Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)-Μετα θανατον τι;


5 Νοεμβρίου 2017
Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΚΥΡΙΑΚΗ, ἀγαπητοί μου, σήμερα· ἡμέρα ἀ­φιερωμένη στὸ Θεό.
 Τί πρέπει νὰ κάνουν οἱ Χριστιανοί; 
Ὅλοι νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ στα­θοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ νὰ ποῦν ἀπ’ τὴν καρδιά τους ἕνα «Κύριε, δόξα σοι», ἕνα εὐχαρι­στῶ, ἕνα «Κύριε, ἐ­λέησον». 
Ὅσοι ἐρ­χόμεθα στὴν ἐκκλη­σία, ἡ σκέψι μας νά ’νε στὸ Θεό. «Ἄ­νω σχῶμεν τὰς καρδί­ας» (θ. Λειτ.). Νὰ εἴμεθα στὸ ναὸ ὄχι μόνο σωμα­τικῶς ἀλλὰ καὶ πνευ­ματι­κῶς. Ἡ ψυχὴ – τὸ πνεῦμα ἔ­χει τὴν ἀξία. Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι συμμε­τέχετε ψυχι­κῶς, παρακαλῶ ν᾽ ἀκούσετε ἕνα σύντομο κήρυγμα.
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα μεγάλο ἐρώτημα. Ποιό ἐρώτημα; Μιὰ μέρα θὰ πεθάνουμε, ὁπωσδήποτε· δὲ γλυτώνει κανείς. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅ­παξ ἀ­ποθανεῖν, μετὰ δὲ
τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27).

Τί γί­νεται λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον;  
Ἰλιγγι­ῶ­δες τὸ ἐρώτημα. Τί ἀπάν­τησι θὰ δώσουμε; Ἀπαντᾷ ἡ συνείδησί μας, ἀπαντᾷ ὁ Χριστός, ἀπαντᾷ τὸ Εὐαγγέλιο – αἱ Γραφαί· ἡ ψυχὴ ζῇ.
Οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι κοροϊδεύουν καὶ ἐμ­παίζουν. Ἄκου ἐκεῖ, λένε, στὸν αἰῶνα τῆς ἐ­πι­­στήμης καὶ τῆς προόδου, οἱ παπᾶδες καὶ δε­σπο­­τᾶδες μᾶς μιλοῦν περὶ ψυχῆς. 
Ποιά ψυχή; 
Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος;
 Εἶνε σὰν τὸ ζῷο. Ὅπως ψο­φάει ἡ γάτα καὶ ὁ σκύλος, ἔτσι κι αὐτός… Ἔτσι λένε αὐτοί. Σφάλλουν ὅμως. Ἡ ὑγιὴς σκέψι ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐπο­χῆς πίστευε, ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο ὑπάρχει ἄλλη ζωή· ὑπάρ­χει ἀθανασία ψυχῆς. Κ’ ἐπειδὴ δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐδῶ ὅλο τὸ πανόραμα τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, ἀναφέρω μόνο ἕ­να φιλόσοφο, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Εἶνε ὁ Σωκράτης. Ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος, κ’ ἐπειδὴ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπεδείκνυε τὸ σωστό, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν μί­σησαν. Τὸν διέβα­λαν, τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο καὶ τὸν δίκασαν. Σὲ ὅ­­λη τὴ δίκη ἦ­ταν γαλήνιος. Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφασι, ὅτι καταδικάζεται εἰς θά­νατον, δὲν ταράχτηκε. Φεύγω, λέει, ἀπ᾽ αὐ­τὸ ἐδῶ τὸ ἀν­θρώπινο δικαστήριο καὶ πηγαίνω σ᾽ ἕνα ἄλλο θεῖο δικαστήριο. Ἐκεῖ δὲν δικάζουν ἄδικοι κριταί. Ἐκεῖ θὰ μὲ δικάσουν ὁ Μίνως, ὁ Αἰα­κὸς καὶ ὁ ῾Ραδά­μανθυς, καὶ θ’ ἀποδώ­σουν δικαιοσύνη, ἐκεῖ θὰ βρῶ τὸ δίκαιο… Λίγες στι­­γμὲς πρὶν πιῇ τὸ κώνειο, οἱ μαθηταί του τὸν ρώτησαν κλαίγοντας· ―Τί νὰ κάνουμε τὸ σῶμα σου, ποῦ νὰ σὲ θάψουμε; 
Κι αὐτὸς ἀ­πήντησε·
 ―Αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ ἐδῶ δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης. Ὁ Σω­κράτης πετάει ψηλά. Ὅπως ὁ ἀετὸς ἀ­νεβαίνει στὰ ὕψη, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μου. Πηγαί­νω ἐκεῖ ποὺ δὲ μπορεῖτε νὰ μὲ βρῆτε πλέον. Αὐτὰ εἶπε. Ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι σοφοὶ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, εἶνε ἁπλῶς ἕ­να ἀμυδρὸ φῶς, ἕνα κεράκι μέσ᾽ στὸ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου. 
Ἀλλὰ τὸ κεράκι, ἡ ἀ­λή­θεια περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἔ­λαμ­ψε σὰν τὸν ἥλιο – πότε; 
Ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρ­κα ἀνθρωπίνη. Τότε ἀκούστηκαν λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. 

Ὅσο ἀξίζουν τὰ λίγα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ διάλογοι τῶν φιλοσό­φων.
 Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρω­πον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημι­ωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Κηρύττει ὁ Χριστὸς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. 
Τὸ σῶμα, φθείρεται, καταστρέφεται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει αἰωνία. Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυ­χῆς.

 Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτη­μα, τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον; ποῦ πηγαίνει; Ἀπαντᾷ ἀπείρως πιὸ καθα­ρὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ Σωκράτης καὶ λέει τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
* * *
Ἦταν, λέει, ἕνας πλούσιος. Εἶχε μεγάλη πε­ριουσία· σπίτια, μέγαρα, ἀμπέλια, χωράφια, ἐλαιῶνες, ὑποστατικά, πλοῦτο ἀμέτρητο. Εἶ­χε ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑ­αυτό του· κοίταζε τί θὰ φάῃ, τί θὰ πιῇ, πῶς θὰ ντυθῇ, πῶς θὰ χαρῇ, τί γλέντι καὶ δι­ασκέδασι καὶ ἔρωτες θ’ ἀπολαύσῃ. Ἦταν ἕ­νας ὑλιστής. 
Σύνθημα εἶχε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­­ρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). 
Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο.
 Νά ἡ ἁ­μαρ­τία ἡ μεγάλη, τὸ «Ἐ­γὼ» τοῦ ἀνθρώπου. 
Δὲν τὸν κακίζει κανεὶς για­τὶ ἦταν πλούσιος· σὰν πλούσιος μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ πολλὰ καλά. Κακίζεται γιὰ τὴν ἀ­σπλα­χνία του. «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Θεός». Μόνο τὸ ἐγώ του ἤξερε.  
Στὴν αὐλή του ζοῦσε ἕνα ῥάκος ἀνθρώπινης δυστυχίας, ὁ Λάζαρος. Ἦταν ἐκεῖ πεινασμένος, διψασμένος, ἄρρωστος, μὲ πληγὲς ποὺ ἔγλειφαν τὰ σκυλιά. Περίμενε ν᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα οἱ ὑπηρέτριες καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα καὶ νὰ ῥίξουν τὰ ψίχουλα. Μὲ τὰ ψίχουλα ζοῦσε. Εἶδα ἐγὼ στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέ­ρα στὴν ἑ­­στία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανια­σμέ­νο καὶ ξυπόλητο. Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμ­μένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴ­μεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο. Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέ­ρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… 
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πό­ση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα. Ὅποιος ἀμφιβάλ­λει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲ βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.  
Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔ­χει σημασία. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμ­πιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής· «Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;». Ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστι­­ανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα. Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦ­σε ἕ­νας ποὺ που­λοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλη­σίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του.
 Ἦ­ταν Πόν­τιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παι­διά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. 
Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος.

Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσι­ος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑ­πάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγρά­ψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Βρέθηκε στὴν κόλασι καὶ ἐκαίε­το. Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν παράδεισο, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀ­βραὰμ τὸν ἐλεήμονα. 
Καὶ φωνάζει·
 ―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω. Ὁ Ἀβρα­ὰμ τοῦ λέει·
 ―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρί­ζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26).
 ―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀ­δέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος.
 ―Ἔχουν τὸ Μω­ϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν. 
―Ὄ­χι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν.
 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· 
―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γρα­φάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.
* * *
Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶνε ἀ­θάνατος καὶ ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος. ―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο; Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς νὰ δῇς; Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶ­δες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀ­φρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία; Κι ὅ­μως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει. Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ Χριστός. Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶ­σαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κορο­ϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πι­στούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ). Πιστεύεις; Ἔλα. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ χριστιανισμός, ἀ­πὸ μπουλούκια· πιστοὺς θέλει. Γι’ αὐτὸ κάθε φο­ρὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβό­λου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰ­ῶνος· ἀμήν». Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε στὸν κόσμο τὸ μικρὸ διάστημα τοῦ βίου μας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 5-11-1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου