Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Κυρ. Τελώνου & Φαρισαίου (Λκ. 18,10-14) 9 Φεβρουαρίου 2020 - Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστινου

Ν᾽ αγαπησουμε την ταπεινωσι

«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13)

Ὁ σκοπός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ σκο­πὸς γιὰ τὸν ὁποῖον ἐρχόμαστε στὴν ἐκ­κλησία εἶνε νὰ προσευχηθοῦμε. Ὁ ναός μου – τὸ σπίτι μου, εἶπε ὁ Κύριος, θά ᾽χῃ τὸ ὄνομα σπίτι τῆς προσευχῆς· «ὁ οἶκός μου οἶ­κος προσ­ευ­χῆς κληθήσεται» (Ἠσ. 56,7=Ματθ. 21,13).
 Πρέπει λοιπὸν νὰ
πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σκο­πὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε· νὰ δοξολογήσουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὰ τόσα καὶ τόσα ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει καθημερινῶς, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς συγχωρή­σῃ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες μας.
Ἀλλοίμονο ὅμως· πόσο λίγοι Χριστιανοὶ τό ᾽­χουν καταλάβει αὐτὸ καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκ­κλησία μὲ τέτοιο σκοπό! Πολλοὶ σήμερα –κι ἀ­πὸ μᾶς ποὺ μᾶς θεωροῦν πιστούς– μοιάζου­με μὲ τὸ φαρισαῖο τοῦ ση­μερινοῦ εὐαγγελίου· καὶ λί­γοι, πολὺ λίγοι, πηγαίνουμε νὰ λατρεύσουμε τὸ Θεὸ ὅπως πῆγε ὁ τελώνης.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε πρῶτα πῶς πῆγε στὸ ναὸ ὁ φαρισαῖ­ος, ἔπειτα πῶς πῆγε ἐκεῖ ὁ τελώνης, γιὰ νὰ καταλάβουμε τέλος κ᾽ ἐμεῖς, μόνοι μας, σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο πρέπει νὰ μοιάζουμε, σὲ ποιά ἀ­πὸ τὶς δύο τάξεις νὰ ἀνήκουμε.

* * *

⃝Ὁ φαρισαῖος φτάνει στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος. Μπαίνει μέσα μ᾽ ἕνα ὕφος ἀγέρωχο, μὲ ἐ­­γωισμὸ μεγάλο. Προχωρεῖ, διασχίζει ὅλο τὸ πλῆθος, πάει καὶ στέκεται μπροστὰ – μπροστὰ ἀπ᾽ ὅ­λους· κ᾽ ἐκεῖ, σὲ μιὰ θέσι περίοπτη, ὥστε νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι, θ᾽ ἀρ­­χίσῃ τὴν προσ­ευχή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε προσευχὴ αὐτή· εἶνε ἕνα λιβάνισμα τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ἀντὶ νὰ δοξολογή­­σῃ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλεῖα του, αὐτὸς ἐκ­θειάζει τὸν ἑαυτό του. Ἀντὶ νὰ συναισθανθῇ τὴν ἁ­μαρτωλότητά του, νὰ θυμηθῇ καὶ νὰ μετρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά του, αὐτὸς καυχᾶται καὶ προβάλλει κατορθώματά του. «Νηστεύω», λέει, «δὶς τοῦ σαββάτου», δύο μέρες τὴν ἑ­βδομάδα, μοιράζω στοὺς φτωχοὺς τὸ ἕ­να δέκατο (1/10) τῶν εἰσοδημάτων μου (Λουκ. 18,12).
Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· προτοῦ νὰ πῇ αὐ­τὰ καὶ νὰ ἐξυψώσῃ τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του, προηγουμένως (στ. 11) ταπείνωσε κ᾽ ἐξευτέλισε τοὺς συνανθρώπους του. Ὑποτίθεται ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπευ­θύ­­νεται στὸ Θεό· ἀντὶ λοιπὸν μπροστὰ στὸν Κύριο νὰ δείχνῃ λίγῃ συστολὴ γιὰ τὰ κρίματά του καὶ νὰ κατηγορῇ γι᾽ αὐ­τὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ κα­­τηγορεῖ τοὺς ἄλλους. Κατ᾽ αὐτὸν οἱ ἄν­θρω­ποι γύρω του εἶνε πολὺ κατώτεροί του· εἶνε ὅλοι «ἅρπαγες», ὅ­λοι «ἄδικοι», ὅλοι «μοιχοί»· ὅλοι μιὰ ἀκαθαρ­σία – ἕνας βοῦρκος, καὶ μόνο ἡ ἀ­φεντιά του εἶ­νε καθαρὸς καὶ ἅγιος.
Ἀλλὰ ἦταν πράγματι ἅγιος; Ὄχι. Φαινόταν, μὰ δὲν ἦταν. Νήστευε βέβαια, προσευχόταν, πήγαινε στὸ ναό, ἔδινε μερικὰ χρήματα· ὅλα ὅ­­μως αὐτὰ δὲν τὰ ἔκανε μὲ ταπείνωσι κι ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ν᾽ ἀνακουφί­ζεται ὁ φτωχὸς συνάνθρωπος· τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ἐ­πιδει­κνύεται ὁ ἴδιος, νὰ τὸν θαυμάζουν καὶ νὰ τὸν λένε ἅγιο. Μὰ ἔτσι τὰ ἔργα αὐτὰ δὲν ἐ­πρόκειτο νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ νὰ συμβάλουν στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Ὤ πόσο ἤλεγξε καὶ ξεσκέπασε τοὺς φαρισαίους ὁ Χρι­στός! Μοιάζουν, εἶπε, μὲ πολυτελεῖς τάφους σκεπασμένους μὲ μάρμαρο, μὰ ὅταν σηκώσῃς τὴν πλάκα καὶ σκύψῃς νὰ δῇς πιὸ βαθειά, θὰ πιάσῃς τὴ μύτη σου ἀπ᾽ τὴ δυσωδία καὶ θ᾽ ἀναγκαστῇς ν᾽ ἀπομακρυνθῇς, γιατὶ θὰ δῇς σάπιες σάρκες καὶ σκουλήκια ἀ­κάθαρτα νὰ βόσκουν σ᾽ αὐτές (βλ. Ματθ. 23,27).
 Τέτοιοι ἦταν οἱ φαρισαῖοι· ἀπ᾽ ἔξω φαίνονταν ἅ­γιοι, ἀπὸ μέσα ἦταν φύσεις διεφθαρμένες. Ἔ­καναν ἐλεημοσύνη, ναί, ποιός τὸ ἀρνεῖται· ἀλλ᾽ ἐνῷ μὲ τό ᾽να χέρι ἔρριχναν στὸ κουτὶ τοῦ ναοῦ ἕνα, μὲ τ᾽ ἄλλο ἔκλεβαν ἑκατό.
Μελετοῦσαν τὸ Νόμο, βιβλία θρησκευτικά· καὶ ἐνῷ στὸ στόμα εἶχαν διαρκῶς τὴ λέξι «Θεός», στὴν καρδιά τους ζοῦσε ὁ διάβολος.
Ἔκαναν προσευχὲς σὰν αὐτὴν ἐδῶ ἢ ἄλλες πιὸ παρατεταμένες· καὶ ἐνῷ μὲ τὰ χείλη τους πρόφεραν λόγια ἱερά, ἡ ψυχή τους ζητοῦσε ἐκδίκησι καὶ ἀφανισμὸ τῶν ἀντιθέτων τους.

Ἔτσι εἶνε καὶ σήμερα ὡρισμένοι λεγόμενοι χριστιανοί. Ἐκκλησιάζονται· καὶ ἐνῷ μέσα στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα λένε τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν», δὲν προλαβαίνουν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ ναὸ κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι νὰ φιλονικήσουν γιὰ τὸ ἐλάχιστο, γιὰ τὴν παραμικρὴ ὑλικὴ ζημιά. Νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρα­σκευή· καὶ ἐνῷ δὲν ἀγγίζουν ἐπ᾽ οὐδενὶ κρέατα καὶ ψάρια, εἶνε ὅμως ἕτοιμοι σὰν καρχαρίες νὰ δαγκώσουν σάρκες ἀνθρώπων, νὰ φᾶνε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα ἑνὸς φτωχοῦ.
Αὐτὸς εἶνε ὁ φαρισαῖος κάθε ἐποχῆς. Εἶνε γεμᾶτος ἐλαττώματα καὶ κακίες, καὶ ὅμως νομίζει πὼς εἶνε ὁ ἁγιώτερος στὸν κόσμο. Περι­φρονεῖ καὶ σιχαίνεται τὸν ταλαιπωρημένο ἁ­μαρτωλό. Δὲν καταδέχεται ὄχι νὰ τὸν πλησι­άσῃ καὶ νὰ τοῦ πῇ μιὰ λέξι παρηγοριᾶς, ἀλλὰ οὔτε νὰ τὸν σκεφτῇ ἢ νὰ τοῦ ῥίξῃ ἕνα βλέμμα συμπαθείας.
Ὁ Θεὸς ὅμως μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τέτοιους θρησκευτικοὺς τύπους μὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Ὅλες οἱ προσ­ευχές τους, ὅλες οἱ ἐλεημοσύνες τους, ὅλες οἱ νηστεῖες τους, ὅλη ἡ θρησκευτικότητά τους εἶνε στὰ μάτια του σὰν μιὰ ἀκαθαρσία, ἡ χειρότερη ἀκαθαρ­σία, ποὺ ὄζει, βρωμάει.
⃝ Ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνου διαφέρει τελείως ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ φαρισαίου. Ἀκοῦ­στε, ἀδελφοί μου, πῶς προσεύχεται ὁ Τελώνης καὶ διδαχθῆτε ἀπ᾽ αὐτὸν τρόπο λατρείας.
Μπαίνει πρῶτα – πρῶτα αὐτὸς στὸ ναὸ μὲ φόβο Θεοῦ. Ξέρει, ὅτι δὲν πηγαίνει οὔτε σ᾽ ἕ­να σπί­τι οὔτε σὲ κάποιο κέντρο ἐπιδείξεως· νιώθει, ὅτι εἰσ­έρχε­ται στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Χριστιανός. Ἂν διστάζῃ ἕ­νας στρατιώτης τὴν ὥρα ποὺ εἶνε ὑποχρεωμέ­νος ν᾽ ἀνεβῇ τὰ σκαλοπάτια τῶν ἀνακτόρων καὶ νὰ παρουσιαστῇ μπροστὰ στὸν ἀνώτατο ἄρχον­τα, μὲ πο­λὺ μεγα­λύτερο σεβασμὸ πρέπει νὰ μπαίνῃ στὸν ὀρθό­δοξο ναὸ ὁ Χριστι­α­νὸς τὴν ὥρα τῆς λατρείας. Δὲν στρέφεται δεξιὰ κι ἀριστερὰ νὰ δῇ ποιός μπαίνει, τί φοράει, ἢ τί συζητοῦν οἱ ἄλλοι.
Μπῆκε λοιπὸν ὁ τελώνης μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο. Δὲν ζητάει νὰ ἐπιδειχθῇ. Ἔτσι κι ὁ Χρι­­στιανός. Δὲν ζητάει θέσεις, δὲν φιλονικεῖ γιὰ στασίδια καὶ καθίσματα, ὅπως γίνεται συχνὰ δυσ­τυ­χῶς. Πρὸ καιροῦ μάλιστα στὴν Κέρκυρα ἔγινε καὶ ἔγκλημα· ἕνας χτύπησε καὶ σκότωσε κάποιον ἄλλο, γιατὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶχε πάρει τὸ στασίδι καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω νὰ μπῇ αὐτός! Ἀλλοίμονο, μᾶς ἔφαγε ἡ ἐπίδειξι! Ἐπίδειξι ἔ­ξω, ἐπίδειξι καὶ μέσα στὸ ναό;
Ὁ τελώνης ὅμως μπῆκε μὲ ταπείνωσι. Πιάνει μιὰ γωνιά, νὰ μὴν τὸν βλέπουν, κ᾽ ἔχει τὰ μάτια κάτω. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἁμαρτω­­λό, ἀνάξιο καὶ ν᾽ ἀτενίσῃ τὰ ἅγια.
Χτυπάει τὸ στῆθος, ἐκεῖ πού ᾽νε ἡ καρδιά (αὐτὴ ποὺ τόσες φορὲς ἐ­πιθυμεῖ τὸ κακό), καὶ λέει μιὰ προσευχὴ πολὺ σύντομη ἀλλὰ γεμάτη νόημα· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτω­λῷ» (Λουκ. 18,13). Δηλαδή· Θεέ μου, ἐγὼ δὲν ἔχω νὰ σοῦ παρουσιάσω τίποτα καλό, ἔργα ἀρετῆς. Ὅλη ἡ ζωή μου δὲν εἶνε παρὰ μιὰ ἀκαθαρσία, ἕνας βόρ­βορος. Ξυπνάω – κοιμᾶμαι, σηκώνομαι – περπατῶ, τρώω – πίνω, μιλάω – δουλεύω· παντοῦ καὶ πάντα κατεργάζομαι τὴν ἁμαρτία. Θεέ μου, ἐλέησέ με. Ἂν μὲ δικάσῃς αὐστηρά, κα­τὰ τὸ νόμο σου μοῦ ἀξίζει τιμωρία, θάνατος. Ζητῶ λοιπὸν τὸ ἔλεός σου. Ἐγὼ ὁ μεγάλος κατάδικος, μιά ἐλπίδα ἔχω· τὸ ἔλεός σου.
Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ τελώνης.
Καὶ ὁ Κύρι­ος ἄκουσε τὴν προσευχή του. Τὴν ἄκουσε, γιατὶ ἦταν ὅλο ταπείνωσι· ἀνέβηκε στὸ θρόνο του σὰν θυμίαμα καθαρό, εὔοσμο.
⃝ Νὰ μοιάσουμε κ᾽ ἐ­­μεῖς στὸν τελώνη, μᾶς λέει ὁ Κύριος. Ὄχι βέβαια στὴν προηγούμενη ζωή του, ἀλλὰ στὴ μετάνοια, στὴν ταπείνω­­σι, στὴν προσευχή του. Ἔτσι νὰ προσ­ευχώ­μαστε· καὶ κατ᾽ ἰδίαν, καὶ δημοσίως στὸ ναό, καὶ ἰδί­ως στὴν θεία λειτουργία τῆς Κυριακῆς.

* * *

Ἂς ἀγαπήσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν ταπείνω­σι· αὐτὴ σὰν μαγνήτης ἑλκύει ὅλες τὶς εὐλογί­­­ες τοῦ οὐρανοῦ. Νὰ μισήσουμε τὴν ὑπερηφά­νεια· αὐτὴ ἀπομακρύνει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, κάνει τὸν ἄνθρωπο παιδὶ τοῦ διαβόλου.
Οἱ ταπεινοὶ εὐλογοῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ ὑ­περήφανοι τιμωροῦνται. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ξε­σπάει ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων σὰν κεραυνός. Ὅπως ὁ κεραυνὸς ἀπειλεῖ κυρίως τὰ ὑ­ψηλότερα δέντρα καὶ τὰ ὑψηλότερα κτήρια, ἔτσι καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου πέφτει σ᾽ αὐτοὺς ποὺ φέρονται ἐγωιστικά, ἀλαζονικά, καὶ νομίζουν πὼς εἶνε ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ἂν θέλουμε νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θε­ός, ἂς ταπεινωθοῦμε. Ἂς ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς σὰν τὸν τελώ­­νη «Ὁ Θεός, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 13-2-1938.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου