Η ασυδοσία των κερδοσκόπων προκαλεί έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια και υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να πάρουν κάποιες αποστάσεις από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στις 20 Μαΐου, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποκάλεσε «ορδές των λόμπι» τους τραπεζίτες που αντιδρούσαν στο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της Wall Street. Θα εξακολουθήσουν, άραγε, αυτοί που υπογράφουν τις επιταγές, να υπαγορεύουν και τους νόμους;
Δέσμιος των λόμπι και των... χορηγών ο Μπαράκ Ομπάμα.Στις 10 Μαΐου 2010, λίγο αφότου είχαν πέσει στο καζάνι της κερδοσκοπίας άλλα 750 δισεκατομμύρια δολάρια, οι κάτοχοι τίτλων της Societe Generale κέρδισαν 23,89%. Την ίδια κιόλας μέρα, ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε ότι για λόγους δημοσιονομικής λιτότητας δεν θα ανανέωνε το έκτακτο βοήθημα των 150 ευρώ προς τις οικογένειες που βρίσκονται σε οικονομική στενότητα. Ετσι, καθώς η μία χρηματοπιστωτική κρίση διαδέχεται την άλλη, ενισχύεται η πεποίθηση ότι η πολιτική εξουσία ευθυγραμμίζεται με τις διαθέσεις των μετόχων. Κατά περιόδους, όπως επιβάλλει η δημοκρατία, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι καλούν το λαό να πριμοδοτήσει κάποια κόμματα τα οποία έχουν «προεπιλέξει» οι αγορές ακριβώς για το λόγο ότι είναι ακίνδυνα. Η υποψία της απάτης υποσκάπτει σταδιακά την αξιοπιστία της οποιασδήποτε επίκλησης περί κοινού καλού. Οταν ο Μπαράκ Ομπάμα καυτηριάζει την Goldman Sachs για να δικαιολογήσει καλύτερα τα μέτρα για τη χρηματοπιστωτική ρύθμιση, οι Ρεπουμπλικάνοι, μεσούσης της συνεδρίασης, βγάζουν στην κυκλοφορία ένα διαφημιστικό σποτ(1) το οποίο παρουσιάζει συγκεντρωτικά τη λίστα με τις δωρεές που έλαβαν ο πρόεδρος και οι πολιτικοί του φίλοι από την «Εταιρεία» κατά τις εκλογές του 2008: «Δημοκρατικοί: 4,5 εκατομμύρια δολάρια. Ρεπουμπλικάνοι: 1,5 εκατομμύρια δολάρια. Κάποιοι πολιτικοί επιτίθενται στη βιομηχανία του χρήματος, ωστόσο δέχονται τα εκατομμύρια που τους προσφέρει απλόχερα η Wall Street».
Οταν οι Συντηρητικοί στη Βρετανία, με την πρόφαση ότι νοιάζονται για τον προϋπολογισμό των φτωχών οικογενειών, δηλώνουν αντίθετοι στην καθιέρωση ελάχιστης τιμής για το αλκοόλ, οι Εργατικοί τούς αντικρούουν λέγοντας ότι αυτό που μάλλον τους ενδιαφέρει είναι να ικανοποιήσουν τους ιδιοκτήτες των σουπερμάρκετ, οι οποίοι αντιδρούν σε ένα τέτοιο μέτρο. Επόμενο, αφού το αλκοόλ, χάρη στην τιμή του, έχει γίνει ένα δελεαστικό προϊόν για τους έφηβους, οι οποίοι είναι ενθουσιασμένοι με την ιδέα ότι η μπίρα κοστίζει φτηνότερα από το νερό.
Τέλος, όταν ο Σαρκοζί καταργεί τη διαφήμιση στα κρατικά κανάλια, ο καθείς οσφραίνεται τι κέρδη θα αποκομίσει η ιδιωτική τηλεόραση που βρίσκεται στα χέρια των φίλων του, Βενσάν Μπολορέ, Μαρτέν Μπουίγκ και λοιπών, χάρη σε μια κατάσταση που την απαλλάσσει από κάθε μορφή ανταγωνισμού για τη μοιρασιά της διαφημιστικής πίτας.
Παρόμοιες υποψίες ανάγονται στο βάθος της ιστορίας. Διότι, ενώ πολλές αλήθειες θα έπρεπε να μας σκανδαλίζουν, παραιτούμαστε μπροστά τους λέγοντας «αυτά συνέβαιναν πάντα». Σίγουρα, το 1887, ο γαμπρός του γάλλου προέδρου Ζιλ Γκρεβί επωφελήθηκε από τη συγγένειά του με το μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων για να κάνει εμπόριο παρασήμων.
Ορια στο κεφάλαιο
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Standard Oil υπαγόρευε τη βούλησή της σε πολλούς κυβερνώντες στις ΗΠΑ. Τέλος, όταν μιλάμε για τη δικτατορία του χρήματος, από το 1924 γινόταν ήδη λόγος για την «καθημερινή ψήφο εμπιστοσύνης των κατόχων των συναλλαγματικών» -οι δανειστές του δημόσιου χρέους εκείνη την εποχή- που το άλλο τους όνομα ήταν «ο τοίχος του χρήματος». Εν πάση περιπτώσει, με τον καιρό, κάποιοι νόμοι είχαν θέσει όρια στο ρόλο του κεφαλαίου στην πολιτική ζωή.
Ακόμα και στις ΗΠΑ: κατά τη διάρκεια της «προοδευτικής εποχής» (1880-1920), κατόπιν μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, πάντα ύστερα από πολιτικές αναταραχές. Σε ό,τι αφορά τον «τοίχο του χρήματος», στη Γαλλία το χρηματοπιστωτικό σύστημα τέθηκε υπό κηδεμονία την επομένη της απελευθέρωσης. Εν ολίγοις, αυτά «συνέβαιναν πάντα», αλλά μπορούσαν και να αλλάξουν.
Κι ύστερα, να αλλάξουν κι άλλο... αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τις 30 Δεκεμβρίου του 1976, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άρχισε να ακυρώνει πολλές διατάξεις νόμων που περιόριζαν το ρόλο του χρήματος στην πολιτική και τις οποίες είχε ψηφίσει προηγουμένως το Κογκρέσο (νόμος Buckley εναντίον Valeo). Ποια ήταν δικαιολογία των δικαστών; «Η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να εξαρτάται από την οικονομική άνεση του ατόμου που επιθυμεί να παρέμβει στο δημόσιο λόγο». Με άλλα λόγια, η οριοθέτηση των δαπανών ισοδυναμεί με καταπίεση της έκφρασης... Τον περασμένο Ιανουάριο, ο νόμος αυτός διευρύνθηκε ώστε να επιτρέπει στις εταιρείες να ξοδεύουν ό,τι θέλουν προκειμένου να προωθήσουν (ή να πολεμήσουν) έναν υποψήφιο. Αλλού, εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια, στους κόλπους των πρώην σοβιετικών απαράτσικ που μεταμορφώθηκαν σε ολιγάρχες της βιομηχανίας, μεταξύ των κινέζων εργοδοτών που κατέχουν θέση ισχύος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ανάμεσα στους ευρωπαίους επικεφαλείς κυβερνήσεων, υπουργούς και βουλευτές που προετοιμάζουν μια αμερικανικού τύπου στροφή τους προς τον «ιδιωτικό τομέα», ανάμεσα τους ιρανούς κληρικούς και τους πακιστανούς στρατιωτικούς που χρηματίζονται(2), η διολίσθηση προς την αισχροκέρδεια έχει ξαναγίνει σύστημα. Αλλάζει την πορεία της πολιτικής ζωής του πλανήτη.
Την άνοιξη του 1996, κοντά στο τέλος μιας μετριότατης πρώτης θητείας, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ετοίμαζε την εκστρατεία για την επανεκλογή του. Του έλειπαν χρήματα. Για να τα αποκτήσει, είχε την ιδέα να προσφέρει στους πιο γενναιόδωρους δωρητές του κόμματός του την ευκαιρία να περάσουν μια νύχτα στο Λευκό Οίκο, για παράδειγμα στο «Δωμάτιο του Λίνκολν». Επειδή όμως το να κοιμηθούν στον ίδιο χώρο με τον «Μεγάλο Απελευθερωτή» δεν ήταν εφικτό για τα πιο μικρά βαλάντια ούτε απαραίτητα το όνειρο των πιο μεγάλων, βγήκαν και άλλες δελεαστικές προσφορές σε πλειστηριασμό, όπως, «ένας καφές» στο Λευκό Οίκο παρέα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Οι δυνάμει χρηματοδότες του Δημοκρατικού Κόμματος συνάντησαν, λοιπόν, ολόκληρες φουρνιές μελών της κυβέρνησης που είχαν ως καθήκον να ελέγχουν τις δικές τους δραστηριότητες. Ο εκπρόσωπος τύπου του προέδρου Κλίντον, Λάνι Ντέιβις, έδωσε την αφελή εξήγηση ότι ο σκοπός ήταν «να επιτραπεί στα μέλη των οργανισμών οικονομικής ρύθμισης να γνωρίσουν καλύτερα τα θέματα της εν λόγω βιομηχανίας»(3). Ενας από αυτούς τους «καφέδες εργασίας» θα μπορούσε να κοστίσει μερικά τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, να εκτοξεύσει στα ύψη το χρέος των ΗΠΑ και να επιφέρει την απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων θέσεων εργασίας.
Στις 13 Μαΐου του 1996, λοιπόν, ορισμένοι από τους σημαντικότερους τραπεζίτες των ΗΠΑ έγιναν δεκτοί για 90 λεπτά στο Λευκό Οίκο από τα βασικότερα μέλη της κυβέρνησης. Δίπλα στον πρόεδρο Κλίντον βρίσκονταν επίσης ο υπουργός Οικονομικών, Ρόμπερτ Ρούμπιν, ο αρμόδιος υφυπουργός νομισματικών υποθέσεων, Τζον Χοκ, και ο υπεύθυνος ρύθμισης των τραπεζών, Γιουτζίν Λούντβιγκ. Κατά μία εντελώς διαβολική σύμπτωση, στη συνάντηση συμμετείχε επίσης ο υπεύθυνος για τα οικονομικά του Δημοκρατικού Κόμματος, Μάρβιν Ρόζεν. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου του κυρίου Λούντβιγκ, «οι τραπεζίτες συζήτησαν για τη μελλοντική νομοθεσία, μεταξύ άλλων, ορισμένες ιδέες που ίσως μας επιτρέψουν να γκρεμίσουμε το φράγμα που χωρίζει τις τράπεζες από τους άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς».
Εχοντας αντλήσει τα διδάγματα από το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929, το Νιου Ντιλ είχε απαγορεύσει στις αποταμιευτικές τράπεζες να ρισκάρουν απερίσκεπτα τα λεφτά των πελατών τους, γεγονός που εν συνεχεία υποχρέωνε το κράτος να τις διασώζει από φόβο μήπως μια ενδεχόμενη χρεοκοπία τους επιφέρει και την οικονομική καταστροφή των πολυάριθμων καταθετών τους.
Η ρύθμιση, η οποία υπεγράφη από τον πρόεδρο Φρανκλίνο Ρούσβελτ το 1933 και εξακολουθούσε να ισχύει το 1996 (νόμος Glass - Steagall), δυσαρεστούσε σφόδρα τους τραπεζίτες, οι οποίοι αδημονούσαν να επωφεληθούν, με τη σειρά τους, από τα θαύματα της «νέας οικονομίας». Ο «καφές εργασίας» είχε ως στόχο να υπενθυμίσει αυτή τη δυσαρέσκεια στον επικεφαλής της αμερικανικής κυβέρνησης, ακριβώς τη στιγμή που η δική του αγωνία ήταν να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της επανεκλογής του από τις τράπεζες.
Λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντηση στο Λευκό Οίκο, ανακοινώθηκε με έκτακτο δελτίο ότι ο υπουργός Οικονομικών θα έστελνε στο Κογκρέσο ένα νομοθετικό οπλοστάσιο, το οποίο «αναθεωρεί τους τραπεζικούς κανόνες που θεσπίστηκαν έξι δεκαετίες νωρίτερα, γεγονός που θα επιτρέψει στις τράπεζες να πραγματοποιήσουν ευρύτατο άνοιγμα στον τομέα της ασφάλισης, στο χρηματιστήριο και τις επενδύσεις». Τη συνέχεια τη γνωρίζουν όλοι.
Η μεγάλη ανατροπή
Η κατάργηση του νόμου «Glass - Steagall» υπεγράφη το 1999 από τον πρόεδρο Κλίντον, που είχε επανεκλεγεί τρία χρόνια νωρίτερα, εν μέρει χάρη στα οικονομικά εκλογικά του πολεμοφόδια(4). Το αποτέλεσμά της ήταν το κερδοσκοπικό όργιο της δεκαετίας του 2000 (διαρκώς μεγαλύτερη εξειδίκευση σε νοθευμένα οικονομικά προϊόντα, όπως υποθηκευτικά δάνεια τύπου subprime κ.λπ.) και η επιτάχυνση του οικονομικού κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008.
Στην πραγματικότητα, ο «καφές εργασίας» του 1996 (έλαβαν χώρα 103 τέτοιοι καφέδες την ίδια περίοδο και στο ίδιο μέρος) απλώς επιβεβαίωσε ότι η πλάστιγγα έγερνε υπέρ των συμφερόντων του χρήματος. Διότι, την ταφόπλακα στο νόμο «Glass - Steagall» την έβαλε το Κογκρέσο που τότε είχε ρεπουμπλικανική πλειοψηφία, ακολουθώντας τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία του και τις επιθυμίες των «μαικήνων» του -οι ρεπουμπλικανοί βουλευτές δέχονταν κι εκείνοι σωρηδόν τα δολάρια των τραπεζών.
Οσο για την κυβέρνηση Κλίντον, είτε με είτε χωρίς «καφέ εργασίας», δεν θα μπορούσε να αντισταθεί για καιρό στα κελεύσματα της Wall Street, καθώς ο υπουργός της των Οικονομικών, ο Ρούμπιν, είχε διατελέσει διευθυντής της Goldman Sachs. Οπως εξάλλου και ο Χένρι Πόλσον, ο οποίος κρατούσε το μοχλό του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών όταν ξέσπασε το κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008. Ο Πόλσον, αφού άφησε την Bear Stearns και τη Merryl Lunch -δύο ανταγωνίστριες της Goldman Sachs- να πεθάνουν, διέσωσε την American Insurance Group (AIG), μια ασφαλιστική εταιρεία που η χρεοκοπία της θα έπληττε τον μεγαλύτερο δανειστή της... την Goldman Sachs.
Γιατί, άραγε, ένας λαός που στην πλειονότητά του δεν απαρτίζεται από πλούσιους, αποδέχεται το γεγονός ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί του ικανοποιούν κατά προτεραιότητα τις απαιτήσεις των βιομηχάνων, των νομικών συμβούλων των εταιρειών και των τραπεζιτών, σε σημείο μάλιστα η πολιτική να διασφαλίζει τις σχέσεις ισχύος που κατέχουν στην οικονομία, αντί να τους αντιπαραθέτει τη δημοκρατική νομιμότητα;
Γιατί, αυτοί οι πλούσιοι, όταν εκλέγονται οι ίδιοι, νιώθουν ότι έχουν το ελεύθερο να αυξάνουν τον πλούτο τους και να διατείνονται ότι το γενικό συμφέρον επιβάλλει να ικανοποιούνται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των προνομιούχων τάξεων, των μόνων που διαθέτουν την εξουσία να κάνουν επενδύσεις ή να εμποδίζουν τις μετακινήσεις επιχειρήσεων και τις οποίες επομένως πρέπει διαρκώς να δελεάζουμε («να καθησυχάσουμε τις αγορές») ή να συγκρατούμε (λογική της «φορολογικής ασπίδας»);
Τέτοιου είδους ερωτήματα μας οδηγούν στην περίπτωση της Ιταλίας. Εκεί, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη δεν έγινε μέλος κάποιου κόμματος με την ελπίδα ότι θα το επηρεάσει, αλλά ίδρυσε το δικό του, το «Forza Italia», για να υπερασπιστεί τα επιχειρηματικά του συμφέροντα. Στις 23 Νοεμβρίου του 2009, η «La Repubblica» δημοσίευσε τον κατάλογο με τους 18 νόμους που ευνόησαν την εμπορική αυτοκρατορία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από το 1994 και μετά ή που του επέτρεψαν να ξεφύγει από τις δικαστικές διώξεις.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Κόστα Ρίκα, Φρανσίσκο Νταλ' Ανάσε, από την πλευρά του, απευθύνει από τώρα προειδοποίηση για το απώτερο στάδιο στο οποίο, σε ορισμένες χώρες, το κράτος θα τίθεται όχι μόνο στην υπηρεσία των τραπεζών, αλλά και ορισμένων εγκληματικών ομάδων: «Τα καρτέλ των ναρκωτικών θα παρεισφρέουν στα πολιτικά κόμματα, θα χρηματοδοτούν προεκλογικές εκστρατείες και εν συνεχεία θα παίρνουν τον έλεγχο της κυβέρνησης» (5).
Τι αντίκτυπο είχε, αλήθεια, η (νέα) αποκάλυψη της «La Repubblica» στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος για την ιταλική δεξιά; Αν κρίνουμε από την επιτυχία της στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μαρτίου, κανένα. Ολα γίνονται λες και η συνήθης χαλάρωση του δημόσιου ήθους έχει εθίσει στο μιθριδατισμό ολόκληρους λαούς οι οποίοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά απέναντι στη διαφθορά του πολιτικού βίου. Ποιος ο λόγος να αγανακτήσει κανείς αν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι φροντίζουν μονίμως να ικανοποιούν τους νέους ολιγάρχες -ή να τους κάνουν παρέα στην κορυφή της πυραμίδας του πλούτου; «Οι φτωχοί δεν κάνουν πολιτικές δωρεές», παρατηρούσε ορθά ο πρώην ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία, Τζον Μακέιν, ο οποίος, από τότε που έπαψε να είναι γερουσιαστής, έγινε λομπίστας της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.
Μέσα στον ένα μήνα που ακολούθησε την αναχώρησή του από το Λευκό Οίκο, ο Κλίντον κέρδισε μαζεμένα όσα χρήματα δεν είχε βγάλει τα προηγούμενα 53 χρόνια της ζωής του. Η Goldman Sachs του έδωσε αμοιβή 650.000 δολάρια για τέσσερις ομιλίες. Μία μόνο ομιλία που έβγαλε στη Γαλλία του απέδωσε 250.000 δολάρια, επιπλέον. Εκείνη τη φορά πλήρωσε η Citigroup. Το τελευταίο έτος της θητείας του Κλίντον, το προεδρικό ζεύγος δήλωσε εισόδημα 357.000 δολάρια. Στο διάστημα 2001-2007, έφτασε συνολικά τα 109 εκατομμύρια δολάρια. Στο εξής, η διασημότητα και οι επαφές που αποκτά κάποιος κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας, αρχίζουν να εξαργυρώνονται κατά κύριο λόγο μετά το τέλος αυτής της καριέρας. Οι διοικητικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα ή οι θέσεις τραπεζικού συμβούλου αποτελούν ένα πλούσιο υποκατάστατο μιας δημοφιλούς θητείας που φτάνει στο τέλος της. Ομως το να κυβερνάς σημαίνει να προβλέπεις...
Πάντως, το «βόλεμα στον ιδιωτικό τομέα» δεν εξηγείται μόνο με την επιθυμία κάποιου να παραμείνει διά βίου μέλος της ολιγαρχίας. Η ιδιωτική επιχείρηση, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι ΜΚΟ που σχετίζονται με διάφορες επιχειρήσεις έχουν εξελιχθεί, ενίοτε περισσότερο κι από το κράτος, σε τόπους στους οποίους η εξουσία συναντά την ηγεμονία της διανόησης. Στη Γαλλία λοιπόν, τόσο το κύρος που προσδίδει το χρήμα, όσο και η επιθυμία να χτίσεις ένα λαμπρό μέλλον, έκαναν πολλούς πρώην φοιτητές της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (ΕΝΑ), της Ecole Normale ή του Πολυτεχνείου να λοξοδρομήσουν από την αρχική τους κλίση να υπηρετήσουν το κοινό καλό.
Ο πρώην απόφοιτος της ΕΝΑ και της Ecole Normale και πρώην πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ ομολόγησε ότι υπέπεσε σε έναν ανάλογο πειρασμό: «Ολοι θαμπωθήκαμε, ανάμεσά τους, συγγνώμη που το λέω, και τα μέσα ενημέρωσης. Τα golden boys, τι φοβερά που ήταν! Οι νέοι που έρχονταν από το Λονδίνο και ήταν εκεί, μπροστά από τα μηχανήματά τους και μετέφεραν δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε δευτερόλεπτα, που κέρδιζαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το μήνα, όλοι είχαν θαμπωθεί! [..] Δεν θα ήμουν απόλυτα ειλικρινής αν αρνιόμουν ότι κι εγώ ο ίδιος, κατά καιρούς, έλεγα μέσα μου: για δες, αν είχα ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο, ίσως να ήμουν διαφορετικά σήμερα» (6).
Απ' τις εταιρείες στην πολιτική
«Κανέναν ενδοιασμό», αντίθετα, δεν έχει ο Ιβ Γκαλάν, πρώην υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας, ο οποίος έγινε γενικός διευθυντής της Boeing France, ανταγωνίστριας εταιρείας της Airbus. Κανέναν ενδοιασμό δεν έχει επίσης και η Κλάρα Γκεμάρ, σύζυγος του Ερβέ Γκεμάρ, πρώην υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας: αφού διετέλεσε υπάλληλος στο Μπερσί (7) και εν συνεχεία υπεύθυνη στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κατέληξε πρόεδρος της General Electric France. Εξίσου ήσυχη έχει τη συνείδησή της και η Κριστίν Αλμπανέλ, η οποία για τρία χρόνια ήταν υπουργός Πολιτισμού και Επικοινωνίας. Από τον Απρίλιο του 2010, είναι και πάλι υπεύθυνη επικοινωνίας... αλλά αυτή τη φορά στη France Telecom.
Οι μισοί από τους πρώην γερουσιαστές των ΗΠΑ γίνονται λομπίστες, συχνά στην υπηρεσία επιχειρήσεων για τη λειτουργία των οποίων είχαν θέσει τους κανόνες. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με 283 πρώην μέλη της κυβέρνησης Κλίντον και 310 πρώην μέλη της κυβέρνησης Μπους. Στις ΗΠΑ, ο ετήσιος τζίρος των λόμπι φέρεται να πλησιάζει τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Τεράστιο ποσό, αλλά με τι τίμημα!
Το 2003, για παράδειγμα, ο φόρος στα κέρδη που πραγματοποιούσαν στο εξωτερικό η Citigroup, η JP Morgan Chase, η Morgan Stanley και η Merril Lynch μειώθηκε από το 35% στο 5,25%. Ο λογαριασμός από τη δράση των λόμπι: 8.500.000 δολάρια. Φοροαπαλλαγή: 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Ονομα της σχετικής διάταξης: «νόμος για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ»...(8)
«Στις σύγχρονες κοινωνίες, το γενικό συμφέρον μπορεί να υπηρετηθεί και εκτός του κράτους. Μπορεί να υπηρετηθεί στις επιχειρήσεις»(9), συνοψίζει ο Αλέν Μενκ, απόφοιτος της «ΕΝΑ» (αμισθί), σύμβουλος του Σαρκοζί και (έμμισθος) πολλών μεγάλων γάλλων εργοδοτών. Το γενικό συμφέρον. Για αυτό γίνονται όλα.
Αλλά και η αριστερά έχει ενδώσει στη γοητεία που ασκούν οι «επιχειρήσεις» (και οι αμοιβές τους). «Η μεγαλοαστική τάξη ανανεώθηκε, τη στιγμή που η αριστερά ανέλαβε θέση ευθύνης, το 1981. [...] Ο κρατικός μηχανισμός είναι αυτός που προμήθευσε στον καπιταλισμό τα καινούρια ηγετικά του στελέχη. [...] Ξεκίνησαν από τη νοοτροπία του Δημοσίου, σκαρφάλωσαν στις τάξεις των νεόπλουτων και άρχισαν να μιλούν σαν αφεντικά στους πολιτικούς που τους είχαν διορίσει»(10), εξηγούσε το 2006 ο Φρανσουά Ολάντ, πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκείνη την εποχή. Και οι οποίοι πολιτικοί μπήκαν στον πειρασμό να τους ακολουθήσουν.
Κάτι τέτοιο δεν τους φαίνεται τόσο κακό τη στιγμή που, χάρη στα συνταξιοδοτικά ή τα έντοκα κεφάλαια, ένα ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου έχει συνδέσει, ενίοτε χωρίς να το θέλει, τη μοίρα του με τη μοίρα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο εξής, θα μπορούμε λοιπόν να προστατεύουμε τις τράπεζες και το χρηματιστήριο προσποιούμενοι ότι νοιαζόμαστε για την άπορη χήρα και για τον υπάλληλο που αγόρασε μετοχές για να συμπληρώσει το μισθό του ή για να εξασφαλίσει τη σύνταξή του.
Η «τάξη των πολιτικών»
Το 2004, ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους στήριξε την εκστρατεία για την επανεκλογή του στην «τάξη των επενδυτών». Η «Wall Street Journal» εξηγούσε: «Οσο περισσότεροι είναι οι ψηφοφόροι που γίνονται μέτοχοι, τόσο περισσότερο υποστηρίζουν τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που συνδέονται με τους Ρεπουμπλικάνους. [...] Το 58% των Αμερικανών έχει κάνει άμεσα ή έμμεσα κάποια επένδυση στις οικονομικές αγορές, σε σχέση με το 44% πριν από έξι χρόνια. Οπότε, σε όλες τις τάξεις των εισοδημάτων, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να δηλώσουν Ρεπουμπλικάνοι οι άμεσοι επενδυτές συγκριτικά με τους μη επενδυτές».(11) Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Μπους ήθελε να ιδιωτικοποιήσει τις συντάξεις.
«Οι κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν υποδουλωθεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και δύο δεκαετίες, δεν θα στραφούν εναντίον του από μόνες τους, παρά μόνο εάν αυτό τους εξαπολύσει μια επίθεση που θα είναι τόσο ευθεία ώστε να μη μπορούν πια να την ανεχθούν», έγραφε τον περασμένο μήνα ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν(12). Η έκταση των μέτρων κατά της κερδοσκοπίας που θα υιοθετήσουν η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και το G20 θα μας δείξει σύντομα αν ο καθημερινός εξευτελισμός που επιβάλλουν «οι αγορές» στα κράτη και η λαϊκή οργή που οξύνει τον κυνισμό των τραπεζών, θα ξυπνήσουν στους κυβερνώντες μας, που έχουν κουραστεί να τους φέρονται σαν να είναι υπηρέτες, την ελάχιστη αξιοπρέπεια που τους έχει απομείνει. ΠΗΓΗ:enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου