Γράφει ο Χρίστος Γ. Χουτόπουλος, Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων ε.τ.
Ίσως για μία πρώτη προσέγγιση τού ζητήματος θα βοηθούσε να δούμε τι συμβαίνει σήμερα στην πατρίδα μας, εστιάζοντας πρωτίστως στην εφαρμογή τής “διάκρισης των λειτουργιών”, τού κορυφαίου και θεμελιακού πυλώνα ύπαρξης τής κοινοβουλευτικής – αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία υποτίθεται ότι είναι το πολίτευμά μας.
Ως προς την Δικαστική εξουσία: Η Κυβέρνηση διορίζει την ηγεσία τού Δικαστικού Σώματος και
ελέγχει (δια τού Υπουργού Δικαιοσύνης) και πειθαρχικά τούς ανώτατους θεσμικούς εκφραστές τής Δικαιοσύνης, τούς Ανώτατους Δικαστικούς Λειτουργούς˙ κατ’ αποτέλεσμα η Διοικητική, η Εκτελεστική Λειτουργία ελέγχει ασφυκτικά την Δικαιοσύνη, επιβάλλεται στην Δικαστική Λειτουργία, την χειραγωγεί, την καθοδηγεί. Κατά τον τρόπον αυτόν η ανεξαρτησία τής Δικαστικής Λειτουργίας καταλύεται με αντίστοιχη γιγάντωση τής Διοικητικής Λειτουργίας που ασκεί η Κυβέρνηση.
Ως προς το Κοινοβούλιο: είναι κτήμα τής εμπειρίας μας πλέον ότι, εν τοίς πράγμασι το Κοινοβούλιο έχει αντικατασταθεί από μία νοσηρή μετάλλαξη αγελικής // κοπαδικής σύναξης πειθήνιων όντων, τα οποία εντεταγμένα σε κομματικά μαντριά δρούν μόνο κατά τις οδηγίες τού ποιμενικού συντονιστή. Από την εποχή που τότε εκεί στην δεκαετία τού 1960 κάποιοι βουλευτές επέλεξαν να στηρίξουν κυβέρνηση προερχόμενη από την Βουλή, που ήδη λειτουργούσε, πλην με σύνθεση διαφορετική προηγουμένης, που είχαν οι ίδιοι αρχικά υποστηρίξει, αλλά και ανεπιθύμητη για τον τότε σκοτεινό , σκληρό , κομματικό πυρήνα, ο οποίος ασκούσε εν τοις πράγμασι εμφανώς ή υπογείως την Εξουσία, απαξιώθηκε διαπαντός στην Ελλάδα και κατ’ αποτέλεσμα καταργήθηκε το δικαίωμα τού βουλευτή να ψηφίζει κατά την προσωπική γνώμη του˙ η επιλογή αυτή συκοφαντήθηκε από τούς ακαταγώνιστους opinion makers τής εποχής εκείνης ως εξ ορισμού διαβλητή “αποστασία”. Από τότε ουσιαστικά η “κατά συνείδηση” ψήφος των βουλευτών καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την κομματική ψήφο. Απροκάλυπτα ακούγεται ξεκάθαρα και χωρίς ντροπή ότι, θα τεθεί ή δεν θα τεθεί ζήτημα κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση εκείνου ή τού άλλου νομοσχεδίου˙ αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις τα κόμματα ορίζουν ότι οι βουλευτές τους θα ψηφίσουν “κατά συνείδηση”, ως εάν η κατά συνείδηση ψήφος βουλευτού να αποτελεί αξιοσημείωτη εξαίρεση !! (Σχετ. «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα τής γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», Σ. άρθρο 60 §1). Δυστυχώς το Ελληνικό Κοινοβούλιο τύποις μόνο απαρτίζεται από 300 βουλευτές, ενώ στην πραγματικότητα συντίθεται από κομματικές ομάδες˙ δεν υπάρχουν βουλευτές, υπάρχουν “ομαδόπουλα”. Δεν υπάρχει ελεύθερη γνώμη, ούτε κατά συνείδηση ψήφος των δηλουμένων ως βουλευτών, αλλά το μόνο που υπάρχει είναι η άποψη τού κομματικού επιτελείου την οποία αυτοί καλούνται να ακολουθήσουν και τού οποίου (κομματικού επιτελείου) υλοποιούν τα σχέδια. Ό,τι θέλει το κόμμα που ασκεί την εξουσία, το μεθοδεύει με τούς κομματικούς υπουργούς του (“εκτελεστική λειτουργία”) και τις προτάσεις που αυτοί προωθούν, τις ψηφίζουν υποχρεωτικά οι βουλευτές τού κόμματος.
Ως προς την “Εκτελεστική” έχουμε κατ’ αρχήν την απάντηση από τα προδιαληφθέντα: Αντί για τις τρεις διακεκριμένες ανεξάρτητες Κρατικές Λειτουργίες, έχουμε στην πραγματικότητα μιαν πανίσχυρη και τελικά ανεξέλεγκτη “Κυβερνητική Υπερεξουσία”˙ δεν έχει νόημα να μιλάμε για τρείς, αφού τη Νομοθετική και τη Δικαστική τις καθοδηγεί η Κυβέρνηση. Κατόπιν αυτών είναι περιττό να ονομάζουμε πλέον την Κυβέρνηση φορέα τής Εκτελεστικής Λειτουργίας διότι, ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός είναι κενός περιεχομένου˙ πώς να πούμε ότι “εκτελεί”, τι; μια Κυβέρνηση, η οποία ορίζει και κατευθύνει τα πάντα;;
Ίσως για μία πρώτη προσέγγιση τού ζητήματος θα βοηθούσε να δούμε τι συμβαίνει σήμερα στην πατρίδα μας, εστιάζοντας πρωτίστως στην εφαρμογή τής “διάκρισης των λειτουργιών”, τού κορυφαίου και θεμελιακού πυλώνα ύπαρξης τής κοινοβουλευτικής – αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία υποτίθεται ότι είναι το πολίτευμά μας.
Ως προς την Δικαστική εξουσία: Η Κυβέρνηση διορίζει την ηγεσία τού Δικαστικού Σώματος και
ελέγχει (δια τού Υπουργού Δικαιοσύνης) και πειθαρχικά τούς ανώτατους θεσμικούς εκφραστές τής Δικαιοσύνης, τούς Ανώτατους Δικαστικούς Λειτουργούς˙ κατ’ αποτέλεσμα η Διοικητική, η Εκτελεστική Λειτουργία ελέγχει ασφυκτικά την Δικαιοσύνη, επιβάλλεται στην Δικαστική Λειτουργία, την χειραγωγεί, την καθοδηγεί. Κατά τον τρόπον αυτόν η ανεξαρτησία τής Δικαστικής Λειτουργίας καταλύεται με αντίστοιχη γιγάντωση τής Διοικητικής Λειτουργίας που ασκεί η Κυβέρνηση.
Ως προς το Κοινοβούλιο: είναι κτήμα τής εμπειρίας μας πλέον ότι, εν τοίς πράγμασι το Κοινοβούλιο έχει αντικατασταθεί από μία νοσηρή μετάλλαξη αγελικής // κοπαδικής σύναξης πειθήνιων όντων, τα οποία εντεταγμένα σε κομματικά μαντριά δρούν μόνο κατά τις οδηγίες τού ποιμενικού συντονιστή. Από την εποχή που τότε εκεί στην δεκαετία τού 1960 κάποιοι βουλευτές επέλεξαν να στηρίξουν κυβέρνηση προερχόμενη από την Βουλή, που ήδη λειτουργούσε, πλην με σύνθεση διαφορετική προηγουμένης, που είχαν οι ίδιοι αρχικά υποστηρίξει, αλλά και ανεπιθύμητη για τον τότε σκοτεινό , σκληρό , κομματικό πυρήνα, ο οποίος ασκούσε εν τοις πράγμασι εμφανώς ή υπογείως την Εξουσία, απαξιώθηκε διαπαντός στην Ελλάδα και κατ’ αποτέλεσμα καταργήθηκε το δικαίωμα τού βουλευτή να ψηφίζει κατά την προσωπική γνώμη του˙ η επιλογή αυτή συκοφαντήθηκε από τούς ακαταγώνιστους opinion makers τής εποχής εκείνης ως εξ ορισμού διαβλητή “αποστασία”. Από τότε ουσιαστικά η “κατά συνείδηση” ψήφος των βουλευτών καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την κομματική ψήφο. Απροκάλυπτα ακούγεται ξεκάθαρα και χωρίς ντροπή ότι, θα τεθεί ή δεν θα τεθεί ζήτημα κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση εκείνου ή τού άλλου νομοσχεδίου˙ αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις τα κόμματα ορίζουν ότι οι βουλευτές τους θα ψηφίσουν “κατά συνείδηση”, ως εάν η κατά συνείδηση ψήφος βουλευτού να αποτελεί αξιοσημείωτη εξαίρεση !! (Σχετ. «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα τής γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», Σ. άρθρο 60 §1). Δυστυχώς το Ελληνικό Κοινοβούλιο τύποις μόνο απαρτίζεται από 300 βουλευτές, ενώ στην πραγματικότητα συντίθεται από κομματικές ομάδες˙ δεν υπάρχουν βουλευτές, υπάρχουν “ομαδόπουλα”. Δεν υπάρχει ελεύθερη γνώμη, ούτε κατά συνείδηση ψήφος των δηλουμένων ως βουλευτών, αλλά το μόνο που υπάρχει είναι η άποψη τού κομματικού επιτελείου την οποία αυτοί καλούνται να ακολουθήσουν και τού οποίου (κομματικού επιτελείου) υλοποιούν τα σχέδια. Ό,τι θέλει το κόμμα που ασκεί την εξουσία, το μεθοδεύει με τούς κομματικούς υπουργούς του (“εκτελεστική λειτουργία”) και τις προτάσεις που αυτοί προωθούν, τις ψηφίζουν υποχρεωτικά οι βουλευτές τού κόμματος.
Ως προς την “Εκτελεστική” έχουμε κατ’ αρχήν την απάντηση από τα προδιαληφθέντα: Αντί για τις τρεις διακεκριμένες ανεξάρτητες Κρατικές Λειτουργίες, έχουμε στην πραγματικότητα μιαν πανίσχυρη και τελικά ανεξέλεγκτη “Κυβερνητική Υπερεξουσία”˙ δεν έχει νόημα να μιλάμε για τρείς, αφού τη Νομοθετική και τη Δικαστική τις καθοδηγεί η Κυβέρνηση. Κατόπιν αυτών είναι περιττό να ονομάζουμε πλέον την Κυβέρνηση φορέα τής Εκτελεστικής Λειτουργίας διότι, ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός είναι κενός περιεχομένου˙ πώς να πούμε ότι “εκτελεί”, τι; μια Κυβέρνηση, η οποία ορίζει και κατευθύνει τα πάντα;;
Αν δεν αλλάξει αυτό, είναι ανεδαφικό να μιλάμε για Δημοκρατία.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΕΟΥ:
1) Το άλφα και το ωμέγα (όπως θα λέγαμε) τής Δημοκρατίας, είναι και ας μην θεωρηθεί υπερβολή, η ανεξαρτησία τής
Δικαιοσύνης˙ από αυτήν αρχίζει η διασφάλιση τής λειτουργίας τού
Δημοκρατικού πολιτεύματος και σ’ αυτήν καταλήγουν όλα τα ερωτήματα
δυσλειτουργίας του ˙ καθ’ όσον η Δικαιοσύνη είναι το μόνον μέσον
αποτελεσματικού, λειτουργικού και εποικοδομητικού ελέγχου αυτού
τούτου τού πολιτεύματος.
Και εφ’ όσον σύμφωνα με την γενικά παραδεκτή
λογική, έχεις και κατέχεις μόνον ό,τι ελέγχεις, παρέπεται ότι έχουμε
Δημοκρατικό πολίτευμα εάν, όταν και εφ’ όσον υφίστανται θεσμικοί μηχανισμοί ελέγχου τής λειτουργίας του˙
και για το Δημοκρατικό πολίτευμα αυτός ο μηχανισμός ελέγχου λειτουργίας
του, που το διατηρεί και το προάγει, είναι η Δικαιοσύνη.
H Δικαιοσύνη ελέγχει.
Δεν ελέγχει με την έννοια τής καθοδήγησης και τής ποδηγέτησης, αλλά εξ
ορισμού έχει ορισθεί να ελέγχει τα συμπτώματα και τα κρούσματα
δυσλειτουργίας τόσον τού ιδιωτικού και συναλλακτικού βίου, όσον και τού
πολιτικού βίου, τού καθημερινού Δημόσιου βίου: Η Δικαιοσύνη θα ελέγξει
την τυχόν αντίθετη προς τις Συνταγματικές Ελευθερίες και γενικότερα τις
θεσμικές Συνταγματικές Επιταγές θέσπιση νόμου˙ είτε νόμου με την γνωστή
στενή έννοια που τυχόν ψήφισε η Βουλή, ή Διατάγματος, είτε κανονιστικής
Πράξης που εξέδωσε Διοικητική Αρχή. Αυτή είναι, η Δικαιοσύνη, που θα
ακυρώσει την τυχόν παράνομη Διοικητική Πράξη ή θα καταγνώσει την
ενδεχομένη αντισυνταγματικότητα κάποιου νόμου και θα τον καταστήσει
ανενεργό.
Η Δικαιοσύνη θα εξετάσει το κύρος και την ισχύ Δημοσίων
Συμβάσεων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές˙ θα ελέγξει την
τήρηση των απαραίτητων τύπων νομιμότητας και εφ’ όσον διαπιστώσει
παρέκβαση από αυτούς, παράβαση τής νομιμότητας, θα καταγνώσει την
παρανομία, θα επιβάλει τις κυρώσεις, θα καταλογίσει τις όποιες άλλες
συνέπειες (ποινικές, διοικητικά πρόστιμα κ.λπ.).
Αυτή, η Δικαιοσύνη
καλείται να επιληφθεί, να ελέγξει και να θεραπεύσει τις λοιμικές
συνέπειες σε περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος, με οποιαδήποτε
μορφή: παράνομης εκταμίευσης, παράνομης (ή και κάποτε και γενικώς
αθέμιτης) συναλλαγής ή ό,τιδήποτε άλλο συναφές.
Και είναι πάντα η
Δικαιοσύνη εκείνη που θα πρέπει να ελέγξει και τις τυχόν “αταξίες”
κυβερνητικών οργάνων (υπουργών, υφυπουργών, γενικών και ειδικών
γραμματέων κ.ο.κ.): αντισυνταγματικούς διορισμούς, αδιαφανείς ή ύποπτες
διαδικασίες παραχώρησης ειδικών προνομίων ή αποκλειστικών δικαιωμάτων
και άλλα παρόμοια περισσότερο ή λιγότερο γνωστά. Και όχι μόνο: Θα
μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι μόνον η Δικαιοσύνη μπορεί να ελέγξει,
οριακά έστω, ακόμη και ύποπτες, αθέμιτες πολιτικές πρακτικές και σε κατ’
αρχήν καθαρά πολιτικό επίπεδο, όπως π.χ. την διενέργεια μυστικής
ψηφοφορίας με έγχρωμα ψηφοδέλτια και ειδικές φωτιστικές παρεμβάσεις που
την καθιστούσαν φανερή.
Έστω και αν αυτά δεν ισχύουν ούτε εφαρμόζονται
στην Ελληνική έννομη τάξη, παραμένουν θεωρητικώς τρόποι Δικαστικού
ελέγχου και το ουσιώδες είναι ότι εξ ορισμού η Δικαιοσύνη ελέγχει. Επομένως
παρέχοντας αυτό το θεσμικό συστατικό στοιχείο στο πολίτευμα, τον
εποικοδομητικό έλεγχο, κάνει η Δικαιοσύνη την Δημοκρατία να υπάρχει, καθιστά υποστατό το Δημοκρατικό πολίτευμα, κατά κάποιαν έννοια “συγκροτεί” το Δημοκρατικό καθεστώς.
Για
να μπορεί δε η Δικαιοσύνη να ελέγξει αποτελεσματικά, είναι λογικά
αυτονόητο ότι αυτή η ιδία δεν επιτρέπεται να ελέγχεται ούτε άμεσα ούτε
έμμεσα από κανένα άλλο κέντρο, αλλά επιβάλλεται να ασκεί την ελεγκτική
λειτουργία της ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη. Και βέβαια κατά λογικώς
αναπόδραστη σύνδεση, αυτό εφαρμόζεται και καθίσταται δυνατόν μόνον με
την ανεξαρτησία των φυσικών προσώπων τα οποία “την λειτουργούν”, δηλαδή
τού λεγομένου “Δικαστικού Σώματος”. Συνακολούθως Αυτοδιοίκηση Δικαστικής
Λειτουργίας και Ανεξαρτησία Δικαστικού Σώματος είναι αρρήκτως
συνδεδεμένα, αλληλένδετα και αλληλοκαθοριζόμενα και συναποτελούν (ίσως
το πλέον) ζωτικό συστατικό τής υπόστασης τού Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
2)
Ως προς την Κοινοβουλευτική Αντιπροσώπευση των πολιτών, νομίζω ότι
είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξη δύο Αντιπροσωπευτικών Σωμάτων, δρώντων
αυτοτελώς και σε συνδυασμό, σε κάποιες δε περιπτώσεις ίσως και από
κοινού, σε Κοινή Συνέλευση. Δηλαδή να υπάρχουν και να είναι
επιφορτισμένες με την Νομοθετική Λειτουργία και τον Έλεγχο τής
Κυβέρνησης και γενικώς τής Εκτελεστικής Λειτουργίας:
(α)
η “Άνω Βουλή”, ένα “Πανελλήνιον” κατά προτίμηση σύμμικτο, π.χ. κατά τα
¾ “αιρετόν” και κατά ¼ ex officio για κάποιους υποτίθεται
διακεκριμένους κρατικούς λειτουργούς ή γενικότερα πολίτες˙ το “αιρετόν”
θα μπορούσε να είναι και με έμμεσες εκλογές, καθ’ υπόδειξη μεγάλων
συλλογικών φορέων, όπως Ακαδημία, Ανώτατα Δικαστήρια, Πανεπιστήμια,
Επιμελητήρια κ.λπ.. Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε μεταξύ άλλων και
αναδιάρθρωση των Επιμελητηρίων, ώστε να μην είναι κομματικές παραφυάδες
(π.χ. επαγγελματίας συνδικαλιστής-διοργανωτής απεργιών και άλλων
αντικοινωνικών δράσεων είχε αναδειχθεί με διακομματικές συμμαχίες
πρόεδρος τού Οικονομικού Επιμελητηρίου, ενώ τα μόνα οικονομικά που είχε
επιμεληθεί ήταν τα δικά του και τής κλίκας του) και
(β)
Η Κοινή Βουλή, το “Κοινοβούλιον”: Κατά την γνώμη τής μετριότητός μου η
παρούσα κομματική κοπαδοποίηση των “βουλευτικών” ομάδων , που έχει
εξαφανίσει και αντικαταστήσει τον αυτοβούλως βουλευόμενο Βουλευτή, μόνο με ενιαίο ψηφοδέλτιο κατά
τις γενικές εκλογές μπορεί να διορθωθεί .
Στην δημοκρατία οι πολίτες
καλούμαστε να επιλέξουμε τούς βουλευτές οι οποίοι θα συναπαρτίσουν το
Κοινοβούλιο˙ μπορεί λοιπόν ο κατάλογος των υποψηφίων να είναι ένας και ενιαίος, χωρίς διακεκριμένα κομματικά ψηφοδέλτια˙ ή άλλως, να μπορεί ο πολίτης να ψηφίζει υποψηφίους περισσοτέρων κομμάτων.
Συχνά
συμβαίνει να θεωρεί κάποιος άξιους να τον εκπροσωπήσουν ως βουλευτές,
πολλά πρόσωπα που είναι εντεταγμένα σε διαφορετικά κόμματα˙ καλό θα
είναι να μπορεί να τούς ψηφίζει, όπου και αν είναι, ώστε οι καλύτεροι να
ανιχνεύονται και να υποστηρίζονται έστω και αν είναι σε διαφορετικούς
κομματικούς σχηματισμούς.
Μόνον έτσι θα ψηφίζονται οι καλύτεροι και θα
παύσουν να είναι υποχείρια κάθε “ποιμενικού Γκέκα” που θα τούς
κατευθύνει, με την τραγική λογική ότι, “όποιος βγαίνει από το μαντρί,
τον τρώει ο λύκος”. Αυτό βέβαια συνδυάζεται και με τον τρόπο υπόδειξης
των κομματικών υποψηφίων , καθώς και με την δυνατότητα υπόδειξης υποψηφίων , ως ανεξαρτήτων, εξωκομματικών, επικουρικά και από άλλους κοινωνικούς φορείς.
3)
Ως προς την Εκτελεστική Λειτουργία, νομίζω ότι το σημαντικότερο είναι ο
άρτιος έλεγχός της από τα δύο Αντιπροσωπευτικά Σώματα και βέβαια η
αποστασιοποίησή της από την Δικαστική Λειτουργία, ώστε αυτή να μπορεί να
ασκεί το έργο της ανεμπόδιστα και χωρίς διαβρωτικές παρεμβολές.
Υ.Γ. Πέραν αυτών ίσως πρέπει να δούμε και κάποια άλλα θέματα στο πεδίο
τού κρατικού εξαναγκασμού, ώστε και μέσω Συνταγματικών προβλέψεων να
διαμορφώνεται τελικώς ένα πιο ανεκτικό και “ελαστικό” κράτος. Η
ανελαστική αυστηρότητα που προβάλλεται σε κάποια ζητήματα, όπως π.χ. τής
στρατιωτικής θητείας δεν είναι (νομίζω) αποτελεσματική στον βαθμό που
επιδιώκεται, ενώ δύσκολα συμβαδίζει με την υπερβολική ανεκτικότητα που
έχει αναπτύξει η κοινωνία μας και δίνει αφορμές για άθλιες λύσεις
διαφυγής. Ένας άλλος τομέας όπου το κράτος εμφανίζεται αναποτελεσματικά
αυστηρό, είναι εκείνο τής φορολογίας.
Ως προς την στρατιωτική θητεία:
Όσον
και να είναι ενοχλητική (για κάποιους και εξοργιστική) η άρνηση
στράτευσης, αξίζει να προσέξουμε δύο κρίσιμες πτυχές τού θέματος: πρώτον
ότι η κατά τα πρόσφατα χρόνια εξάπλωση τού επαγγελματισμού στις ένοπλες
δυνάμεις, με την αποδοχή υπαξιωματικών και οπλιτών μακράς κατατάξεως
εκπέμπει έμμεσα το μήνυμα τού “άλλου τρόπου στελέχωσης” των ενόπλων
δυνάμεων, αντί τής παλιότερα δεδομένης ως μοναδικού τρόπου, γενικής
υποχρεωτικής στράτευσης ενώ και η (για λόγους που δεν είναι τής παρούσης, αλλά είναι ενεργοί)
μείωση τής αίγλης που είχαν παλιότερα στην κοινωνία οι στρατιωτικοί
έχουν σιγά-σιγά καταστήσει ολιγότερο φιλική την σκέψη τής στρατιωτικής
θητείας σε πολύ ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Δεύτερον αυτή η απροθυμία
στράτευσης έδινε και δίνει πάντα επιχειρήματα εύκολου προσεταιρισμού και
προσηλυτισμού σε πόλους γενικότερης αντικοινωνικής και ανθελληνικής
δραστηριοποίησης , που εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις παραπάνω δεδομένες
εξελίξεις.
Ίσως λοιπόν είναι χρήσιμο και σκόπιμο να διαχωρισθεί η
στρατιωτική θητεία σε “ένοπλη” και “μη ένοπλη” (έντιμη και αξιοπρεπή)
υπηρεσία σε στρατιωτικά σώματα ή σε Σώματα Ασφαλείας, ή ακόμη και σε
διοικητικές υπηρεσίες τού ευρύτερου δημόσιου τομέα (όπως κάποτε οι “stagiers”)˙
έτσι θα εξαλειφθεί και το κίνητρο αλλά και το άλλοθι τής φυγοστρατίας, η
οποία δυστυχώς τα τελευταία είκοσι – τριάντα χρόνια όχι απλώς έχει
απίστευτα εξαπλωθεί, αλλά και κρύβεται πίσω από μιάν ατιμωτική και
απαξιωτική μεθόδευση δήθεν “ανικανότητος (I5)”. Περαιτέρω, αντί τού
υποχρεωτικού χαρακτήρα με ποινικές και άλλες αρνητικές συνέπειες, ίσως
θα ήταν καλό να προβλέπονται κίνητρα γι’ αυτήν και όχι κυρώσεις για
όσους την αρνούνται ή την αποφεύγουν ˙ π.χ. σε όσους υπηρετούν
οποιαδήποτε “ένοπλη” ή “μη ένοπλη” υπηρεσία σε στρατιωτικά σώματα ή και
οπουδήποτε αλλού, να παρέχεται κάποια προτεραιότητα για διορισμό σε
κρατικές υπηρεσίες ή και διαβάθμιση “μοριοδοτήσεως” για τοποθέτηση
κατόπιν σε “περιζήτητες” παρόμοιες θέσεις τού ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Ως προς την φορολογία:
Οι
εμπειρίες μας, καθιστούν σαφές ότι απαιτείται μια επαναθεώρηση όλου τού
φορολογικού συστήματος υπό το πρίσμα και των αρχών τής
ανταποδοτικότητας και τής αναλογικότητας . Συνήθως ή πάντοτε, εκκινούμε
από την παραδοχή ότι κατά τεκμήριον η φορολόγηση από το κράτος αποβλέπει
σε κάλυψη κοινωφελών δράσεων και αποβαίνει εξ ορισμού υπέρ των
πολιτών˙ όμως αυτό από πουθενά δεν προκύπτει στην πράξη , αντίθετα απλώς
παραμένει μόνον το κυρίως ζητούμενο.
Αλλά πρέπει να γίνει επί τέλους
αληθινό απόλυτο μέτρο και πρόταγμα η αναλογικότητα μεταξύ
φορολογικής είσπραξης και ευεργετικής κρατικής δράσης.
Και κανείς
έντιμος συζητητής δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι η κυβερνητική
ευεργετική δράση υπέρ τής κοινωνίας είναι ανάλογη τής φορολογικής
επιβάρυνσης των πολιτών. ‘Όταν μάλιστα απερίφραστα λέγεται ότι
υπερφορολογούνται εσκεμμένως τα μεσαίας κατηγορίας εισοδήματα, επειδή
ευκολότερα συλλαμβάνεται σε αυτά οποιοσδήποτε φόρος ˙ όταν γνωρίζουμε
ότι δεν γίνεται (διότι προφανώς δεν μπορεί εύκολα να γίνει) διάκριση
στην απόλαυση των κρατικών παροχών μεταξύ συνεπών φορολογουμένων και
κακοπληρωτών ή και υπότροπων φοροκλεπτών. Λαμβάνοντας εξ άλλου ως βάση
το γεγονός ότι οι φόροι εισπράττονται προκειμένου το εισπράττον Κράτος
(“Δημόσιο”)
να αποδώσει ένα ανάλογο, ισόποσο θα λέγαμε έργο, δεν νοείται δίκαια και
ηθική, θεμιτή υπέρβαση στην είσπραξη τού απολύτως αναγκαίου φόρου, δεν
δικαιολογείται συγκέντρωση φορολογικών εσόδων πέραν των ποσών που
παρέχουν αντίστοιχα έργα˙ εισπράττεται φόρος x και αποδίδονται δημόσια
έργα και δημόσιες παροχές συνολικού ύψους πάλιν x. Καμιά δικαιολογία δεν
επιτρέπει την είσπραξη φόρων ύψους 5 x και απόδοση παροχών και δημοσίων
έργων από το κράτος προς τούς πολίτες μικρότερης αξίας (π.χ. 2 x) ˙ η
δημιουργία ενός εύλογου αποθεματικού είναι θεμιτή και αυτονόητη, αλλά
και αυτό πρέπει να γίνεται με απόλυτη φειδώ και σε μέτρα που δεν θα
καθιστούν ανισοσκελή τα δύο μέρη (εισπραττομένων φόρων προς αποδιδόμενες
κρατικές παροχές) και θα καταλήγουν σε αδικαιολόγητη και στείρα
υπερφορολόγηση . Επομένως νομίζω ότι, θα πρέπει να τίθεται ως βάση των
όποιων φορολογικών επιβαρύνσεων η ακόλουθη ουσιώδης και θεμελιακή
παραδοχή:
«η
φορολόγηση είναι πάντα νομίμως αυθαίρετη, ενώ κατά το μέρος που δεν
διαπιστώνεται και δεν δικαιολογείται η αντιστοίχιση ανάμεσα στα
φορολογικώς εισπραττόμενα από τούς πολίτες προς τα παρεχόμενα σε αυτούς
από το κράτος, είναι ανήθικη».
Τεράστια θέματα // κεφάλαια βεβαίως και χρήζουν όλα πολλής και προσεκτικής επεξεργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου