Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου-Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Αληθινη χαρα

Λεγόμαστε, ἀγαπητοί μου, Χριστιανοὶ ὀρ­θό­δοξοι. Ὁ μεγάλος αὐτὸς τίτλος ἐπιβεβαιώ­νεται ἆραγε ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἢ μένει μόνο ἕνας τύπος γραμμένος στὴν ταυτότητα;
Ἐνῷ ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ἀγγέλους, τὰ ἔργα μας μαρτυροῦν ὅτι
οὔτε Χριστιανοὶ οὔτε κἂν ἄνθρωποι λογικοὶ εἴμαστε.
Κατεβήκαμε ἀκόμη πιὸ κάτω· σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαυΐδ, «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, πα­ρασυν­εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώ­θη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γίναμε σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα. Αὐτὸ δείχνουν τὰ ὅσα λέγον­ται καὶ γίνονται, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές.

Οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριῳδίου εἶνε πε­ρίοδος προκαθάρσεως, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀ­πόστολος· «Δο­ξά­σατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύμα­τι ὑμῶν, ἅτινά ἐ­στι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 6,20). Μὲ τὸ κορμί σου καὶ μὲ τὴν ψυχή σου νὰ δο­ξά­σῃς τὸ Θεό.
 Ἐμεῖς μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε τὸν δοξάζουμε;
 Ἐνῷ οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἔ­χουν ὁρισθῆ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀπὸ τοπι­κὲς καὶ οἰ­κουμενικὲς Συνόδους, νὰ εἶνε ἡμέ­ρες καθαρι­ότητος, τώρα ὁ διά­βο­λος μὲ τὸ φτυάρι κοπρίζει τὴ ζωή μας. Οἱ μέρες αὐτὲς κατήντησαν μέρες ἀκαθαρσίας.

Ἀλλ᾽ ἀκούω ἀντίρρησι· ―Τί θέλεις; νὰ μᾶς κάνῃς καλογέρους, νὰ κρατᾶμε κομποσχοί­νια καὶ νὰ λέμε γονατιστοὶ ὅλη νύχτα «Πά­τερ ἡ­μῶν»; Ἄφησέ μας, Χριστιανέ μου· ἄ­σε τὸν κόσμο στὰ βάσανά του, ἄσ᾽ τον λίγο νὰ ξεσκάσῃ. Ἐμεῖς θέλουμε χαρά… Τί ν᾽ ἀπαντήσουμε;

* * *

Μᾶς παρεξηγεῖτε, κύριοι. Δὲν εἴμαστε ἐναν­τίον τῆς χαρᾶς.
 Ἡ θρησκεία μας εἶνε θρησκεία χαρᾶς.
Ὁ ἄγγελος στοὺς ποι­μένες τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως εἶπε· «Ἰδού εὐ­αγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παν­τὶ τῷ λαῷ» (Λουκ. 2,10). Σᾶς φέρνω ἀπ᾽ τὰ οὐράνια χα­ρὰ μεγάλη.

Καὶ ἡ λέξις εὐαγγέλιον τί θὰ πῇ· «εὐχάριστο μήνυμα». Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ φυλακισμένοι ἀκόμη στοὺς Φιλίππους, «ὑμνοῦ­σαν τὸ Θεό, καὶ τοὺς ἄκουγαν οἱ κρατούμενοι» (Πράξ. 16,25). Κι ὅταν ὁ Νέρων ἔκλεισε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὰ μπου­ντρούμια τῆς ῾Ρώμης κ᾽ ἐπρό­κειτο νὰ τὸν ἐκτε­λέσουν, ἔγραφε· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γεμᾶτος χαρὰ ἦταν.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐθυμία εἶνε θεῖο στοιχεῖο τῆς ζω­ῆς, δῶρο Θεοῦ. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔ­πλασε γιὰ τὴ χαρὰ εἶνε ὅτι, ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν ἔβαλε; στὸν παράδεισο.

Ἁμάρτησε βέβαια ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξωρίσθηκε ἐδῶ στὴ γῆ, κι ἀπὸ τότε δοκιμάζει θλίψεις καὶ πόνους. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ χαρὰ δὲν ἔ­λειψε ἐντελῶς. Ἐὰν ὑπῆρχε ἕνα χαρό-μετρο καὶ μετροῦσε τὴ χαρά, πρὸ τῆς ἁμαρτίας θὰ ἔ­δειχνε στὸν παράδεισο τὸ βαθμὸ 1000. Με­τὰ τὴν ἁμαρτία τὸ χαρόμετρο ἔπεσε· πῆγε 900, 800, 500, 400, …50. Ἔμεινε πάντως ἕνα ποσο­στὸ χαρᾶς στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔμενε.

Ὅσο οἱ ἐπιστῆμες προχωροῦν, ἀποδεικνύ­εται ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Θὰ φτάσουν στὰ ἄστρα, θὰ πᾶνε στὸν Ἄρη, δὲ θὰ βροῦνε ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶνε ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὸ νερό, μὲ τὰ δέν­τρα καὶ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, μὲ τὰ πολύτιμα μέταλλα καὶ ὀρυκτά. Εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος.
Ἄνθρωπε ἀχάριστε, δὲν χάθηκε τελείως ὁ παράδεισος, μέσ᾽ στὸν παράδεισο τῶν ἀστέρων εἶσαι.
Ἡ σελήνη εἶνε σὰν τόπος ἐξορίας.
Ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν χα­ρές, πολλὲς χαρές.
 Νὰ μετρήσω; Ὁρίστε.
⃝ Πρώτη χαρὰ ἡ φύσις. Τώρα ποὺ ἀνθίζουν οἱ ἀ­μυγδαλιές, τὴν ἄνοιξι ποὺ ἔρχον­ται τὰ χελιδό­νια, μὴ μαντρίζεστε στὰ μαντριὰ τοῦ διαβό­λου. Πάρε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ βγὲς ἔ­ξω· ἀνέβα σὲ κορυφές, δὲς τὶς λίμνες καὶ τὰ πο­τάμια. Ὅπου γυρίσῃς, ἂν ἔχῃς εὐαισθησία, θὰ γο­νατίσῃς καὶ θὰ πῇς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔρ­γα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Ἡ φύσις εἶνε μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ χαρᾶς.
⃝ Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλη χαρὰ ἀνώτερη. Εἶνε ἡ διανόησις. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμο­να; ἄλλοι γλεντοῦν, διασκεδάζουν· αὐτὸς κά­θεται νύχτα, πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα, ἐργάζεται καὶ μο­χθεῖ νὰ λύσῃ κάποιο πρόβλημα. Στύβει τὸ μυαλό του. Κι ὅταν τὶς πρωινὲς ὧρες βρίσκῃ τὴ λύσι, τί χαρὰ δοκιμάζει! Πετιέται ἔξω σὰν τὸν Ἀρχιμήδη ποὺ φώναζε «Εὕρηκα, εὕρηκα!». Ὅ,τι ἐφευρέσεις ἔγιναν, εἶνε ἀποτέλεσμα κόπου τῆς διανοίας. Ἡ χαρὰ τῆς δι­ανοήσεως εἶ­νε μία ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες χαρές.
⃝ Ἄλλη χαρὰ προσφέρει ἡ μελέτη. Παίρνεις στὰ χέρια σου καὶ διαβάζεις ἕνα βιβλίο. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀγγλίας ζοῦσε ἕνας ἐργάτης ἀνθρα­κωρυχείου καὶ τοῦ χάρισαν ἕνα βιβλίο. Λέει ἡ γυναίκα του τὸ βράδυ· ―Πᾶμε νὰ κοιμηθοῦ­με; ―Ὄχι, λέει αὐτός, θὰ διαβάσω. Κάθησε λοι­πὸν καὶ διάβαζε διάβαζε. Ὅσο προχωροῦσε, τόσο χαιρόταν, εὐχαριστιόταν. Ὅταν κατὰ τὰ ξημερώματα τελείωσε τὸ βιβλίο, βγῆκε ἔξω ἐνθουσιασμένος, πῆγε στὸ καμπαναριὸ τοῦ χωριοῦ καὶ χτυποῦσε τὴν καμπάνα. Μαζεύτηκαν ὅλοι. ―Τί συμβαίνει; ―Μεγάλη χαρὰ αἰ­σθάνθηκα ἀπόψε!… Ἤθελε νὰ κάνῃ ὅλο τὸ χωριὸ νὰ χαρῇ· εἶχε διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο!
⃝ Χαρὰ λοιπὸν ἡ φύσις, ἡ διανόησις καὶ ἡ λύσις προβλημάτων, ἡ μελέτη καὶ μάλιστα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλη πηγὴ χαρᾶς εἶνε ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκογένεια.
 Ὅποιος βρῆκε πιστὸ φίλο, βρῆκε θησαυρό. Κι ὅ­ποιος βρῆκε τίμια γυκαῖ­κα, ποὺ αὐτὴ τὸν ἀ­γαπάει κι αὐτὸς τὴ σέ­βεται καὶ γέννησαν παιδιὰ ὑπάκουα, ζῇ σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησίαν» (῾Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19), σὲ ἕνα μικρὸ παράδεισο.
Ὑπάρχουν σή­μερα τέτοιοι παράδεισοι; Ὑπάρχουν. Πῆγα στὸ Ἀμύνταιο καὶ βρῆκα 6 – 7 φτωχοὺς ὁ­δοκαθαριστάς. Τοὺς πλησίασα καὶ κουβέντιασα. Οἱ ἀ­παντήσεις τους μοῦ θύμισαν τὸ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς εἶνε πιὸ σοφοὶ καὶ εὐγενεῖς ἀπ᾽ ὅλους.
―Πάτερ, μοῦ εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ἐγὼ ἔ­χω χαρά.
 ―Ποιά χαρά; τοῦ λέω.
―Ὅταν τὸ βράδυ γυρίζω στὸ σπίτι καὶ βλέπω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου.
―Πόσα παιδιὰ ἔχετε;
―Ἑ­φτά· αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά μου.
⃝ Θέλεις μιὰ χαρὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη; Δὲν εἶ­νε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ φυσιολατρία, ὁ τουρισμός, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἔγιναν μόδα. Βαθειὰ πηγὴ χα­ρᾶς εἶνε τὸ ἀγαθὸ συνειδός, ἡ καθαρὴ συνείδη­σις. Κάνεις τὸ καλό; ἀκοῦς χειροκροτήματα.
 Ὄχι σὰν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε στὶς πλατεῖες οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ χειροκροτήμα­τα ἀγγέλων. Πορεύ­εσαι κατὰ συνείδησιν; θὰ νιώθῃς ἀγαλλίασι.
⃝ Μεγάλη χαρὰ χαρίζει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ὅταν χτυπάῃ ἡ καμπάνα καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ μπαίνῃς μέσα κι ἀκοῦς ἐκεῖνα τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες εὐ­χές, τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἀπόστολο, λές· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνά­μεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Κι ὅταν στὸ δωμάτιό σου γονατίζῃς καὶ κάνῃς μιὰ προσ­ευχή, νιώθεις χαρὰ ὑπερφυσική, χαρὰ θεία.
⃝ Θέλεις ἄλλη χαρά; Δεῖξε ἔμπρακτη ἀγάπη. Κάποιος ρώτησε πειρακτικὰ ἕναν ἱεροκήρυκα· ―Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε τὸν παράδεισο; ―Πήγαινε στὴν τάδε ὁδό, τάδε νούμερο, στὸ ὑπόγειο· ἐκεῖ μένει μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια μὲ ἄρρωστο τὸ ἕνα παιδί· στεροῦνται τὰ πάντα. Πάρε ἕνα καλάθι, πήγαινε στὴν ἀγορά, γέμισέ το τρόφι­μα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο πάρε φάρμακα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ ἐμπορικὸ πάρε μερικὰ ροῦχα, πήγαινέ τους τα, καὶ τότε θὰ δῇς τὸν παράδεισο. Πῆγε λοιπόν, καὶ μετὰ εἶπε· ―Αἰ­σθάνθηκα πράγματι χαρά. Νά ὁ παράδεισος. Κάνε ἐλεημοσύνη, κάνε τὸ καλό, καὶ θὰ νιώσῃς μέσα σου τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου.
⃝ Θέλεις κι ἄλλη χαρά; Μεγάλη χαρά, ποὺ λίγοι τὴ γεύθηκαν, εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀμφιβάλλω μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἂν τὴν ἔχουν δοκιμάσει δέκα. Πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κ᾽ ἐσεῖς κ᾽ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, στὰ ἑ­κατὸν δέκα χρόνια ποὺ εἶχε φθάσει, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Παιδιά μου, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ μετάνοια.
Μακάρι ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθῃ νὰ στάξῃ καὶ στὴ δική μας καρδιὰ μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, ποὺ εἰ­κονίζει τὸν οὐράνιο Πατέρα, νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18).
Τὴν ὥρα ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, κιθάρες παίζουν στὰ οὐράνια· «χαρὰ γίνεται» «ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10,7). Κι ὅπως εἶ­πε ὁ Ντοστογιέφσκυ, Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.

* * *

Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, χαρὲς πνευματικές. Καὶ αὐτὲς εἶνε μικρὲς μπροστὰ σὲ μία ἄλ­λη. Ἡ μεγάλη χαρὰ θὰ εἶνε, ὅταν παρέλθῃ αὐτὸς ὁ κόσμος καὶ ἔλθῃ ὁ Κύριος νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς, τότε ν᾽ ἀκούσουμε κ᾽ ἐ­μεῖς τὴ φωνὴ ἐκείνη· «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ… εἴσ­ελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21). Ἐδῶ δοκιμάζουμε μόνο μερικὲς σταγόνες χα­ρᾶς, ἐκεῖ θὰ εἶνε ἡ χαρὰ ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἀναφαίρετη ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριός μας.
Ποιός εἶπε, λοιπόν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει χαρά; «Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστός (Ἰω. 16,22).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 22-2-1970 τὸ βράδυ

 augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου