Ως βασικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής χρησιμοποιεί η Ρωσία τον
πετρελαϊκό γίγαντα Rosneft προκειμένου να επεκτείνει την επιρροή της
στον κόσμο και να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμφέροντα των Ηνωμένων
Πολιτειών.
Για την τρίτη μεγαλύτερη παραγωγό πετρελαίου και πρώτη μεγαλύτερη φυσικού αερίου παγκοσμίως, η ενέργεια ήδη από την
εποχή της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε αγαθό ζωτικής σημασίας αλλά και μέσο οικονομικής προόδου.
Όμως, με την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία στις αρχές του 2000, η ενεργειακή επιρροή της Ρωσίας εκτοξεύτηκε με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να αποτελούν μοχλό πίεσης προς την εξυπηρέτηση των ρωσικών γεωπολιτικών συμφερόντων και δη στην αγορά της Ευρώπης, η οποία αποτελεί και τον μεγαλύτερο αποδέκτη των ρωσικών ενεργειακών πόρων.
Η Rosneft της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά το ήμισυ στο ρωσικό κράτος, έχει διεισδύσει -όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο αναλυτής επί ενεργειακών θεμάτων των «New York Times» Κλίφορντ Κράους, σε πολιτικά «ευαίσθητες» χώρες, όπως στην Κούβα, την Κίνα και προσφάτως στην Αίγυπτο, όπου έκλεισε συμφωνία για να αποκτήσει το 30% της σύμπραξης, σε σχέση με την εκμετάλλευση του αιγυπτιακού κοιτάσματος Ζορ, του μεγαλύτερου στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα αναζητεί είσοδο σε περιοχές εξέχουσας στρατηγικής σημασίας για την Ουάσιγκτον, όπως είναι η Αφρική ή το Ιράν, συχνά κόντρα στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στόχος της, να «προλάβει» ανταγωνιστικά σχέδια και κυρίως, να αυξήσει την επιρροή της στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Πριν λίγες μέρες η Rosneft συνήψε με τις αρχές του Ερμπίλ συμφωνία για τον έλεγχο του βασικού αγωγού πετρελαίου στο Κουρδιστάν του Ιράκ, υποβαθμίζοντας τις προσπάθειες της Βαγδάτης να απομονώσει οικονομικά τον πλούσιο σε πετρελαϊκά αποθέματα κουρδικό θύλακα, με τον οποίο βρίσκεται σε βαθιά κρίση μετά και το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας της ημιαυτόνομης περιοχής.
Παρά τις σκληρές δηλώσεις του υπουργού Πετρελαίου του Ιράκ ότι μόνο η Βαγδάτη μπορεί να καταρτίζει συμφωνίες για τα πετρελαϊκά ιρακινά αποθέματα, η απάντηση του διευθύνοντος συμβούλου της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν ήταν κατηγορηματική: «Λύστε μόνοι σας τις διαφορές σας. Είναι δικό σας πρόβλημα. Το δικό μου είναι η παραγωγή πετρελαίου».
Όπως υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Γκόλντγουιν, ανώτατος διπλωμάτης επί ενεργειακών θεμάτων στην πρώτη κυβέρνηση Ομπάμα, «το να μπορεί η Ρωσία να διαδραματίζει ρόλο στα πολιτικά δρώμενα των Κούρδων είναι χρήσιμο για τη Συρία, ενώ αποτελεί επίσης μοχλό πίεσης για την Τουρκία» σε μια σαφή αναφορά ότι μέσω της διπλωματίας του πετρελαίου, η Μόσχα είναι καίριος παίκτης σε περιοχές έντονου αμερικανικού- νατοϊκού ενδιαφέροντος και συμφερόντων.
Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση εξάλλου στη Συρία, δηλωτική της πρόθεσης του Κρεμλίνου, να πρωταγωνιστεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, άλλαξε άρδην την ισορροπία δυνάμεων αφού συνέβαλε στην ήττα της συριακής αντιπολίτευσης και του Ισλαμικού Κράτους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έντονων γεωπολιτικών αλλαγών, καταγράφεται η ιστορική επίσκεψη του μονάρχη Σαλμάν στη Μόσχα, η πρώτη που πραγματοποίησε ποτέ Σαουδάραβας βασιλιάς στα 90 χρόνια διπλωματικών σχέσεων.
Στην κορυφή της ατζέντας, ήταν «ο μαύρος χρυσός» με το αμερικανικό δίκτυο Bloomberg να μεταδίδει πληροφορίες για σχέδιο επενδύσεων Μόσχας- Ριάντ στη μεγαλύτερη ρωσική εταιρεία γεωτρήσεων πετρελαίου Eurasia Drilling.
Η διπλωματία του ρωσικού πετρελαίου επεκτείνεται και στο Ιράν, άλλη μια χώρα του Κόλπου που παράγει αλλά και εξάγει πετρέλαιο.
Την περασμένη Τετάρτη η Rosneft και η Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρεία (NIOC) του Ιράν παρουσίασαν οδικό χάρτη για την υλοποίηση κοινών έργων εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου επί ιρανικού εδάφους, που μπορεί να αγγίζει συνολικά τα 55 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Η σύμπραξη αποκτά ιδιαίτερο βάρος γύρω από τις περιφερειακές φιλοδοξίες των δυο χωρών, με δεδομένο τον καταλυτικό ρόλο των σιιτικών πολιτοφυλακών -υπό την καθοδήγηση των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν- υπέρ του συμμάχου της Ρωσίας Άσαντ στη Συρία.
Ωστόσο η ενεργειακή στρατηγική της Ρωσίας διερευνά δυνατότητες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, σε μια σαφή προσπάθεια -όπως εκτιμούν αναλυτές- να αναβαθμίσει το ρόλο της από σημαντική περιφερειακή δύναμη σε παίκτη παγκόσμιου βεληνεκούς.
Στις αρχές του περασμένου μήνα, ο ισχυρός άνδρας της Rosneft Σετσίν είχε συνάντηση με Υπουργό Ενέργειας της Κούβας Αλφρέντο Λόπεζ, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν κοινά έργα εξόρυξης αλλά και η συνεργασία για τον εκσυγχρονισμό των διυλιστηρίων «Cienfuegos Oil» της νησιωτικής χώρας.
Την ίδια ώρα, η ακμάζουσα αγορά της Ανατολικής Ασίας και ιδιαίτερα της Κίνας που χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες εισαγωγών πετρελαίου, προβάλει νέες ευκαιρίες για τη Ρωσία. Εδώ και τρία χρόνια η σινο-ρωσική πετρελαϊκή συμμαχία επισφραγίστηκε με συμφωνίες ανάμεσα στη Rosneft και την κινεζική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία CNPC, ενώ ο ρωσικός γίγαντας σχεδιάζει με την ιδιωτική κινεζική εταιρείας ενέργειας CEFC τη δημιουργία ενός κοινού επενδυτικού Ταμείου, συνεχίζοντας την αρμονική ενεργειακή σχέση Πεκίνου-Μόσχας.
Μια αμοιβαία επωφελής σχέση η οποία συνέβαλε όχι μόνο στην οικονομική ενίσχυση της Ρωσίας στη διετία αποκλεισμού της από τη Δύση -εξαιτίας της Κριμαίας- αλλά και στην ενίσχυση της ενεργειακής πολιτικής της Κίνας με εισαγωγή ενεργειακών αποθεμάτων σε χαμηλές τιμές.
Στην ερώτηση για το πως θα μπορούσε να επηρεάσει την Ελλάδα η πολιτική ρωσικής «επέμβασης» σε ευαίσθητες για τις Ηνωμένες Πολιτείες περιοχές, ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Διπλωματίας και Διεθνών Σχέσεων του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος, Δρ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος , απάντησε:
Σίγουρα ενδιαφέρεται η Ρωσική Ομοσπονδία για την διεθνή της παρουσία και ρόλο. Όλα αυτά όμως διαφοροποιούνται ανά χώρα, περιοχή και συγκεκριμένες οικονομικές και γεωστρατηγικές συνθήκες.
Την Ελλάδα λχ την θέλουν σαν μια χώρα φιλική αλλά πάντα σαν χώρα μέλος της ΕΕ.
Ποτέ η Ρωσία δεν θα ενεθάρρυνε σπάσιμο των σχέσεων Ελλάδας - Ευρώπης διότι δεν θα είχε κανένα συμφέρον από κάτι τέτοιο.
Εκτός Ευρώπης η Ελλάδα θα ήταν μια χώρα φτωχή, προβληματική με το χέρι πάντα απλωμένο για βοήθεια.
Εντός της Ένωσης και του ΝΑΤΟ η χώρα μας θα μπορούσε να μετριάσει αντι-ρωσική υστερία κάποιων κύκλων της Δύσης σε όλα τα επίπεδα. Στον τομέα της ενέργείας με έξυπνες κινήσεις θα μπορούσαμε και τις ΗΠΑ να έχουμε ευχαριστημένες - ιδιαίτερα τώρα που οι σχέσεις τους με την Τουρκία δεν είναι ιδιαίτερα ρόδινες - αλλά και τις ενεργειακές μας ανάγκες να έχουμε καλυμμένες με σωστές τοποθετήσεις σε ζητήματα που ενδιαφέρουν την Ρωσία (λχ εξασφαλισμένο πελατολόγιο για την GAZPROM).
Κάποιες βλακώδεις δηλώσεις του παρελθόντος, πως σε λίγα 24ωρα θα εισέρεαν δήθεν δις δολάρια από Ρωσία για τον Southstream, μόνο καλό δεν έκαναν στις ελληνορωσικές σχέσεις.
απο τη Μαριλένα Γεραντώνη
απο τα tanea.gr
Για την τρίτη μεγαλύτερη παραγωγό πετρελαίου και πρώτη μεγαλύτερη φυσικού αερίου παγκοσμίως, η ενέργεια ήδη από την
εποχή της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε αγαθό ζωτικής σημασίας αλλά και μέσο οικονομικής προόδου.
Όμως, με την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία στις αρχές του 2000, η ενεργειακή επιρροή της Ρωσίας εκτοξεύτηκε με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να αποτελούν μοχλό πίεσης προς την εξυπηρέτηση των ρωσικών γεωπολιτικών συμφερόντων και δη στην αγορά της Ευρώπης, η οποία αποτελεί και τον μεγαλύτερο αποδέκτη των ρωσικών ενεργειακών πόρων.
Η Rosneft της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά το ήμισυ στο ρωσικό κράτος, έχει διεισδύσει -όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο αναλυτής επί ενεργειακών θεμάτων των «New York Times» Κλίφορντ Κράους, σε πολιτικά «ευαίσθητες» χώρες, όπως στην Κούβα, την Κίνα και προσφάτως στην Αίγυπτο, όπου έκλεισε συμφωνία για να αποκτήσει το 30% της σύμπραξης, σε σχέση με την εκμετάλλευση του αιγυπτιακού κοιτάσματος Ζορ, του μεγαλύτερου στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα αναζητεί είσοδο σε περιοχές εξέχουσας στρατηγικής σημασίας για την Ουάσιγκτον, όπως είναι η Αφρική ή το Ιράν, συχνά κόντρα στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στόχος της, να «προλάβει» ανταγωνιστικά σχέδια και κυρίως, να αυξήσει την επιρροή της στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Πριν λίγες μέρες η Rosneft συνήψε με τις αρχές του Ερμπίλ συμφωνία για τον έλεγχο του βασικού αγωγού πετρελαίου στο Κουρδιστάν του Ιράκ, υποβαθμίζοντας τις προσπάθειες της Βαγδάτης να απομονώσει οικονομικά τον πλούσιο σε πετρελαϊκά αποθέματα κουρδικό θύλακα, με τον οποίο βρίσκεται σε βαθιά κρίση μετά και το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας της ημιαυτόνομης περιοχής.
Παρά τις σκληρές δηλώσεις του υπουργού Πετρελαίου του Ιράκ ότι μόνο η Βαγδάτη μπορεί να καταρτίζει συμφωνίες για τα πετρελαϊκά ιρακινά αποθέματα, η απάντηση του διευθύνοντος συμβούλου της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν ήταν κατηγορηματική: «Λύστε μόνοι σας τις διαφορές σας. Είναι δικό σας πρόβλημα. Το δικό μου είναι η παραγωγή πετρελαίου».
Όπως υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Γκόλντγουιν, ανώτατος διπλωμάτης επί ενεργειακών θεμάτων στην πρώτη κυβέρνηση Ομπάμα, «το να μπορεί η Ρωσία να διαδραματίζει ρόλο στα πολιτικά δρώμενα των Κούρδων είναι χρήσιμο για τη Συρία, ενώ αποτελεί επίσης μοχλό πίεσης για την Τουρκία» σε μια σαφή αναφορά ότι μέσω της διπλωματίας του πετρελαίου, η Μόσχα είναι καίριος παίκτης σε περιοχές έντονου αμερικανικού- νατοϊκού ενδιαφέροντος και συμφερόντων.
Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση εξάλλου στη Συρία, δηλωτική της πρόθεσης του Κρεμλίνου, να πρωταγωνιστεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, άλλαξε άρδην την ισορροπία δυνάμεων αφού συνέβαλε στην ήττα της συριακής αντιπολίτευσης και του Ισλαμικού Κράτους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έντονων γεωπολιτικών αλλαγών, καταγράφεται η ιστορική επίσκεψη του μονάρχη Σαλμάν στη Μόσχα, η πρώτη που πραγματοποίησε ποτέ Σαουδάραβας βασιλιάς στα 90 χρόνια διπλωματικών σχέσεων.
Στην κορυφή της ατζέντας, ήταν «ο μαύρος χρυσός» με το αμερικανικό δίκτυο Bloomberg να μεταδίδει πληροφορίες για σχέδιο επενδύσεων Μόσχας- Ριάντ στη μεγαλύτερη ρωσική εταιρεία γεωτρήσεων πετρελαίου Eurasia Drilling.
Η διπλωματία του ρωσικού πετρελαίου επεκτείνεται και στο Ιράν, άλλη μια χώρα του Κόλπου που παράγει αλλά και εξάγει πετρέλαιο.
Την περασμένη Τετάρτη η Rosneft και η Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρεία (NIOC) του Ιράν παρουσίασαν οδικό χάρτη για την υλοποίηση κοινών έργων εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου επί ιρανικού εδάφους, που μπορεί να αγγίζει συνολικά τα 55 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Η σύμπραξη αποκτά ιδιαίτερο βάρος γύρω από τις περιφερειακές φιλοδοξίες των δυο χωρών, με δεδομένο τον καταλυτικό ρόλο των σιιτικών πολιτοφυλακών -υπό την καθοδήγηση των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν- υπέρ του συμμάχου της Ρωσίας Άσαντ στη Συρία.
Ωστόσο η ενεργειακή στρατηγική της Ρωσίας διερευνά δυνατότητες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, σε μια σαφή προσπάθεια -όπως εκτιμούν αναλυτές- να αναβαθμίσει το ρόλο της από σημαντική περιφερειακή δύναμη σε παίκτη παγκόσμιου βεληνεκούς.
Στις αρχές του περασμένου μήνα, ο ισχυρός άνδρας της Rosneft Σετσίν είχε συνάντηση με Υπουργό Ενέργειας της Κούβας Αλφρέντο Λόπεζ, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν κοινά έργα εξόρυξης αλλά και η συνεργασία για τον εκσυγχρονισμό των διυλιστηρίων «Cienfuegos Oil» της νησιωτικής χώρας.
Την ίδια ώρα, η ακμάζουσα αγορά της Ανατολικής Ασίας και ιδιαίτερα της Κίνας που χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες εισαγωγών πετρελαίου, προβάλει νέες ευκαιρίες για τη Ρωσία. Εδώ και τρία χρόνια η σινο-ρωσική πετρελαϊκή συμμαχία επισφραγίστηκε με συμφωνίες ανάμεσα στη Rosneft και την κινεζική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία CNPC, ενώ ο ρωσικός γίγαντας σχεδιάζει με την ιδιωτική κινεζική εταιρείας ενέργειας CEFC τη δημιουργία ενός κοινού επενδυτικού Ταμείου, συνεχίζοντας την αρμονική ενεργειακή σχέση Πεκίνου-Μόσχας.
Μια αμοιβαία επωφελής σχέση η οποία συνέβαλε όχι μόνο στην οικονομική ενίσχυση της Ρωσίας στη διετία αποκλεισμού της από τη Δύση -εξαιτίας της Κριμαίας- αλλά και στην ενίσχυση της ενεργειακής πολιτικής της Κίνας με εισαγωγή ενεργειακών αποθεμάτων σε χαμηλές τιμές.
Στην ερώτηση για το πως θα μπορούσε να επηρεάσει την Ελλάδα η πολιτική ρωσικής «επέμβασης» σε ευαίσθητες για τις Ηνωμένες Πολιτείες περιοχές, ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Διπλωματίας και Διεθνών Σχέσεων του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος, Δρ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος , απάντησε:
Σίγουρα ενδιαφέρεται η Ρωσική Ομοσπονδία για την διεθνή της παρουσία και ρόλο. Όλα αυτά όμως διαφοροποιούνται ανά χώρα, περιοχή και συγκεκριμένες οικονομικές και γεωστρατηγικές συνθήκες.
Την Ελλάδα λχ την θέλουν σαν μια χώρα φιλική αλλά πάντα σαν χώρα μέλος της ΕΕ.
Ποτέ η Ρωσία δεν θα ενεθάρρυνε σπάσιμο των σχέσεων Ελλάδας - Ευρώπης διότι δεν θα είχε κανένα συμφέρον από κάτι τέτοιο.
Εκτός Ευρώπης η Ελλάδα θα ήταν μια χώρα φτωχή, προβληματική με το χέρι πάντα απλωμένο για βοήθεια.
Εντός της Ένωσης και του ΝΑΤΟ η χώρα μας θα μπορούσε να μετριάσει αντι-ρωσική υστερία κάποιων κύκλων της Δύσης σε όλα τα επίπεδα. Στον τομέα της ενέργείας με έξυπνες κινήσεις θα μπορούσαμε και τις ΗΠΑ να έχουμε ευχαριστημένες - ιδιαίτερα τώρα που οι σχέσεις τους με την Τουρκία δεν είναι ιδιαίτερα ρόδινες - αλλά και τις ενεργειακές μας ανάγκες να έχουμε καλυμμένες με σωστές τοποθετήσεις σε ζητήματα που ενδιαφέρουν την Ρωσία (λχ εξασφαλισμένο πελατολόγιο για την GAZPROM).
Κάποιες βλακώδεις δηλώσεις του παρελθόντος, πως σε λίγα 24ωρα θα εισέρεαν δήθεν δις δολάρια από Ρωσία για τον Southstream, μόνο καλό δεν έκαναν στις ελληνορωσικές σχέσεις.
απο τη Μαριλένα Γεραντώνη
απο τα tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου