του Noah Smith
Καθώς το οικονομικό "μακελειό" που έχει προκαλέσει η πανδημία του
κορονοϊού συνεχίζεται, μια επί μακρόν απαγορευμένη λέξη αρχίζει να
βγαίνει σιγά - σιγά, σχεδόν ψιθυριστά από τα χείλη πολλών ανθρώπων:
"ύφεση" (depression).
Κατά τον 19ο αιώνα και κατά τις αρχές του 20ού, δεν υπήρχε κοινώς
αποδεκτή λέξη η οποία για την
περιγραφή του φαινομένου της επιβράδυνση
της οικονομίας. Η λέξη "πανικός" ήταν ο όρος που χρησιμοποιείτο συνήθως
για τις χρηματοοικονομικές κρίσεις, ενώ οι μεγάλες και απότομες πτώσεις
ονομάζονταν "υφέσεις".
Πρόεδροι των ΗΠΑ όπως οι James Monroe και Calvin Coolidge είχαν
χρησιμοποιήσει τον όρο προκειμένου να περιγράψουν αρνητικές οικονομικές
στροφές κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας.
Είχε βέβαια
υπάρξει μια πολύ μεγάλη οικονομική δυσπραγία, τη δεκαετία του 1870, στην
οποία πολλοί άνθρωποι της εποχής αναφέρονταν με τον όρο "Μεγάλη Ύφεση".
Έπειτα όμως ήρθε το 1929 και δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ως προς
το ποια ύφεση/οικονομική "καχεξία" άξιζε πραγματικά να φέρει δίπλα στο
όνομά της τον επιθετικό προσδιορισμό "μεγάλη".
Η οικονομική συντριβή
έπληξε ολόκληρο τον κόσμο, μειώνοντας την οικονομική παραγωγή κατά 15%.
Και διήρκεσε, ανελέητη, για χρόνια - μέχρι το 1933, η ανεργία στις ΗΠΑ
είχε αγγίξει το 25%.
Η Μεγάλη Ύφεση ήταν τόσο δομικά σημαντική που τα κράτη επέκτειναν έκτοτε σε μόνιμη βάση τον ρόλο τους στο πεδίο της οικονομίας.
Από τη δεκαετία του 1930, οι οικονομολόγοι και οι σχολιαστές χρησιμοποιούν γενικά την πιο ήπια λέξη recession (σ.μ. γενικά αποδίδεται ως ύφεση, αλλά θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως "υποχώρηση" της οικονομικής δραστηριότητας) έναντι του depression (σ.μ. ύφεση/οικονομική καχεξία)
για να περιγράψουν τις αρνητικές στροφές στην οικονομία, ενώ καμία εξ
αυτών δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο σοβαρή όσο η Μεγάλη Ύφεση.
Η μόνη φορά που αμφισβητήθηκε πραγματικά αυτή η σύμβαση ήταν μετά την
χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Η παγκόσμια φύση της αρνητικής
οικονομικής στροφής, που προκλήθηκε από προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό
κλάδο, οδήγησε πολλούς σε αναλογίες με τη Μεγάλη Ύφεση του ‘29. Στο
τέλος, για τη συγκεκριμένη κρίση, αντί του Great Depression, επικράτησε ο
όρος "Great Recession".
Η κρίση του κορονοϊού: recession ή depression;
Ωστόσο, η οικονομική ζημία λόγω του κορονοϊού απειλεί να επισκιάσει την
κρίση του 2008. Πάνω από 22 εκατομμύρια άνθρωποι ή περίπου το 13% του
εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, έχουν ήδη υποβάλει αίτηση για λήψη
επιδόματος ανεργίας.
Οι τρέχουσες προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι το ποσοστό της ανεργίας στις
ΗΠΑ θα φτάσει το 20% μέσα στον Απρίλιο.
Ορισμένοι προβλέπουν ότι θα
μπορούσε να αγγίξει και το 30% μέσα στο 2020. Μια τέτοια εξέλιξη θα
απειλούσε να υποσκελίσει ακόμη και τη Μεγάλη Ύφεση του 1929.
Επομένως, εάν η δριμύτητα εκδήλωσης του φαινομένου αποτελεί βασικό
κριτήριο του βάθους μιας ύφεσης (depression), τότε η σημερινή σίγουρα
αξίζει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Ο πρόεδρος Ronald Reagan είχε αναφέρει κάποτε ότι "recession είναι να
χάνει ο γείτονάς σου τη δουλειά του, ενώ depression είναι να χάνεις εσύ
τη δική σου". Θα υπάρξουν τελικά λίγοι άνθρωποι των οποίων η οικονομική
κατάσταση δεν θα επηρεαστεί από τον κορονοϊό.
Υπάρχουν ωστόσο και άλλα κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούσε να
κριθεί τι μπορεί να χαρακτηριστεί ύφεση (depression).
Εκτός από τη
δριμύτητα, ρόλο παίζει και η διάρκεια. Τόσο η δεκαετία του 1870 όσο και η
δεκαετία του 1930 αποτέλεσαν χρόνια οικονομικού "πόνου".
Πολλοί ελπίζουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει από την κρίση του
κορονοϊού με μια ανάκαμψη σχήματος τύπου V. Μοιάζει άλλωστε λογική η
σκέψη ότι, εάν η οικονομία κατέρρευσε επειδή απενεργοποιήθηκε σκόπιμα
λόγω υποχρεωτικού shutdown, τότε το να αφήσει κανείς τους ανθρώπους να
ξαναβγούν από τα σπίτια τους θα την επαναφέρει στην προηγούμενη της
κατάσταση.
Πολλά από τα μέτρα οικονομικής ανακούφισης που εφαρμόζονται τώρα, όπως
το Paycheck Protection Program στις ΗΠΑ - το οποίο παρέχει κάλυψη σε
μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις να αιτηθούν χαμηλότοκα δάνεια,
με αντάλλαγμα την διατήρηση των θέσεων απασχόλησης - έχουν ως βάση τους
ακριβώς αυτό το σενάριο γρήγορης επανεκκίνησης.
Ωστόσο, ενώ πρόκειται
για καλή ιδέα, υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι αυτή η οικονομική
κάμψη δεν θα τελειώσει γρήγορα.
Η δομική σημασία του φόβου του ιού
Πρώτον, υπάρχουν στοιχεία ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι
μένουν στο σπίτι δεν είναι τα γενικευμένα ανά τον κόσμο lockdown, αλλά η
απειλή του ίδιου του ιού. Τα δεδομένα από διαδικτυακούς ιστότοπους
κρατήσεων εστιατορίων δείχνουν ότι στις μεγάλες πόλεις, το μεγαλύτερο
ποσοστό της μείωσης των επισκέψεων των ανθρώπων στα εστιατόρια έλαβε
χώρα πριν από την έκδοση των κρατικών οδηγιών για υποχρεωτική παραμονή
στο σπίτι.
Οι δημοσκοπήσεις, δε, δείχνουν ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι
πολύ διστακτικοί έναντι του να επιστρέψουν στις συνηθισμένες τους
δραστηριότητες.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, εάν τα μέτρα υγειονομικής
καταστολής του ίδιου του ιού δεν παράσχουν στους ανθρώπους την
εμπιστοσύνη ότι ο κορονοϊός δεν αποτελεί απειλή για την προσωπική τους
ασφάλεια, είναι απίθανο να βγουν και να αρχίσουν να ψωνίζουν, ακόμη και
αν το κράτος τούς διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος
ανησυχίας.
Και επειδή αποτελεσματικά μέσα θεραπείας πιθανότατα δεν θα είναι
διαθέσιμα τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο ή και αργότερα, η κατάσταση
ισοδυναμεί με πολλούς ακόμη καταστροφικούς μήνες για την επιχειρηματική
δραστηριότητα, με την εξαίρεση εκείνων των λίγων ικανών και τυχερών
γωνιών του πλανήτη όπου εφαρμόζονται συστήματα μαζικών τεστ και
ιχνηλάτησης επαφών.
Στη συνέχεια, υπάρχει η παγκόσμια φύση της οικονομικής κάμψης.
Το
ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αναμένεται να μειωθεί σχεδόν σε όλες τις χώρες
του κόσμου. Ορισμένοι αναλυτές προβλέπουν ταυτόχρονη ανάκαμψη όλων των
οικονομιών, ωστόσο πιο πιθανό σενάριο είναι πολλές χώρες να
αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες μέχρι να καταφέρουν να ανακάμψουν.
Μια τέτοια εξέλιξη θα πλήξει τόσο τις αγορές στις οποίες κατευθύνονται
βασικές εξαγωγές των ΗΠΑ, όσο και τους διεθνείς επενδυτές τα αμέσως
επόμενα χρόνια.
Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα μακροχρόνιας αναταραχής στις
χρηματοοικονομικές αγορές.
Εκτός από τη δριμύτητα και τη διάρκεια, ένα
τρίτο κλασσικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ depression και recession
είναι ότι ότι η πρώτη έχει ως συστατικό στοιχείο τη χρόνια δυσλειτουργία
του χρηματοοικονομικού κλάδου και τη γενική μείωση του δανεισμού.
Δεν υπάρχει οικονομικό "φάρμακο"
Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προσπαθεί με δυναμισμό να
διατηρήσει τη φερεγγυότητα των τραπεζών της χώρας και να στηρίξει τις
αγορές περιουσιακών στοιχείων - και μέχρι στιγμής έχει πετύχει τον στόχο
της.
Τα επιτόκια βρίσκονται χαμηλά, γενικευμένο κύμα τραπεζικών
καταρρεύσεων δεν έχει εκδηλωθεί, ενώ και η χρηματιστηριακή αγορά έχει
μερικώς ανακάμψει.
Ωστόσο, η διατήρηση των τραπεζών σε κρατικό "αναπνευστήρα" κατά τη
διάρκεια ετών αδυναμίας των επιχειρήσεων, μολονότι είναι καλύτερη
εναλλακτική λύση σε σχέση με μια κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού
συστήματος, ενδέχεται να μην μπορεί να παράσχει στον χρηματοπιστωτικό
κλάδο τα "όπλα" τα οποία χρειάζεται προκειμένου να επιτελέσει την πλέον
παραδοσιακή του δουλειά, δηλαδή να δανείζει παραγωγικές επιχειρήσεις.
Η απειλή των επαναλαμβανόμενων ξεσπασμάτων εξάπλωσης του κορονοϊού,
μαζί με ένα γενικευμένο κύμα χρεοκοπιών επιχειρήσεων, μπορεί να οδηγήσει
τις τράπεζες σε ψυχολογία φόβου να δανείσουν, ανάλογη με εκείνη που
είχαν μετά το 2008.
Μολονότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί
προκειμένου να διασφαλίσει ότι η οικονομική κάμψη λόγω κορονοϊού δεν θα
συμπληρώσει όλα τα κριτήρια που θα την μετατρέψουν σε δομική ύφεση
(depression), οι δυνατότητές της να σταματήσει τόσο τον ιό όσο και τη
διεθνή οικονομική επιβράδυνση είναι περιορισμένες.
Ας ελπίσουμε ότι αυτή η ύφεση δεν θα διαρκέσει για μια δεκαετία, ωστόσο
μια άνευ προηγουμένου πτώση η οποία θα ακολουθηθεί από μακρά περίοδο
οικονομικού "πόνου" μοιάζει αναπόφευκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου