Θα ξυπνηση η συνειδησι!
Ὑπάρχουν,
ἀγαπητοί μου, δυστυχῶς ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Δὲν ἔπρεπε ἐδῶ νὰ ὑπάρχουν.
Ἐδῶ κήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ὅπου νὰ σκαλίσῃς, θὰ βρῇς κόκκαλα
ἁγίων.
Ἡ ἀθεΐα προσκρούει στὴ λογική. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «πᾶς
οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»
(Ἑβρ. 3,4)· κάθε σπίτι ἔχει τὸν κατασκευαστή του, καὶ τὸ σύμπαν ἔχει
τὸ Δημιουργό του.
Γιὰ νὰ καταντήσῃ κανεὶς σὲ ἀθεΐα, πρέπει νά
᾽χῃ
βλάβη στὸ μυαλό. Τὸ λέει ὁ ψαλμῳδός· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ
ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2).
Καμμία ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἔχει ἡ
ὕπαρξι τοῦ Δημιουργοῦ.
Ὅλα εἶνε μιὰ ἀπόδειξι, παντοῦ εἶνε τὰ ἴχνη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα φωνάζουν· Ὑπάρχει Θεός!
Ἀλλὰ καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ ἔλειπαν, ἔφτανε καὶ μόνο μία φωνὴ νὰ τὸ ἀποδείξῃ. Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, ἀπὸ τὴ φύσι· εἶνε πολὺ κοντά μας καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ ἀκούσει.
Ὅλα εἶνε μιὰ ἀπόδειξι, παντοῦ εἶνε τὰ ἴχνη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα φωνάζουν· Ὑπάρχει Θεός!
Ἀλλὰ καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ ἔλειπαν, ἔφτανε καὶ μόνο μία φωνὴ νὰ τὸ ἀποδείξῃ. Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, ἀπὸ τὴ φύσι· εἶνε πολὺ κοντά μας καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ ἀκούσει.
Εἶνε ἡ φωνὴ
γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος (βλ. Α΄ Κορ. 8,8-12), ἡ
συνείδησις. Νά ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Τί εἶνε ἡ συνείδησις; Ἂς ἀφήσουμε τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς ψυχολόγους νὰ κάνουν ἀναλύσεις. Ἐμεῖς θὰ μιλήσουμε ἁπλᾶ.
Τί εἶνε ἡ συνείδησις; Ἂς ἀφήσουμε τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς ψυχολόγους νὰ κάνουν ἀναλύσεις. Ἐμεῖς θὰ μιλήσουμε ἁπλᾶ.
* * *
Ἡ συνείδησις, ἀγαπητοί μου, εἶνε
ὁ μυστικὸς σύμβουλος κάθε ἀνθρώπου. Πρὶν μὲν ἀπὸ κάθε ἐνέργεια
προτρέπει στὸ καλὸ καὶ ἀποτρέπει ἀπ᾽ τὸ κακό, μετὰ δὲ ἀπὸ κάθε
ἐνέργεια, ἐὰν αὐτὴ ἦταν θεάρεστη μᾶς γεμίζει χαρά, ἐὰν ὅμως ἦταν κακὴ
καὶ ἐγκληματικὴ τότε μεταβάλλεται σὲ ἕναν εἰσαγγελέα μέσα μας ποὺ
ἀπευθύνει δριμὺ «κατηγορῶ»· νιώθουμε νὰ μᾶς καταδιώκουν οἱ Ἐρινύες
ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι καὶ νὰ μᾶς ῥαμφίζουν μὲ τὶς τύψεις. Ἀκόμα κι ἂν
δὲν σὲ δῇ ἀνθρώπου μάτι ἢ φακὸς ἀστυνομίας, κι ἂν εἶνε νύχτα καὶ
σκοτάδι, κι ἂν ἀκόμα φύγῃς μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ ἐγκλήματος, κι ἂν
πετάξῃς μὲ ἀεροπλάνο στὰ ἄκρα τῆς γῆς, κι ἂν γίνῃς τουρίστας – ὁ
τουρισμὸς ἔχει μία βαθύτερη ἐξήγησι, κι ἂν περάσουν χρόνια κι
ἀσπρίσουν τὰ μαλλιὰ καὶ πλησιάσῃς στὸ θάνατο, ἡ ἀνάμνησι τοῦ ἐγκλήματος
σὲ ταράζει καὶ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως δὲν σ᾽ ἀφήνει ἥσυχο οὔτε μέρα
οὔτε νύχτα.
Τί εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως; Εἶνε φωτιὰ ποὺ φλογίζει, κάρβουνο ποὺ καίει, καρφιὰ στὸ στρῶμα σου, καρφίτσες στὸ προσκέφαλό σου, σκορπιὸς ποὺ κεντάει, φίδι ποὺ δαγκώνει.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ συνείδησις; Κάποια ἐπιπόλαια πνεύματα, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἐμβαθύνουν στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ἀκοῦνε «κλαυθμὸν» καὶ «βρυγμὸν τῶν ὀδόντων» καὶ «κάμινον πυρός» καὶ «πῦρ ἄσβεστον καὶ αἰώνιον» καὶ «γέενναν» καὶ «σκότος ἐξώτερον» καὶ «σκώληκα» (Ματθ. 3,12· 5,22· 8,12· 13,42,50· 18,9· 22,13· 24,51· 25,30. Μᾶρκ. 9,43,48. Λουκ. 3,17· 13,28), κοροϊδεύουν. Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ «ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ»; Μακάρι, λέει, νὰ ὑπῆρχαν ἐκεῖ τὰ γνωστὰ σκουλήκια· δὲν εἶνε τέτοια· εἰκόνα εἶνε αὐτό. Ὅπως τὸ σκουλήκι τρώει τὸν καρπὸ καὶ τὴν ἐντεριώνη τοῦ δέντρου, ἔτσι σκουλήκι ἀδυσώπητο, λένε οἱ πατέρες, εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας.
Καὶ αὐτὰ μὲν θεωρητικῶς. Τώρα πρακτικῶς; Ἐὰν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία καὶ τὴν παγκόσμιο ἱστορία, ἐὰν διαβάσουμε τοὺς μεγάλους ποιητὰς καὶ δραματουργούς, θὰ δοῦμε ποιός εἶνε ὁ ῥόλος τῆς συνειδήσεως στὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς.
Τί εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως; Εἶνε φωτιὰ ποὺ φλογίζει, κάρβουνο ποὺ καίει, καρφιὰ στὸ στρῶμα σου, καρφίτσες στὸ προσκέφαλό σου, σκορπιὸς ποὺ κεντάει, φίδι ποὺ δαγκώνει.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ συνείδησις; Κάποια ἐπιπόλαια πνεύματα, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἐμβαθύνουν στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ἀκοῦνε «κλαυθμὸν» καὶ «βρυγμὸν τῶν ὀδόντων» καὶ «κάμινον πυρός» καὶ «πῦρ ἄσβεστον καὶ αἰώνιον» καὶ «γέενναν» καὶ «σκότος ἐξώτερον» καὶ «σκώληκα» (Ματθ. 3,12· 5,22· 8,12· 13,42,50· 18,9· 22,13· 24,51· 25,30. Μᾶρκ. 9,43,48. Λουκ. 3,17· 13,28), κοροϊδεύουν. Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ «ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ»; Μακάρι, λέει, νὰ ὑπῆρχαν ἐκεῖ τὰ γνωστὰ σκουλήκια· δὲν εἶνε τέτοια· εἰκόνα εἶνε αὐτό. Ὅπως τὸ σκουλήκι τρώει τὸν καρπὸ καὶ τὴν ἐντεριώνη τοῦ δέντρου, ἔτσι σκουλήκι ἀδυσώπητο, λένε οἱ πατέρες, εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας.
Καὶ αὐτὰ μὲν θεωρητικῶς. Τώρα πρακτικῶς; Ἐὰν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία καὶ τὴν παγκόσμιο ἱστορία, ἐὰν διαβάσουμε τοὺς μεγάλους ποιητὰς καὶ δραματουργούς, θὰ δοῦμε ποιός εἶνε ὁ ῥόλος τῆς συνειδήσεως στὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς.
Τί εἶνε ἡ συνείδησις ἱστορικῶς; Δὲν
διαβάζετε;
Ὑπενθυμίζω.
⃝ Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ζοῦσαν στὸν παράδεισο μὲ χαρά, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἁμάρτησαν ἔνιωσαν γιὰ πρώτη φορὰ τύψι, ὅτι εἶνε γυμνοί, καὶ ζήτησαν νὰ σκεπαστοῦν· κι ὅταν ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;» (Γέν. 3,9), κρύφτηκαν· ἡ φωνὴ ἦταν ἀδυσώπητη.
⃝ Καὶ ὅταν ὁ γυιὸς τοῦ Ἀδάμ, ὁ Κάιν, ἐφόνευσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν ἡσύχασε πιά, ἦταν «στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 4,12). Τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησι.
⃝ Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ βρέθηκε δοῦλος στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Πετεφρῆ καὶ ἡ διεφθαρμένη γυναίκα προσπάθησε νὰ τὸν μπλέξῃ σὲ αἰσχρὸ ἔρωτα, ἐκεῖνος εἶπε· Πῶς νὰ κάνω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; καὶ ἔφυγε γυμνός (βλ. ἔ.ἀ. 39,9).
⃝ Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἀπὸ φθόνο εἶχαν πουλήσει τὸν ἀδελφό τους τὸν Ἰωσήφ. Ἀλλ᾽ ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἔπεσαν στὰ χέρια του, τότε ξύπνησε ἡ συνείδησί τους καὶ εἶπαν· Δικαίως τιμωρούμεθα γιὰ τὸ ἔγκλημά μας (βλ. ἔ.ἀ. 42,21).
⃝ Ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18) ἤλεγχε τὴ συνείδησι τοῦ βασιλιᾶ Ἡρῴδη.
⃝ Ἡ φωνὴ τῆς συζύγου τοῦ Πιλάτου «Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ» (Ματθ. 27,19) τὸν ἔκανε νὰ διστάζῃ νὰ ὑπογράψῃ τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ ἐνῷ κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο οὔρλιαζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6)· γιατὶ ἡ συνείδησί του τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶνε ἀθῷος. Κι ὅταν παρὰ ταῦτα ὑπέγραψε καὶ εἶδε ὅτι οἱ μιαιοφόνοι ἐξώντωσαν τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου, αὐτὸς ἔπεσε σὲ τύψεις καὶ λένε οἱ ἱστορικοὶ ὅτι ἐγκατέλειψε τὸ πραιτώριο καὶ σὰν τρελλὸς ἔτρεχε ἀπὸ δάσος σὲ δάσος, ἕως ὅτου ἔπεσε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ σὲ λίμνη καὶ πνίγηκε.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ποὺ φύτεψε ὁ Θεὸς στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Οἱ πρόγονοί μας, ἀδελφοί μου, δὲν ἤξεραν γράμματα, δὲν εἶχαν διπλώματα, εἶχαν ὅμως εὐσυνειδησία, φοβοῦνταν μὴν ἁμαρτήσουν. Τώρα φτάσαμε σὲ ἐποχὴ ποὺ τὴν ἁμαρτία τὴν τρῶνε ὄχι μὲ τὸ κουταλάκι ἀλλὰ μὲ τὴν κουτάλα καὶ τὴν πίνουν σὰν δροσερὸ νερό. Πατάει ὁ ἄλλος πάνω σὲ πτώματα γιὰ νὰ γίνῃ πλούσιος καὶ ν᾽ ἀνεβῇ σὲ ἀξιώματα, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του. Αὐτοὶ ἔσβησαν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους, εἶνε πεπωρωμένοι καὶ «κεκαυστηριασμένοι τὴν συνείδησιν» (Α΄ Τιμ. 4,2). Μὴν τοὺς ζηλεύετε· εἶνε δυστυχισμένοι, ἔστω κι ἂν κολυμποῦν στὸν πλοῦτο καὶ στὰ ἀξιώματα. Ἕνας χωριάτης ἢ βοσκός, ποὺ ἔχει τὴ συνείδησί του ἥσυχη, τρώει κρεμμύδι καὶ σκόρδο καὶ ζῇ στὰ βουνὰ μὲ τὴν οἰκογένειά του μία τίμια καὶ ἁγνὴ εὐαγγελικὴ ζωή, ἔχει παράδεισο στὴν καρδιά του, ἐνῷ ὁ ἄλλος, ὅσο ψηλὰ κι ἂν στέκεται, ὅταν ἔχῃ διαπράξει ἀτιμία αἰσθάνεται μέσα του σαιξπήρειο δρᾶμα.
Εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21).
⃝ Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ζοῦσαν στὸν παράδεισο μὲ χαρά, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἁμάρτησαν ἔνιωσαν γιὰ πρώτη φορὰ τύψι, ὅτι εἶνε γυμνοί, καὶ ζήτησαν νὰ σκεπαστοῦν· κι ὅταν ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;» (Γέν. 3,9), κρύφτηκαν· ἡ φωνὴ ἦταν ἀδυσώπητη.
⃝ Καὶ ὅταν ὁ γυιὸς τοῦ Ἀδάμ, ὁ Κάιν, ἐφόνευσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν ἡσύχασε πιά, ἦταν «στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 4,12). Τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησι.
⃝ Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ βρέθηκε δοῦλος στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Πετεφρῆ καὶ ἡ διεφθαρμένη γυναίκα προσπάθησε νὰ τὸν μπλέξῃ σὲ αἰσχρὸ ἔρωτα, ἐκεῖνος εἶπε· Πῶς νὰ κάνω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; καὶ ἔφυγε γυμνός (βλ. ἔ.ἀ. 39,9).
⃝ Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἀπὸ φθόνο εἶχαν πουλήσει τὸν ἀδελφό τους τὸν Ἰωσήφ. Ἀλλ᾽ ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἔπεσαν στὰ χέρια του, τότε ξύπνησε ἡ συνείδησί τους καὶ εἶπαν· Δικαίως τιμωρούμεθα γιὰ τὸ ἔγκλημά μας (βλ. ἔ.ἀ. 42,21).
⃝ Ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18) ἤλεγχε τὴ συνείδησι τοῦ βασιλιᾶ Ἡρῴδη.
⃝ Ἡ φωνὴ τῆς συζύγου τοῦ Πιλάτου «Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ» (Ματθ. 27,19) τὸν ἔκανε νὰ διστάζῃ νὰ ὑπογράψῃ τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ ἐνῷ κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο οὔρλιαζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6)· γιατὶ ἡ συνείδησί του τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶνε ἀθῷος. Κι ὅταν παρὰ ταῦτα ὑπέγραψε καὶ εἶδε ὅτι οἱ μιαιοφόνοι ἐξώντωσαν τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου, αὐτὸς ἔπεσε σὲ τύψεις καὶ λένε οἱ ἱστορικοὶ ὅτι ἐγκατέλειψε τὸ πραιτώριο καὶ σὰν τρελλὸς ἔτρεχε ἀπὸ δάσος σὲ δάσος, ἕως ὅτου ἔπεσε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ σὲ λίμνη καὶ πνίγηκε.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ποὺ φύτεψε ὁ Θεὸς στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Οἱ πρόγονοί μας, ἀδελφοί μου, δὲν ἤξεραν γράμματα, δὲν εἶχαν διπλώματα, εἶχαν ὅμως εὐσυνειδησία, φοβοῦνταν μὴν ἁμαρτήσουν. Τώρα φτάσαμε σὲ ἐποχὴ ποὺ τὴν ἁμαρτία τὴν τρῶνε ὄχι μὲ τὸ κουταλάκι ἀλλὰ μὲ τὴν κουτάλα καὶ τὴν πίνουν σὰν δροσερὸ νερό. Πατάει ὁ ἄλλος πάνω σὲ πτώματα γιὰ νὰ γίνῃ πλούσιος καὶ ν᾽ ἀνεβῇ σὲ ἀξιώματα, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του. Αὐτοὶ ἔσβησαν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους, εἶνε πεπωρωμένοι καὶ «κεκαυστηριασμένοι τὴν συνείδησιν» (Α΄ Τιμ. 4,2). Μὴν τοὺς ζηλεύετε· εἶνε δυστυχισμένοι, ἔστω κι ἂν κολυμποῦν στὸν πλοῦτο καὶ στὰ ἀξιώματα. Ἕνας χωριάτης ἢ βοσκός, ποὺ ἔχει τὴ συνείδησί του ἥσυχη, τρώει κρεμμύδι καὶ σκόρδο καὶ ζῇ στὰ βουνὰ μὲ τὴν οἰκογένειά του μία τίμια καὶ ἁγνὴ εὐαγγελικὴ ζωή, ἔχει παράδεισο στὴν καρδιά του, ἐνῷ ὁ ἄλλος, ὅσο ψηλὰ κι ἂν στέκεται, ὅταν ἔχῃ διαπράξει ἀτιμία αἰσθάνεται μέσα του σαιξπήρειο δρᾶμα.
Εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21).
Ζητᾶτε τὴν εὐτυχία στὰ ἐξωτερικὰ
πράγματα· ἀλλ᾽ ὅταν μέσα σου ἡ συνείδησι μαρτυρῇ ὅτι βαδίζεις κατὰ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε αἰσθάνεσαι μιὰ ἡδονὴ ἀπερίγραπτη.
Μὴ μακαρίζετε λοιπὸν τοὺς ἀσυνείδητους. Θὰ ἔρθῃ ὥρα –νὰ εἶστε βέβαιοι–, κ᾽ εἶνε κοντά, θὰ ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία ἀκοῦμε σήμερα, καὶ τότε τί θὰ γίνῃ· θὰ ξυπνήσῃ ἡ συνείδησι ἀπὸ οὐράνια σάλπιγγα. Καὶ αὐτό, νομίζω, εἶνε τὸ φοβερώτερο καὶ τραγικώτερο ποὺ θὰ συμβῇ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Μὴ μακαρίζετε λοιπὸν τοὺς ἀσυνείδητους. Θὰ ἔρθῃ ὥρα –νὰ εἶστε βέβαιοι–, κ᾽ εἶνε κοντά, θὰ ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία ἀκοῦμε σήμερα, καὶ τότε τί θὰ γίνῃ· θὰ ξυπνήσῃ ἡ συνείδησι ἀπὸ οὐράνια σάλπιγγα. Καὶ αὐτό, νομίζω, εἶνε τὸ φοβερώτερο καὶ τραγικώτερο ποὺ θὰ συμβῇ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Ἂς γλεντοῦν, ἂς ὀργιάζουν. «Οὐαὶ αὐτοῖς» (Ἰούδ. 11).
Ὅταν
ξυπνήσῃ ἡ συνείδησι, τότε θ᾽ ἀκουστῇ τὸ «κατηγορῶ» της ἀδυσώπητο.
Προτοῦ ἀκόμα νὰ ἐκφέρῃ τὴν ἀπόφασί του ὁ ἀδέκαστος Κριτής, ὁ Κύριός
μας, ἡ συνείδησι μέσα μας θὰ γίνῃ ὁ μεγαλύτερος κατήγορος καὶ θὰ λέῃ·
Ἐσεῖς ποὺ μολύνατε τὴ γλῶσσα σας μὲ τὴ βλαστήμια, ἐσεῖς ποὺ πήγατε στὰ
δικαστήρια καὶ ὡρκιστήκατε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ λίγα κέρματα καὶ μιὰ πύχη
οἰκοπέδου, ἐσεῖς ποὺ τρυπώσατε νύχτα στὰ ξένα σπίτια καὶ ἀτιμάσατε τὴ
γυναῖκα καὶ τὸ κορίτσι τοῦ ἄλλου, ἐσεῖς ποὺ φανήκατε ἄσπλαχνοι στὶς
ἀνάγκες τοῦ πλησίον, ἐσεῖς ποὺ ἀδικήσατε καὶ κλέψατε, ἐσεῖς ποὺ τὰ
χέρια σας στάζουν αἷμα, ἐσεῖς ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, τώρα
ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ξυπνήσῃ ἡ συνείδησί σας.
«Ὤ ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα
φοβερά!», ὅπως ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία (αἶνοι Ἀπόκρ.). Τότε οἱ
ἁμαρτωλοὶ θὰ ποῦν· Ἂς ἀνοίξῃ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς καταπιῇ, παρὰ
ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας, τὴ φωνὴ τοῦ ἀδεκάστου
Κριτοῦ. Αὐτὸ θὰ εἶνε προτιμότερο, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψι (βλ. 6,15-16).
* * *
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἐὰν αὐτὰ
εἶνε ἀληθινά – καὶ εἶνε ἀληθινά, σᾶς καλῶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου νὰ
κάνουμε μία ἀναθεώρησι.
Ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας· καὶ ἂν φταίξαμε,
ἂς μετανοήσουμε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ ἂς κλάψουμε, γιὰ
νὰ σβηστοῦν τὰ ἁμαρτήματά μας. Κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἔχουμε τὸ αὐτί
μας προσηλωμένο, γιὰ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ σῆμα, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς
ὑπάρξεώς σου.
Ἂς καλλιεργήσουμε τὴ συνείδησί μας.
Ἂς καλλιεργήσουμε τὴ συνείδησί μας.
Ἂς τὴν φωτίσουμε, γιὰ νὰ
μὴν εἶνε μήτε πωρωμένη μήτε περιδεὴς καὶ σκοτεινή, ἀλλὰ νὰ εἶνε
φωτεινή.
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ ἄστρο τῆς συνειδήσεώς μας, καὶ τότε ἀπὸ
μέρα σὲ μέρα κι ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα κι ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρὰ κι ἀπὸ ὀδύνη σὲ
ὀδύνη κι ἀπὸ Γολγοθᾶ σὲ Γολγοθᾶ θὰ φτάσουμε στὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴ
μεγάλη καὶ τρομερή, κατὰ τὴν ὁποία εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλοι μας
νὰ δώσουμε καλὴ ἀπολογία ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματός του.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Φωτεινῆς Ἰλισσοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 28-2-1965 τὸ πρωί.
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου