του δημοσιογράφου Κώστα Ονισένκο
Είναι πάγια απορία των ρωσικών «ελίτ» το γιατί μια πληθυσμιακά «μικρή» χώρα όπως η Ελλάδα κατέχει τα ηνία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μπορεί στις διμερείς σχέσεις ή στις δημόσιες ρητορικές της η ρωσική ηγεσία να εκφράζεται με συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και την ορθόδοξη ιστορία μας, ωστόσο δεν αποτελεί μυστικό ότι αυτό ακριβώς το γεγονός αντιμετωπίζεται με
απόλυτη εχθρότητα ως προς το εσωτερικό ακροατήριο.
Οι Ρώσοι ηγέτες εκφράζουν αυτή την απορία ως ένα επιχείρημα για το «πόσο αδικούνται» οι ίδιοι καθώς «έχουν 150 εκατομμύρια ποίμνιο» ενώ ο «Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης», όπως αποκαλούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, έχει «μόλις πέντε εκατομμύρια διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο». Παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι τον αποκαλούν προσβλητικά «Τούρκο Πατριάρχη», «Πατριάρχη της Ισταμπούλ» κ.λπ, οι ίδιοι στο πρόσωπό του βλέπουν έναν Έλληνα.
Η ρωσική ηγεσία θεωρεί εαυτόν «τρίτη Ρώμη», στυλοβάτη της Ορθοδοξίας και άλλα παρόμοια, που ρέπουν έντονα ως προς τον μεγαλοϊδεατισμό.
Και αυτή η πορεία της «τρίτης Ρώμης» θα μπορούσε να έχει μια κάποια καλύτερη τύχη, αν δεν σκόνταφτε πάνω στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εκατομμύρια δολάρια υφαρπάχθηκαν από την ισχνή ρωσική οικονομία και εστάλησαν για την διάδοση της «ρωσικής ιδέας στον Χριστιανισμό», αγόρασαν γαίες στην Παλαιστίνη, εξαγόρασαν συνειδήσεις στην Ευρώπη, έχτισαν «κάστρα» στο Άγιο Όρος, ίδρυσαν και διέφθειραν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Όλα αυτά τα οικονομικά μέσα όμως δεν στάθηκαν ικανά για να λυγίσουν την επιμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους θεσμούς.
Η σύγκρουση της ρωσικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο κρατάει για έναν αιώνα και όποιος θέλει μπορεί να βρει εύκολα ιστορικές πηγές για να μάθει περισσότερα.
«Ένας Τούρκος πολίτης που ζει σε μουσουλμανική χώρα. Δεν έχει λόγο να κάνει κουμάντο στους σλάβους, πολυπληθής κομμάτι Ορθοδόξων». Αυτή είναι το σκεπτικό των επιθέσεων που δέχεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης από τους κυβερνώντες της ρωσικής εκκλησίας και του ρωσικού κράτους. Και το αγαπημένο τους επιχείρημα: «Δεν έχει εξουσία. Εμείς έχουμε». Ένα επιχείρημα που απευθύνεται από την πλούσια και διεφθαρμένη ρωσική ελίτ προς τον ταλαιπωρημένο πλην υπερήφανο λαό. Έναν λαό που είναι διατεθειμένος να κάνει «λίγο υπομονή ακόμα» στα καθημερινά του προβλήματα προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένας ακόμα «εξωτερικός εχθρός», όπως τόσοι και τόσοι εχθροί που επινοεί το Κρεμλίνο για να αποπροσανατολίσει τους πολίτες του από την διαδικασία καταλήστευσης του εθνικού πλούτου, που λαμβάνει χώρα τα τελευταία 20 χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια αυτής της σύγκρουσης, οι ρώσοι πράκτορες (ρασοφόροι και μη) επιδόθηκαν στην προσπάθεια απαξίωσης του Πατριαρχείου. Το κρεσέντο της επίθεσης, που φαίνεται πλέον να οδηγεί σε σοβαρή ρήξη, αφορά την απόφαση στην αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας. Σε αυτό το σημείο παραθέτω τμήμα δήλωσης του Ρώσου προέδρου Β. Πούτιν: «Φτιάξανε αυτή την «Ενωμένη διχαστική εκκλησία» της ενορίας του Ισταμπούλ. Δεν τους αρέσει η ενορία της Μόσχας, θα υπάρχει η ενορία του Ισταμπούλ (χειροκροτήματα). (…) Και τώρα κοιτάξτε τι εξάρτηση δημιουργείται από την Τουρκία. Από το «τούρκικο πατριαρχείο». Εκεί υπάρχουν και διορισμοί και λεφτά, το βασικότερο απ΄όλα. Πιστεύω ότι είναι το μόνο κίνητρο του Βαρθολομαίου: να καθυποτάξει αυτή την περιοχή και μετά να βγάζει και χρήματα από αυτό».
Εντύπωση προκάλεσε όχι μόνον το γεγονός ότι ο ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να επέμβει σε θέματα που υποτίθεται ότι είναι εντελώς έξω από τις αρμοδιότητές του και οι -σχεδόν αγοραίες- εκφράσεις του αλλά και το γεγονός ότι επέλεξε να εστιάσει ειδικά στις εθνικότητες (Τουρκία, Μόσχα) και όχι στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«Το Ποίμνιο του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης είναι διασκορπισμένο σε όλο τον κόσμο, και κυρίως είναι άτομα ελληνικής εθνικότητας ή καταγωγής» είπε σε μια από τις συνεντεύξεις του ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της ρωσικής Εκκλησίας.
Σε άλλο σημείο λέει: «Προσπαθεί (σ.σ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης) να αρπάξει το ποίμνιό μας», «πρόκειται για εγκλήματα που γίνονται με τα χέρια του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στο έδαφος μιας άλλης τοπικής εκκλησίας».
Λέγοντας «Το Πατριαρχείο δεν έχει την εξουσία» οι ρώσοι ηγήτορες εννοούν «οι Έλληνες δεν έχουν την εξουσία». Και θα ήθελαν αυτό να είναι πραγματικότητα, θα ήθελαν η Καινή Διαθήκη να μην είχε γραφτεί στην ελληνική γλώσσα, να μην είναι αναγκασμένοι οι ιερείς τους να μαθαίνουν ελληνικά, να μην είχε γραφτεί στην Πάτμο η Αποκάλυψη. Θα ήθελαν το Άγιο Όρος να μην αποτελεί ελληνικό έδαφος (σε αυτό θα αναφερθώ εκτενέστερα άλλη φορά).
Θα ήθελαν ακόμα και η γραφή τους να μην είναι ένα ευγενικό δώρο των Ελλήνων.
Και φυσικά, οι Έλληνες να μην βρίσκονται στην κεφαλή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Και εφόσον η πραγματικότητα δεν τους βολεύει, προσπαθούν να την αλλάξουν, διαθέτοντας κονδύλια για να υποβαθμίσουν την εξουσία του Πατριαρχείου, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Και ειδικά τα τελευταία χρόνια διότι, πρώτον, η Ρωσική εκκλησία φαίνεται καθαρά να αποτελεί ένα από τα εργαλεία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και, δεύτερον, λόγω της ένοπλης εισβολής του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία και της κατάληψης της Κριμαίας, το Κρεμλίνο αναζητά όλους τους μοχλούς πίεσης που μπορεί να βρει προκειμένου να συγκρατήσει τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην γκανγκστερική συμπεριφορά του.
Στη βάση της ρωσικής συμπεριφοράς στο εκκλησιαστικό βρίσκεται μια σοβαρή παρανόηση που διέπει τη ρωσική εξωτερική πολιτική στο σύνολό της: Το δίκαιο του ισχυρού (μια έννοια αντεστραμμένη της Ισχύος του Δικαίου). Τα χρόνια του σύγχρονου ρωσικού κράτους οι σχέσεις μέσα και έξω από το αυτό κτίζονται με μόνο υλικό την επιβολή. Επιβολή είτε μέσω οικονομικών συναλλαγών, είτε μέσω ωμής βίας. Όσον αφορά το εσωτερικό της χώρας, αυτός ο τρόπος επίλυσης των θεμάτων αποτελεί κανόνα. Κατά συνέπεια, οι ρωσικές «ελίτ», με απόλυτη ειλικρίνεια, δεν μπορούν να κατανοήσουν το γιατί τα εκατομμύρια πετρέλαιο- ρούβλια που σκορπούν δεν μπορούν να υπερνικήσουν μερικά κατασκονισμένα έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά είναι οι Κανόνες και βάσει αυτών το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί την μόνη πηγή κανονικού δικαίου για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με την απόφαση για παροχή αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία, η Ρωσική Εκκλησία διέκοψε την κοινωνία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με «κοσμικούς όρους» αυτό σημαίνει διακοπή διπλωματικών σχέσεων. Η Ρωσική Εκκλησία πιθανότατα περίμενε σε αυτή την απόφαση περισσότερη στήριξη από τις «φιλικά προσκείμενες» εκκλησίες της Βουλγαρίας και Σερβίας. Ωστόσο προς το παρόν φαίνεται να μένει μόνη και απομονωμένη. Οι άλλες Εκκλησίες, ακόμα και αν βλέπουν θετικά την ρωσική εκκλησία, δεν φαίνονται διατεθειμένες να συγκρουστούν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να βρεθούν επίσης στην απομόνωση. Γιατί καλές οι φιλίες και τα δωράκια αλλά ο καθένας έχει να κοιτάξει το «σπίτι» του. Και κάπως έτσι η Ρωσική εκκλησία ακολουθεί την μοναχική πορεία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Γιατί όμως τόσο έντονη αντίδραση λόγω της Ουκρανίας; Υπάρχει πληθώρα αιτιών, ωστόσο θα σταθούμε σε τέσσερις:
1. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι ενορίες στην Ουκρανία αποτελούν το ένα τρίτο του συνόλου της Ρωσικής Εκκλησίας. Και μάλιστα το πιο δυναμικό κομμάτι του, γιατί, σε αντίθεση με τον γερασμένο πληθυσμό της Ρωσίας, η Ουκρανική επαρχία έχει πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη και καλύτερο δημογραφικό. Αυτό έχει επέκταση στην συνολική ισχύ της Εκκλησίας πληθυσμιακά, οικονομικά κ.λπ.
2. Δεύτερον, οι -ελεγχόμενοι από τη Ρωσία- ιερείς μπορούν να χρησιμοποιούνται από το Κρεμλίνο ως ένα φερέφωνο που θα περνάει την άποψή του και θα δρα αποσταθεροποιητικά στην Ουκρανία, με φόντο τον πόλεμο που εξελίσσεται στα ανατολικά της χώρας. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που έχει ακουστεί από ρωσικά «χείλη», ότι δηλαδή θα πρέπει να υποστηρίζονται οι φιλορώσοι εντός της Ουκρανίας ως εργαλείο ρωσικών συμφερόντων, αντί να ενταχθούν στη Ρωσία. Μια τέτοια ιδέα φαίνεται να επικρατεί και όσον αφορά τις αποσχισθείσες εμπόλεμες περιοχές του Ντονέτσκ και Λουγάνσκ, αλλά και αυτό είναι θέμα για ξεχωριστό άρθρο.
3. Το 988 μ.Χ, όταν ο λαός του Κιέβου ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, στη θέση της Μόσχας υπήρχαν μόνοι βάλτοι και δάση ενώ το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύθηκε μόλις το 1589. Άρα, με την αναγνώριση της αυτονομίας της Εκκλησίας του Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, η Μόσχα χάνει την ηγεμονία της (από ιστορικής άποψης) στον σλαβικό χώρο.
4. Και τέταρτο αίτιο, το οποίο περισσότερο αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, είναι η ποιότητα της ίδιας της εκκλησίας. Και σε αυτό θέλω να σταθώ.
Είναι σχεδόν σοκαριστική η αντίδραση των σλάβων που επισκέπτονται για πρώτη φορά ελληνικές εκκλησίες. Η διαφορά από τις δικές τους εκκλησίες είναι ποιοτική. Και μιλάω για την συμπεριφορά των πιστών απέναντι στην πίστη και στους κληρικούς.
Οι άντρες δεν πέφτουν στα γόνατα, οι γυναίκες δεν φορούν μαντίλες στα κεφάλια.
Οι ναοί δεν μοιάζουν με εμπορικά καταστήματα πώλησης εκκλησιαστικών ειδών.
Οι περισσότεροι Έλληνες ιερείς είναι ευγενικοί και δεν απαιτούν μια δουλική υποταγή απέναντι σε ένα πλήθος από κανόνες που λίγοι ξέρουν και καταλαβαίνουν.
Ο ιερέας δεν έρχεται για να επιβάλλει και να απαγορεύσει αλλά για να βοηθήσει. Και αυτό είναι ένα στοιχείο του Ελληνισμού, ένα στοιχείο φωτός απέναντι στον σκοταδισμό.
Και ένας πιστός που νιώθει αγαλλίαση και αγάπη αντί για φόβο και ενοχή είναι ένας πιστός που δεν κατευθύνεται εύκολα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι ένας πιστός – απειλή για ένα απολυταρχικό και κλεπτοκρατικό κράτος, όπως είναι η σημερινή Ρωσία. Ακόμα και η ιδέα ότι υπάρχει αυτού του είδους η Ορθοδοξία, είναι απειλή.
Και αυτό ίσως, ένα από τα τελευταία εφευρήματα της Ρωσικής Εκκλησίας είναι η κατηγορία ως «σχισματικού» το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Χάνοντας» σε θεσμικό επίπεδο, η λοιδορία και τα αντιθεσμικά χτυπήματα εναντίων του Οικουμενικού Πατριάρχη αφενός και η υποκίνηση βίας μέσα στην Ουκρανία (με θρησκευτική χροιά) αφετέρου είναι οι τακτικές που αναμένεται να ακολουθήσει το Κρεμλίνο. Η Ουκρανία, από την πλευρά της, θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια: θα πολεμάει για την επιβίωσή της απέναντι σε έναν προβληματικό γείτονα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης φαίνεται επίσης να μην υποχωρεί. Το γιατί έχει κρατήσει μια τόσο σθεναρή στάση απέναντι στους επιθετικούς Ρώσους είναι ένα ερώτημα που με έχει απασχολήσει αρκετά. Έχω λάβει διάφορες απαντήσεις σε αυτό. Θα παραθέσω μια από αυτές τις απαντήσεις.
Μου την έδωσε πρόσφατα ο ηγούμενος της Μονής Ξενοφώντος Αλέξιος, στο Άγιο Όρος:
«Οι Ρώσοι μπορεί να έχουν και πολλά χρήματα και δύναμη και όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα που λέτε. Αυτά όμως είναι πράγματα κοσμικά, που δεν έχουν τόσο μεγάλη ουσία. Ο Πατριάρχης κατέχει την εξουσία αιώνων διακυβέρνησης όλων των Οικουμενικών Πατριαρχών που πέρασαν ανά τους αιώνες και οδήγησαν την Εκκλησία μας. Αυτή η δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη, ακόμα και αν δεν γίνεται εύκολα κατανοητή από τον απλό άνθρωπο». Και αυτή η δύναμη, έχω να προσθέσω σε αυτό το σημείο, ονομάζεται και Θεσμός. Μια έννοια ξένη προς την αντίληψη του Κρεμλίνου.
Και ποιο είναι μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα; Κατά τη διάρκεια ενός αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης, για τους Ρώσους (και τους άλλους λαούς που εξουσίαζαν), ήταν ο «Πατριάρχης της Ιστανμπούλ». Σήμερα, για μεγάλο μέρος αυτών των ανθρώπων ο Βαρθολομαίος έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης. Ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να τα βάλει με τους «δυνατούς» για να υπερασπιστεί το δίκιο ενός πληγωμένου λαού. Να υπερασπιστεί και τον ρόλο του ίδιου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν τέλει.
Προφανώς οι διαφωνίες μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας δεν έχουν τελειώσει και ούτε πρόκειται ωστόσο οι διαφωνίες αυτές λύνονται μέσα από τους Κανόνες και όχι μέσω της ισχύος. Και τους κανόνες αυτούς κάποτε τους έγραψαν Έλληνες και μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια του Θεού, φυλάττονται από Έλληνες. Εν προκειμένω από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Είναι πάγια απορία των ρωσικών «ελίτ» το γιατί μια πληθυσμιακά «μικρή» χώρα όπως η Ελλάδα κατέχει τα ηνία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μπορεί στις διμερείς σχέσεις ή στις δημόσιες ρητορικές της η ρωσική ηγεσία να εκφράζεται με συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και την ορθόδοξη ιστορία μας, ωστόσο δεν αποτελεί μυστικό ότι αυτό ακριβώς το γεγονός αντιμετωπίζεται με
απόλυτη εχθρότητα ως προς το εσωτερικό ακροατήριο.
Οι Ρώσοι ηγέτες εκφράζουν αυτή την απορία ως ένα επιχείρημα για το «πόσο αδικούνται» οι ίδιοι καθώς «έχουν 150 εκατομμύρια ποίμνιο» ενώ ο «Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης», όπως αποκαλούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, έχει «μόλις πέντε εκατομμύρια διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο». Παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι τον αποκαλούν προσβλητικά «Τούρκο Πατριάρχη», «Πατριάρχη της Ισταμπούλ» κ.λπ, οι ίδιοι στο πρόσωπό του βλέπουν έναν Έλληνα.
Η ρωσική ηγεσία θεωρεί εαυτόν «τρίτη Ρώμη», στυλοβάτη της Ορθοδοξίας και άλλα παρόμοια, που ρέπουν έντονα ως προς τον μεγαλοϊδεατισμό.
Και αυτή η πορεία της «τρίτης Ρώμης» θα μπορούσε να έχει μια κάποια καλύτερη τύχη, αν δεν σκόνταφτε πάνω στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εκατομμύρια δολάρια υφαρπάχθηκαν από την ισχνή ρωσική οικονομία και εστάλησαν για την διάδοση της «ρωσικής ιδέας στον Χριστιανισμό», αγόρασαν γαίες στην Παλαιστίνη, εξαγόρασαν συνειδήσεις στην Ευρώπη, έχτισαν «κάστρα» στο Άγιο Όρος, ίδρυσαν και διέφθειραν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Όλα αυτά τα οικονομικά μέσα όμως δεν στάθηκαν ικανά για να λυγίσουν την επιμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους θεσμούς.
Η σύγκρουση της ρωσικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο κρατάει για έναν αιώνα και όποιος θέλει μπορεί να βρει εύκολα ιστορικές πηγές για να μάθει περισσότερα.
«Ένας Τούρκος πολίτης που ζει σε μουσουλμανική χώρα. Δεν έχει λόγο να κάνει κουμάντο στους σλάβους, πολυπληθής κομμάτι Ορθοδόξων». Αυτή είναι το σκεπτικό των επιθέσεων που δέχεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης από τους κυβερνώντες της ρωσικής εκκλησίας και του ρωσικού κράτους. Και το αγαπημένο τους επιχείρημα: «Δεν έχει εξουσία. Εμείς έχουμε». Ένα επιχείρημα που απευθύνεται από την πλούσια και διεφθαρμένη ρωσική ελίτ προς τον ταλαιπωρημένο πλην υπερήφανο λαό. Έναν λαό που είναι διατεθειμένος να κάνει «λίγο υπομονή ακόμα» στα καθημερινά του προβλήματα προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένας ακόμα «εξωτερικός εχθρός», όπως τόσοι και τόσοι εχθροί που επινοεί το Κρεμλίνο για να αποπροσανατολίσει τους πολίτες του από την διαδικασία καταλήστευσης του εθνικού πλούτου, που λαμβάνει χώρα τα τελευταία 20 χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια αυτής της σύγκρουσης, οι ρώσοι πράκτορες (ρασοφόροι και μη) επιδόθηκαν στην προσπάθεια απαξίωσης του Πατριαρχείου. Το κρεσέντο της επίθεσης, που φαίνεται πλέον να οδηγεί σε σοβαρή ρήξη, αφορά την απόφαση στην αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας. Σε αυτό το σημείο παραθέτω τμήμα δήλωσης του Ρώσου προέδρου Β. Πούτιν: «Φτιάξανε αυτή την «Ενωμένη διχαστική εκκλησία» της ενορίας του Ισταμπούλ. Δεν τους αρέσει η ενορία της Μόσχας, θα υπάρχει η ενορία του Ισταμπούλ (χειροκροτήματα). (…) Και τώρα κοιτάξτε τι εξάρτηση δημιουργείται από την Τουρκία. Από το «τούρκικο πατριαρχείο». Εκεί υπάρχουν και διορισμοί και λεφτά, το βασικότερο απ΄όλα. Πιστεύω ότι είναι το μόνο κίνητρο του Βαρθολομαίου: να καθυποτάξει αυτή την περιοχή και μετά να βγάζει και χρήματα από αυτό».
Εντύπωση προκάλεσε όχι μόνον το γεγονός ότι ο ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να επέμβει σε θέματα που υποτίθεται ότι είναι εντελώς έξω από τις αρμοδιότητές του και οι -σχεδόν αγοραίες- εκφράσεις του αλλά και το γεγονός ότι επέλεξε να εστιάσει ειδικά στις εθνικότητες (Τουρκία, Μόσχα) και όχι στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«Το Ποίμνιο του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης είναι διασκορπισμένο σε όλο τον κόσμο, και κυρίως είναι άτομα ελληνικής εθνικότητας ή καταγωγής» είπε σε μια από τις συνεντεύξεις του ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της ρωσικής Εκκλησίας.
Σε άλλο σημείο λέει: «Προσπαθεί (σ.σ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης) να αρπάξει το ποίμνιό μας», «πρόκειται για εγκλήματα που γίνονται με τα χέρια του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στο έδαφος μιας άλλης τοπικής εκκλησίας».
Λέγοντας «Το Πατριαρχείο δεν έχει την εξουσία» οι ρώσοι ηγήτορες εννοούν «οι Έλληνες δεν έχουν την εξουσία». Και θα ήθελαν αυτό να είναι πραγματικότητα, θα ήθελαν η Καινή Διαθήκη να μην είχε γραφτεί στην ελληνική γλώσσα, να μην είναι αναγκασμένοι οι ιερείς τους να μαθαίνουν ελληνικά, να μην είχε γραφτεί στην Πάτμο η Αποκάλυψη. Θα ήθελαν το Άγιο Όρος να μην αποτελεί ελληνικό έδαφος (σε αυτό θα αναφερθώ εκτενέστερα άλλη φορά).
Θα ήθελαν ακόμα και η γραφή τους να μην είναι ένα ευγενικό δώρο των Ελλήνων.
Και φυσικά, οι Έλληνες να μην βρίσκονται στην κεφαλή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Και εφόσον η πραγματικότητα δεν τους βολεύει, προσπαθούν να την αλλάξουν, διαθέτοντας κονδύλια για να υποβαθμίσουν την εξουσία του Πατριαρχείου, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Και ειδικά τα τελευταία χρόνια διότι, πρώτον, η Ρωσική εκκλησία φαίνεται καθαρά να αποτελεί ένα από τα εργαλεία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και, δεύτερον, λόγω της ένοπλης εισβολής του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία και της κατάληψης της Κριμαίας, το Κρεμλίνο αναζητά όλους τους μοχλούς πίεσης που μπορεί να βρει προκειμένου να συγκρατήσει τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην γκανγκστερική συμπεριφορά του.
Στη βάση της ρωσικής συμπεριφοράς στο εκκλησιαστικό βρίσκεται μια σοβαρή παρανόηση που διέπει τη ρωσική εξωτερική πολιτική στο σύνολό της: Το δίκαιο του ισχυρού (μια έννοια αντεστραμμένη της Ισχύος του Δικαίου). Τα χρόνια του σύγχρονου ρωσικού κράτους οι σχέσεις μέσα και έξω από το αυτό κτίζονται με μόνο υλικό την επιβολή. Επιβολή είτε μέσω οικονομικών συναλλαγών, είτε μέσω ωμής βίας. Όσον αφορά το εσωτερικό της χώρας, αυτός ο τρόπος επίλυσης των θεμάτων αποτελεί κανόνα. Κατά συνέπεια, οι ρωσικές «ελίτ», με απόλυτη ειλικρίνεια, δεν μπορούν να κατανοήσουν το γιατί τα εκατομμύρια πετρέλαιο- ρούβλια που σκορπούν δεν μπορούν να υπερνικήσουν μερικά κατασκονισμένα έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά είναι οι Κανόνες και βάσει αυτών το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί την μόνη πηγή κανονικού δικαίου για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με την απόφαση για παροχή αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία, η Ρωσική Εκκλησία διέκοψε την κοινωνία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με «κοσμικούς όρους» αυτό σημαίνει διακοπή διπλωματικών σχέσεων. Η Ρωσική Εκκλησία πιθανότατα περίμενε σε αυτή την απόφαση περισσότερη στήριξη από τις «φιλικά προσκείμενες» εκκλησίες της Βουλγαρίας και Σερβίας. Ωστόσο προς το παρόν φαίνεται να μένει μόνη και απομονωμένη. Οι άλλες Εκκλησίες, ακόμα και αν βλέπουν θετικά την ρωσική εκκλησία, δεν φαίνονται διατεθειμένες να συγκρουστούν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να βρεθούν επίσης στην απομόνωση. Γιατί καλές οι φιλίες και τα δωράκια αλλά ο καθένας έχει να κοιτάξει το «σπίτι» του. Και κάπως έτσι η Ρωσική εκκλησία ακολουθεί την μοναχική πορεία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Γιατί όμως τόσο έντονη αντίδραση λόγω της Ουκρανίας; Υπάρχει πληθώρα αιτιών, ωστόσο θα σταθούμε σε τέσσερις:
1. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι ενορίες στην Ουκρανία αποτελούν το ένα τρίτο του συνόλου της Ρωσικής Εκκλησίας. Και μάλιστα το πιο δυναμικό κομμάτι του, γιατί, σε αντίθεση με τον γερασμένο πληθυσμό της Ρωσίας, η Ουκρανική επαρχία έχει πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη και καλύτερο δημογραφικό. Αυτό έχει επέκταση στην συνολική ισχύ της Εκκλησίας πληθυσμιακά, οικονομικά κ.λπ.
2. Δεύτερον, οι -ελεγχόμενοι από τη Ρωσία- ιερείς μπορούν να χρησιμοποιούνται από το Κρεμλίνο ως ένα φερέφωνο που θα περνάει την άποψή του και θα δρα αποσταθεροποιητικά στην Ουκρανία, με φόντο τον πόλεμο που εξελίσσεται στα ανατολικά της χώρας. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που έχει ακουστεί από ρωσικά «χείλη», ότι δηλαδή θα πρέπει να υποστηρίζονται οι φιλορώσοι εντός της Ουκρανίας ως εργαλείο ρωσικών συμφερόντων, αντί να ενταχθούν στη Ρωσία. Μια τέτοια ιδέα φαίνεται να επικρατεί και όσον αφορά τις αποσχισθείσες εμπόλεμες περιοχές του Ντονέτσκ και Λουγάνσκ, αλλά και αυτό είναι θέμα για ξεχωριστό άρθρο.
3. Το 988 μ.Χ, όταν ο λαός του Κιέβου ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, στη θέση της Μόσχας υπήρχαν μόνοι βάλτοι και δάση ενώ το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύθηκε μόλις το 1589. Άρα, με την αναγνώριση της αυτονομίας της Εκκλησίας του Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, η Μόσχα χάνει την ηγεμονία της (από ιστορικής άποψης) στον σλαβικό χώρο.
4. Και τέταρτο αίτιο, το οποίο περισσότερο αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, είναι η ποιότητα της ίδιας της εκκλησίας. Και σε αυτό θέλω να σταθώ.
Είναι σχεδόν σοκαριστική η αντίδραση των σλάβων που επισκέπτονται για πρώτη φορά ελληνικές εκκλησίες. Η διαφορά από τις δικές τους εκκλησίες είναι ποιοτική. Και μιλάω για την συμπεριφορά των πιστών απέναντι στην πίστη και στους κληρικούς.
Οι άντρες δεν πέφτουν στα γόνατα, οι γυναίκες δεν φορούν μαντίλες στα κεφάλια.
Οι ναοί δεν μοιάζουν με εμπορικά καταστήματα πώλησης εκκλησιαστικών ειδών.
Οι περισσότεροι Έλληνες ιερείς είναι ευγενικοί και δεν απαιτούν μια δουλική υποταγή απέναντι σε ένα πλήθος από κανόνες που λίγοι ξέρουν και καταλαβαίνουν.
Ο ιερέας δεν έρχεται για να επιβάλλει και να απαγορεύσει αλλά για να βοηθήσει. Και αυτό είναι ένα στοιχείο του Ελληνισμού, ένα στοιχείο φωτός απέναντι στον σκοταδισμό.
Και ένας πιστός που νιώθει αγαλλίαση και αγάπη αντί για φόβο και ενοχή είναι ένας πιστός που δεν κατευθύνεται εύκολα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι ένας πιστός – απειλή για ένα απολυταρχικό και κλεπτοκρατικό κράτος, όπως είναι η σημερινή Ρωσία. Ακόμα και η ιδέα ότι υπάρχει αυτού του είδους η Ορθοδοξία, είναι απειλή.
Και αυτό ίσως, ένα από τα τελευταία εφευρήματα της Ρωσικής Εκκλησίας είναι η κατηγορία ως «σχισματικού» το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Χάνοντας» σε θεσμικό επίπεδο, η λοιδορία και τα αντιθεσμικά χτυπήματα εναντίων του Οικουμενικού Πατριάρχη αφενός και η υποκίνηση βίας μέσα στην Ουκρανία (με θρησκευτική χροιά) αφετέρου είναι οι τακτικές που αναμένεται να ακολουθήσει το Κρεμλίνο. Η Ουκρανία, από την πλευρά της, θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια: θα πολεμάει για την επιβίωσή της απέναντι σε έναν προβληματικό γείτονα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης φαίνεται επίσης να μην υποχωρεί. Το γιατί έχει κρατήσει μια τόσο σθεναρή στάση απέναντι στους επιθετικούς Ρώσους είναι ένα ερώτημα που με έχει απασχολήσει αρκετά. Έχω λάβει διάφορες απαντήσεις σε αυτό. Θα παραθέσω μια από αυτές τις απαντήσεις.
Μου την έδωσε πρόσφατα ο ηγούμενος της Μονής Ξενοφώντος Αλέξιος, στο Άγιο Όρος:
«Οι Ρώσοι μπορεί να έχουν και πολλά χρήματα και δύναμη και όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα που λέτε. Αυτά όμως είναι πράγματα κοσμικά, που δεν έχουν τόσο μεγάλη ουσία. Ο Πατριάρχης κατέχει την εξουσία αιώνων διακυβέρνησης όλων των Οικουμενικών Πατριαρχών που πέρασαν ανά τους αιώνες και οδήγησαν την Εκκλησία μας. Αυτή η δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη, ακόμα και αν δεν γίνεται εύκολα κατανοητή από τον απλό άνθρωπο». Και αυτή η δύναμη, έχω να προσθέσω σε αυτό το σημείο, ονομάζεται και Θεσμός. Μια έννοια ξένη προς την αντίληψη του Κρεμλίνου.
Και ποιο είναι μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα; Κατά τη διάρκεια ενός αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης, για τους Ρώσους (και τους άλλους λαούς που εξουσίαζαν), ήταν ο «Πατριάρχης της Ιστανμπούλ». Σήμερα, για μεγάλο μέρος αυτών των ανθρώπων ο Βαρθολομαίος έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης. Ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να τα βάλει με τους «δυνατούς» για να υπερασπιστεί το δίκιο ενός πληγωμένου λαού. Να υπερασπιστεί και τον ρόλο του ίδιου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν τέλει.
Προφανώς οι διαφωνίες μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας δεν έχουν τελειώσει και ούτε πρόκειται ωστόσο οι διαφωνίες αυτές λύνονται μέσα από τους Κανόνες και όχι μέσω της ισχύος. Και τους κανόνες αυτούς κάποτε τους έγραψαν Έλληνες και μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια του Θεού, φυλάττονται από Έλληνες. Εν προκειμένω από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου