Ο διάσημος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, αναφέρει:
Τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, στο χωριό Κούτσι, την ώρα που παίρναμε συσσίτιο στα σκοτεινά, ακούσαμε το εξής νέο:Η Παναγία παρουσιάστηκε σ’ έναν ανθυπασπιστή και αυτός την εξέλαβε για Αλβανίδα, προφανώς
κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει με το ρεβόλβερ του.Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και του είπε: «Μη με χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας».
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο σημείο που παρουσιάστηκε η Παναγία, και τελικά επέλεξαν να κατασκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος.
Οι μύλοι στην Αλβανία είναι τετράγωνα κτίρια για καλαμπόκι. Μου πρότεινε ο διοικητής να κάνω τοιχογραφίες, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν.
Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες.
Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες.
Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού. Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο.
Εκεί πάνω ζωγράφισα την «Παναγία της Νίκης», έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.
Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα.
Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσικλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσικλέτας.
Καθώς πηγαίναμε στον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας.
Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός.
Δηλαδή ένας στρατιώτης, με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσικλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο.
«Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;»
« Όχι, φίλε», του απάντησα, «αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων».
Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, (…) φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου.
Αισθανόμουν σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα. Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί. «Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης.»
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με τον Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της.
Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουνε τον μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την άλλη μέρα φύγαμε για τα Γιάννενα…
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος καταγράφει σε άρθρο του ένα περιστατικό που ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό:
Στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών, στα τζάμια κάποιων καταστημάτων σχηματιζόταν η εικόνα της Παναγίας, προφανώς προς ενίσχυση των κατοίκων.
Γράφει ο ποιητής:
Ξαφνικά, εμφανίστηκαν σε καμιά δεκαριά σημεία, στο κέντρο της πόλης (της Θεσσαλονίκης), εικόνες της Παναγίας στα τζάμια διαφόρων μαγαζιών.
Στην αρχή μάς το λέγαν και δεν το πιστεύαμε. Οι Παναγίες που εμφανίστηκαν στα τζάμια δεν ήταν ζωγραφισμένες, αλλά αχειροποίητες.
Η εικόνα σχηματιζόταν στο εσωτερικό του τζαμιού, μέσα δηλαδή στην ύλη του γυαλιού. Δεν ήταν ούτε από την έξω μεριά ούτε από την μέσα. Και ήταν χρωματισμένη, αλλά με άυλα, ανεξίτηλα χρώματα.
…Κάποτε πήγα κι εγώ και έτσι αξιώθηκα να δω την Παναγία από κοντά. Έπιανες το τζάμι και δεν έπιανες τίποτα. Αλλά η εικόνα υπήρχε. Δεν κάλυπτε όλη την επιφάνεια του τζαμιού, αλλά μόνο το κέντρο του.
Θα έλεγες πως ήταν σαν βιτρό, αλλά δεν ήταν ούτε βιτρό. Τα χρώματα ήταν πολύ άυλα και αχνά. Ο κόσμος προσκυνούσε και ασπαζόταν την αχειροποίητη εικόνα στο τζάμι, μερικοί άναβαν και κάνα κερί που έφερναν μαζί τους. (…)
Ήταν πραγματικά μια από τις συγκινητικότερες στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Ο Πυρσός
Νεανικό & Μαθητικό περιοδικό των Εκπαιδευτηρίων «Απόστολος Παύλος»
Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2017 – Τεύχος 93
Εικόνα από: Pinterest
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου