Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ἡ σχέση τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου μὲ τὴ Δημιουργία τοῦ Κόσμου, Schmemann Alexander Protopresbyter (1921-1983)

Ἕνα συγκλονιστικὸ κείμενο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ποὺ μᾶς προσφέρει ὑπέροχα στοιχεῖα ἀπὸ τὴ βαθιὰ πνευματικὴ καὶ ἐλπιδοφόρα σημασία τῶν δύο αὐτῶν ἀρχαίων ἀκολουθιῶν, δηλαδὴ τελετουργιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἑσπερινοῦ (ποὺ γίνεται τὸ βράδυ καὶ ἑσπέρα = βράδυ) καὶ τοῦ Ὄρθρου, ποὺ γίνεται τὸ πρωί, πρὶν τὴ θεία λειτουργία (ὄρθρος = πολὺ πρωί).

Οἱ ἑρμηνεῖες σὲ ἀγκύλες εἶναι δικές μας.


Ἀντίθετα μὲ τὴν κοσμικὴ ἐμπειρία τοῦ χρόνου, ἡ λειτουργικὴ μέρα ἀρχίζει μὲ τὸν ἑσπερινό, καὶ τοῦτο σημαίνει: ἀρχίζει τὸ βράδυ. Αὐτὸ φυσικὰ εἶναι ἀνάμνηση τοῦ βιβλικοῦ: Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα μία (Γένεσις, 1,5). Ὡστόσο, εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀνάμνηση. Γιατί ἀληθινὰ τὸ τέλος κάθε χρονικῆς «μονάδας» εἶναι ποὺ φανερώνει τὸ ἀχνάρι καὶ τὸ νόημα τοῦ χρόνου, ποὺ χαρίζει στὸ χρόνο τὴν πραγματικότητά του.

Ὁ χρόνος πάντα εἶναι αὔξηση, ὅμως μονάχα στὸ τέλος μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν κατεύθυνση αὐτῆς τῆς αὔξησης καὶ νὰ παρατηρήσομε τοὺς καρπούς της. Στὸ τέλος κάθε μέρας, στὸ βράδιασμα κάθε μέρας, ὁ Θεὸς βλέπει τὴ δημιουργία Του ὡς καλὴν• στὸ τέλος τῆς δημιουργίας εἶναι, ποὺ ὁ Θεὸς τὴ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἔτσι, ἡ Ἐκκλησια ἀρχίζει στὸ τέλος τῆς μέρας τὴ λειτουργία τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ καιροῦ [=χρόνου].

Καθὼς ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ὁ κόσμος καὶ ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε στὸν κόσμο ἔχομε περάσει πολλὲς ὧρες καὶ αὐτὲς οἱ ὧρες γέμισαν, ὅπως συνήθως, μὲ δουλειὰ καὶ ξεκούρασμα, μὲ πόνο καὶ χαρά, μὲ φθόνο καὶ ἀγάπη. Ἄνθρωποι πέθαναν καὶ ἄνθρωποι γεννήθηκαν. Γιὰ μερικοὺς στάθηκε ἡ πλέον εὐτυχισμένη μέρα τῆς ζωῆς τους, μιὰ μέρα ποὺ θὰ τὴ θυμοῦνται παντοτινά. Καὶ γιὰ μερικοὺς ἄλλους ἔφερε τὸ τέλος σὲ ὅλες τὶς ἐλπίδες τους, ρήμαξε τὴν ἴδια τὴν ψυχή τους. Καὶ ὁλάκερη ἡ μέρα βρίσκεται τώρα ἐδῶ – μοναδική, ἀμετάστροφη, ἀνεπανόρθωτη. Ἡ μέρα διάβηκε, ὅμως τὰ ἀποτελέσματά της, οἱ καρποί της, θὰ χαρίσουν τὸ σχῆμα της στὴν ἑπόμενη μέρα, γιατί ὅ,τι κάναμε μιὰ φορὰ ἀπομένει παντοτινά.

Ὅμως ἡ ἑσπερινὴ ἀκολουθία [=τελετουργία] δὲν ἀρχίζει ὡς θρησκευτικὸς «ἐπίλογος» τῆς μέρας, ὡς προσευχὴ πρόσθετη σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἐμπειρίες τῆς μέρας. Ἀρχίζει στὴν Ἀρχὴ καὶ αὐτὸ σημαίνει στὴν «ξανὰ ἀνακάλυψη», μὲ τὴ λατρεία καὶ τὴν εὐχαριστία, πὼς ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς πηγαίνει, σὰ νὰ ποῦμε, στὸ πρῶτο ἐκεῖνο βράδυ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος, προσταγμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ ἀντίκρισε αὐτὰ, ποὺ ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε μὲ τὴν ἀγάπη Του, ἀντίκρισε ὅλη τὴν ὀμορφάδα, ὅλη τὴ δόξα τοῦ ναοῦ μέσα στὸν ὁποῖο στεκόταν [=τῆς πλάσης], καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀνάπεμψε εὐχαριστία στὸ Θεό. Καὶ μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτὴ ἔγινε ὁ ἑαυτός του.

Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, Εὐλογητὸς εἶ Κύριε…

Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε. Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας.

Ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.

Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου

Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω (Ψαλμὸς 104)*

*Στὰ δικά μας βιβλία: 103 (σημ. τοῦ μεταφραστῆ). [Ὁ π. Ἀλέξανδρος γράφει 104, ἐπειδὴ ἀπευθύνεται στοὺς δυτικοὺς χριστιανούς, ἰδίως προτεστάντες, ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἀρίθμηση στοὺς Ψαλμούς, δηλ. στὸ βιβλίο Ψαλμοὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης]

Καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι. Πρέπει νὰ ὑπάρχει κάποιος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο – τὸν κόσμο ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸ Θεὸ καὶ ποὺ μὲ τὴν ἀπάρνηση αὐτή, μὲ τὴ βλαστήμια αὐτή, γίνηκε ἕνα σκοτιδιασμένο χάος – πρέπει νὰ ὑπάρχει κάποιος, ποὺ νὰ σταθεῖ στὸ κέντρο τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸν ξεχωρίσει, νά τον δεῖ καὶ πάλι νὰ εἶναι φορτωμένος ἀπὸ τὸν θεϊκὸ πλοῦτο, νὰ εἶναι ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ σοφία, καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τὸν κόσμο. Αὐτὸς ὁ «κάποιος» εἶναι ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδὰμ ποὺ ἔρχεται νὰ ἀποκαταστήσει αὐτὴ τὴν «εὐχαριστιακὴ ζωή», τὴν ὁποία ἐγώ, ὁ παλαιὸς Ἀδάμ, ἀπαρνήθηκα καὶ ἀπώλεσα, ποὺ μὲ κάνει πάλι αὐτὸ ποὺ εἶμαι, καὶ ἔρχεται νὰ μοῦ ἀποκαταστήσει τὸν κόσμο. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν Χριστῷ, ἡ ἀρχικὴ πράξη της εἶναι πάντα ἡ πράξη αὐτὴ τῆς εὐχαριστίας, τῆς ἀπόδοσης τοῦ κόσμου πίσω στὸ Θεό.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀμορφιὰ καὶ μὲ τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἀνακαλύψαμε ὡστόσο τὴ σκοτεινάδα καὶ τὴν ἀποτυχία τοῦ κόσμου, τὸ δεύτερο μεγάλο θέμα τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἂν ὁ Ψαλμὸς 104 [103] λέει τὴν ἀλήθεια, ὁ κόσμος ὅπως τὸν ξέρομε εἶναι – σὲ ἀντίθεση – ἕνας βραχνάς. Ἐπειδὴ πρῶτα εἴδαμε τὴν ὀμορφάδα τοῦ κόσμου, μποροῦμε τώρα νὰ δοῦμε τὴν ἀσχημάδα του, νὰ καταλάβομε τί χάσαμε, νὰ νιώσομε τὸ γιατί ὁλάκερη ἡ ζωή μας (καὶ ὄχι μονάχα μερικὲς «παραβάσεις») ἔγινε Ἁμαρτία, καὶ μποροῦμε νὰ μετανιώσομε γιὰ αὐτό.

Τὰ φῶτα τώρα σβήστηκαν. Ἡ «Ὡραία πύλη» τοῦ ἱεροῦ κλείστηκε. Ὁ ἱερουργὸς ἔβγαλε τὰ ἄμφιά του• εἶναι ὁ γυμνὸς καὶ πονεμένος ἄνθρωπος, ποὺ θρηνεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, καὶ ἔχοντας νιώσει καλὰ τὴν ἐξορία του, τὴν προδοσία του, τὴ σκοτεινιά του, λέει στὸ Θεό: Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά Σοι, Κύριε. Ἀντίκρυ στὴ δόξα τῆς δημιουργίας ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει μιὰ φοβερὴ θλίψη. Ὁ Θεός μᾶς χάρισε ἄλλη μιὰ μέρα καὶ μποροῦμε νὰ δοῦμε, πῶς ἀκριβῶς χαλάσαμε αὐτὸ τὸ δῶρο Του. Δὲν εἴμαστε οἱ «καλοὶ» Χριστιανοὶ ποὺ χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο κόσμο. Ἂν δὲ σταθοῦμε ἀκριβῶς σὰ νὰ εἴμαστε ἀντιπρόσωποι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σὰν ἀληθινὰ νὰ εἴμαστε αὐτὸς ὁ κόσμος, ἂν δὲ σηκώσομε ὁλάκερο τὸ βάρος τῆς μέρας τούτης, μπορεῖ ἡ «εὐσέβειά» μας νὰ εἶναι εὐσέβεια• δὲν εἶναι χριστιανική.

Ἔρχεται τώρα τὸ τρίτο θέμα τοῦ ἑσπερινοῦ: ἡ Λύτρωση. Στὸν κόσμο τοῦτο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς σκοτεινιᾶς ἦρθε φῶς: φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ. Ὁ κόσμος βρίσκεται στὸ βράδιασμά του, ἐπειδὴ ἔχει ἔρθει ὁ Ἕνας ποὺ φέρνει στὸν κόσμο τὸ τελικὸ νόημά του• μέσα στὴ σκοτεινιὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ξανὰ τὴν ἀληθινὴ φύση τῶν πραγμάτων.

Τοῦτος δὲν εἶναι ὁ κόσμος, ποὺ ἦταν προτοῦ ἔρθει ὁ Χριστός: ὁ ἐρχομὸς Του ἀνήκει τώρα στὸν κόσμο. Τὸ ἀποφασιστικὸ γεγονὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου συντελέστηκε. Τώρα γνωρίζομε, πὼς ὁ Χριστὸς θὰ μεταμορφώσει καθετὶ ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ ζωή μας. Μονάχα ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ δοξάζομε τὴ δημιουργία στὴν ἀρχὴ τοῦ ἑσπερινοῦ, μονάχα ἐπειδὴ Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μάτια ἰδεῖν, καθὼς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, τὴν φιλάνθρωπον χείραν τῆς Σῆς παντοδυναμίας ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου.

Τὴν ὥρα ποὺ μποροῦμε νὰ εὐχαριστήσομε τὸ Θεὸ γιὰ τὸ Χριστό, ἀρχίζομε νὰ καταλαβαίνομε, πὼς στὸν Χριστὸ ὅλα ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ ἀληθινὸ θαῦμα. Στὸ ἀχτιδοβόλο φῶς Του, ὁ κόσμος δὲν εἶναι κοινοτοπικός. Τὸ ἴδιο τὸ ἔδαφος ὅπου στεκόμαστε εἶναι μιὰ θαυματουργικὴ δίνη ἀπὸ ἄτομα, ποὺ βουίζουν μέσα στὸ διάστημα. Τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ξεκαθαρίζει καὶ ὑπάρχουν τώρα πλάτες, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ βάρος της. Ὁ θάνατος στερήθηκε ἀπὸ τὸν τελικὸ σκοπό του, πατήθηκε χάμω μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἕναν κόσμο, ὅπου ὅλα ὅσα φαίνονται παρόντα γίνονται τὴν ἴδια στιγμὴ περασμένα, ὅλα μποροῦν νὰ μοιραστοῦν μέσα στὸν Χριστὸ τὸ αἰώνιο παρὸν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἡ ἑσπέρα εἶναι ὁ πραγματικὸς καιρὸς τῆς ζωῆς μας.

Καὶ φτάνομε στὸ τελευταῖο θέμα τοῦ ἑσπερινοῦ: τὸ θέμα τοῦ Τέλους. Τὸ ἀναγγέλνει τὸ ψάλσιμο τοῦ Νῦν Ἀπολύεις (Nunc Dimittis). Τὸ Εὐαγγέλιο βάζει τὰ λόγια στὸ στόμα τοῦ γερο-Συμεῶν, ποὺ ἀνάλωσε τὴ ζωή του καρτερῶντας ἀδιάκοπα τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, ἐπειδὴ τοῦ εἰπώθηκε μέσα σὲ ὅραμα, πὼς δὲ θὰ πέθαινε προτοῦ δεῖ τον ἐπαγγελμένο τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἡ Μαρία καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἔφεραν τὸν Ἰησοῦ βρέφος, γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖ καὶ Τὸν παρέλαβε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μνημονεύει, πὼς εἶπε:

Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ [Λούκ. 2, 29-32].

Ὁ Συμεῶν καρτεροῦσε μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη καὶ στὸ τέλος ὁ Χριστὸς –βρέφος- τοῦ παραδόθηκε: κράτησε τὴ Ζωὴ τοῦ κόσμου στὴν ἀγκαλιά του. Στὴν ἀπαντοχὴ καὶ στὴ νοσταλγία του συμβόλιζε τὸν κόσμο καὶ τὰ λόγια, ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐχαριστία του, ἔγιναν λόγια δικά μας. Μπόρεσε νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Κύριο, ἐπειδὴ Τὸν περίμενε. Τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ του, γιατί εἶναι φυσικὸ νὰ ἀγκαλιάσεις κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς• καὶ τότε πληρώθηκε [=ὁλοκληρώθηκε] μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη ἀπαντοχής. Ὁ Συμεῶν ἀντίκρισε τὸν Ἕνα ποὺ νοσταλγοῦσε. Ὁλοκλήρωσε τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ βρέθηκε ἕτοιμος γιὰ τὸν θάνατο.

Ὁ θάνατος γιὰ τὸν Συμεῶν δὲν ἦταν καταστροφή. Ἦταν μονάχα μιὰ φυσικὴ ἔκφραση τοῦ πληρώματος τῆς ἀπαντοχῆς του. Δὲν ἔκλεινε τὰ μάτια του στὸ φῶς, ποὺ τελικὰ τὸ εἶδε• ὁ θάνατός του ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ γιὰ ἕνα ἐσωτερικότερο ὅραμα αὐτοῦ τοῦ φωτός. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ ἑσπερινὸς εἶναι ἡ ἀναγνώριση πὼς ἦρθε τὸ βράδιασμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ ἀναγγέλνει ἐκείνη τὴν ἀνέσπερη Μέρα [δηλ. τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ]. Σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, κάθε μέρα ἀντικρίζει τὴ νύχτα• ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ἀντικρίζει τὴ νύχτα. Ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει παντοτινά. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία βεβαιώνει, πὼς ἕνα βράδυ δὲν εἶναι μονάχα ἕνα τέλος ἀλλὰ εἶναι καὶ μιὰ ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης μέρας. Στὸν Χριστὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ μπορεῖ ἕνα βράδυ νὰ γίνει ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς καινούργιας ζωῆς, τῆς ἀνέσπερης Μέρας, γιατί τὰ μάτια μας εἶδαν τὴ σωτηρία καὶ ἕνα φῶς, ποὺ ποτὲ δὲ θὰ λείψει. Καὶ γιὰ τοῦτο τὸν λόγο, ὁ χρόνος τοῦ κόσμου αὐτοῦ βρίσκεται τώρα γεμᾶτος ἀπὸ καινούργια ζωή.

Παρουσιαζόμαστε στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸν καιρό μας, ἀνοίγομε τὴν ἀγκάλη μας γιὰ νὰ Τὸν δεχτοῦμε. Καὶ Ἐκεῖνος γεμίζει αὐτὸ τὸν καιρὸ μὲ τὸν ἑαυτὸ Του, τὸν γιατρεύει καὶ τὸν κάνει – πάλι καὶ πάλι – καιρὸ τῆς σωτηρίας.

Ἑσπέρας καὶ πρωί… Μόλις ἀνοίξομε τὰ μάτια μας, ἡ πρώτη αἴσθηση ποὺ λαβαίνομε εἶναι τῆς νυχτιᾶς, ὄχι τοῦ φωτὸς• βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἀδύνατη, στὴν πιὸ ἀβοήθητη στιγμή μας. Εἶναι σὰν ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ πρώτη φορὰ δοκιμάζει πραγματικὰ τὴ ζωὴ σὲ ὅλη τὴν ἀσυναρτησία καὶ τὴ μοναξιά της (πρωτύτερα δὲν τὶς ἔβλεπε, προφυλαγμένος μέσα στὴ θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειας).

Κάθε πρωί, μέσα στὸ ἀσχημάτιστο σκοτάδι, ἀνακαλύπτομε τὴν ἀδράνεια τῆς ζωῆς. Καὶ ἔτσι, τὸ πρῶτο θέμα τοῦ ὄρθρου εἶναι πάλι ὁ ἐρχομὸς τοῦ φωτὸς στὰ σκοτεινά. Ἀρχινάει ὄχι μὲ τὴ Δημιουργία, καθὼς ὁ ἑσπερινός, ἀλλὰ μὲ τὴν Πτώση. Μέσα ὡστόσο σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία καὶ τὸν ἀπελπισμό, κρύβεται μιὰ προσμονή, μιὰ πεῖνα καὶ δίψα. Καὶ μέσα στὸ σκηνικὸ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δηλώνει τὴ χαρά της, ὄχι μονάχα ἀντίθετα στὸ ρεῦμα τῆς φυσικῆς ζωῆς ἀλλὰ πληρώνοντάς την (by fulfilling it). Ἡ Ἐκκλησία ἀναγγέλνει κάθε πρωὶ, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὴ ζωὴ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό.

Στὴν ἐκκλησιὰ, τὰ πρῶτα φῶτα τοῦ ὄρθρου εἶναι κεριά, πρόγευση τοῦ ἥλιου. Ἀργότερα βγαίνει ὁ ἥλιος, διώχνοντας τὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου καὶ ἡ Ἐκκλησία βλέπει σὲ τοῦτο τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἀληθινοῦ Φωτὸς τοῦ κόσμου, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζομε, πὼς ὁ Λυτρωτὴς μας ζεῖ καὶ πὼς καταμεσὶς στὴν ἀσυναρτησία τῆς ζωῆς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ καὶ πάλι. Μὲ ὅλο ποὺ μᾶς «κυκλώνουν» οἱ ζάλες τοῦ βίου, κάθε πρωὶ μποροῦμε νὰ ἀναγγείλομε, ὡστόσο, μὲ τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει τὸν ἐρχομό τοῦ πολυκαρτερεμένου Μεσσία. Ἄσχετα μὲ ὅλα, αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος – ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ. Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν Ὀνόματι Κυρίου [Ψαλμὸς 117, 24].

Καθὼς πληθαίνει τό φῶς, ἡ ἀκολουθία [=τελετουργία] συσχετίζει τὸ καινούργιο πρωινὸ μὲ τὸν καινούργιο καιρό [=χρόνο]. Ὅπως ὁ ἑσπερινὸς συσχέτιζε τὸ βράδιασμα μὲ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία τοῦ κόσμου ὡς «βραδιάσματος» – ἔτσι καὶ ὁ ὄρθρος συσχετίζει τὸ πρωινὸ μὲ τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «πρωινοῦ» καὶ ὡς ἀπαρχῆς.

Αὐτὲς οἱ δυὸ συμπληρωματικές, ὡστόσο ἀπόλυτα οὐσιαστικές, διαστάσεις τοῦ καιροῦ χαρίζουν σχῆμα στὴν καιρικὴ ζωὴ μας καὶ, δίνοντας στὸ χρόνο καινούργιο νόημα, τὸν μεταμορφώνουν σὲ χριστιανικὸ χρόνο. Ἡ διπλή αὐτὴ ἐμπειρία ἀληθινὰ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλα ὅσα ἔχομε νὰ κάνομε. Βρισκόμαστε πάντα ἀνάμεσα πρωὶ καὶ βράδυ, ἀνάμεσα Κυριακὴ καὶ Κυριακή, ἀνάμεσα Πάσχα καὶ Πάσχα, ἀνάμεσα στοὺς δυὸ ἐρχομοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐμπειρία τοῦ καιροῦ ὡς τέλους χαρίζει ἀπόλυτη σπουδαιότητα σὲ ὁτιδήποτε καταπιανόμαστε τώρα• τὸ κάνει τελικό, ἀποφασιστικό. Ἡ ἐμπειρία τοῦ καιροῦ ὡς ἀπαρχῆς γεμίζει ὅλο τὸ χρόνο μας μὲ χαρά, γιατί τοῦ προσθέτει τὸ «συντελεστῆ» τῆς αἰωνιότητας. Οὐκ ἀποθανοῦμαι, ἀλλὰ ζήσομαι καὶ διηγήσομαι τὰ ἔργα Κυρίου [Ψαλμὸς 117, 17].

Δουλεύομε στὸν κόσμο καὶ ἡ δουλειὰ αὐτή – πραγματικὰ ὁποιαδήποτε δουλειά – ἂν ἀναλυθεῖ καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ κόσμου, χάνει τὸ νόημά της, γίνεται ἄσκοπη, ξεκάρφωτη. Σὲ κάθε πολιτεία τοῦ κόσμου, ὑπάρχει κάθε πρωὶ ἕνα κῦμα ἀπὸ καθαροὺς καὶ ξυρισμένους ἀνθρώπους, ποὺ πηγαίνουν στὴ δουλειά τους. Καὶ κάθε βράδυ, ὑπάρχει ἕνα κῦμα ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους, ἀποσταμένους καὶ βρωμισμένους, ποὺ πηγαίνουν τώρα στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ὅμως ἐδῶ καὶ πολλὰ πολλὰ χρόνια, ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος παρακολούθησε τὸ κῦμα αὐτὸ (οἱ μορφὲς ἀλλάζουν, τὸ ἄσκοπο δὲν ἀλλάζει) καὶ εἶπε:

Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.

Τὶς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;

Γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται,

καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκε.

Οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμός τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὕς ἀπὸ ἀκροάσεως.

Καὶ οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον…

(Ἐκκλησιαστής, 1, 2-4,8,9)

Καὶ αὐτὸ ἀληθεύει γιὰ τὸν πεσμένο κόσμο. Μὰ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ λησμονήσαμε πολλὲς φορὲς, πὼς ὁ Θεὸς λύτρωσε τὸν κόσμο. Γιὰ αἰῶνες, κηρύξαμε στοὺς βιαστικοὺς ἀνθρώπους: ἡ καθημερινὴ βιασύνη σας δὲν ἔχει νόημα, δεχτεῖτε τὴν ὡστόσο – καὶ θὰ λάβετε γιὰ ἀνταμοιβή σας τὴν αἰώνια ἀνάπαυση σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ὅμως ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς προσφέρει αἰώνια Ζωή, ὄχι αἰώνια ἀνάπαυση. Καὶ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε αὐτὴ τὴν αἰώνια Ζωὴ καταμεσὶς τοῦ καιροῦ – καὶ τῆς βιασύνης του – ὡς κρυμμένο νόημα καὶ ὡς σκοπὸ τοῦ καιροῦ. Καὶ ἔτσι ἔκανε τὸν καιρό, καὶ τὴ δουλειά μας μέσα στὸν καιρό, μυστήριο τοῦ ἐρχόμενου κόσμου, μιὰ λειτουργία πλήρωσης [=ὁλοκλήρωσης, τελειοποίησης] καὶ ἀνεβάσματος.

Ὅταν φτάσομε στὸ τέρμα τῆς αὐτάρκειας τοῦ κόσμου, τότε ὁ κόσμος ξαναρχίζει γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς ὑλικὸ ἢ ὡς συστατικὸ τοῦ μυστηρίου, ποὺ ἔχομε νὰ πληρώσομε (to fulfill) στὸ Χριστό.

Καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον. Ὡστόσο κάθε μέρα, κάθε στιγμὴ ἀντηχάει τώρα ἡ νικηφόρα βεβαίωση: Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος… (Ἀποκάλυψις, 21, 5-6).



Συντάκτης Θεόδωρος Ἰ. Ρηγινιώτης

Ἰαν 14, 2019

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Γιὰ νὰ Ζήσει ὁ Κόσμος», μτφρ. Ζήσιμου Λορεντζάτου, Δόμος 1987 (ἐπανέκδ. 2001), κέφ. «Ὁ καιρὸς τῆς ἀποστολῆς», σέλ. 88-97.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου