Δεν επιβεβαίωσε ο οίκος Fitch Ratings τις προσδοκίες που εξέφραζαν αναλυτές για μια αναβάθμιση των προοπτικών της βαθμολογίας της Ελλάδας από «σταθερές» σε «θετικές», κάτι που θα σήμαινε ότι μέσα στο επόμενο 12μηνο θα ήταν πιθανή και μια αναβάθμιση της βαθμολογίας, που βρίσκεται στο πρώτο σκαλί της επενδυτικής κατηγορίας ("BBB-").
Νωρίτερα χθες, η Citi είχε δημοσιεύσει έκθεση στρατηγικής για τα ελληνικά ομόλογα, όπου λάμβανε υπόψη μια πιθανή αλλαγή του outlook από τη Fitch σε θετικό, κάτι που θα οδηγούσε, όπως σημείωνε ο οίκος, σε μείωση της διαφοράς απόδοσης (spread) μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων.
Αυτές οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώθηκαν από τη Fitch, που παρουσιάζει στην ανάλυσή της μια γενικά θετική εικόνα για την Ελλάδα, σε μακροοικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο, όμως διατηρεί και ορισμένες επιφυλάξεις για την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και το δημόσιο χρέος.
Παρουσιάζοντας τα δυνατά και αδύναμα σημεία της ελληνικής οικονομίας, η Fitch αναφέρει:Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τους δείκτες διακυβέρνησης που είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο "BBB", καθώς και την αξιοπιστία της πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη.
Τα πλεονεκτήματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τα κληροδοτήματα της κρίσης δημόσιου χρέους, τα οποία περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, καθώς και υψηλή αν και μειούμενη ανεργία, χαμηλό μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ορισμένες επίμονες ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
Σημειώνει, επίσης, ότι υπάρχουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις που δεν ενσωματώνονται σήμερα στο χρέος, όπως αυτές που αφορούν τις εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής» και τον υπολογισμό στο χρέος των τόκων που έχουν αναβληθεί βάσει των συμφωνιών με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το ύψος αυτών των ενδεχόμενων υποχρεώσεων συνολικά αντιστοιχεί σε περισσότερες από 10 μονάδες του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρει ο οίκος, προϋποθέσεις για αναβάθμιση της αξιολόγησης είναι η σταθερή και σημαντική μείωση του χρέους και η βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας.
Οι εκτιμήσεις της Fitch
Σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα: Προβλέπουμε συνεχιζόμενη μείωση του ονομαστικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις ενισχύθηκαν από την ισχυρότερη από την αναμενόμενη άντληση εσόδων και τον περιορισμό των δαπανών.
Σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα: Προβλέπουμε συνεχιζόμενη μείωση του ονομαστικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις ενισχύθηκαν από την ισχυρότερη από την αναμενόμενη άντληση εσόδων και τον περιορισμό των δαπανών.
Η Fitch βλέπει μια ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση, με τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης να βασίζονται σε συντηρητικές υποθέσεις εσόδων σε μια εποχή που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξηση των εσόδων (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Μείωση του δημόσιου χρέους: Η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους επιτοκίων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ προς τα κάτω, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από το 140% το 2028. Αυτό θα ήταν μια σημαντική προσαρμογή (ο δείκτης κορυφώθηκε στο 207% το 2020), αλλά θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από τον μέσο όρο του «BBB» (55%) και της ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας - μεγάλες διάρκειες, χωρίς χρέος συναλλάγματος και υψηλό μερίδιο χρέους με ευνοϊκούς όρους - μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς, ενώ τα μεγάλα ταμειακά αποθέματα (35 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο) χρησιμεύουν ως απόθεμα ασφαλείας και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Προσαρμογές αποθέματος χρέους και ροών: Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές προσαρμογές αποθεμάτων - ροών, δεδομένων των παλαιών ζητημάτων και της χρήσης περαιτέρω δανειοδότησης, αν και, κατά την άποψή μας, δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς το αυξανόμενο ιστορικό βελτίωσης της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα προστασίας περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλής»), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος για αναταξινόμηση των αναβαλλόμενων τόκων των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισ. ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους. Αυτό δεν θα επηρεάσει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ή τις προσδοκίες μας για συνέχιση της απομόχλευσης του δημόσιου χρέους. Οι ιδιωτικοποιήσεις παρέχουν, εξάλλου, μια δυνατότητα καλύτερης πορείας στη μείωση του χρέους.
Η δυναμική ανάπτυξης θα συνεχιστεί: Η Fitch αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση εισοδήματος. Η οικονομική ανάπτυξη θα καθοδηγείται από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Αναμένουμε ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026 από 1% το 2023, με θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Επίδραση του RRF: Η δανειακή συνιστώσα του RRF (η οποία ανέρχεται συνολικά σε 17,7 δισ. ευρώ, 7,4% του ΑΕΠ) θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να απορροφηθεί, καθώς διοχετεύεται μέσω διευκολύνσεων περαιτέρω δανειοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτικός κύκλος του RRF είναι πιθανό να παραταθεί πέραν του 2026, μειώνοντας τους κινδύνους αιφνίδιας επιβράδυνσης της ανάπτυξης το 2027. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας εξακολουθούν να επιβαρύνονται από τις χαμηλές αποταμιεύσεις/επενδύσεις στην οικονομία και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, αν και η ισχυρή δέσμευση για μεταρρυθμίσεις (ιδίως από την πλευρά της προσφοράς) θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη υψηλότερης και ανθεκτικότερης ανάπτυξης.
Στενότητα στην αγορά εργασίας: Η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από σταθερή βελτίωση της αγοράς εργασίας, με την ανεργία να βρίσκεται σήμερα σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο), αύξηση της απασχόλησης και μέτρια αύξηση της συμμετοχής. Αναμένουμε περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδίως σε τομείς έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές. Οι αρχές επικεντρώνονται σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά η πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να αυξηθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά συγκρατημένη (4%), αλλά υπάρχει κίνδυνος να έχει πιο επίμονη επίδραση στον πληθωρισμό και ενδεχομένως να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα μεσοπρόθεσμα.
Χαμηλότερο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν στην ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) το 2023, αν και στο 6,3% του ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Αναμένουμε μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος ΙΤΣ το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα ήταν ρεκόρ 18 δισ. ευρώ το 2023). Οι ισχυρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και κεφαλαιακών ροών θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση. Στο 120,6% του ΑΕΠ το 2023, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ υψηλότερο από τη διάμεση τιμή «BBB» (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Τραπεζικός τομέας: Οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εξυγίανση των ισολογισμών. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας αυξήθηκε στο 18,8% στο τέλος του 2023, ελαφρώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 19,7%. Ο ενοποιημένος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω σε 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022) και αναμένουμε ότι ο δείκτης αυτός θα μειωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών ενεργειών και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου.
Τι μπορεί να αλλάξει την αξιολόγηση
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική δράση αξιολόγησης/υποβάθμιση είναι:Δημόσια οικονομικά: Νέα ανοδική τάση του χρέους της γενικής κυβέρνησης/ΑΕΠ, για παράδειγμα, λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, παρατεταμένης ασθενούς ανάπτυξης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
Μακροοικονομικά: Ένα σοβαρό δυσμενές σοκ που θα επηρέαζε το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και θα επιδείνωνε την εξωτερική ανταγωνιστικότητα.
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση αξιολόγησης είναι:Δημόσια οικονομικά: Επίμονη και σημαντική μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω της δημοσιονομικής εξυγίανσης μεσοπρόθεσμα.
Μακροοικονομικά: Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω υψηλότερων επενδύσεων ή/και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Μείωση του δημόσιου χρέους: Η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους επιτοκίων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ προς τα κάτω, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από το 140% το 2028. Αυτό θα ήταν μια σημαντική προσαρμογή (ο δείκτης κορυφώθηκε στο 207% το 2020), αλλά θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από τον μέσο όρο του «BBB» (55%) και της ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας - μεγάλες διάρκειες, χωρίς χρέος συναλλάγματος και υψηλό μερίδιο χρέους με ευνοϊκούς όρους - μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς, ενώ τα μεγάλα ταμειακά αποθέματα (35 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο) χρησιμεύουν ως απόθεμα ασφαλείας και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Προσαρμογές αποθέματος χρέους και ροών: Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές προσαρμογές αποθεμάτων - ροών, δεδομένων των παλαιών ζητημάτων και της χρήσης περαιτέρω δανειοδότησης, αν και, κατά την άποψή μας, δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς το αυξανόμενο ιστορικό βελτίωσης της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα προστασίας περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλής»), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος για αναταξινόμηση των αναβαλλόμενων τόκων των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισ. ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους. Αυτό δεν θα επηρεάσει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ή τις προσδοκίες μας για συνέχιση της απομόχλευσης του δημόσιου χρέους. Οι ιδιωτικοποιήσεις παρέχουν, εξάλλου, μια δυνατότητα καλύτερης πορείας στη μείωση του χρέους.
Η δυναμική ανάπτυξης θα συνεχιστεί: Η Fitch αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση εισοδήματος. Η οικονομική ανάπτυξη θα καθοδηγείται από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Αναμένουμε ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026 από 1% το 2023, με θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Επίδραση του RRF: Η δανειακή συνιστώσα του RRF (η οποία ανέρχεται συνολικά σε 17,7 δισ. ευρώ, 7,4% του ΑΕΠ) θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να απορροφηθεί, καθώς διοχετεύεται μέσω διευκολύνσεων περαιτέρω δανειοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτικός κύκλος του RRF είναι πιθανό να παραταθεί πέραν του 2026, μειώνοντας τους κινδύνους αιφνίδιας επιβράδυνσης της ανάπτυξης το 2027. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας εξακολουθούν να επιβαρύνονται από τις χαμηλές αποταμιεύσεις/επενδύσεις στην οικονομία και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, αν και η ισχυρή δέσμευση για μεταρρυθμίσεις (ιδίως από την πλευρά της προσφοράς) θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη υψηλότερης και ανθεκτικότερης ανάπτυξης.
Στενότητα στην αγορά εργασίας: Η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από σταθερή βελτίωση της αγοράς εργασίας, με την ανεργία να βρίσκεται σήμερα σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο), αύξηση της απασχόλησης και μέτρια αύξηση της συμμετοχής. Αναμένουμε περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδίως σε τομείς έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές. Οι αρχές επικεντρώνονται σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά η πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να αυξηθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά συγκρατημένη (4%), αλλά υπάρχει κίνδυνος να έχει πιο επίμονη επίδραση στον πληθωρισμό και ενδεχομένως να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα μεσοπρόθεσμα.
Χαμηλότερο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν στην ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) το 2023, αν και στο 6,3% του ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Αναμένουμε μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος ΙΤΣ το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα ήταν ρεκόρ 18 δισ. ευρώ το 2023). Οι ισχυρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και κεφαλαιακών ροών θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση. Στο 120,6% του ΑΕΠ το 2023, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ υψηλότερο από τη διάμεση τιμή «BBB» (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Τραπεζικός τομέας: Οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εξυγίανση των ισολογισμών. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας αυξήθηκε στο 18,8% στο τέλος του 2023, ελαφρώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 19,7%. Ο ενοποιημένος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω σε 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022) και αναμένουμε ότι ο δείκτης αυτός θα μειωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών ενεργειών και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου.
Τι μπορεί να αλλάξει την αξιολόγηση
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική δράση αξιολόγησης/υποβάθμιση είναι:Δημόσια οικονομικά: Νέα ανοδική τάση του χρέους της γενικής κυβέρνησης/ΑΕΠ, για παράδειγμα, λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, παρατεταμένης ασθενούς ανάπτυξης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
Μακροοικονομικά: Ένα σοβαρό δυσμενές σοκ που θα επηρέαζε το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και θα επιδείνωνε την εξωτερική ανταγωνιστικότητα.
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση αξιολόγησης είναι:Δημόσια οικονομικά: Επίμονη και σημαντική μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω της δημοσιονομικής εξυγίανσης μεσοπρόθεσμα.
Μακροοικονομικά: Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω υψηλότερων επενδύσεων ή/και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου