Ο «απιστος» Θωμας διδασκει την πιστι
(σε αδιαφορους, σε αμφιβαλλοντες, σε απιστους)
«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)
Δοξάζουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ ἑορτάσουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν ἀνάστασί του, τὸ Πάσχα.
Τί σημαίνει Πάσχα; Δὲν εἶνε ἑλληνικὴ λέξι, εἶνε ἑβραϊκή. Πάσχα
σημαίνει διάβασις, πέρασμα, γέφυρα. Πάσχα σημαίνει ν᾽ ἀφήσῃς τὴν
Αἴγυπτο καὶ νὰ πᾷς στὰ Ἰεροσόλυμα, ν᾽ ἀφήσῃς τὴ σκλαβιὰ καὶ νὰ πᾷς στὴν
ἐλευθερία, ν᾽ ἀφήσῃς τὸ ψέμα καὶ νὰ πᾷς στὴν ἀλήθεια, ν᾽ ἀφήσῃς τὸ
σκοτάδι καὶ νὰ πᾷς στὸ
Αὐτὰ νὰ τὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν τὰ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησιά· μεῖνε ἔξω, παῖζε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέλεις. Γι᾽ αὐτὸ πρὶν τὴ θεία λειτουργία ἀκοῦμε «Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.)· μόνο ὅσοι πιστεύουν νὰ μένουν μέσα στὸ ναό.
Τὸ Πάσχα εἶνε «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» (καν. Πάσχ. ᾠδ. η΄) κ᾽ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ ἀκούσαμε πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ ἐρώτημα εἶνε· πῶς τ᾽ ἀκούει ἡ γενεά μας;
* * *
Οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, ὡς πρὸς τὴν πίστι διακρίνονται σὲ τρεῖς κατηγορίες.
⃝ Ἡ πρώτη κατηγορία εἶνε οἱ ἀδιάφοροι. Δὲν αἰσθάνονται τίποτε,
εἶνε σὰν τὸ ξύλο, σὰν τὸ μάρμαρο. Τὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ
συγκλονίστηκαν, αὐτοὶ δὲν συγκινοῦνται. Λένε ἀπὸ συνήθεια «Χριστὸς
ἀνέστη», μὰ δὲν νιώθουν καμμία χαρά, δὲν χτυπάει ἡ καρδιά τους. Αὐτοὺς
τοὺς ἐνδιαφέρουν μόνο τὰ ὑλικά· ἂν γεμίζῃ τὸ πορτοφόλι τους, ἂν
γεννήσουν οἱ ἀγελάδες ἢ τὰ πρόβατά τους, ἂν βροῦν τραπέζι καὶ φᾶνε καὶ
πιοῦν (καί, ἐνῷ τὸ πρωὶ περπατοῦν μὲ δύο πόδια, τὴ νύχτα πέφτουν μὲ τὰ
τέσσερα). Νά, αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά τους· γλέντι, κρασί, χορός, γυναῖκες…,
μὲ τέτοια αἰσθάνονται χαρά· ἀπὸ τὰ ἄλλα; μένουν ἀναίσθητοι.
Ξέρετε πῶς παρομοιάζει τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὁ Χριστός; Εἶνε,
λέει, σὰν τοὺς χοίρους. Πέταξε στοὺς χοίρους μιὰ χούφτα διαμάντια ἢ
χρυσαφικά, δὲν καταλαβαίνουν· πέταξέ τους μιὰ χούφτα βελανίδια, καὶ θὰ
τρέξουν. Διαμάντια καὶ μαργαριτάρια εἶνε αὐτὰ ποὺ μοιράζει ἡ ἁγία μας
Ἐκκλησία, μὰ αὐτοὶ μένουν ἀδιάφοροι. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστὸς «Μὴ δῶτε τὸ
ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων»
(Ματθ. 7,6).
Ἕνα δεῖγμα ἀδιαφορίας εἶνε καὶ τοῦτο· οἱ πρόγονοί μας στὴ Μικρὰ
Ἀσία ἔμεναν ἕως τὸ τέλος στὴν ἀναστάσιμη θεία λειτουργία, τώρα ὅμως
μόλις ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» φεύγουν. Εἶνε ἁμαρτία αὐτὸ ποὺ
κάνουν.
⃝ Μία κατηγορία λοιπὸν οἱ ἀδιάφοροι· ἡ ἄλλη κατηγορία εἶνε οἱ
ἀμφιβάλλοντες. Αὐτοὶ δὲν ἀδιαφοροῦν· δείχνουν ἕνα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν
ἐκκλησία, ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ τ᾽ ἀκοῦνε μὲ τὸ ἕνα αὐτί· μὲ τὸ
ἄλλο αὐτὶ ἀκοῦνε ἀντιρρήσεις, δέχονται ἀμφισβητήσεις καὶ διατηροῦν
μέσα τους ἀμφιβολίες. Ἐκεῖ ποὺ λένε, «Σωστὰ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ παπᾶς»,
ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ βάζει ἀντίρρησι· «Μὰ νά ᾽νε ἆραγε ἀλήθεια αὐτά;
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός; ὅτι ἡ Παναγία γέννησε ὑπερφυσικά; ὅτι ὑπάρχει
ἄλλη ζωή, κόλασι, παράδεισος;… Καὶ ἂν αὐτὰ εἶνε φαντασία;…». Ἂν
δεχτῇς αὐτὸ τὸ «ἂν», μπαίνει μέσα σου σκουλήκι· ἀμφιβάλλεις πλέον,
δὲν ἔχεις τὴν πίστι τὴ θερμή, τὴ ζωντανή. Εἶνε σὰν νὰ λές· Εἶνε ἀλήθεια
ὅτι ὑπάρχει θάλασσα; ὅτι ὑπάρχει ἥλιος; ὅτι ὑπάρχουν ἀστέρια; ὅτι
ὑπάρχει Ἑλλάδα;… Δὲν τὸ λὲς αὐτό, γιατὶ αὐτὰ τὰ βλέπεις. Μὰ πιὸ βέβαιο
ἀπὸ αὐτὰ εἶνε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἂν λοιπὸν ἀφήσῃς μέσα σου τὸ «ἐάν…»
αὐτό, τελείωσες.
⃝ Μία κατηγορία οἱ ἀδιάφοροι, δεύτερη κατηγορία οἱ
ἀμφιβάλλοντες· καὶ τρίτη κατηγορία, ἡ τρισχειρότερη πιά, εἶνε οἱ ἄπιστοι
– ἄθεοι. Τὸν βλέπεις κάθεται στὸ καφφενεῖο ὁ ἀστοιχείωτος· δὲν
διάβασε Εὐαγγέλιο, ἀπὸ ἐκκλησία ἔχει μεσάνυχτα, κι ὅμως μιλάει σὰν νὰ τὰ
ξέρῃ ὅλα· Δὲν ὑπάρχει Θεός, σοῦ λέει, δὲν ὑπάρχει Χριστός, δὲν ὑπάρχει
Παναγιά, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή… Πῆρε γομμολάστιχα νὰ σβήσῃ τὴ λέξι
Θεὸς καὶ σκορπάει τὸ δηλητήριο – τὸ φαρμάκι του ὅπου φτάσῃ. Ἐδῶ
ὑπάγονται αὐτοὶ ποὺ λένε πὼς δὲν πιστεύουν τίποτα.
Μέσα τώρα σὲ τέτοιο κόσμο ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸ
σιτάρι, λέει κ᾽ ἐπαναλαμβάνει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Σπόρος εἶνε, ποὺ
πέφτει ἄλλοτε στὸ δρόμο, ἄλλοτε σὲ ἀγκάθια, ἄλλοτε σὲ βράχια. Παλαιότερα
ἄκουγαν «Χριστὸς ἀνέστη» κι ἀπαντοῦσαν «Ἀληθῶς ἀνέστη»· ἐπὶ
σαράντα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, ἄλλος χαιρετισμὸς δὲν ὑπῆρχε. Τώρα
καὶ τὸ σταυρό τους ντρέπονται νὰ κάνουν.
Ἀπάντησι σὲ ὅλους αὐτοὺς (ἀδιαφόρους, ἀμφιβάλλοντας, ἀπίστους)
δίνει σήμερα ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Δὲν ἦταν παρὼν τὴν πρώτη φορὰ ποὺ
ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς μέσα στὸ σπίτι. Τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι·
–«Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας! (Ἰω. 20, 25).
Ἔπρεπε νὰ τοὺς πιστέψῃ, μὰ δὲν τοὺς πίστεψε. –Ἂν δὲν βάλω, λέει, τὸ
δάχτυλό μου στὶς πληγές του καὶ τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν
πιστεύω. Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, σὰν σήμερα, νάτος ὁ Χριστὸς μὲ κλειστὲς
τὶς πόρτες. Ἂν ὁ ἀέρας μπαίνῃ καὶ μὲ κλειστὲς πόρτες κι ἂν ὁ ἥλιος
περνάῃ τὸ τζάμι μὲ κλειστὰ παράθυρα, σὰν τὶς ἀκτῖνες Ραῖντγκεν ποὺ
ἔχουν οἱ γιατροί, πολὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ περάσῃ ὁ Θεάνθρωπος
«κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» (Ἰω. 20,19,26).
Καὶ νάτος πάλι μπροστά τους· καὶ τοὺς λέει μιὰ λέξι ποὺ αὐτὴν
λαχταρᾷ κάθε ἄνθρωπος· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,26). Ποῦ εἶνε ἡ εἰρήνη;
Οὔτε τ᾽ ἀντρόγυνα δὲν τὴν ἔχουν· τρώγονται μεταξύ τους σὰν τὰ σκυλιά.
Δεῖξτε μου ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ –ἀληθινά, ὄχι ψέματα– δὲν ἀντάλλαξαν κακιὰ
λέξι ἀλλὰ ζοῦν σὰν ἄγγελοι, νὰ πέσω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὑπάρχει εἰρήνη
στὰ σπίτια, στὶς κοινότητες, στὰ ἔθνη; εἶνε ἕτοιμοι σὰν ἄγρια θηρία νὰ
φᾶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Μετὰ ὁ Χριστὸς λέει στὸ Θωμᾶ· Ἔλα κοντά, ψηλάφησε τὶς πληγές
μου καὶ θὰ πιστέψῃς· «μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Κι ὅταν πείσθηκε
ὁ Θωμᾶς εἶπε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,27-28)· πιστεύω,
Χριστέ μου, ἐσὺ εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.
* * *
Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, κάποιος
ἀπὸ σᾶς, ἄντρας ἢ γυναίκα, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ Χριστό; Ἂν ὑπάρχῃ, ἂς
κάνῃ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θωμᾶς. Δὲν τὸν διώχνει ὁ Κύριος. Μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ
τὸν ψηλαφήσῃ. Πῶς; Ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης, ποὺ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπεις
πιστὰ τὸ Χριστό. Ποιός εἶνε ὁ καθρέφτης αὐτός; Τὸ Εὐαγγέλιο. Σᾶς δίνω
κανόνα· ἀπὸ σήμερα στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καὶ
διαβάστε το μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Ἐκεῖ θὰ πεισθῆτε καὶ θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς
«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Θωμᾶς ἤθελε νὰ ψηλαφήσῃ, νὰ πιάσῃ τὸ Χριστό·
ἐμεῖς μποροῦμε κάτι ἀνώτερο. Μπορεῖς ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν ἀγγίξῃς, ἀλλὰ νὰ
ἑνωθῇς μαζί του!
Δυὸ πράγματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· τὸ
ἕνα εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ ἄλλο, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ
δισκοπότηρο. Αὐτὰ τὰ δυὸ δὲν τ᾽ ἀλλάζουμε οὔτε στὸ παραμικρό (βλ. Ματθ.
5,18). Τὸ βλέπεις τὸ δισκοπότηρο; Ἂν πιστεύῃς, κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ
αὐτὸ εἶνε μαργαριτάρι καὶ διαμάντι, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κοινώνησε
καὶ ἔτσι θά ᾽χῃς τὸ Χριστὸ μέσα σου. «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» εἰσῆλθε ὁ
Χριστὸς τότε, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» καὶ τώρα μπαίνει μέσα μας· καὶ
τὸν αἰσθανόμαστε!
Δὲν εἶνε ψέματα αὐτά. Ἂν δὲν πίστευα, δὲν θὰ κήρυττα (βλ. Ψαλμ.
115,1). Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πιστεύετε κ᾽
ἐσεῖς, ἀδελφοί μου. Ἡ ἀπιστία εἶνε κάτι προσωρινό, λίγο θὰ βαστάξῃ. Ἡ
συννεφιὰ τῆς ἀπιστίας θὰ φύγῃ καὶ θὰ λάμψῃ ἡ «ἡμέρα Κυρίου» (Πράξ.
2,20=Ἰωλ. 2,11. Α΄ Κορ. 1,8· 5,5. Β΄ Κορ. 1,14. Α΄ Θεσ. 5,2. Β΄ Θεσ.
2,2. Β΄ Πέτρ. 3,10). Τότε κι αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸν ἄπιστο θὰ πιστέψουν,
θὰ προσκυνήσουν, θὰ ποῦν «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Στὰ χρόνια τοῦ ἀθεϊσμοῦ στὴ Μόσχα κάποιος πολὺ μορφωμένος τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως μάζεψε σὲ κινηματοθέατρο τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ δύο ὧρες μιλοῦσε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Στὸ τέλος ἕνας χωρικὸς εἶπε·
–Ἐπιτρέπεται νὰ πῶ κάτι;
–Ὄχι παραπάνω ἀπὸ δυὸ λεπτά.
–Οὔτε ἕνα δὲν θὰ
κάνω. Τὸν ἄφησε. Κι ὅταν ἀνέβηκε στὸ βῆμα ὁ χωριάτης, κάνει τὸ σταυρό
του καὶ λέει «Χριστὸς ἀνέστη»· καὶ τὸ πλῆθος ἐβόησε «Ἀληθῶς ἀνέστη»!
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀδελφοί μου, δὲν σβήνει. Ὅσο ὑπάρχουν ἄστρα καὶ κόσμος, θὰ φωνάζουμε «Χριστὸς ἀνέστη», ὁ Κύριος ἀνέστη!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας τὴν 28-4-1968,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου