Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Ματθ. 2,13-23) -Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Οι μαγοι φωναζουν…

«Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων…» (Ματθ. 2,13)

Ἑορτὲς ἔχουμε, ἀγαπητοί μου, ἑορτὲς ποὺ διαρκοῦν ὄχι μία καὶ δύο, ἀλλὰ δώδεκα ἡμέρες, μέχρι τὰ Φῶτα.
Πρώτη ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἀρ­χὴ καὶ ἡ ῥίζα ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Ἤρθαμε στοὺς ναοὺς καὶ προσκυνήσαμε τὸ Χριστὸ ὡς Θεῖο βρέφος, ποὺ ἡ φτωχὴ μητέρα του δὲν εἶχε ποῦ νὰ τὸ βάλῃ καὶ τὸ ἀκούμ­πησε στὴ φάτνη ὅπου οἱ βοσκοὶ βάζουν τὸ χορτάρι γιὰ τὰ ζῷα. Ποιός θὰ τὸ φανταζόταν, ὅτι τὸ παιδὶ αὐτό, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ σταθῇ καὶ τὸ καταδίωκαν νὰ τὸ θανατώσουν, εἶνε ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου;
Προσκυνοῦμε τὸ Θεῖο βρέφος. Ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ἄνθρωποι τὸ προσκυνοῦν, καὶ θὰ

ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ προσκυνοῦν, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἀθέων. Καμ­μία δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σβήσῃ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτή. Ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥ­λιος καὶ λάμπουν τὰ ἄστρα καὶ τρέχουν οἱ ποτα­μοὶ καὶ ὑπάρχουν καρδιὲς ποὺ πιστεύουν, δὲν θὰ παύσῃ ὁ Χριστὸς νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ δο­ξάζεται· ἀπ᾿ τὸ βορρᾶ μέχρι τὸ νότο καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀ­νατολὴ μέχρι τὴ δύσι, «πᾶσα γλῶσσα θὰ ἐξομο­λογῆται ὅτι εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Προσκυνοῦμε καὶ σήμερα τὸ Θεῖο βρέφος. Ποιοί τὸ προσκύνησαν πρῶτοι; Πλούσιοι, μεγιστᾶνες, στρατηγοί, βασιλεῖς, σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες; 

Ὄχι. Βοσκοὶ ἦταν οἱ πρῶτοι προσ­κυνηταί του. Αὐτοὶ πού, ἐνῷ εὐεργετοῦν τὸν κόσμο, περιφρονοῦνται ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὤ με­γαλεῖο τῆς θρησκείας μας, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ βο­σκούς, ἀπὸ ψαρᾶδες, ἀπὸ μικρὰ παιδιά, ἀπὸ ταπεινοὺς τῆς γῆς! Ἔχει μεγάλη σημασία αὐ­τό. Δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν κατοικεῖ σὲ παλάτια, δὲν συχνάζει σὲ πανεπιστήμια καὶ μεγά­λες σχολές, δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ δύναμι καὶ ἡ βία· ἀρέσκεται στὶς καλύβες τῶν φτωχῶν, κατοικεῖ μέσα σὲ καρδιὲς ταπεινῶν ὅπως οἱ βοσκοί. Εἶσαι ταπεινός; νιώθεις τὸ Χριστό· δὲν εἶσαι ταπεινός; δὲν νιώθεις τίποτα. Μέσα στὶς πολιτεῖες ὑπάρχουν τέρατα, ἐ­πιστήμονες ἄθεοι· πάνω στὰ βουνὰ τὰ εὐλογημένα ὑπάρχουν τσοπαναραῖοι, ποὺ ἅμα ἀκοῦ­νε τὰ σήμαντρα νὰ χτυπᾶνε γονατίζουν καὶ προσεύχονται. Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἑλλάς, αὐτοὶ εἶ­νε Χριστιανοί, αὐτοὶ εἶνε οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Οἱ βοσκοὶ λοιπὸν ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀσπασθοῦν πρῶτοι τὸ Χριστό. 

Μετὰ ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς ἦρ­θαν κάποιοι ἄλλοι καὶ τὸν προσκύνησαν. Ποιοί εἶνε αὐτοί; 

Τὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε οἱ μάγοι. Ἀκούγοντας μάγους μὴν πάῃ τὸ μυα­λό σας σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μάγους καὶ τὶς μάγισσες ποὺ μέσα στὶς πόλεις ἢ γυρίζοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο ξεγελοῦν κ᾿ ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀ­φελεῖς. Δυστυχῶς ἡ μαγεία, μὲ μάσκα ἐπιστη­μονική, ὀργιάζει. 

Οἱ σημερινοὶ μάγοι εἶνε ὄργα­να σατανικά. Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύ­ῃς, τότε ὄχι ἕνας μάγος, ὅλοι οἱ μάγοι νὰ μαζευ­τοῦν κι ὅλα τὰ μάγια νὰ κάνουν, ἂν ἐσὺ ἔ­χῃς καθαρὴ καρδιὰ καὶ λὲς τὸ «Κύριέ μου, ἐλέ­ησόν με» καὶ τὰ μάτια σου δακρύζουν, οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες διαλύονται σὰν κάπνος.
 

Ὅταν λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο γιὰ μάγους δὲν ἐννοεῖ μάγους καὶ μάγισσες σὰν τοὺς σημερινούς. Ἐκεῖνοι οἱ μάγοι ἦταν ἄλλο εἶδος· ἦταν οἱ ἀστρονόμοι τῆς ἐποχῆς, ἔξοχοι ἐπιστήμονες καὶ σοφοί. Ζοῦσαν στὰ μέρη τῆς Περσίας, ὅπου ὁ ἥλιος λάμπει καὶ ἡ ἀτμόσφαι­ρα εἶνε διαυγὴς καὶ τὰ ἄστρα φαίνονται καθαρώτερα τὸ καλοκαίρι. Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ περιβάλλον ἐκεῖνο, οἱ ἐπιστήμονες μάγοι ἀνέβαιναν στὶς κορυφὲς κι ὅλη τὴ νύχτα παρατη­ροῦσαν τὸ πανόραμα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅλοι οἱ ἀστρονόμοι εἶνε πιστοί. Δὲν ὑπάρχει ἀστρονόμος ἄπιστος καὶ ἄθεος. Διότι τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ καταπλη­κτικώτερα πράγματα τοῦ κόσμου. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι ὅτι θὰ γκρεμίσουν τὶς ἐκκλησίες. Μπορεῖ νὰ τὶς γκρεμίσουν, νὰ σβήσουν τὰ καν­τήλια, νὰ μὴν ὑπάρχῃ πλέον ἐκκλησιὰ στὸν κό­σμο· ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔχει ἄλλα καντήλια, ποὺ εἶνε ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ φωτίζουν τὸν κόσμο· εἶνε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
 

Λοιπὸν οἱ μάγοι αὐτοὶ πίστευαν στὸ Θεό. Καὶ ξαφνικὰ ἕνα βράδυ βλέπουν ἕνα ἄστρο νὰ λάμπῃ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἄστρο μὲ ἀ­συνήθιστη λάμψι. Παραξενεύτηκαν. Ἄνοιξαν τὰ βιβλία, διάβασαν τὶς προφητεῖες, καὶ εἶδαν ὅ­τι τὸ ἄστρο αὐτὸ ἦταν τὸ μήνυμα ὅτι γεννήθη­κε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ πείσθηκαν πλέον γι᾿ αὐτό, φόρτωσαν τὶς καμῆλες τους μὲ δῶρα πολύτιμα, ἀνέβηκαν σ᾿ αὐτὲς καὶ ξεκίνη­σαν. Πέρασαν βουνά, λαγκάδια, ποτάμια… Μετὰ ἀπὸ ἐπικίνδυνο ταξίδι –γιατί οἱ συγκοινωνίες τότε δὲν ἦταν ἀσφαλεῖς– ἔφτασαν στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ τέλος στὴ Βηθλεέμ. Ἐκεῖ τὸ ἄστρο στάθηκε. Βρῆκαν τὸ Χριστό, τὸν προσ­κύνησαν –δεύτεροι μετὰ τοὺς βοσκούς–, ἄ­νοιξαν τὰ κουτιὰ καὶ τοῦ προσέφεραν χρυσάφι σμύρνα καὶ λιβάνι.
Γιατί χρυσάφι; Γιὰ νὰ δείξουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου.

 Γιατί σμύρνα; Γιὰ νὰ φανῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ θανατωθῇ. Ἡ σμύρνα εἶνε φυτὸ ποὺ μὲ τὸ ἄρωμά του ῥαν­τίζουν τοὺς νεκροὺς μέχρι καὶ σήμερα στὰ μέ­ρη τῆς Ἀνατολῆς· κι ὅπως θὰ θυμᾶστε, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο ἀποκαθήλωσε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας ἀπὸ τὸ σταυρό, πῆρε καθαρὴ σινδόνα, σμύρνα καὶ ἀλόη καὶ ἄλειψε τὸ σῶμα του.

 Καὶ τὸ λιβάνι; Γιὰ νὰ δείξουν, ὅ­τι εἶνε Θεός. Τὸ λιβάνι προσφέρεται μόνο στὸ Θεό, καὶ δὲν πρέπει νὰ «λιβανίζουμε» ἀνθρώπους γιὰ λόγους συμφέροντος. Αὐτὰ σημαίνουν τὰ δῶρα· χρυσάφι, Χριστὲ εἶσαι ὁ Βασιλεύς· σμύρνα, θὰ πεθάνῃς γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρ­τωλούς· λιβάνι, εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ ἀθάνατος.
 

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ μάγοι, λέει τὸ εὐαγγέλιο, γύρισαν στὴν πατρίδα τους. Ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Γιατί ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο; Διότι τέτοια ἐντολὴ ἔλαβαν. Δὲν ἐπέστρεψαν νὰ ποῦν στὸν Ἡρώδη ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, κι αὐτὸς κατάλαβε ὅτι τὸν γέλασαν.

* * *

Οἱ μάγοι θὰ μᾶς δικάσουν, ἀγαπητοί μου, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Γιατί θὰ μᾶς δικάσουν; 

Γιὰ τρεῖς λόγους.
⃝ Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησαν οἱ μάγοι; Ἀπὸ τὴν Περσία. Ἡ Περσία ἀπέχει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη δύο χιλιάδες χιλιόμετρα. Τί θέλω νὰ πῶ· ἂν ὑποθέ­­σουμε ὅτι ἐδῶ ὑπῆρχε μία μόνο ἐκκλησία κι αὐτὴ ἦταν μακριά μας χίλια χιλιόμετρα, ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ πήγαινε νὰ ἐκκλησιαστῇ; Οὔτε ἕνας. Γιὰ τὸ ἄτιμο τὸ χρῆμα ξεκινάει ὁ ἄλ­λος καὶ πάει μέχρι τὰ ἄκρα τῆς γῆς· γιὰ τὸ Χριστὸ ποιός θὰ ξεκινήσῃ; Πόσο ἀπέχουν τὰ σπίτια μας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία; Λίγα μέτρα. Γιατί δὲν ἐκκλησιαζόμαστε; Οἱ μάγοι ἔκαναν δυὸ χιλιάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ δοῦν τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐ­τὸ αὐτοί θὰ δικάσουν ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ ἀδιαφοροῦν.
⃝ Ἀλλὰ θὰ μᾶς δικάσουν καὶ γιὰ κάτι ἄλλο οἱ μάγοι. Τοὺς εἴδαμε νὰ γεμίζουν τὰ σακκιά τους μὲ πολύτιμα δῶρα, χρυσάφι λιβάνι καὶ σμύρνα, καὶ νὰ τὰ προσφέρουν στὸ Χριστό. Μᾶς δι­δάσκουν λοιπὸν νὰ προσφέρουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως αὐτοί, νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες. Ποιός σήμερα εἶ­νε ἐλεήμων; Πολλοὶ ἔχουν καταθέσεις. Γέμι­σαν οἱ τράπεζες, ἀναστενάζουν τὰ ταμιευτή­ρια. Καὶ χτυπάει τὴν πόρτα τους ὁ φτωχός, ἡ χήρα, τὸ ὀρφανό· τοὺς χτυπάει τὴν πόρτα τὸ σχολεῖο, ἡ ἐκκλησία, ἡ πατρίδα ἡ ἔρημη, κι αὐτοὶ δραχμή δὲν δίνουν· οὔτε νερὸ στὸν ἄγ­γελό τους! Τί Χριστιανοὶ εἶνε αὐτοί;
Θὰ μᾶς ἐλέγξουν οἱ μάγοι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως γιατὶ δὲν ἐκκλησιαζόμαστε καὶ γιατὶ δὲν ἀ­νοίγουμε τὸ πορτοφόλι μας. Θὰ μᾶς ἐλέγξουν ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Ποιόν; Ὅ­τι ἐ­κεῖνοι δὲν ἐπέστρεψαν στὴν Περσία ἀ­πὸ τὸν ἴδιο δρόμο, ἀλλὰ ἄλλαξαν δρόμο. Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ μᾶς; Ὅτι ἀφοῦ πιστέψαμε στὸ Χριστὸ πρέπει ν᾿ ἀλλάξουμε δρόμο, ν᾿ ἀλ­λάξουμε τρόπο ζωῆς. Ὄχι πλέον ἀπὸ τὸ δρόμο τὸν παλιό, τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνουν ὅλοι. Οἱ μάγοι μᾶς φωνάζουν· Ἀλλάξτε δρόμο! Πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πράσινοι καὶ κόκκινοι, λευκοὶ καὶ μαῦροι, ἂν δὲν ἀλλάξουμε δρό­μο, χαθήκαμε. Ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε, ὁ δρό­μος τῆς πορνείας καὶ τῆς μοιχείας, τῆς φι­λαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας, τῆς ἀπιστί­ας καὶ τῆς ἀθεΐας, ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή. Ὅλοι ν᾿ ἀλλάξουμε δρόμο. Μὲ τὸν καινούργιο χρόνο, ποὺ ἔρχεται, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ πάθη, τὶς κακίες, τὰ ἐλαττώματα, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
 

Οἱ μάγοι φωνάζουν· ἐκκλησιάζεσθε, ἐλεεῖ­τε, ἀλλάξτε δρόμο – μετανοεῖτε. Ἄμποτες ὅλοι ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῶν μάγων, τῶν μεγάλων αὐτῶν σοφῶν καὶ ἐπιστημόνων, ν᾿ ἀκολου­θήσουμε τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐ­λογία του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου τὴν 26-12-1976.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου