Ο Αβρααμ
«Αβρααμ εγεννησε τον Ισαακ» (Ματθ. 1,2)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε ἐπίσης καὶ τὸν ἀπόστολο (βλ. Ἑβρ. 11,9-10, 32-40). Τόσο τὸ εὐαγγέλιο ὅσο καὶ ὁ ἀπόστολος εἶνε ὅλο ὀνόματα.
Ὀνόματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἂν μετρήσουμε τὰ ὀνόματα αὐτά, θὰ εἶνε περίπου ἑξήντα. Καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει κάποια ἱστορία, μικρὴ ἢ μεγάλη, καὶ ὅλα διδάσκουν. Ἂν θὰ θέλαμε γιὰ κάθε ὄνομα νὰ κάνουμε καὶ ἕνα κήρυγμα, θὰ
μπορούσαμε νὰ κάνουμε ἑξήντα κηρύγματα. Ἀλλ᾽ οὔτε ἐγὼ ὁ γέρων ἔχω τὴ δύναμι οὔτε ἐσεῖς ἔχετε τὴ διάθεσι ν᾽ ἀκοῦτε. Ἐνῷ ὧρες ὁλόκληρες ἀκοῦτε διαφόρους σταθμούς, ἐδῶ λίγα λεπτὰ ποὺ κηρύττουμε στενοχωριέστε.Γι᾽ αὐτὸ παραλείπω ὅλα τὰ ἄλλα ὀνόματα καὶ ἐφιστῶ τὴν προσοχή σας σὲ ἕνα, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἱστορία του. Εἶνε τὸ πρῶτο ὄνομα τοῦ καταλόγου, τὸ ὄνομα Ἀβραάμ.
* * *
Τί ἦταν ὁ Ἀβραάμ; Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε δυὸ χιλιάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Ἅμα ἀκούσουν τώρα μερικοὶ «Ἀβραάμ», σοῦ λένε· Νὰ πάω λοιπὸν στὴν ἐκκλησία καὶ ν᾽ ἀκούω παραμύθια γιὰ τὸν Ἀβραάμ… Ἔτσι μιλοῦν. Ἀλλ᾽ ὁ Ἀβραὰμ δὲν εἶνε παραμύθι. Πρὶν λίγα χρόνια Ἄγγλοι ἀρχαιολόγοι πήγανε ἐπὶ τόπου, ἔκαναν ἀνασκαφές, καὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Ἀβραὰμ εἶνε πρόσωπο ἱστορικό. Καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40).
Ὅπως στὴ Μακεδονία τὰ εὑρήματα τῆς
Βεργίνας ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς εἶνε ἑλληνικός, ἔτσι καὶ τὰ
εὑρήματα στὴ Μεσοποταμία ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ δὲν εἶνε μῦθος·
ὑπῆρξε. Προσδιορίσθηκε ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ἔζησε.
Διαψεύσθηκαν λοιπὸν οἱ ἄπιστοι.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶνε μιὰ μεγάλη προσωπικότης τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Γεννήθηκε στὴ χώρα τῶν Χαλδαίων, ποὺ ἐκτείνεται ἀνάμεσα στοὺς ποταμούς
Τίγρι καὶ Εὐφράτη, στὴ νότια Μεσοποταμία. Ὅλοι ἐκεῖ ἦταν εἰδωλολάτρες·
ἕνας μόνο, αὐτός, ἔμενε πιστὸς στὸν ἀληθινὸ Θεό. Γιά φαντάσου στὸ μέρος
ποὺ ζῇς ὅλοι νὰ λατρεύουν ἄλλο θεὸ κ᾽ ἐσὺ νὰ εἶσαι ὁ μόνος Χριστιανός!
Γι᾽ αὐτὸ εἶχε μεγάλη ἀξία ἡ πίστι του. Πῶς γνωρίζουμε ὅτι πίστευε; Ἀπὸ
τὸ ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὸν εὐλόγησε.
Γιὰ τὴν πίστι του ὁ Ἀβραὰμ εὐλογήθηκε καὶ ἔγινε ἀρχηγὸς –
γενάρχης τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰσραήλ. Ἔγινε τρόπον τινὰ ἡ
ῥίζα τοῦ δέντρου, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε, σὰν κλαδιὰ καὶ ἄνθη καὶ
καρποί, ὅλη ἡ ἱστορικὴ φυλὴ τῶν Ἑβραίων. Ἂν πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ δῆτε
σ᾽ ἕνα μοναστήρι αὐτὴ τὴν εἰκόνα· εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο
εἰκονογραφημένο. Εἰκονίζει ἕνα δέντρο, ποὺ ῥίζα ἔχει τὸν Ἀβραάμ, καὶ
κλαδιά του εἶνε τὰ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονα τοῦ
πατριάρχου, ὅλα δηλαδὴ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
Ἀνάμεσα στὰ ἄνθη, ποὺ βγῆκαν πάνω στὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου αὐτοῦ,
φύτρωσε κ᾽ ἕνα ἄνθος ἀσύγκριτο, ἀμάραντο, αἰώνιο, ποὺ εὐωδιάζει καὶ
σκορπίζει τὸ ἄρωμά του σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ἄνθος αὐτὸ εἶνε ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Θεός, μὲ ῥίζα τὸν Ἀβραάμ, φύτευσε τὸ
πολύκλαδο τοῦτο δέντρο, μὲ σκοπὸ νὰ βγῇ τὸ λουλούδι αὐτό.
Ὁ Ἀβραὰμ ἔδειξε ὅτι εἶνε πιστός. Ἀναφέρω μερικὰ δείγματα τῆς πίστεώς του.
⃝ Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· Ἀβραάμ, φύγε, ἀπὸ τὸν τόπο σου καὶ πήγαινε
μακριά, πολὺ μακριά, στὴ γῆ Χαναάν. Τί λέτε, ἦταν εὔκολο αὐτό; Ποιός
ἀφήνει πατρίδα, σπίτι, πατρικὴ οἰκογένεια, καὶ πάει μακριὰ περνώντας
βουνὰ καὶ ποτάμια; Καὶ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσε. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸν τόπο
του, τ᾽ ἄφησε ὅλα, βάδισε πολλὰ χιλιόμετρα, ἔφθασε στὴ γῆ Χαναάν, κ᾽
ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε. Φάνηκε ὑπάκουος στὸ Θεό.
⃝ Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ πῆγε τί ἔκανε; Ἔχτισε σπίτια, μέγαρα, ἀνάκτορα;
Τίποτα. Ἔμενε σὲ σκηνές· τὸ λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ.
11,9). Κατοικία του ἦταν ἕνα τσαντίρι, σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν οἱ ἀθίγγανοι.
Ἐκεῖ ἔζησε. Κ᾽ ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ τσαντίρι ἐκεῖνο ―τί μεγαλεῖα ἔχει ἡ
πίστι μας!―, ὑποδέχθηκε καὶ φιλοξένησε τρεῖς ἀγγέλους, ποὺ εἰκόνιζαν
τὴν ἁγία Τριάδα, Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα!
⃝ Μεγάλο δεῖγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ εἶνε καὶ ὅτι, ὅταν τὸν
δοκίμασε ὁ Θεός, ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσῃ τὸν Ἰσαάκ, τὸ μονάκριβο παιδί
του! Μοναδικὴ περίπτωσι στὴν ἱστορία.
⃝ Ἀκόμα θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του «πάροικο καὶ παρεπίδημο» (Γέν.
23,4), πίστευε δηλαδή, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ εἶνε πρόσκαιρη.
Ἀκόμη κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ζῇς ἑκατὸ ἢ καὶ διακόσα χρόνια ἢ καὶ ὅσα
ἔζησε ὁ Μαθουσάλας ἢ καὶ χίλια χρόνια, τί εἶνε αὐτά; Μιὰ στιγμὴ εἶνε
μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Ἤξερε καλὰ ὁ Ἀβραάμ, ὅτι σήμερα – αὔριο φεύγει
ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐτόν. Ἦταν ὅπως ὁ στρατιώτης. Εἴδατε κανένα στρατιώτη
ποὺ ὑπηρετεῖ στὰ σύνορα νὰ χτίζῃ ἐκεῖ σπίτι; Ξέρει, ὅτι σήμερα – αὔριο
θὰ φύγῃ. Ὁ στρατιώτης δὲν χτίζει σπίτια ἐκεῖ ποὺ στρατοπεδεύει· πολλὲς
φορὲς ἔχει σκηνὴ – ἀντίσκηνο, κ᾽ εἶνε ἕτοιμος νὰ μετασταθμεύσῃ, νὰ
πάῃ ὅπου τὸν διατάζει ἡ πατρίδα.
⃝ Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀβραάμ. Πίστευε. Καὶ δείγματα τῆς πίστεώς του
εἶνε ἡ ὑπακοή, τὸ ὅτι ἔζησε σὲ σκηνές, ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ, κι ὅτι
θεωροῦσε τὴ ζωὴ αὐτὴ παροδική. Δεῖγμα πίστεως ἀκόμη εἶνε ἡ πραότης του.
Εἶχε ἕνα πλεονέκτη συγγενῆ – ἀνηψιό, τὸ Λώτ.
Καὶ τσακώθηκαν οἱ βοσκοί τους μεταξύ τους, ποιός θὰ ἔχῃ τὰ καλύτερα ἐδάφη. Καὶ τί εἶπε ὁ Ἀβραὰμ στὸ Λώτ· Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ τσακωνώμαστε· διάλεξε, παιδί μου, ὅποιο μέρος θέλεις. Ἔτσι ὁ Λὼτ πῆρε τὸν κάμπο, τὰ καλύτερα χωράφια, κι ὁ Ἀβραὰμ πῆρε τὰ ὀρεινὰ καὶ ἄγονα μέρη.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ κάμπος ἔγινε γιὰ τὸ Λὼτ παγίδα. Γιατί; Διότι ἐκεῖ ἦταν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, ὅπου κατόπιν ἔπεσε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τοὺς ἔκαψε ὅλους. Ὁ Ἀβραὰμ ἀρκέστηκε στὰ ὀρεινά.
Ἦταν πράος, δὲν ἤθελε διαπληκτισμούς. Γιατί νὰ
διαπληκτισθῇ; γιὰ ἀσήμαντα πράγματα; Ὑποθέστε, ὅτι βλέπετε δυὸ
ἀνθρώπους νὰ παλεύουν μεταξύ τους σὰν ἄγρια θηρία. Πλησιάζετε καὶ τοὺς
ρωτᾶτε· ―Βρὲ παιδιά, γιατί μαλώνετε; Κι αὐτοὶ ἀπαντοῦν· ―Νά, μαλώνουμε
γιὰ ἕνα κουκκὶ ἄμμου· ἐγὼ λέω εἶνε δικό μου, αὐτὸς λέει εἶνε δικό του.
―Εἶστε μὲ τὰ λογικά σας; Γι᾽ αὐτὸ σκοτώνεστε, γιὰ ἕνα κουκκὶ ἄμμου;…
Αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶνε φανταστικό. Διότι αὐτὴ ἡ γῆ τί εἶνε; Τὸ λένε οἱ
ἀστρονόμοι· ἕνα κουκκὶ ἄμμου μέσα στὸ σύμπαν. Ὦ ταλαίπωρη ἀνθρωπότης,
ποὺ δυὸ φορὲς ὣς τώρα αἱματοκυλίστηκες γι᾽ αὐτό!
Τὰ ἤξερε αὐτὰ ὁ Ἀβραάμ, τὰ πίστευε. Εἶχε μάτια πνευματικά,
ἔβλεπε μακριά. Δὲν ἔβλεπε τὸ σήμερα – αὔριο, ἔβλεπε τὴν αἰωνιότητα, τὸν
ἀπέραντο κόσμο τῶν πνευμάτων. Καὶ ἔτσι ἔζησε. Πίστευε· ἡ πίστι του ἦταν
γρανίτης.
* * *
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ
Ἀβραὰμ ἔζησε σὲ σκηνές. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, παρὰ τὴν τόση πρόοδο τῆς
ἐποχῆς μας, ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἄνθρωποι ποὺ μένουν σὲ σκηνὲς
(πρόσφυγες πολέμων, οἰκονομικοὶ μετανάστες, σεισμόπληκτοι, πυροπαθεῖς,
πλημμυροπαθεῖς κ.ἄ.) ἢ ἄλλοι ποὺ ζοῦν τόσο φτωχικά, ὥστε θὰ εἶχαν
ἀνάγκη ἀκόμη καὶ μιὰ σκηνὴ – ἕνα τσαντίρι (ἄστεγοι, ἄποροι κ.ἄ.).
Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Σκέπτεστε πῶς θὰ ἑορτάσουν ὅλοι αὐτοὶ
τὶς ἡμέρες αὐτές; Ἐσὺ ἔχεις σπιτάκι· ἔχεις θέρμανσι, ροῦχα καὶ
κλινοσκεπάσματα· ἔχεις τροφὲς καὶ γλυκύσματα· ἔχεις ὅλα τὰ χρειώδη. Θὰ
περάσῃς ὡραῖα, μὲ πλούσια δῶρα. Γιά σκέψου λοιπὸν κι αὐτούς. Βοήθεια
σοῦ ζητοῦν. Μπορεῖς νὰ μείνῃς ἀδιάφορος;
Τέτοιες μέρες σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα γίνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
ἔρανος, ὁ ἔρανος τῆς Ἡμέρας Ἀγάπης. Παρακαλῶ νὰ φανῆτε γενναῖοι, ὄχι
τσιγγούνηδες. Μὴ τρέμουν τὰ χέρια σας, μὴ παθαίνουν πάρκινσον. Δῶστε,
δῶστε γιὰ τὸν πλησίον· ἐκ τοῦ περισσεύματος ἢ καὶ ἐκ τοῦ ὑστερήματός
σας. Ὑπάρχουν ἀνάγκες πολλές. Ὁ τιμάριθμος ἔχει αὐξηθῆ πολύ, ἁλματωδῶς.
Καὶ ἐνῷ κόσμος ὑποφέρει, ἄλλοι διασκεδάζουν καὶ σπαταλοῦν.
Ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια δίνουν γιὰ τὸν διάβολο. Γιὰ τὸν Θεὸ
ὅμως;… Ἄχ νὰ μποροῦσα νὰ ἔκλεινα τὰ κέντρα τῶν ἁμαρτωλῶν διασκεδάσεων,
τὰ καζίνα καὶ τὰ χαρτοπαίγνια! ἄχ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς πείσω νὰ μὴν
καπνίζετε!… Πολλοὶ γιὰ τὸ τομάρι καὶ τὰ καπρίτσια τους ξοδεύουν
ἑκατομμύρια· κι ὅταν τοὺς ζητήσῃς κάτι νὰ δώσουν γιὰ ἐλεημοσύνη, πετοῦνε
ψίχουλα.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς βοηθήσῃ, ὥστε νὰ φανοῦμε ὅλοι γενναιόδωροι, μὲ ὑψηλὰ φρονήματα, ἄξια παιδιὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ναζωραίου καὶ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ μας· τὸν ὁποῖον, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 18-12-1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου