Το ερώτημα που από καιρό έχει απασχολήσει τους ειδικούς είναι μήπως η επικοινωνία του μάρκετινγκ, αντί να απευθύνεται και να κατευθύνεται αποτελεσματικά στους στόχους του, τελικά, έχει καταστεί μια άστοχη επιδρομή παραβίασης της ιδιωτικότητας και του ζωτικού χώρου των καταναλωτών και όχι μόνον. Είναι ήδη γνωστό ότι ο σύγχρονος καταναλωτής βρίσκεται σε πολιορκία από τα μηνύματα του μάρκετινγκ που τον κατακλύζουν ανελέητα «από την ώρα που θα ξυπνήσει ώς την ώρα που θα ξανακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι», με αποτέλεσμα ο υπερβολικός αυτός φόρτος πληροφόρησης να μη τον αγγίζει πλέον.
Από την πλευρά τους, πάλι, οι καταναλωτές καταφεύγουν στην τεχνολογία για να προστατευθούν από αυτήν την επιδρομή. Αποτέλεσμα, η ανάπτυξη της τεχνολογικής οικογένειας «όπλων», που μπλοκάρει και αναχαιτίζει την εισβολή του μάρκετινγκ στον ιδιωτικό χώρο τους. Οι επιπτώσεις αυτές στο παραδοσιακό μάρκετινγκ, «που ανέκαθεν συνήθιζε να φλερτάρει και με τα όρια της νομιμότητας», έχουν από καιρό προβληματίσει το Ινστιτούτο Μάρκετινγκ της Βρετανίας, που περνάει πλέον το «μπαλάκι» στα στελέχη του μάρκετινγκ και επισημαίνει ότι η πρόκληση γι’ αυτούς είναι πλέον το πώς, μέσα από αυτήν την πλημμυρίδα των πληροφοριών να περάσουν το δικό τους το μήνυμα, στον κατάλληλο χρόνο και στον κατάλληλο στόχο. «Η νέα προσταγή στο μάρκετινγκ είναι η διαχείριση της συναίνεσης. Αν και πάντα ήταν γνωστό το μάρκετινγκ με συναίνεση, ωστόσο, γίνεται αποδεκτό παθητικά μόνο. Και, είτε λόγω αδρανείας είτε λόγω συνηθείας, αυτό που επικρατεί είναι το επιθετικό μάρκετινγκ γιατί είναι ευκολότερο και συχνά φθηνότερο.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι η μετατόπιση του μάρκετινγκ από την «εισβολή» στην επικοινωνία, στην ανάπτυξη σχέσεων και συνεργασίας με τους καταναλωτές». Η σημαντική αυτή άποψη έχει εκφρασθεί και από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Μάρκετινγκ (EMC) – το ευρωπαϊκό σώμα των επαγγελματιών του μάρκετινγκ ως Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Μάρκετινγκ.
Προϋπόθεση για το συναινετικό μοντέλο μάρκετινγκ είναι ο διάλογος και η συναίνεση του καταναλωτή να θέλει να γνωρίσει το μήνυμα. Για παράδειγμα, οι τηλεφωνικές κλήσεις για τη μετάδοση ενός μηνύματος μπορεί κάποτε να είχαν κάποια επιτυχία. Oχι όμως σήμερα, που ο καταναλωτής γνωρίζει τα δικαιώματά του για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του. «Μπορεί η θετική ανταπόκριση ενός 5% των καταναλωτών να θεωρείται από τις εταιρείες επιτυχία της εκστρατείας, αλλά η αρνητική εντύπωση που δημιούργησε σε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ακυρώνει την επιτυχία αυτή». Παρά ταύτα, η τεχνική των τηλεφωνικών μηνυμάτων συνεχίζεται, γιατί δίνει μετρήσιμα αποτελέσματα.
Oμως, το μεγάλο ποσοστό των καταναλωτών που ενοχλήθηκαν διαφεύγει τη μέτρηση. «Ακόμη και το Ιντερνετ και τα κινητά τηλέφωνα που ξεκίνησαν ως αμιγώς επικοινωνιακά εργαλεία, υπέκυψαν και αυτά στην... αεροπειρατεία τεμπέληδων και πανούργων που στέλνουν τα δικά τους λογής λογής διαφημιστικά μηνύματα». Υπογραμμίζεται ότι «στο παρελθόν η πόρτα ήταν ανοιχτή, εκτός κι αν ο καταναλωτής έλεγε ότι είναι κλειστή. Σήμερα, η πόρτα είναι κλειστή, εκτός και αν ο καταναλωτής πει ότι είναι ανοιχτή. Τα στελέχη του μάρκετινγκ που το γνωρίζουν αυτό και το σέβονται, είναι αυτοί που έχουν το πλεονέκτημα. Γιατί η καλή επικοινωνία είναι αμφίδρομη και διαδραστική».
Σύμφωνα με παλαιότερους υπολογισμούς, σε καθημερινή βάση, ο μέσος καταναλωτής είναι εκτεθειμένος σε περίπου 1.500 διαφημιστικά μηνύματα. Ακόμη, το ένα τρίτο των διαφημιστικών επιστολών που αποστέλλονται πετιέται χωρίς καν να ανοίγεται, ενώ το 60% ούτε καν διαβάζεται από τους αποδέκτες.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου