Η Εκκλησια πανδοχειο
«Ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ» (Λουκ. 10,34)
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, μᾶς διδάσκει τὸ ἔλεος, τὴν ἀγάπη ὄχι ὡς θεωρία ἀλλὰ στὴν πρᾶξι· διδάσκει τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη, τὴν ἐλεημοσύνη· ὄχι θεωρητικὰ ἀλλὰ μὲ μία ζωηρὴ εἰκόνα, μία παραβολή, τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ. 10,25-37). Ἂς τὴν δοῦμε λοιπὸν σύντομα.
* * *
Ἕνας ἄνθρωπος βρέθηκε νὰ ὁδοιπορῇ σὲ δρόμο δύσκολο, ἔρημο, ποὺ σὲ κάθε βῆμα καραδοκοῦσαν λῃσταί, δρόμο αἵματος, αὐτὸν ποὺ ὡδηγοῦσε κατηφορικὰ ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἰεριχώ. Καὶ νά ἐκεῖ ποὺ βάδιζε, αἴφνης κάποιοι ἀπ᾽ αὐτοὺς πετάχτηκαν μπροστά του. Τὸν χτύπησαν, τοῦ πήραν ὅ,τι εἶχε, τὸν ἄφησαν γυμνὸ καὶ βαρειὰ τραυματισμένο νὰ κοίτεται στὴ μέση τοῦ δρόμου. Νὰ σηκωθῇ μονάχος του καὶ νὰ φροντίσῃ τὸν ἑαυτό του, ὅπως συνέβη κάποτε σὲ
μερικοὺς τραυματίες ἐν καιρῷ πολέμου, ἦταν ἀδύνατο. Ποιός νὰ τὸν βοηθήσῃ στὴν ἐρημιὰ ἐκείνη ὥστε νὰ σωθῇ; Κάποιοι ποὺ ἔτυχε νὰ περάσουν, τὸν εἶδαν, προσπέρασαν ἀδιάφοροι, κι ἂς ἦταν ἄνθρωποι τῆς θρησκείας.Τελικὰ σώθηκε! Πῶς; Σώθηκε γιατὶ ἦρθε ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Αὐτὸς τὸν νοιάστηκε καὶ τὸν περιποιήθηκε.
«Ἐπέχεε», ἔχυσε, στὶς πληγές του «ἔλεον καὶ οἶνον» καὶ τὶς ἔδεσε· τέλος τὸν σήκωσε, τὸν πῆρε «ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος» καὶ τὸν μετέφερε «εἰς πανδοχεῖον» (Λουκ. 10,34). Ἐκεῖ ἀγρύπνησε στὸ προσκέφαλό του, σὰν νά ᾽ταν ὁ πιὸ δικός του ἄνθρωπος. Τὸ πρωὶ προτοῦ νὰ φύγῃ πλήρωσε κι ἄφησε παραγγελία στοὺς ἀνθρώπους τοῦ πανδοχείου, νὰ κάνουν ὅ,τι ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν πλήρη θεραπεία του.
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή· ποὺ βέβαια ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ.
Ποιοί εἶνε οἱ «λῃσταί», στοὺς ὁποίους ἔπεσε ὁ ὁδοιπόρος;
Λίγοι μόλις σπινθῆρες ζωῆς ἀπέμεναν πιὰ στὸν τραυματισμένο. Μόνος του νὰ σωθῇ ἦταν ἀδύνατο. Νὰ σωθῇ ἀπὸ ἄλλους ἐπίσης ἀδύνατο· γιατὶ ἄλλοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ἀδιάφοροι, καὶ ὅλοι γενικὰ ἦταν ἀνίκανοι νὰ τοῦ προσφέρουν τὴ θεραπεία.
Αὐτὸς λοιπόν, ποὺ καὶ τότε τὸν περιφρονοῦσαν καὶ σήμερα χυδαῖοι ἄνθρωποι τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν βλαστημοῦν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ὁ καλὸς Σαμαρείτης.
Κατόπιν ἀνέβασε τὸν τραυματία «ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος». Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἑρμηνεύουν ὡς ἑξῆς. «“Ἴδιον κτῆνος” λέγει τὸ σῶμα ὁ Χριστός, ὃ ὑπὲρ ἡμῶν ἀνέλαβεν ἐκ τῆς ἀχράντου παρθένου», ἐξηγεῖ ὁ Χρυσόστομος (P.G. 61,756-757)· καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας συμφωνεῖ λέγοντας· «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον, τουτέστιν ἐπὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ» (P.G. 123,849). Ἐπάνω στὸ δικό του ἀμίαντο σῶμα φορτώθηκε ὁ Χριστὸς τὸν ἀσθενῆ ἄνθρωπο, μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀσθένειές του.
Τέλος τὸν ὡδήγησε «εἰς πανδοχεῖον», ἐκεῖ τὸν φρόντισε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς πανδοχεῖς νὰ ἐπιμεληθοῦν τὴν ἀποθεραπεία του.
* * *
Ἂς σταματήσουμε, ἀγαπητοί μου, στὴ λέξι «πανδοχεῖον». Ποιό εἶνε τὸ «πανδοχεῖον»; Εἶνε ὁ ναός, ἡ Ἐκκλησία. Γιατί λέγεται ἔτσι;
Ὅπως φανερώνει καὶ ἡ λέξι, «πανδοχεῖον» (ἀπὸ τὸ παν- καὶ δέχομαι) εἶνε ἕνα οἴκημα ποὺ δέχεται τοὺς πάντας· καὶ τὸν τσοπᾶνο καὶ τὸ βασιλιᾶ, καὶ τὸν ἄντρα καὶ τὴ γυναῖκα μὲ τὸ παιδί. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν εἶνε πανδοχεῖο, γιατὶ ἔχει ἀνοιχτὴ τὴ θύρα της σὲ ὅλους, δέχεται κάθε ἄνθρωπο, δὲν κάνει ἐξαίρεσι· δὲν διώχνει κανένα, ἡ ἀγκάλη της εἶνε ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, καὶ τὸν μεγαλύτερο ἀκόμη, ἀρκεῖ μόνο αὐτὸς νὰ ἔχῃ μετάνοια.
Πανδοχεῖο ἐπίσης σημαίνει οἴκημα ποὺ μένει ἀνοιχτὸ ὅλες τὶς ὧρες, πρωὶ μεσημέρι βράδυ καὶ νύχτα· ὅποια ὥρα νὰ πᾷς καὶ νὰ χτυπήσῃς ἐκεῖ –τὸ ξέρουμε ὅσοι ἔχουμε ταξιδέψει στὴν ὕπαιθρο–, κάποιος θὰ σηκωθῇ νὰ σοῦ ἀνοίξῃ· θὰ σοῦ προσφέρῃ λίγη τροφή, ἕνα κρεβάτι ἔστω πρόχειρο· θὰ βρῇς λίγη ἀνάπαυσι ἀπὸ τὸν κόπο τοῦ ταξιδιοῦ. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν παραβάλλεται μὲ πανδοχεῖο καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο· διότι γιατὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ δέχεται κάθε ταλαιπωρημένο ὁδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶνε· ἄλλο τώρα ἐὰν ἡ ἀμέλεια ἢ ἡ ἀπουσία ἢ ὁ «ἐπαγγελματισμὸς» ὡρισμένων λειτουργῶν της τὴ μεταβάλλουν σὲ κατάστημα μὲ ὡρισμένες μόνο ὧρες λειτουργίας πέρα τῶν ὁποίων «κατεβαίνουν τὰ ῥολά».
Ἀλλ᾽ ὅπως βλέπουμε στὴν παραβολή, τὸ πανδοχεῖο δὲν λειτούργησε μόνο ὡς ξενοδοχεῖο· τὴ νύχτα ἐκείνη τὸ πανδοχεῖο ἔγινε καὶ ἰατρεῖο. Καὶ ὄντως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἰατρεῖο καὶ θεραπευτήριο – νοσοκομεῖο. Ἂν κάποτε παρευρεθῆτε σὲ ἐγκαίνια ἱεροῦ ναοῦ, καὶ προσέξετε τὶς εὐχὲς ποὺ διαβάζει ὁ ἀρχιερεύς, θ᾽ ἀκούετε σ᾽ ἕνα σημεῖο νὰ λέῃ· Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, «κατάστησον», κάνε δηλαδή, τὸ ναὸν «αὐτὸν λιμένα χειμαζομένων, ἰατρεῖον παθῶν, καταφύγιον ἀσθενῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον» (Εὐχολόγιον Δ΄ Ἐγκαινιαστικόν, Τάξις τῶν ἐγκαινίων, ἔκδ. ἱ. μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Ἄγιον Ὄρος 2003, σ. 43)]. Κάνε, λέει, Κύριε, τὸ ναὸ αὐτὸν καταφύγιο τῶν ἀσθενῶν καὶ ἰατρεῖο τῶν παθῶν. Κ᾽ ἕνα ἄλλο κατανυκτικὸ τῆς Παρακλητικῆς (ἦχ. δ΄ Κυριακὴ ἑσπέρας) λέει·
«…Τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων
τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύεται;
Δημιουργὲ τῶν ἁπάντων καὶ Ἰατρὲ τῶν νοσούντων, πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωμαι σῶσόν με».
Ὦ Ἰατρὲ τῶν ἀσθενῶν, λέει, ποιός ἄρρωστος τρέχει στὸ ἰατρεῖο τοῦτο καὶ δὲν γιατρεύεται;
Γιατρὸς ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός· καὶ στὴ θεία Λειτουργία ὁ Χρυσόστομος τὸν ὀνομάζει ἰατρὸν «τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ. Χρυσοστ. εὐχ. κεφαλοκλ. πρὸ τοῦ «Πρόσχωμεν. Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»). Δὲν καταργοῦμε τοὺς ἄλλους γιατρούς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔχουν περιωρισμένη δυνατότητα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος Ἰατρός, ὁ ἰατρὸς μὲ ἀπόλυτη ἔννοια, μὲ ἀπεριόριστη θεραπευτικὴ δύναμι. Καὶ δὲν εἶνε λίγα τὰ δείγματά της καὶ στὴν ἐποχή μας. Γιατροὶ διάσημοι, ποὺ ἀπέλπισαν ἀσθενεῖς, εἶδαν κατόπιν κι αὐτοὶ τὴν ἀνέλπιστη θεραπεία διὰ τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ καὶ ὡμολόγησαν, ὅτι θαῦμα ἔγινε διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου. «Δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας», λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 6,19), ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Χριστὸ μιὰ δύναμι μυστικὴ καὶ θεράπευε κάθε ἄνθρωπο. Ἔτσι ἦταν π.χ. ἡ αἱμορροοῦσα, ποὺ μόλις ἄγγιξε τὸ ἄκρο τῶν ἐνδυμάτων του, «παραχρῆμα», ἀμέσως, «ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της (Λουκ. 8,44).
* * *
Οἱ θεραπεῖες στὸ σῶμα εἶνε, ἀγαπητοί μου, μικρὰ θαύματα· τὰ μεγάλα θαύματα εἶνε αὐτὰ ποὺ συντελοῦνται στὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὰ ἐξέρχεται μυστηριώδης δύναμι, ὑπερκόσμιος ἠλεκτρομαγνητισμός, ποὺ θεραπεύει καὶ ἀναγεννᾷ τὸν ἄνθρωπο.
Ἰατρὸς ὁ Χριστός, ἰατρεῖο του ἡ Ἐκκλησία· καὶ φάρμακα; Τὰ φάρμακα ἐδῶ εἶνε θεϊκὰ καὶ οὐράνια, πρακτικὰ καὶ ἀποτελεσματικά. Ἕνα φάρμακο ποὺ τό ᾽χουμε ἀνάγκη ὅλοι, γενικῆς χρήσεως, –κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ πάρουμε– εἶνε ἡ μετάνοια. Ἄλλα φάρμακα εἶνε· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐχέλαιο, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχή. Καὶ τέλος, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ὁ ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μὴ ἀποθανεῖν ἀλλὰ ζῇν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντός» (Ἰγν. πρὸς Ἐφ. 20-21· P.G. 5,661Α-Β)· εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ἡ σωτηρία στὸ πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἀσφαλής.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἱ. ναϊδίου τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ & Ἰω. Ἐλεήμονος τοῦ ἱδρύματος τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 16-11-1969 πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου