Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακὴ πρὸ Χρ. Γεννήσεως (Ματθ. 1,1-25)-Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Ο Αβρααμ

«Αβρααμ εγεννησε τον Ισαακ» (Ματθ. 1,2)

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε ἐπίσης καὶ τὸν ἀπόστολο (βλ. Ἑβρ. 11,9-10, 32-40). Τόσο τὸ εὐαγγέλιο ὅσο καὶ ὁ ἀπόστολος εἶνε ὅλο ὀνόματα. 

Ὀνόματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἂν μετρήσουμε τὰ ὀνόματα αὐτά, θὰ εἶνε περίπου ἑξήντα. Καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει κάποια ἱ­στορία, μικρὴ ἢ μεγάλη, καὶ ὅλα διδάσκουν. Ἂν θὰ θέλαμε γιὰ κάθε ὄνομα νὰ κάνουμε καὶ ἕνα κήρυγμα, θὰ

μπορούσαμε νὰ κάνουμε ἑ­ξήντα κηρύγματα. Ἀλλ᾽ οὔτε ἐγὼ ὁ γέρων ἔ­χω τὴ δύναμι οὔτε ἐσεῖς ἔχετε τὴ διάθεσι ν᾽ ἀκοῦτε. Ἐνῷ ὧρες ὁλόκληρες ἀκοῦτε διαφό­ρους σταθμούς, ἐδῶ λίγα λεπτὰ ποὺ κηρύττουμε στενοχωριέστε.
Γι᾽ αὐτὸ παραλείπω ὅλα τὰ ἄλλα ὀνόματα καὶ ἐφιστῶ τὴν προσοχή σας σὲ ἕνα, γιὰ νὰ δι­δαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἱστορία του. Εἶνε τὸ πρῶ­το ὄνομα τοῦ καταλόγου, τὸ ὄνομα Ἀβραάμ.

* * *

Τί ἦταν ὁ Ἀβραάμ; Ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε δυὸ χιλιάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Ἅμα ἀκούσουν τώρα μερικοὶ «Ἀβραάμ», σοῦ λένε· Νὰ πάω λοιπὸν στὴν ἐκκλησία καὶ ν᾽ ἀκούω παραμύθια γιὰ τὸν Ἀβραάμ… Ἔτσι μιλοῦν. Ἀλλ᾽ ὁ Ἀ­βρα­ὰμ δὲν εἶνε παραμύθι. Πρὶν λίγα χρόνια Ἄγ­γλοι ἀρ­χαιολόγοι πήγανε ἐπὶ τόπου, ἔκαναν ἀ­νασκα­φές, καὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Ἀβρα­ὰμ εἶ­νε πρόσωπο ἱστορικό. Καὶ «οἱ λίθοι κεκρά­ξον­­ται» (Λουκ. 19,40). 

Ὅπως στὴ Μακεδονία τὰ εὑρήματα τῆς Βεργίνας ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ τόπος αὐ­­τὸς εἶνε ἑλληνικός, ἔτσι καὶ τὰ εὑρήμα­τα στὴ Μεσοποταμία ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Ἀβρα­ὰμ δὲν εἶνε μῦθος· ὑπῆρξε. Προσδιορίσθηκε ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ἔζησε. Διαψεύσθηκαν λοιπὸν οἱ ἄπιστοι.
 

Ὁ Ἀβραὰμ εἶνε μιὰ μεγάλη προσωπικότης τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Γεννήθηκε στὴ χώρα τῶν Χαλδαίων, ποὺ ἐκτείνεται ἀνάμεσα στοὺς ποταμούς Τίγρι καὶ Εὐφράτη, στὴ νότια Μεσο­ποταμία. Ὅλοι ἐκεῖ ἦταν εἰδωλολάτρες· ἕ­νας μόνο, αὐτός, ἔμενε πιστὸς στὸν ἀληθινὸ Θεό. Γιά φαντάσου στὸ μέρος ποὺ ζῇς ὅλοι νὰ λατρεύουν ἄλλο θεὸ κ᾽ ἐσὺ νὰ εἶσαι ὁ μόνος Χριστιανός! Γι᾽ αὐτὸ εἶχε μεγάλη ἀξία ἡ πίστι του. Πῶς γνωρίζουμε ὅτι πίστευε; Ἀπὸ τὸ ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὸν εὐλόγησε.
Γιὰ τὴν πίστι του ὁ Ἀβραὰμ εὐλογήθη­κε καὶ ἔγινε ἀρχηγὸς – γενάρχης τοῦ περιου­σίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰσραήλ. Ἔγινε τρόπον τινὰ ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου, ἀπὸ τὴν ὁ­ποία προ­ῆλθε, σὰν κλαδιὰ καὶ ἄνθη καὶ καρποί, ὅλη ἡ ἱστορικὴ φυλὴ τῶν Ἑβραίων. Ἂν πᾶτε στὸ Ἅ­γιο Ὄρος, θὰ δῆτε σ᾽ ἕνα μοναστήρι αὐτὴ τὴν εἰκόνα· εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἰκονογραφημένο. Εἰκονίζει ἕνα δέντρο, ποὺ ῥίζα ἔχει τὸν Ἀβραάμ, καὶ κλαδιά του εἶνε τὰ παιδιὰ καὶ ἐγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονα τοῦ πατριάρχου, ὅλα δηλαδὴ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
Ἀνάμεσα στὰ ἄνθη, ποὺ βγῆκαν πάνω στὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου αὐτοῦ, φύτρωσε κ᾽ ἕνα ἄνθος ἀσύγκριτο, ἀμάραντο, αἰώνιο, ποὺ εὐω­διάζει καὶ σκορπίζει τὸ ἄ­ρω­μά του σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ἄνθος αὐτὸ εἶνε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Θεός, μὲ ῥίζα τὸν Ἀ­βραάμ, φύτευσε τὸ πολύκλαδο τοῦτο δέν­τρο, μὲ σκοπὸ νὰ βγῇ τὸ λου­λούδι αὐτό.
Ὁ Ἀβραὰμ ἔδειξε ὅτι εἶνε πιστός. Ἀναφέρω μερικὰ δείγματα τῆς πίστεώς του.
⃝ Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· Ἀβραάμ, φύγε, ἀπὸ τὸν τό­πο σου καὶ πήγαινε μακριά, πολὺ μακριά, στὴ γῆ Χαναάν. Τί λέτε, ἦταν εὔκολο αὐτό; Ποιός ἀφήνει πατρίδα, σπίτι, πατρικὴ οἰκογένεια, καὶ πάει μακριὰ περνώντας βουνὰ καὶ ποτάμια; Καὶ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσε. Σηκώθηκε ἀ­πὸ τὸν τόπο του, τ᾽ ἄφησε ὅλα, βάδισε πολλὰ χιλιόμετρα, ἔφθασε στὴ γῆ Χαναάν, κ᾽ ἐκεῖ ἐγ­καταστάθηκε. Φάνηκε ὑπάκουος στὸ Θεό.
⃝ Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ πῆγε τί ἔκανε; Ἔχτισε σπίτια, μέγαρα, ἀνάκτορα; Τίποτα. Ἔμενε σὲ σκη­­νές· τὸ λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ. 11,9). Κατοικία του ἦταν ἕνα τσαντίρι, σὰν αὐτὰ ποὺ ἔ­χουν οἱ ἀθίγγανοι. Ἐκεῖ ἔ­ζησε. Κ᾽ ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ τσαντίρι ἐκεῖνο ―τί με­γαλεῖα ἔχει ἡ πίστι μας!―, ὑποδέχθηκε καὶ φιλο­ξένησε τρεῖς ἀγγέ­λους, ποὺ εἰκόνιζαν τὴν ἁ­γία Τριάδα, Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα!
⃝ Μεγάλο δεῖγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ εἶ­νε καὶ ὅτι, ὅταν τὸν δοκίμασε ὁ Θεός, ἦταν ἕ­τοιμος νὰ θυσιάσῃ τὸν Ἰσαάκ, τὸ μονάκριβο παιδί του! Μοναδικὴ περίπτωσι στὴν ἱστορία.
⃝ Ἀκόμα θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του «πάροικο καὶ παρεπίδημο» (Γέν. 23,4), πίστευε δηλαδή, ὅ­τι ἡ ζωὴ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ εἶνε πρόσ­και­ρη. Ἀκόμη κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ζῇς ἑκα­τὸ ἢ καὶ διακόσα χρόνια ἢ καὶ ὅσα ἔζησε ὁ Μαθουσάλας ἢ καὶ χίλια χρόνια, τί εἶνε αὐτά; Μιὰ στι­γμὴ εἶνε μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Ἤξερε καλὰ ὁ Ἀβραάμ, ὅ­τι σήμερα – αὔριο φεύγει ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐ­τόν. Ἦταν ὅπως ὁ στρατιώτης. Εἴδατε κανένα στρα­τιώτη ποὺ ὑπηρετεῖ στὰ σύνορα νὰ χτίζῃ ἐκεῖ σπίτι; Ξέρει, ὅτι σήμερα – αὔριο θὰ φύγῃ. Ὁ στρατιώτης δὲν χτίζει σπίτια ἐκεῖ ποὺ στρατοπεδεύει· πολλὲς φορὲς ἔχει σκη­νὴ – ἀν­τίσκηνο, κ᾽ εἶνε ἕτοιμος νὰ μεταστα­­θμεύσῃ, νὰ πάῃ ὅπου τὸν διατάζει ἡ πατρίδα.
⃝ Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀβραάμ. Πίστευε. Καὶ δεί­γματα τῆς πίστεώς του εἶνε ἡ ὑπακοή, τὸ ὅτι ἔζησε σὲ σκηνές, ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ, κι ὅτι θεωροῦ­σε τὴ ζωὴ αὐτὴ παροδική. Δεῖγμα πίστεως ἀκόμη εἶνε ἡ πραότης του.

 Εἶχε ἕνα πλεονέκτη συγγενῆ – ἀνηψιό, τὸ Λώτ.

Καὶ τσακώ­θηκαν οἱ βοσκοί τους μεταξύ τους, ποιός θὰ ἔχῃ τὰ καλύτερα ἐδάφη. Καὶ τί εἶπε ὁ Ἀβραὰμ στὸ Λώτ· Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ τσακω­νώμαστε· διάλεξε, παιδί μου, ὅποιο μέρος θέλεις. Ἔτσι ὁ Λὼτ πῆ­ρε τὸν κάμπο, τὰ καλύτερα χωράφια, κι ὁ Ἀ­βρα­ὰμ πῆρε τὰ ὀρεινὰ καὶ ἄγονα μέρη.

 Ἀλλὰ ἐ­κεῖνος ὁ κάμπος ἔγινε γιὰ τὸ Λὼτ παγίδα. Γιατί; Διότι ἐκεῖ ἦταν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, ὅ­που κατόπιν ἔπεσε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τοὺς ἔκαψε ὅ­λους. Ὁ Ἀβραὰμ ἀρκέστηκε στὰ ὀρεινά. 

Ἦ­ταν πράος, δὲν ἤθελε διαπληκτισμούς. Γιατί νὰ διαπληκτισθῇ; γιὰ ἀσήμαν­τα πράγματα; Ὑποθέστε, ὅτι βλέπετε δυὸ ἀν­θρώπους νὰ παλεύουν μεταξύ τους σὰν ἄ­γρια θηρία. Πλησιάζετε καὶ τοὺς ρωτᾶτε· ―Βρὲ παιδιά, γιατί μαλώνετε; Κι αὐτοὶ ἀπαντοῦν· ―Νά, μαλώνουμε γιὰ ἕνα κουκκὶ ἄμμου· ἐγὼ λέω εἶνε δικό μου, αὐτὸς λέει εἶνε δικό του. ―Εἶ­στε μὲ τὰ λογικά σας; Γι᾽ αὐτὸ σκοτώνεστε, γιὰ ἕνα κουκκὶ ἄμ­μου;… Αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶνε φανταστικό. Διότι αὐτὴ ἡ γῆ τί εἶνε; Τὸ λένε οἱ ἀστρονόμοι· ἕνα κουκκὶ ἄμμου μέσα στὸ σύμπαν. Ὦ ταλαίπωρη ἀνθρωπότης, ποὺ δυὸ φορὲς ὣς τώρα αἱματοκυλίστηκες γι᾽ αὐτό!
Τὰ ἤξερε αὐτὰ ὁ Ἀβραάμ, τὰ πίστευε. Εἶχε μάτια πνευματικά, ἔβλεπε μακριά. Δὲν ἔβλεπε τὸ σήμερα – αὔριο, ἔβλεπε τὴν αἰωνιότητα, τὸν ἀπέραντο κόσμο τῶν πνευμάτων. Καὶ ἔτσι ἔζησε. Πίστευε· ἡ πίστι του ἦταν γρανίτης.

* * *

Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἔζησε σὲ σκηνές. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, παρὰ τὴν τόση πρόοδο τῆς ἐπο­χῆς μας, ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἄν­θρωποι ποὺ μένουν σὲ σκηνὲς (πρόσ­φυγες πολέμων, οἰκονομικοὶ μετανάστες, σει­σμόπληκτοι, πυροπαθεῖς, πλημμυροπαθεῖς κ.ἄ.) ἢ ἄλλοι ποὺ ζοῦν τόσο φτωχικά, ὥστε θὰ εἶ­χαν ἀνάγκη ἀ­κόμη καὶ μιὰ σκηνὴ – ἕνα τσαν­τίρι (ἄστεγοι, ἄ­ποροι κ.ἄ.).
 

Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Σκέπτεστε πῶς θὰ ἑορτάσουν ὅλοι αὐτοὶ τὶς ἡμέρες αὐτές; Ἐσὺ ἔ­χεις σπιτάκι· ἔχεις θέρμανσι, ροῦ­χα καὶ κλινοσκεπάσματα· ἔ­χεις τροφὲς καὶ γλυκύσματα· ἔχεις ὅλα τὰ χρει­ώδη. Θὰ περάσῃς ὡ­ραῖα, μὲ πλούσια δῶρα. Γιά σκέψου λοιπὸν κι αὐτούς. Βοήθεια σοῦ ζητοῦν. Μπορεῖς νὰ μείνῃς ἀδιάφορος;
Τέτοιες μέρες σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα γίνεται ἀ­πὸ τὴν Ἐκκλησία ἔρανος, ὁ ἔρανος τῆς Ἡ­μέ­ρας Ἀγάπης. Παρακαλῶ νὰ φανῆτε γενναῖ­οι, ὄχι τσιγγούνηδες. Μὴ τρέμουν ­τὰ χέρια σας, μὴ παθαίνουν πάρκινσον. Δῶστε, δῶστε γιὰ τὸν πλησίον· ἐκ τοῦ περισσεύματος ἢ καὶ ἐκ τοῦ ὑστερήματός σας. Ὑπάρχουν ἀνάγκες πολλές. Ὁ τιμάριθμος ἔχει αὐξηθῆ πολύ, ἁλματωδῶς.
Καὶ ἐνῷ κόσμος ὑποφέρει, ἄλλοι διασκεδά­ζουν καὶ σπαταλοῦν. Ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια δίνουν γιὰ τὸν διάβολο. Γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως;… Ἄχ νὰ μποροῦσα νὰ ἔ­κλεινα τὰ κέντρα τῶν ἁμαρτωλῶν διασκεδάσεων, τὰ κα­ζίνα καὶ τὰ χαρτοπαίγνια! ἄχ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς πείσω νὰ μὴν καπνίζετε!… Πολλοὶ γιὰ τὸ τομάρι καὶ τὰ καπρίτσια τους ξοδεύουν ἑκατομμύρια· κι ὅταν τοὺς ζητήσῃς κάτι νὰ δώσουν γιὰ ἐλεημοσύνη, πετοῦνε ψίχουλα.
 

Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς βοηθήσῃ, ὥστε νὰ φανοῦμε ὅλοι γενναιόδωροι, μὲ ὑψηλὰ φρονήματα, ἄξια παιδιὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ναζωραίου καὶ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ μας· τὸν ὁποῖον, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰ­ῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 18-12-1988

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου