Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,41-56)-Του Μητροπολιτου π. Αὐγουστινος Καντιωτου

Απεναντι στο θανατο

«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. 8,52)

Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου, ποὺ πολλὲς φο­ρὲς ἔρχεται στὴ ζωή μας ἀπροειδοποίητα καὶ πέφτει ξα­φνι­κὰ πάνω σ᾽ ἕναν ἢ περισσοτέρους συνανθρώ­πους μας σὰν κεραυνός· ὁ θά­νατος, ποὺ ἁρ­πάζει μέσα ἀπ᾽ τὴν ἀγ­κάλη μας καὶ τὰ πιὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα, δημιουργεῖ θλῖψι. Κάθε λογικὸς καὶ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος μπροστὰ στὸ θάνατο σταματᾷ, μπροστὰ στὸ
φέρετρο συστέλλεται, μπροστὰ σὲ ἕνα τάφο συλλογίζεται μὲ θλῖψι πολλὰ πράγματα.

* * *

Τὴ θλῖψι ὅμως αὐτὴ δὲν τὴν ζοῦν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· ἀλλιῶς τὴν ἀν­τιμετωπίζει ὁ ἄ­πιστος καὶ ἀλλιῶς ὁ πιστός.
 Ὁ ἄπιστος νικιέται ἀπὸ τὴ θλῖψι, ἐνῷ ὁ πιστὸς νικᾷ τὴ θλῖψι.

Ὁ ἄπιστος καταβάλλεται, νικιέται, ἀποδι­οργανώνεται ἀπὸ τὴ θλῖψι. Κλαίει ἀ­παρηγόρητα καὶ ὀδύρεται. Πάνω στὸν πόνο ποὺ νιώθει χάνει τὸ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, παραφέ­ρεται, ξεφεύγει, παραλογίζεται. Αἰσθάνεται μέσα του πί­εσι, θέλει κάπου νὰ ξεσπάσῃ, καὶ τὰ βάζει μὲ ὅλους· ἐκεῖ τότε συχνὰ ἀσεβεῖ, καταριέται, βλαστη­μάει, καταν­τᾷ μισάνθρωπος, τρελλαίνεται. Κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς θλίψεως μαραίνεται ψυχικά, φαρμακώνεται καὶ σωματικά, καὶ τὸ χειρότερο· κάποτε στὸ τέλος δυσ­τυ­χῶς αὐτοκτονεῖ. Εἶνε ἑπόμενο αὐτό. Ἐφ᾿ ὅσον δὲν πιστεύει στὸ Θεό, στὴν θεία πρόνοια καὶ τὴν ἀθανα­σία τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ γι᾽ αὐτὸν ἄλλη ζωὴ δὲν ὑπάρ­χει, νομίζει ὁ ταλαίπωρος ὅτι ὁ ἀποθα­νὼν συγ­γενὴς ἢ φίλος του ἐξαφανίστηκε, μηδενίστηκε πλέ­ον· βλέπει τὸ θάνατο ὡς τὸ ὁ­ριστικὸ καὶ ἀ­μετάκλητο τέρμα τῆς ζωῆς μας, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει. Ταρά­ζεται καὶ ἀ­κούγοντας ἀκόμη τὴ λέξι «θάνατος». Πασχίζει νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴ σκέψι του κάθε τι ποὺ θυμίζει θάνατο. Καὶ μπο­ρεῖ νὰ δῇ τότε κανεὶς αὐ­τὸν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλώνει ἄπιστος, νὰ ἐκδηλώνῃ μιὰ πίστι σὲ κάτι μεταφυσικό, νὰ θέ­λῃ π.χ. νὰ ἐξορκίσῃ τὸ θάνατο …χτυπών­τας ξύλο! Τί σημαίνουν αὐτά; Σημαίνουν, ὅτι στὴν ψυχὴ καὶ τὴ σκέψι αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου βασιλεύει ὁ θάνατος μὲ ὅλα τὰ φόβητρά του, τὶς δεισιδαιμονίες καὶ ἀνόητες προλήψεις.

Τελείως διαφορετικὴ στάσι ἀπέναν­τι στὸ θάνατο παίρνει ὁ πιστός. Τὸν καιρὸ τοῦ πένθους του γιὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, τῆς συζύγου του, τοῦ παιδιοῦ του, τοῦ φίλου του, ὁ πιστὸς Χριστιανὸς φανερώνει ἕνα μεγαλεῖο ψυχῆς· ξεδιπλώνει τὴν πίστι του καὶ τὴν ὑψώνει σὰν σημαία θριάμβου κατὰ τοῦ θανάτου. «Πιστεύει» –καὶ τὸ δείχνει– «εἰς ἕ­να Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα»· «προσδο­κᾷ» –χωρὶς ἀμφιβολία– «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβ. πίστ. 1, 11-12). Δὲν λέμε ὅτι μένει τελείως ἀπαθὴς ἀπέναντι στὸ θάνατο. Πονάει καὶ πά­σχει κι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος. 
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ τέλειος ἄν­θρω­­­πος, «ἐδάκρυσε» στὸ μνῆμα τοῦ φίλου του Λαζάρου (Ἰω. 11,35). Ἡ ἀναισθησία στὸ θάνατο –ὅσο καὶ ἂν τὴν ἐ­πιδιώκουν κάποιοι φιλόσοφοι μιλώντας γιὰ στωικὴ ἀπάθεια, ἢ τὰ ἀ­νατολικὰ θρησκεύματα καὶ ὁ βουδ­δισμὸς μιλώντας γιὰ τὴ νιρβά­να– δὲν εἶνε κάτι φυσικό· εἶνε χαρακτηριστι­κὸ γνώρισμα τῆς νεκρᾶς φύσεως, ὄχι τῆς ἀν­θρώπινης καρδιᾶς. Ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ μπρο­­στὰ στὸ θάνατο καὶ θὰ πονέσῃ καὶ θὰ δακρύ­σῃ καὶ θὰ κλάψῃ. Ἔχει ὅμως ἰσχυρὸ στήρι­γμα, ποὺ ἀντιστα­θμί­ζει αὐτὴ τὴν καταπόνησι. Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος, ὅταν δῇ τὸ θάνατο νὰ ζυγώνῃ μὲ γοργὰ βήματα στὴν κλίνη εἴτε τοῦ ἀσθενοῦς συνανθρώπου του εἴτε καὶ στὴ δική του, θέτει σὲ ἐνέργεια τὴν ἔντονη προσ­ευχή.
 Θυμᾶται τότε καὶ ἀκολουθεῖ τὸν «ἀρχη­γὸν τῆς σωτηρί­ας ἡμῶν» (Ἑβρ. 2,10), τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. 
 Τί ἔκανε ἐκεῖνος ὅταν βρέθηκε στὴν ἴδια θέσι; προσευχήθηκε ἐναγωνί­ως τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὸν κῆ­πο τῆς Γεθσημα­νῆ καθὼς ἔβλεπε τὸν θάνατο νὰ πλησιάζῃ καὶ τὸ πικρὸ ποτήριο νὰ ἑτοιμάζεται γι᾽ αὐτόν. 
Αὐ­τὸ λοιπὸν θὰ κάνῃ καὶ ὁ Χριστιανός. Θὰ προσ­ευχηθῇ κιαὐτός, σ᾽ αὐ­τὴ τὴ Γεθ­σημανῆ τῆς ζω­ῆς του, καὶ θὰ πῇ· «Πάτερ μου, εἰ δυνα­τόν ἐ­στι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτή­ριον τοῦ­το· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39).
 Θὰ παρα­καλέσῃ κι αὐτὸς τὸν Κύριο, ποὺ εἶνε «ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξ­ουσίαν ἔ­χων» (Νεκρ. ἀκολ., ἀπόλ.), ν᾽ ἀπομακρύνῃ τὸ πι­κρὸ ποτή­ριο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ δὲν θὰ χά­σῃ τὴ γαλήνη του· θὰ ὑποταχθῇ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 Θὰ ἐμπιστευθῇ τὴ ζωή, τὴ δική του καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπᾷ, στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπη σοφία καὶ δικαιοσύ­νη ὁρίζει «τὰς εἰσόδους εἰς τὸν κόσμον τοῦ­τον καὶ τὰς ἐξόδους» τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς (εὐχ. Πεντηκ.), καὶ θὰ ἑτοιμαστῇ νὰ πιῇ τὸ ποτήριο. Εἶνε βέβαιος ὅτι ὁ πανάγαθος Χριστὸς ἀ­κούει τὴν προσ­­ευχὴ καὶ τὸν ἀναστεναγμό του καὶ θὰ στείλῃ βοήθεια. Εἶνε βέβαιος ὅτι ὁ εὔ­σπλαχνος Χριστός, ποὺ δὲν φορτώνει στὰ παι­διά του «φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα» (πρβλ. Ματθ. 23,4. Λουκ. 11,46), τὴν ὥρα τοῦ πένθους, τῆς ἐκτάκτου αὐτῆς δοκιμασίας, θὰ τοῦ στείλῃ καὶ ἔκ­τακτη ἐνίσχυσι. Καὶ τότε, τὴν ὥρα ποὺ μὲ μάτια βουρ­κωμένα θὰ πίνῃ σταγόνα – σταγόνα τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου, ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεώς του θὰ βλέπῃ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ δῇ ὁ ἄπιστος· θὰ βλέπῃ αὐτὸ ποὺ εἴδαμε ὅλοι στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. 

Τί δηλαδή; Θὰ δῇ τὸν Κύριο, ὅπως ἄλλοτε πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, νὰ ἔρχεται τώρα μυστικῶς καὶ στὸν οἶκον τῆς δικῆς του ψυχῆς· καὶ αὐτὴ ἡ ἀόρατη μυστικὴ ἐπίσκεψις τοῦ Κυρίου θὰ δώσῃ στὸν δοῦλο του νέες δυνάμεις, ὥστε ὁ πιστὸς ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὸ θάνατο καὶ τὸ πένθος μὲ ἄλλο φρόνημα καὶ ἄλλα αἰσθήματα. 
Ὅπως στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου «ἔβγαλε ὅλους ἔξω» (Λουκ. 8,54), ἔτσι τώρα θὰ διώξῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ τὸν ὄχλο τῶν λογισμῶν ποὺ δὲν ἀφήνουν τὴν καρδιὰ νὰ ἠ­ρεμήσῃ καὶ νὰ δῇ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὅπως τότε εἶπε σὲ ὅ­λους τοὺς θρηνοῦντας νὰ σταματήσουν τὸ θρῆνο, ἔτσι τώρα θὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυα τοῦ πένθους καὶ θὰ πῇ στὸ πιστὸ παιδί του ὅ,τι εἶπε καὶ στὸν Ἰάειρο· «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀ­πέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (ἔ.ἀ. 8,52).

* * *

Ναί, ἀδελφοί μου! οἱ νεκροί μας δὲν παύουν νὰ ζοῦν, δὲν ἐξαφανίζονται.
 Μετὰ τὸν θά­νατο οἱ ψυχές τους ζοῦν ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ ἀ­ληθινὴ ζωή. Καὶ τὰ σώματά τους, ποὺ μένουν ἐ­δῶ μέσα στοὺς τάφους, ἀναπαύονται καὶ κοιμοῦνται μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Γι᾽ αὐτὸ τὰ νεκροταφεῖα κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἀντίληψι εἶνε καὶ λέγονται κοιμητήρια. Οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ζοῦν κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ περιμένουν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴ μεγάλη καὶ ἐπίσημη, κατὰ τὴν ὁ­ποία τὰ σώματα θὰ ἑνωθοῦν μαζί τους, τότε ποὺ ὅλοι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ ἐμ­φανισθοῦν μπρο­στὰ στὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη τους γιὰ τὴν τελικὴ κρίσι καὶ ἀπόφασι. Μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔκλεισαν τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦ­το κόσμο ἐν μετανοίᾳ, ζοῦν ἐκεῖ μέσα στὴν πνευματικὴ ἀ­τμόσφαιρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο καὶ ὡραιότερο ἀπὸ τὸ νὰ ζῇ κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό; Καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀποθανόντος συγγενοῦς μας ἔχει ἐξασφαλισθῆ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν τὰ δει­νὰ τῆς παρού­σης ζωῆς, ἐκεῖ ὅπου ὅπως τόσο ὡραῖα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στε­ναγμός» (Νεκρ. ἀκολ., εὐχή), ἐκεῖ ποὺ «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός» (κοντάκ.), γιατί ἐμεῖς νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε ἀπαρηγόρητα; 
Σὲ λιμάνι ἀσφαλισμένο ἔφτασαν οἱ ψυχὲς μὲ τὸ θάνατο. Μακριὰ ἀπὸ τὰ κύματα, τὴ ζάλη, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις αὐ­τῆς τῆς ζωῆς, εἶνε μακάριοι, ἥσυχοι, εὐτυχισμένοι· βλέπουν σὰν σκιὰ καὶ ἀράχνη ὅλα ἐ­κεῖνα τὰ δύσκολα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἐπάνω στὴ γῆ θρηνοῦμε καὶ χτυπιόμαστε. Τὰ δάκρυά μας λοιπὸν ἁρμόζουν μᾶλλον γιὰ ἐμᾶς τοὺς ζῶντας, παρὰ γιὰ τοὺς προσ­φιλεῖς νεκρούς μας. Μὲ τέτοια φρονήματα καὶ αἰσθήματα ὁ πιστὸς ἀντιμετωπίζει τὸ θάνατο. Πιστεύει στὸ Χριστὸ τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, ζῇ κατὰ τὸ θέλη­μά του, ἐλπίζει στὸ ἔλεος καὶ στὴ φιλανθρω­πία τοῦ Θεοῦ, νικᾷ τὴ θλῖψι τοῦ θανάτου. Ἔτσι μπορεῖ κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ὅ­λων τῶν αἰώνων, βλέποντας μὲ ἀτάραχο βλέμμα τὸ θάνατο, νὰ κραυγάσῃ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ θρι­άμβου τῆς πίστεώς του· Ποῦ εἶνε, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποὺ εἶνε, ᾅδη, ἡ νίκη σου; …εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ νίκη διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ποῦ σου, θά­νατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; … τῷ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 15,55,57).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, τ. 224-225/29-10-1939, σσ. 113-114).

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου