του Σταύρου Λυγερού
Δεν υπάρχει ανεξάρτητος οικονομολόγος στην υφήλιο που να υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Τη βιωσιμότητά του αμφισβητούν ακόμα και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).
Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο το 2009-10, όταν η Ελλάδα αποκλείσθηκε από τις αγορές και
βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία.
Είναι κανόνας ότι μία χώρα που δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές της χρεοκοπεί.
Τί σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι πέφτει στα χέρια του ΔΝΤ. Το Ταμείο της επιβάλλει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, συνδυασμένο με σαρωτικές αλλαγές νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης.
Ταυτοχρόνως, όμως, επιβάλει στους δανειστές και το κούρεμα του χρέους.
Κούρεμα σε ποσοστό που θα επιτρέψει στη χρεοκοπημένη χώρα να ανακάμψει με κάποιον τρόπο και να μπορέσει να πληρώσει το χρέος που θα παραμείνει μετά το κούρεμα.
Οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες που τότε είχαν στα χέρια τους τον μεγάλο όγκο των ελληνικών ομολόγων δεν ήθελαν να υποστούν κούρεμα.
Ούτε και οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών, επειδή θα έπρεπε να καλύψουν την τρύπα που θα δημιουργούσε το κούρεμα.
Για την ακρίβεια, θα υποχρεώνονταν να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες τους με χρήματα από τον γερμανικό και τον γαλλικό κρατικό προϋπολογισμό.
Δανειακές συμβάσεις για να μας πληρώνεις
Αντί γι’ αυτό και αφού βρήκαν πρόθυμους στην Αθήνα, εφάρμοσαν το colpo grosso.
Έβαλαν όλες οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, ακόμα και τις πιο φτωχές, να δανείσουν την Ελλάδα -ανάλογα με το ποσοστό τους στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης- για να πληρώσει στο άρτιο (στην ονομαστική τιμή τους) όλα τα ομόλογα που έληγαν μέχρι τις αρχές του 2012, όταν έγινε το περιβόητο PSI.
Οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες είχαν εσωτερική πληροφόρηση από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες και αποφάσιζαν σχετικά. Κράτησαν, λοιπόν, τα ελληνικά ομόλογα που έληγαν μέχρι τις αρχές του 2012, ξέροντας ότι θα τα πληρωθούν στο ακέραιο. Τα υπόλοιπα, που έληγαν αργότερα, τα «έσπρωξαν» στη δευτερογενή αγορά.
Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε σε τριπλά χειρότερη θέση:
Πρώτον, το χρέος της πέρασε από το ευνοϊκό ελληνικό δίκαιο στο δυσμενές για τον οφειλέτη αγγλικό δίκαιο.
Δεύτερον, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκε παρά το PIS, λόγω της δραστικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Τρίτον, ο κορμός του ανεπομείναντος χρέους έπαψε να είναι χρέος προς ιδιώτες και έγινε χρέος προς κράτη. Η αλλαγή αυτή κατέστησε από πολιτικής απόψεως εξαιρετικά δύσκολο μελλοντικό κούρεμά του.
Μεταμοντέρνα αποικία
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως οι αρχιτέκτονες του colpo grosso επικαλούνται τώρα το αποτέλεσμα της μεθόδευσής τους (το γεγονός ότι η Ελλάδα τώρα πια χρωστάει κατά κανόνα σε κράτη, δηλαδή σε φορολογούμενους) για να αρνηθούν την ελάφρυνση. Πρώτοι και καλύτεροι οι Μέρκελ και Σόιμπλε.
Γι’ αυτούς, το ελληνικό χρέος δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί και για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί και πάλι στα πόδια της και για αντιμετωπισθεί ένας παράγοντας αστάθειας στην Ευρωζώνη. Είναι ένα όπλο για τη μετατροπή του αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής αλυσίδας σε μεταμοντέρνα αποικία, στην οποία έχουν πάψει να ισχύουν οι κανόνες και οι ποικίλες οικονομικές-κοινωνικές προδιαγραφές που ισχύουν ως κοινοτικό δίκαιο στην υπόλοιπη ΕΕ.
Με το colpo grosso ουσιαστικά παρακάμφθηκαν οι κανόνες του καπιταλισμού. Γιατί η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αποδέχθηκε τη μεθόδευση του ευρωιερατείου; Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί σχετικά, αλλά η ουσία είναι πως αντέστρεψε την πραγματικότητα.
«Μνημόνιο ή χρεοκοπία;»
Είχε δίκιο όταν έλεγε πως κληρονόμησε μία δημοσιονομική βόμβα, αν και είχε προειδοποιηθεί γι’ αυτό και δεν έκανε τίποτα για να προλάβει τα χειρότερα. Η κυβέρνησή του διέπραξε αλλεπάλληλα λάθη. Δεν προσπάθησε σοβαρά να απενεργοποιήσει τη δημοσιονομική βόμβα που κληρονόμησε. Για την ακρίβεια, προκάλεσε την έκρηξή της, αυξάνοντας μάλιστα το κόστος για τη χώρα.
Το πολιτικό όπλο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου ήταν το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία». Μ’ αυτό το όπλο εφαρμόστηκε η τακτική του σοκ, που το ΔΝΤ έχει ήδη εφαρμόσει σε άλλες χώρες. Η τακτική αυτή έχει σκοπό να ακινητοποιεί την κοινωνία, ώστε να μην είναι σε θέση να αντιδράσει όταν υποβάλλεται στη νεοφιλελεύθερη θεραπεία.
Το επιτυγχάνουν, προβάλλοντας εκβιαστικά διλήμματα, τα οποία επιδέχονται μονοσήμαντη απάντηση. Με άλλα λόγια, βάζουν την κοινωνία να διαλέξει ανάμεσα στην υποτιθέμενη καταστροφή και στην επώδυνη θεραπεία που της προτείνουν. Υπό το κράτος αυτού του εκβιαστικού διλήμματος, η ελληνική Βουλή ψήφισε το 1ο Μνημόνιο.
Γιατί όχι χρεοκοπία;
Γιατί, όμως, η χρεοκοπία θα ήταν περισσότερο καταστροφή από αυτό που συντελείται τα τελευταία χρόνια; Προφανώς, σε περίπτωση χρεοκοπίας θα είχε επιβληθεί μία βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτή, όμως, επιβλήθηκε και με τα Μνημόνια. Ενδεχομένως να είχε επιβληθεί με ταχύτερο ρυθμό. Με τη χρεοκοπία, όμως, εκ των πραγμάτων θα είχε κουρευτεί το χρέος και μάλιστα δραστικά, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο.
Η απειλή του ευρωιερατείου για να μη συμβεί αυτό ήταν πως εάν η Ελλάδα επέλεγε να κηρύξει χρεοκοπία, θα την εξανάγκαζε να φύγει από το ευρώ. Είναι αμφίβολο εάν σ’ εκείνες τις συνθήκες η απειλή αυτή θα γινόταν πράξη, λόγω του συστημικού κινδύνου που θα προέκυπτε τότε για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ακόμα και εάν υποθέσουμε, όμως, ότι θα συνέβαινε υπήρξε η οποιαδήποτε αξιόπιστη μελέτη για τα συν και πλην των δύο επιλογών;
Η απάντηση είναι όχι. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν ιδεολογικά και πολιτικά μονοδρομισμένο. Το ίδιο και η ελληνική κοινή γνώμη, η οποία ήθελε να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις για σύντομη έξοδο από την κρίση. Χρειάσθηκε να υποστεί όσα υφίσταται τα τελευταία εφτά χρόνια για να κάνει δεύτερες σκέψεις και όχι πάντα.
Και στα γόνατα και σε ομηρία
Έτσι φθάσαμε στο καταθλιπτικό σήμερα. Αν και είναι κοινός τόπος πως το ελληνικό χρέος και μετά το PSI παραμένει μη βιώσιμο έχει αποκλεισθεί με τη βούλα του Eurogroup και με την ελληνική υπογραφή πως η ελάφρυνση δεν θα προκύψει από κούρεμα της ονομαστικής αξίας. Θα προκύψει από περίοδο χάριτος όσον αφορά την πληρωμή τόκων, από επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και ενδεχομένως από μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά.
Παρά το γεγονός ότι αυτού του τύπου η ελάφρυνση καταδικάζει την Ελλάδα σε μία κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, το Βερολίνο μπλοκάρει κάθε κίνηση, έστω και σ’ αυτό το δυσμενές για την ελληνική οικονομία πλαίσιο. Η θέση του είναι ότι μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 θα εξεταστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και μόνο εάν τότε κριθεί αναγκαίο θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνσή του.
Και όλα αυτά, όταν, όπως προαναφέραμε, είναι κοινός τόπος πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο. Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που το ΔΝΤ αρνείται να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα και η ΕΚΤ αρνείται να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το αποτέλεσμα είναι η ελληνική οικονομία να παραμένει και στα γόνατα και σε ομηρία.
Δεν υπάρχει ανεξάρτητος οικονομολόγος στην υφήλιο που να υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Τη βιωσιμότητά του αμφισβητούν ακόμα και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).
Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο το 2009-10, όταν η Ελλάδα αποκλείσθηκε από τις αγορές και
βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία.
Είναι κανόνας ότι μία χώρα που δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές της χρεοκοπεί.
Τί σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι πέφτει στα χέρια του ΔΝΤ. Το Ταμείο της επιβάλλει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, συνδυασμένο με σαρωτικές αλλαγές νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης.
Ταυτοχρόνως, όμως, επιβάλει στους δανειστές και το κούρεμα του χρέους.
Κούρεμα σε ποσοστό που θα επιτρέψει στη χρεοκοπημένη χώρα να ανακάμψει με κάποιον τρόπο και να μπορέσει να πληρώσει το χρέος που θα παραμείνει μετά το κούρεμα.
Οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες που τότε είχαν στα χέρια τους τον μεγάλο όγκο των ελληνικών ομολόγων δεν ήθελαν να υποστούν κούρεμα.
Ούτε και οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών, επειδή θα έπρεπε να καλύψουν την τρύπα που θα δημιουργούσε το κούρεμα.
Για την ακρίβεια, θα υποχρεώνονταν να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες τους με χρήματα από τον γερμανικό και τον γαλλικό κρατικό προϋπολογισμό.
Δανειακές συμβάσεις για να μας πληρώνεις
Αντί γι’ αυτό και αφού βρήκαν πρόθυμους στην Αθήνα, εφάρμοσαν το colpo grosso.
Έβαλαν όλες οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, ακόμα και τις πιο φτωχές, να δανείσουν την Ελλάδα -ανάλογα με το ποσοστό τους στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης- για να πληρώσει στο άρτιο (στην ονομαστική τιμή τους) όλα τα ομόλογα που έληγαν μέχρι τις αρχές του 2012, όταν έγινε το περιβόητο PSI.
Οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες είχαν εσωτερική πληροφόρηση από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες και αποφάσιζαν σχετικά. Κράτησαν, λοιπόν, τα ελληνικά ομόλογα που έληγαν μέχρι τις αρχές του 2012, ξέροντας ότι θα τα πληρωθούν στο ακέραιο. Τα υπόλοιπα, που έληγαν αργότερα, τα «έσπρωξαν» στη δευτερογενή αγορά.
Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε σε τριπλά χειρότερη θέση:
Πρώτον, το χρέος της πέρασε από το ευνοϊκό ελληνικό δίκαιο στο δυσμενές για τον οφειλέτη αγγλικό δίκαιο.
Δεύτερον, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκε παρά το PIS, λόγω της δραστικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Τρίτον, ο κορμός του ανεπομείναντος χρέους έπαψε να είναι χρέος προς ιδιώτες και έγινε χρέος προς κράτη. Η αλλαγή αυτή κατέστησε από πολιτικής απόψεως εξαιρετικά δύσκολο μελλοντικό κούρεμά του.
Μεταμοντέρνα αποικία
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως οι αρχιτέκτονες του colpo grosso επικαλούνται τώρα το αποτέλεσμα της μεθόδευσής τους (το γεγονός ότι η Ελλάδα τώρα πια χρωστάει κατά κανόνα σε κράτη, δηλαδή σε φορολογούμενους) για να αρνηθούν την ελάφρυνση. Πρώτοι και καλύτεροι οι Μέρκελ και Σόιμπλε.
Γι’ αυτούς, το ελληνικό χρέος δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί και για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί και πάλι στα πόδια της και για αντιμετωπισθεί ένας παράγοντας αστάθειας στην Ευρωζώνη. Είναι ένα όπλο για τη μετατροπή του αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής αλυσίδας σε μεταμοντέρνα αποικία, στην οποία έχουν πάψει να ισχύουν οι κανόνες και οι ποικίλες οικονομικές-κοινωνικές προδιαγραφές που ισχύουν ως κοινοτικό δίκαιο στην υπόλοιπη ΕΕ.
Με το colpo grosso ουσιαστικά παρακάμφθηκαν οι κανόνες του καπιταλισμού. Γιατί η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αποδέχθηκε τη μεθόδευση του ευρωιερατείου; Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί σχετικά, αλλά η ουσία είναι πως αντέστρεψε την πραγματικότητα.
«Μνημόνιο ή χρεοκοπία;»
Είχε δίκιο όταν έλεγε πως κληρονόμησε μία δημοσιονομική βόμβα, αν και είχε προειδοποιηθεί γι’ αυτό και δεν έκανε τίποτα για να προλάβει τα χειρότερα. Η κυβέρνησή του διέπραξε αλλεπάλληλα λάθη. Δεν προσπάθησε σοβαρά να απενεργοποιήσει τη δημοσιονομική βόμβα που κληρονόμησε. Για την ακρίβεια, προκάλεσε την έκρηξή της, αυξάνοντας μάλιστα το κόστος για τη χώρα.
Το πολιτικό όπλο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου ήταν το εκβιαστικό δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία». Μ’ αυτό το όπλο εφαρμόστηκε η τακτική του σοκ, που το ΔΝΤ έχει ήδη εφαρμόσει σε άλλες χώρες. Η τακτική αυτή έχει σκοπό να ακινητοποιεί την κοινωνία, ώστε να μην είναι σε θέση να αντιδράσει όταν υποβάλλεται στη νεοφιλελεύθερη θεραπεία.
Το επιτυγχάνουν, προβάλλοντας εκβιαστικά διλήμματα, τα οποία επιδέχονται μονοσήμαντη απάντηση. Με άλλα λόγια, βάζουν την κοινωνία να διαλέξει ανάμεσα στην υποτιθέμενη καταστροφή και στην επώδυνη θεραπεία που της προτείνουν. Υπό το κράτος αυτού του εκβιαστικού διλήμματος, η ελληνική Βουλή ψήφισε το 1ο Μνημόνιο.
Γιατί όχι χρεοκοπία;
Γιατί, όμως, η χρεοκοπία θα ήταν περισσότερο καταστροφή από αυτό που συντελείται τα τελευταία χρόνια; Προφανώς, σε περίπτωση χρεοκοπίας θα είχε επιβληθεί μία βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτή, όμως, επιβλήθηκε και με τα Μνημόνια. Ενδεχομένως να είχε επιβληθεί με ταχύτερο ρυθμό. Με τη χρεοκοπία, όμως, εκ των πραγμάτων θα είχε κουρευτεί το χρέος και μάλιστα δραστικά, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο.
Η απειλή του ευρωιερατείου για να μη συμβεί αυτό ήταν πως εάν η Ελλάδα επέλεγε να κηρύξει χρεοκοπία, θα την εξανάγκαζε να φύγει από το ευρώ. Είναι αμφίβολο εάν σ’ εκείνες τις συνθήκες η απειλή αυτή θα γινόταν πράξη, λόγω του συστημικού κινδύνου που θα προέκυπτε τότε για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ακόμα και εάν υποθέσουμε, όμως, ότι θα συνέβαινε υπήρξε η οποιαδήποτε αξιόπιστη μελέτη για τα συν και πλην των δύο επιλογών;
Η απάντηση είναι όχι. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν ιδεολογικά και πολιτικά μονοδρομισμένο. Το ίδιο και η ελληνική κοινή γνώμη, η οποία ήθελε να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις για σύντομη έξοδο από την κρίση. Χρειάσθηκε να υποστεί όσα υφίσταται τα τελευταία εφτά χρόνια για να κάνει δεύτερες σκέψεις και όχι πάντα.
Και στα γόνατα και σε ομηρία
Έτσι φθάσαμε στο καταθλιπτικό σήμερα. Αν και είναι κοινός τόπος πως το ελληνικό χρέος και μετά το PSI παραμένει μη βιώσιμο έχει αποκλεισθεί με τη βούλα του Eurogroup και με την ελληνική υπογραφή πως η ελάφρυνση δεν θα προκύψει από κούρεμα της ονομαστικής αξίας. Θα προκύψει από περίοδο χάριτος όσον αφορά την πληρωμή τόκων, από επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και ενδεχομένως από μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά.
Παρά το γεγονός ότι αυτού του τύπου η ελάφρυνση καταδικάζει την Ελλάδα σε μία κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, το Βερολίνο μπλοκάρει κάθε κίνηση, έστω και σ’ αυτό το δυσμενές για την ελληνική οικονομία πλαίσιο. Η θέση του είναι ότι μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 θα εξεταστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και μόνο εάν τότε κριθεί αναγκαίο θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνσή του.
Και όλα αυτά, όταν, όπως προαναφέραμε, είναι κοινός τόπος πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο. Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που το ΔΝΤ αρνείται να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα και η ΕΚΤ αρνείται να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το αποτέλεσμα είναι η ελληνική οικονομία να παραμένει και στα γόνατα και σε ομηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου