Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ήταν ενεργή και εμπλεκόμενη κατά τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), αλλά τώρα έγινε αντιδραστική και επιθετική, σύμφωνα με τον Erdi Öztürk, αναπληρωτή καθηγητή στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι.
Υπό την επιρροή του πρώην υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία πρωτοστάτησε σε
μια στρατηγική «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες».Ωστόσο, αυτή η αισιόδοξη πολιτική αντιμετώπιζε ολοένα και περισσότερες δυσκολίες μετά την «Αραβική Άνοιξη», η οποία είδε την Άγκυρα να υποστηρίζει όλο και περισσότερο τις ομάδες που συνδέονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα σε ολόκληρη την περιοχή, προκαλώντας την οργή άλλων εθνικών κυβερνήσεων.
Ο Öztürk επεσήμανε το παράδειγμα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, όπου η Τουρκία υποστήριξε την κυβέρνηση της Χαμάς και έχει λάβει έντονα αρνητική στάση κατά των ισραηλινών ενεργειών στη Λωρίδα της Γάζας.
Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν ξεκινήσει μια σειρά επιθέσεων στη Γάζα, ως αντίποινα για τα πολλαπλά τυφλά πυραυλικά κτυπήματα της Χαμάς σε βάρος Ισραηλινών πολιτών.
Ωστόσο οι εντάσεις ξεκίνησαν με τα σχέδια εκδίωξης παλαιστινίων οικογενειών από τη γειτονιά Sheikh Jarrah στην Ανατολική Ιερουσαλήμ στις 8 Μαΐου.
Πολλές και δημοφιλείς διαδηλώσεις σε όλη την Τουρκία έχουν καταδικάσει τη δράση του Ισραήλ, όπως και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της χώρας.
"Καταδικάζουμε πάντα επιθέσεις όπως αυτή, αλλά η ummah αναμένει από εμάς να κάνουμε ένα βήμα", δήλωσε την Τρίτη ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Mevlüt Çavuşoğlu, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.
Το ummah αναφέρεται στην έννοια μιας κοινής μουσουλμανικής κοινότητας σε όλο τον κόσμο. Και λαμβάνοντας πιο τολμηρή στάση απέναντι στο Ισραήλ-Παλαιστίνη από πολλές άλλες μουσουλμανικές χώρες, η Τουρκία επιδιώκει να τοποθετηθεί ως ηγέτης των μουσουλμάνων διεθνώς.
Ωστόσο, η Τουρκία ζήτησε επίσης μια προσέγγιση με το Ισραήλ τους τελευταίους μήνες, ως μέρος μιας ευρύτερης επαναφοράς των σχέσεών της με ορισμένους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας.
Η Τουρκία και το Ισραήλ ήταν κάποτε στενοί εταίροι και διατηρούν οικονομικές σχέσεις παρά τις αυξανόμενες πολιτικές διαφορές στο πλαίσιο του AKP.
Επομένως, οι αναφορές της Τουρκίας στο ummah ήταν απίθανο να ξεπεράσουν τη ρητορική, καθώς ο στόχος της καθοδήγησης του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού είναι μη ρεαλιστικός στη σύγχρονη εποχή, δήλωσε ο Öztürk.
Πριν από το AKP, η τουρκική εξωτερική πολιτική βασίστηκε σε μια στρατηγική ισορροπίας δυνάμεων, με εξαίρεση τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο Turgut Özal στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δήλωσε ο Öztürk.
Σε αντίθεση με πολλούς από τους προκατόχους του, ο Özal αναζήτησε έναν πιο ενεργό ρόλο για την Τουρκία σε διεθνή θέματα, μια τάση που συνεχίστηκε αρχικά υπό το AKP.
Ωστόσο, ο Öztürk είπε ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας γίνεται τώρα σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες στην Άγκυρα, χωρίς πολύ υπολογισμό ή ανάλυση κόστους και οφέλους.
Οι Τούρκοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά αυτό έχει αρνητικά αποτελέσματα αλλού, πρόσθεσε.
Η Τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί να χαρακτηριστεί με τρείς λέξεις. Αλλοπρόσαλλη, αντιφατική και υπερμεγέθης.
Αλλοπρόσαλλη γιατί έχει μπερδέψει το επιθυμητό με το ρεαλιστικό. Έτσι ενώ επιθυμεί να παίξει το ρόλο ηγέτιδας δύναμης στην περιοχή, δεν έχει τη δυνατότητα και το υπόβαθρο να το πετύχει από μόνη της. Προσπαθεί έτσι να αντλήσει δύναμη από άλλα μουσουλμανικά κράτη, δημιουργώντας για παράδειγμα μισθοφόρους τους οποίους χρησιμοποιεί προς όφελός της σε Λιβύη, Συρία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, ακόμη και στο Β. Ιράκ.
Επίσης παίζοντας το ρόλο του προστάτη των Παλαιστινίων προσπαθεί να συσπειρώσει τις μουσουλμανικές Αραβικές χώρες, τις τουρκόφιλες χώρες της Κεντρικής Ασίας και γενικότερα των κρατών μελών της Ισλαμικής διάσκεψης, κατά του Ισραήλ και της Δύσης.
Ο Ερντογάν ονειρεύεται έναν ενιαίο μουσουλμανικό στρατό ο οποίος θα απελευθέρωνε την Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ και θα αναβίωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτό βέβαια ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, αφού δεν ζούμε το 1100 αλλά το 2021.
Από την άλλη η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας γίνεται αντιφατική, όταν δηλώνει ότι επιθυμεί να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ και να μιλήσει εκ νέου με τις ΗΠΑ για τους S-400 και να ενταχθεί εκ νέου στο πρόγραμμα των F-35, ενώ από την άλλη κατηγορεί την ΕΕ ότι είναι φυλακή για τους μουσουλμάνους, ότι υπερασπίζεται την Ελλάδα και την Κύπρο, τις οποίες η Τουρκία προκαλεί συνεχώς με ενέργειες της για υφαρπαγή μέρους των ΑΟΖ τους.
Για δε τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας ούτε λόγος αφού διαφωνούν σε όλα τα μείζονα ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας.
Τέλος η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας κρίνεται ως υπερμεγέθης, αφού οι επιδιώξεις της είναι πολύ μεγαλύτερες από τις πραγματικές της δυνατότητες ως χώρα.
Ονειρεύεται ο Ερντογάν ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του την ύπαρξη πολύ μεγαλύτερων γεωπολιτικών παικτών, όπως ΗΠΑ-ΕΕ-Ρωσία-Γαλλία, Ισραήλ στην ευρύτερη περιοχή.
Επίσης τυπώνει χάρτες, υπογράφει το παντελώς άκυρο και παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, με όραμα την υλοποίηση της "Γαλάζιας πατρίδας".
Είναι ποτέ δυνατόν οι ΗΠΑ-Ρωσία-Γαλλία-ΕΕ-Ισραήλ να επιτρέψουν στον Ερντογάν να κάνει τη ΝΑ Μεσόγειο τουρκική λίμνη;
Τελικά εδώ αρμόζει αυτό που λέει ο σοφός Ελληνικός λαός, "όνειρο ζώ μη με ξυπνάτε".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου