Η 26η Οκτωβρίου αποτελεί την πλέον σημαντική ημέρα για τη Θεσσαλονίκη, καθώς είναι η γιορτή του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου και η επέτειος της απελευθέρωσης της πόλης από τον Οθωμανικό ζυγό το 1912.
Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι στις αρχές του 20ου αιώνα έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να
διεκδικήσει και να κατακτήσει ορισμένα πάλαι ποτέ δικά της εδάφη, επεκτείνοντας σημαντικά τη μεθοριακή της γραμμή. Μεταξύ των πιο σπουδαίων κατακτήσεων συγκαταλέγεται η Θεσσαλονίκη, η «φυσική πρωτεύουσα» της Μακεδονίας: μία πόλη με αξιοσημείωτη στρατηγική θέση, η οποία ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία των Ελλήνων. Ωστόσο, η απελευθέρωση της πόλης κάθε άλλο παρά μία εύκολη υπόθεση ήταν.Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Ήδη από τις αρχές του αιώνα το κλίμα στα Βαλκάνια ήταν φορτισμένο αρνητικά. Ο εθνικισμός του κινήματος των «Νεότουρκων», οι οποίοι ουσιαστικά είχαν υπό τον έλεγχό τους την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των υπόλοιπων κρατών της Αυτοκρατορίας εναντίον αυτής.
Την ίδια περίοδο το «Κρητικό ζήτημα», δηλαδή η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας ενώ η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο είχε ήδη σημάνει την έναρξη των Ελληνοτουρκικών τριβών. Η Ελλάδα από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έπειτα από την επιτυχή προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ελασσόνα (24 Οκτωβρίου 1912) ανέκυψε ένας μείζον προβληματισμός σχετικά με την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Ελληνικός Στρατός.
Το Ελληνικό Στρατηγείο με αρχηγό τον διάδοχο Κωνσταντίνο, θεωρούσε ότι η πορεία του ελληνικού στρατού θα έπρεπε να καθοριστεί ανάλογα με τις κινήσεις του οθωμανικού στρατού, με τη σκέψη ότι βασικός στρατιωτικός στόχος σε ένα πόλεμο είναι η νίκη του αντίπαλου στρατού και όχι η κατάληψη θέσεων. Η πολιτική ηγεσία θορυβημένη από την νικηφόρα πορεία του βουλγαρικού στρατού και την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, θεωρεί ότι οι ελληνικές δυνάμεις θα πρέπει να κινηθούν άμεσα στην πόλη.
Στις 25 Οκτωβρίου 1912 αφού είχε ακολουθήσει η κατάληψη της Κοζάνης ο διάδοχος Κωνσταντίνος δέχεται τηλεγράφημα από τον υπουργό Εξωτερικών κύριο Κορομηλά ο οποίος απαριθμούσε τις νίκες των αντίπαλων στρατευμάτων χωρίς να κάνει καμία αναφορά στις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού, υποδεικνύοντας τις επόμενες κινήσεις του στρατού.
Η οργισμένη απάντηση του διάδοχου Κωνσταντίνου έφτασε άμεσα: «Ευχαρίστως εμάθαμε τας επιτυχίας του βουλγαρικού, σέρβικου και μαυροβουνιωτικού στρατού» … «αποτελεί κατόρθωμα του ελληνικού στρατού απαιτήσαν ολόκληρον την έντασιν των δυνάμεων του, δυνάμενον να τιμήση οιονδήποτε στρατόν, τον οποίο δεν παραγνωρίζεται ούτε να υποτιμάται» και κατέληγε φανερά εκνευρισμένος με την εξής φράση «Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφή του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως ευαρεστούμενος μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απέστειλε τηλεγράφημα με το οποίο ζητούσε ενημέρωση και κατέληγε ως εξής «Αναμένω να μου γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασης του στρατού Θεσσαλίας.
Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρηθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην». Όμως οι σχετικές διαταγές για προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη εκδοθεί από τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Έπειτα από τις νικηφόρες μάχες στα Γιαννιτσά και στο Σαραντάπορο, οι έξι μεραρχίες του ελληνικού στρατού πέρασαν τον ποταμό Αξιό και έφτασαν έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης στις 25 Οκτωβρίου 1912.
Το Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού εγκαταστάθηκε στο Τοψίν (οικισμός Κάτω Γέφυρα Θεσσαλονίκης), μόλις 25 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί ξεκίνησαν πυρετώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Οθωμανού διοικητή της Θεσσαλονίκης Χασάν Ταχσίν Πασά σχετικά με την παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Ο διάδοχος απαιτούσε την παράδοση του οπλισμού του τούρκικου στρατού αλλά και την καθολική παράδοση των τούρκικων στρατιωτικών μονάδων της πόλης. Έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις τελικά ο Ταχσίν Πασάς απεδέχθη τους όρους του διαδόχου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα της εορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης, Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά).
Μη γνωρίζοντας την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης του διαδόχου Κωνσταντίνου ο οποίος επιθυμούσε να διασφαλίσει των πλήρη αφοπλισμό των οθωμανικών στρατευμάτων ώστε να μην διεξαχθεί μάχη εντός της πόλης με δυσάρεστες συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα προς το διάδοχο Κωνσταντίνο και στο βασιλέα Γεώργιο Α′ το οποίο έλεγε: «Παραγγέλλεσθε ν′ αποδεχθήτε την προσφερόμενης υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθητε εις αυτήν ανευ τινος αναβολής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής».
Όμως όταν εστάλη το τηλεγράφημα ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε ήδη συμφωνήσει και παραλάβει την πόλη οπότε απέστειλε την ακόλουθη απάντηση:
«Συναισθάνομαι πλήρως την ευθύνην ην φέρω και παρακαλώ να μη μοι οπομιμνήσκηται τούτο δι′ οποιαδήποτε υπόθεσιν. Εάν ώφειλον η ου να παραδεχθώ την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλω τους όρους . Απόδειξις δε το επιτευχθέν αποτέλεσμα».
Από τα μεσάνυχτα ακόμη της 26ης Οκτωβρίου είχαν εισέλθει στην πόλη τα πρώτα τμήματα των μακεδονομάχων πολεμιστών με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, μια ίλη του 1ου συντάγματος Ιππικού υπό τον ίλαρχο Βερύκιο έφτασε ως την πλατεία Ελευθερίας.
Συγχρόνως, ο λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνθηκαν στο ελληνικό προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη ύψωσαν στο μπαλκόνι του κτιρίου την ελληνική σημαία, ενώ τμήματα της έβδομης μεραρχίας κατέλαβε το Διοικητήριο και άλλα δημόσια κτίρια.
Το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν επίσημα στην πόλη, υπό δυνατή βροχή, τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού. Δύο τάγματα ευζώνων ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη. Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών ο Αλέξανδρος Ζάννας, ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο.
Μεταφέρω από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου: «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», ένα απόσπασμα από μια πολύτιμη μαρτυρία του παλιού πολεμιστή Χαρίλαου Χαρίση από τις πρώτες ώρες του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ′ όπλου λόγχην. Ηκολούθει έφιππος ο συνταγματάρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν…»
Η είσοδος των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσε μοναδικές εκρήξεις χαράς και ρίγη έξαλλου ενθουσιασμού. Έχουμε πολλές περιγραφές από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε η πόλη, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες και στρατιωτικούς, ενώ εντυπωσίαζε το γεγονός πού είχαν βρεθεί σε λίγες μόνο ώρες αμέτρητες ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν υψωθεί στα μπαλκόνια.
Οι πανηγυρισμοί κορυφώθηκαν την επόμενη μέρα, στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912, όταν ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα εισήλθε με τους επιτελείς του στην απελευθερωμένη πόλη. Του έγινε μεγαλειώδης υποδοχή και έφιππος επικεφαλής της 1ης μεραρχίας κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο όπου δέχτηκε τις αρχές της πόλης και τους ξένους προξένους στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου με ειδικό τρένο από τη Βέροια έφτασε στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος Α′, τον οποίο υποδέχτηκαν οι αρχές και χιλιάδες κόσμου που είχε παραταχθεί κατά μήκος των πεζοδρομίων ως την βίλα Χατζηλαζάρου, στην περιοχή της Ανάληψης, όπου κατέλυσε η βασιλική οικογένεια. «Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α′ επισφράγισε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης με την είσοδό του και τη μόνιμη παραμονή του στην πόλη ως την δολοφονία του το Μάρτιο του 1913.
Υστερόγραφο: Όλοι σχεδόν οι πίνακες ζωγραφικής που αναφέρονται στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, όπως η υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης από τον Χασάν Ταχσίν, η είσοδος στην πόλη του βασιλιά Γεωργίου Α′ και του αρχιστρατήγου του ελληνικού στρατού διαδόχου Κωνσταντίνου, φιλοτεχνήθηκαν από τον ζωγράφο Κενάν Μεσαρέ, γιο του Τούρκου αρχιστρατήγου Χασάν Ταχσίν Πασά, ο οποίος παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες. Ο Κενάν παρέμεινε στην Ελλάδα (στα Γιάννενα), πήρε την ελληνική υπηκοότητα και οι απόγονοί του με το επώνυμο Μεσαρέ συνεχίζουν να μένουν στην «πατρίδα τους».
Πηγές κειμένου:
– Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου
– Πολιτική Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος (Σπυρίδων Μαρκεζίνη)
– Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού 1901-1922
– Επίσημη ιστοσελίδα Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου