Αληθινη χαρα
Λεγόμαστε, ἀγαπητοί μου, Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Ὁ μεγάλος αὐτὸς τίτλος ἐπιβεβαιώνεται ἆραγε ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἢ μένει μόνο ἕνας τύπος γραμμένος στὴν ταυτότητα;
Ἐνῷ ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ἀγγέλους, τὰ ἔργα μας μαρτυροῦν ὅτι
οὔτε Χριστιανοὶ οὔτε κἂν ἄνθρωποι λογικοὶ εἴμαστε.
Κατεβήκαμε ἀκόμη πιὸ κάτω· σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαυΐδ, «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γίναμε σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα. Αὐτὸ δείχνουν τὰ ὅσα λέγονται καὶ γίνονται, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές.
Οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριῳδίου εἶνε περίοδος προκαθάρσεως, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 6,20). Μὲ τὸ κορμί σου καὶ μὲ τὴν ψυχή σου νὰ δοξάσῃς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε τὸν δοξάζουμε;
Ἐνῷ οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἔχουν ὁρισθῆ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀπὸ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ εἶνε ἡμέρες καθαριότητος, τώρα ὁ διάβολος μὲ τὸ φτυάρι κοπρίζει τὴ ζωή μας. Οἱ μέρες αὐτὲς κατήντησαν μέρες ἀκαθαρσίας.
Ἀλλ᾽ ἀκούω ἀντίρρησι· ―Τί θέλεις; νὰ μᾶς κάνῃς καλογέρους, νὰ κρατᾶμε κομποσχοίνια καὶ νὰ λέμε γονατιστοὶ ὅλη νύχτα «Πάτερ ἡμῶν»; Ἄφησέ μας, Χριστιανέ μου· ἄσε τὸν κόσμο στὰ βάσανά του, ἄσ᾽ τον λίγο νὰ ξεσκάσῃ. Ἐμεῖς θέλουμε χαρά… Τί ν᾽ ἀπαντήσουμε;
Ἐνῷ ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ἀγγέλους, τὰ ἔργα μας μαρτυροῦν ὅτι
οὔτε Χριστιανοὶ οὔτε κἂν ἄνθρωποι λογικοὶ εἴμαστε.
Κατεβήκαμε ἀκόμη πιὸ κάτω· σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαυΐδ, «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γίναμε σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα. Αὐτὸ δείχνουν τὰ ὅσα λέγονται καὶ γίνονται, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές.
Οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριῳδίου εἶνε περίοδος προκαθάρσεως, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 6,20). Μὲ τὸ κορμί σου καὶ μὲ τὴν ψυχή σου νὰ δοξάσῃς τὸ Θεό.
Ἐμεῖς μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε τὸν δοξάζουμε;
Ἐνῷ οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἔχουν ὁρισθῆ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀπὸ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ εἶνε ἡμέρες καθαριότητος, τώρα ὁ διάβολος μὲ τὸ φτυάρι κοπρίζει τὴ ζωή μας. Οἱ μέρες αὐτὲς κατήντησαν μέρες ἀκαθαρσίας.
Ἀλλ᾽ ἀκούω ἀντίρρησι· ―Τί θέλεις; νὰ μᾶς κάνῃς καλογέρους, νὰ κρατᾶμε κομποσχοίνια καὶ νὰ λέμε γονατιστοὶ ὅλη νύχτα «Πάτερ ἡμῶν»; Ἄφησέ μας, Χριστιανέ μου· ἄσε τὸν κόσμο στὰ βάσανά του, ἄσ᾽ τον λίγο νὰ ξεσκάσῃ. Ἐμεῖς θέλουμε χαρά… Τί ν᾽ ἀπαντήσουμε;
* * *
Μᾶς παρεξηγεῖτε, κύριοι. Δὲν
εἴμαστε ἐναντίον τῆς χαρᾶς.
Ἡ θρησκεία μας εἶνε θρησκεία χαρᾶς.
Ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως εἶπε· «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ» (Λουκ. 2,10). Σᾶς φέρνω ἀπ᾽ τὰ οὐράνια χαρὰ μεγάλη.
Καὶ ἡ λέξις εὐαγγέλιον τί θὰ πῇ· «εὐχάριστο μήνυμα». Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ φυλακισμένοι ἀκόμη στοὺς Φιλίππους, «ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, καὶ τοὺς ἄκουγαν οἱ κρατούμενοι» (Πράξ. 16,25). Κι ὅταν ὁ Νέρων ἔκλεισε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης κ᾽ ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἐκτελέσουν, ἔγραφε· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γεμᾶτος χαρὰ ἦταν.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐθυμία εἶνε θεῖο στοιχεῖο τῆς ζωῆς, δῶρο Θεοῦ. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ τὴ χαρὰ εἶνε ὅτι, ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν ἔβαλε; στὸν παράδεισο.
Ἁμάρτησε βέβαια ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξωρίσθηκε ἐδῶ στὴ γῆ, κι ἀπὸ τότε δοκιμάζει θλίψεις καὶ πόνους. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ χαρὰ δὲν ἔλειψε ἐντελῶς. Ἐὰν ὑπῆρχε ἕνα χαρό-μετρο καὶ μετροῦσε τὴ χαρά, πρὸ τῆς ἁμαρτίας θὰ ἔδειχνε στὸν παράδεισο τὸ βαθμὸ 1000. Μετὰ τὴν ἁμαρτία τὸ χαρόμετρο ἔπεσε· πῆγε 900, 800, 500, 400, …50. Ἔμεινε πάντως ἕνα ποσοστὸ χαρᾶς στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔμενε.
Ὅσο οἱ ἐπιστῆμες προχωροῦν, ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Θὰ φτάσουν στὰ ἄστρα, θὰ πᾶνε στὸν Ἄρη, δὲ θὰ βροῦνε ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶνε ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὸ νερό, μὲ τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, μὲ τὰ πολύτιμα μέταλλα καὶ ὀρυκτά. Εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος.
Ἄνθρωπε ἀχάριστε, δὲν χάθηκε τελείως ὁ παράδεισος, μέσ᾽ στὸν παράδεισο τῶν ἀστέρων εἶσαι.
Ἡ σελήνη εἶνε σὰν τόπος ἐξορίας.
Ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν χαρές, πολλὲς χαρές.
Νὰ μετρήσω; Ὁρίστε.
⃝ Πρώτη χαρὰ ἡ φύσις. Τώρα ποὺ ἀνθίζουν οἱ ἀμυγδαλιές, τὴν ἄνοιξι ποὺ ἔρχονται τὰ χελιδόνια, μὴ μαντρίζεστε στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου. Πάρε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ βγὲς ἔξω· ἀνέβα σὲ κορυφές, δὲς τὶς λίμνες καὶ τὰ ποτάμια. Ὅπου γυρίσῃς, ἂν ἔχῃς εὐαισθησία, θὰ γονατίσῃς καὶ θὰ πῇς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Ἡ φύσις εἶνε μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ χαρᾶς.
⃝ Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλη χαρὰ ἀνώτερη. Εἶνε ἡ διανόησις. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα; ἄλλοι γλεντοῦν, διασκεδάζουν· αὐτὸς κάθεται νύχτα, πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα, ἐργάζεται καὶ μοχθεῖ νὰ λύσῃ κάποιο πρόβλημα. Στύβει τὸ μυαλό του. Κι ὅταν τὶς πρωινὲς ὧρες βρίσκῃ τὴ λύσι, τί χαρὰ δοκιμάζει! Πετιέται ἔξω σὰν τὸν Ἀρχιμήδη ποὺ φώναζε «Εὕρηκα, εὕρηκα!». Ὅ,τι ἐφευρέσεις ἔγιναν, εἶνε ἀποτέλεσμα κόπου τῆς διανοίας. Ἡ χαρὰ τῆς διανοήσεως εἶνε μία ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες χαρές.
⃝ Ἄλλη χαρὰ προσφέρει ἡ μελέτη. Παίρνεις στὰ χέρια σου καὶ διαβάζεις ἕνα βιβλίο. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀγγλίας ζοῦσε ἕνας ἐργάτης ἀνθρακωρυχείου καὶ τοῦ χάρισαν ἕνα βιβλίο. Λέει ἡ γυναίκα του τὸ βράδυ· ―Πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε; ―Ὄχι, λέει αὐτός, θὰ διαβάσω. Κάθησε λοιπὸν καὶ διάβαζε διάβαζε. Ὅσο προχωροῦσε, τόσο χαιρόταν, εὐχαριστιόταν. Ὅταν κατὰ τὰ ξημερώματα τελείωσε τὸ βιβλίο, βγῆκε ἔξω ἐνθουσιασμένος, πῆγε στὸ καμπαναριὸ τοῦ χωριοῦ καὶ χτυποῦσε τὴν καμπάνα. Μαζεύτηκαν ὅλοι. ―Τί συμβαίνει; ―Μεγάλη χαρὰ αἰσθάνθηκα ἀπόψε!… Ἤθελε νὰ κάνῃ ὅλο τὸ χωριὸ νὰ χαρῇ· εἶχε διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο!
⃝ Χαρὰ λοιπὸν ἡ φύσις, ἡ διανόησις καὶ ἡ λύσις προβλημάτων, ἡ μελέτη καὶ μάλιστα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλη πηγὴ χαρᾶς εἶνε ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκογένεια.
Ὅποιος βρῆκε πιστὸ φίλο, βρῆκε θησαυρό. Κι ὅποιος βρῆκε τίμια γυκαῖκα, ποὺ αὐτὴ τὸν ἀγαπάει κι αὐτὸς τὴ σέβεται καὶ γέννησαν παιδιὰ ὑπάκουα, ζῇ σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησίαν» (῾Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19), σὲ ἕνα μικρὸ παράδεισο.
Ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι παράδεισοι; Ὑπάρχουν. Πῆγα στὸ Ἀμύνταιο καὶ βρῆκα 6 – 7 φτωχοὺς ὁδοκαθαριστάς. Τοὺς πλησίασα καὶ κουβέντιασα. Οἱ ἀπαντήσεις τους μοῦ θύμισαν τὸ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς εἶνε πιὸ σοφοὶ καὶ εὐγενεῖς ἀπ᾽ ὅλους.
―Πάτερ, μοῦ εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ἐγὼ ἔχω χαρά.
―Ποιά χαρά; τοῦ λέω.
―Ὅταν τὸ βράδυ γυρίζω στὸ σπίτι καὶ βλέπω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου.
―Πόσα παιδιὰ ἔχετε;
―Ἑφτά· αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά μου.
⃝ Θέλεις μιὰ χαρὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη; Δὲν εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ φυσιολατρία, ὁ τουρισμός, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἔγιναν μόδα. Βαθειὰ πηγὴ χαρᾶς εἶνε τὸ ἀγαθὸ συνειδός, ἡ καθαρὴ συνείδησις. Κάνεις τὸ καλό; ἀκοῦς χειροκροτήματα.
Ὄχι σὰν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε στὶς πλατεῖες οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ χειροκροτήματα ἀγγέλων. Πορεύεσαι κατὰ συνείδησιν; θὰ νιώθῃς ἀγαλλίασι.
⃝ Μεγάλη χαρὰ χαρίζει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ὅταν χτυπάῃ ἡ καμπάνα καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ μπαίνῃς μέσα κι ἀκοῦς ἐκεῖνα τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες εὐχές, τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἀπόστολο, λές· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Κι ὅταν στὸ δωμάτιό σου γονατίζῃς καὶ κάνῃς μιὰ προσευχή, νιώθεις χαρὰ ὑπερφυσική, χαρὰ θεία.
⃝ Θέλεις ἄλλη χαρά; Δεῖξε ἔμπρακτη ἀγάπη. Κάποιος ρώτησε πειρακτικὰ ἕναν ἱεροκήρυκα· ―Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε τὸν παράδεισο; ―Πήγαινε στὴν τάδε ὁδό, τάδε νούμερο, στὸ ὑπόγειο· ἐκεῖ μένει μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια μὲ ἄρρωστο τὸ ἕνα παιδί· στεροῦνται τὰ πάντα. Πάρε ἕνα καλάθι, πήγαινε στὴν ἀγορά, γέμισέ το τρόφιμα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο πάρε φάρμακα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ ἐμπορικὸ πάρε μερικὰ ροῦχα, πήγαινέ τους τα, καὶ τότε θὰ δῇς τὸν παράδεισο. Πῆγε λοιπόν, καὶ μετὰ εἶπε· ―Αἰσθάνθηκα πράγματι χαρά. Νά ὁ παράδεισος. Κάνε ἐλεημοσύνη, κάνε τὸ καλό, καὶ θὰ νιώσῃς μέσα σου τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου.
⃝ Θέλεις κι ἄλλη χαρά; Μεγάλη χαρά, ποὺ λίγοι τὴ γεύθηκαν, εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀμφιβάλλω μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἂν τὴν ἔχουν δοκιμάσει δέκα. Πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κ᾽ ἐσεῖς κ᾽ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, στὰ ἑκατὸν δέκα χρόνια ποὺ εἶχε φθάσει, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Παιδιά μου, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ μετάνοια.
Μακάρι ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθῃ νὰ στάξῃ καὶ στὴ δική μας καρδιὰ μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐράνιο Πατέρα, νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18).
Τὴν ὥρα ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, κιθάρες παίζουν στὰ οὐράνια· «χαρὰ γίνεται» «ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10,7). Κι ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.
Ἡ θρησκεία μας εἶνε θρησκεία χαρᾶς.
Ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως εἶπε· «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ» (Λουκ. 2,10). Σᾶς φέρνω ἀπ᾽ τὰ οὐράνια χαρὰ μεγάλη.
Καὶ ἡ λέξις εὐαγγέλιον τί θὰ πῇ· «εὐχάριστο μήνυμα». Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ φυλακισμένοι ἀκόμη στοὺς Φιλίππους, «ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, καὶ τοὺς ἄκουγαν οἱ κρατούμενοι» (Πράξ. 16,25). Κι ὅταν ὁ Νέρων ἔκλεισε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης κ᾽ ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἐκτελέσουν, ἔγραφε· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γεμᾶτος χαρὰ ἦταν.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐθυμία εἶνε θεῖο στοιχεῖο τῆς ζωῆς, δῶρο Θεοῦ. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ τὴ χαρὰ εἶνε ὅτι, ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν ἔβαλε; στὸν παράδεισο.
Ἁμάρτησε βέβαια ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξωρίσθηκε ἐδῶ στὴ γῆ, κι ἀπὸ τότε δοκιμάζει θλίψεις καὶ πόνους. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ χαρὰ δὲν ἔλειψε ἐντελῶς. Ἐὰν ὑπῆρχε ἕνα χαρό-μετρο καὶ μετροῦσε τὴ χαρά, πρὸ τῆς ἁμαρτίας θὰ ἔδειχνε στὸν παράδεισο τὸ βαθμὸ 1000. Μετὰ τὴν ἁμαρτία τὸ χαρόμετρο ἔπεσε· πῆγε 900, 800, 500, 400, …50. Ἔμεινε πάντως ἕνα ποσοστὸ χαρᾶς στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔμενε.
Ὅσο οἱ ἐπιστῆμες προχωροῦν, ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Θὰ φτάσουν στὰ ἄστρα, θὰ πᾶνε στὸν Ἄρη, δὲ θὰ βροῦνε ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶνε ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὸ νερό, μὲ τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, μὲ τὰ πολύτιμα μέταλλα καὶ ὀρυκτά. Εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος.
Ἄνθρωπε ἀχάριστε, δὲν χάθηκε τελείως ὁ παράδεισος, μέσ᾽ στὸν παράδεισο τῶν ἀστέρων εἶσαι.
Ἡ σελήνη εἶνε σὰν τόπος ἐξορίας.
Ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν χαρές, πολλὲς χαρές.
Νὰ μετρήσω; Ὁρίστε.
⃝ Πρώτη χαρὰ ἡ φύσις. Τώρα ποὺ ἀνθίζουν οἱ ἀμυγδαλιές, τὴν ἄνοιξι ποὺ ἔρχονται τὰ χελιδόνια, μὴ μαντρίζεστε στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου. Πάρε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ βγὲς ἔξω· ἀνέβα σὲ κορυφές, δὲς τὶς λίμνες καὶ τὰ ποτάμια. Ὅπου γυρίσῃς, ἂν ἔχῃς εὐαισθησία, θὰ γονατίσῃς καὶ θὰ πῇς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Ἡ φύσις εἶνε μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ χαρᾶς.
⃝ Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλη χαρὰ ἀνώτερη. Εἶνε ἡ διανόησις. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα; ἄλλοι γλεντοῦν, διασκεδάζουν· αὐτὸς κάθεται νύχτα, πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα, ἐργάζεται καὶ μοχθεῖ νὰ λύσῃ κάποιο πρόβλημα. Στύβει τὸ μυαλό του. Κι ὅταν τὶς πρωινὲς ὧρες βρίσκῃ τὴ λύσι, τί χαρὰ δοκιμάζει! Πετιέται ἔξω σὰν τὸν Ἀρχιμήδη ποὺ φώναζε «Εὕρηκα, εὕρηκα!». Ὅ,τι ἐφευρέσεις ἔγιναν, εἶνε ἀποτέλεσμα κόπου τῆς διανοίας. Ἡ χαρὰ τῆς διανοήσεως εἶνε μία ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες χαρές.
⃝ Ἄλλη χαρὰ προσφέρει ἡ μελέτη. Παίρνεις στὰ χέρια σου καὶ διαβάζεις ἕνα βιβλίο. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀγγλίας ζοῦσε ἕνας ἐργάτης ἀνθρακωρυχείου καὶ τοῦ χάρισαν ἕνα βιβλίο. Λέει ἡ γυναίκα του τὸ βράδυ· ―Πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε; ―Ὄχι, λέει αὐτός, θὰ διαβάσω. Κάθησε λοιπὸν καὶ διάβαζε διάβαζε. Ὅσο προχωροῦσε, τόσο χαιρόταν, εὐχαριστιόταν. Ὅταν κατὰ τὰ ξημερώματα τελείωσε τὸ βιβλίο, βγῆκε ἔξω ἐνθουσιασμένος, πῆγε στὸ καμπαναριὸ τοῦ χωριοῦ καὶ χτυποῦσε τὴν καμπάνα. Μαζεύτηκαν ὅλοι. ―Τί συμβαίνει; ―Μεγάλη χαρὰ αἰσθάνθηκα ἀπόψε!… Ἤθελε νὰ κάνῃ ὅλο τὸ χωριὸ νὰ χαρῇ· εἶχε διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο!
⃝ Χαρὰ λοιπὸν ἡ φύσις, ἡ διανόησις καὶ ἡ λύσις προβλημάτων, ἡ μελέτη καὶ μάλιστα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλη πηγὴ χαρᾶς εἶνε ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκογένεια.
Ὅποιος βρῆκε πιστὸ φίλο, βρῆκε θησαυρό. Κι ὅποιος βρῆκε τίμια γυκαῖκα, ποὺ αὐτὴ τὸν ἀγαπάει κι αὐτὸς τὴ σέβεται καὶ γέννησαν παιδιὰ ὑπάκουα, ζῇ σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησίαν» (῾Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19), σὲ ἕνα μικρὸ παράδεισο.
Ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι παράδεισοι; Ὑπάρχουν. Πῆγα στὸ Ἀμύνταιο καὶ βρῆκα 6 – 7 φτωχοὺς ὁδοκαθαριστάς. Τοὺς πλησίασα καὶ κουβέντιασα. Οἱ ἀπαντήσεις τους μοῦ θύμισαν τὸ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς εἶνε πιὸ σοφοὶ καὶ εὐγενεῖς ἀπ᾽ ὅλους.
―Πάτερ, μοῦ εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ἐγὼ ἔχω χαρά.
―Ποιά χαρά; τοῦ λέω.
―Ὅταν τὸ βράδυ γυρίζω στὸ σπίτι καὶ βλέπω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου.
―Πόσα παιδιὰ ἔχετε;
―Ἑφτά· αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά μου.
⃝ Θέλεις μιὰ χαρὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη; Δὲν εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ φυσιολατρία, ὁ τουρισμός, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἔγιναν μόδα. Βαθειὰ πηγὴ χαρᾶς εἶνε τὸ ἀγαθὸ συνειδός, ἡ καθαρὴ συνείδησις. Κάνεις τὸ καλό; ἀκοῦς χειροκροτήματα.
Ὄχι σὰν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε στὶς πλατεῖες οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ χειροκροτήματα ἀγγέλων. Πορεύεσαι κατὰ συνείδησιν; θὰ νιώθῃς ἀγαλλίασι.
⃝ Μεγάλη χαρὰ χαρίζει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ὅταν χτυπάῃ ἡ καμπάνα καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ μπαίνῃς μέσα κι ἀκοῦς ἐκεῖνα τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες εὐχές, τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἀπόστολο, λές· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Κι ὅταν στὸ δωμάτιό σου γονατίζῃς καὶ κάνῃς μιὰ προσευχή, νιώθεις χαρὰ ὑπερφυσική, χαρὰ θεία.
⃝ Θέλεις ἄλλη χαρά; Δεῖξε ἔμπρακτη ἀγάπη. Κάποιος ρώτησε πειρακτικὰ ἕναν ἱεροκήρυκα· ―Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε τὸν παράδεισο; ―Πήγαινε στὴν τάδε ὁδό, τάδε νούμερο, στὸ ὑπόγειο· ἐκεῖ μένει μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια μὲ ἄρρωστο τὸ ἕνα παιδί· στεροῦνται τὰ πάντα. Πάρε ἕνα καλάθι, πήγαινε στὴν ἀγορά, γέμισέ το τρόφιμα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο πάρε φάρμακα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ ἐμπορικὸ πάρε μερικὰ ροῦχα, πήγαινέ τους τα, καὶ τότε θὰ δῇς τὸν παράδεισο. Πῆγε λοιπόν, καὶ μετὰ εἶπε· ―Αἰσθάνθηκα πράγματι χαρά. Νά ὁ παράδεισος. Κάνε ἐλεημοσύνη, κάνε τὸ καλό, καὶ θὰ νιώσῃς μέσα σου τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου.
⃝ Θέλεις κι ἄλλη χαρά; Μεγάλη χαρά, ποὺ λίγοι τὴ γεύθηκαν, εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀμφιβάλλω μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἂν τὴν ἔχουν δοκιμάσει δέκα. Πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κ᾽ ἐσεῖς κ᾽ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, στὰ ἑκατὸν δέκα χρόνια ποὺ εἶχε φθάσει, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Παιδιά μου, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ μετάνοια.
Μακάρι ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθῃ νὰ στάξῃ καὶ στὴ δική μας καρδιὰ μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐράνιο Πατέρα, νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18).
Τὴν ὥρα ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, κιθάρες παίζουν στὰ οὐράνια· «χαρὰ γίνεται» «ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10,7). Κι ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.
* * *
Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, χαρὲς
πνευματικές. Καὶ αὐτὲς εἶνε μικρὲς μπροστὰ σὲ μία ἄλλη. Ἡ μεγάλη χαρὰ
θὰ εἶνε, ὅταν παρέλθῃ αὐτὸς ὁ κόσμος καὶ ἔλθῃ ὁ Κύριος νὰ κρίνῃ ζῶντας
καὶ νεκρούς, τότε ν᾽ ἀκούσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴ φωνὴ ἐκείνη· «Εὖ, δοῦλε
ἀγαθὲ καὶ πιστέ… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21).
Ἐδῶ δοκιμάζουμε μόνο μερικὲς σταγόνες χαρᾶς, ἐκεῖ θὰ εἶνε ἡ χαρὰ ἡ
μεγάλη καὶ ἡ ἀναφαίρετη ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριός μας.
Ποιός εἶπε, λοιπόν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει χαρά; «Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστός (Ἰω. 16,22).
Ποιός εἶπε, λοιπόν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει χαρά; «Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστός (Ἰω. 16,22).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 22-2-1970 τὸ βράδυ
augoustinos-kantiotis.gr
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 22-2-1970 τὸ βράδυ
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου