Που οι θυσιες μας;
«Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε» (Β΄ Τιμ. 4, 6)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σήμερα εἶνε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων. Στὴν ὁμιλία αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀντὶ ἄλλου θέματος θὰ πάρουμε μιὰ λέξι, κι αὐτὴν θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε. Μιὰ λέξι τῆς ἁγίας Γραφῆς φτάνει γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ πιὸ ὑψηλὰ μαθήματα καὶ νὰ μᾶς φέρῃ κοντὰ στὸ Θεό. Γιατὶ ὅσα εἶνε γραμμένα στὴν ἁγία Γραφή, εἶνε λόγια θεόπνευστα. Καὶ ὅλα διδάσκουν τὸν ἄνθρωπο, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὥρα ποὺ
διαβάζει τὴν ἁγία Γραφὴ νὰ μὴν ἔχῃ προκατάληψι καὶ νομίζῃ ὅτι ἡ Γραφὴ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία ποὺ οἱ συγγραφεῖς τους μπορεῖ νὰ πλανῶνται. Εἶνε εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει καὶ διαβάζει μὲ πίστι καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐφαρμόζῃ ὅ,τι λέει ἡ Γραφή. Ἀλλʼ ὅποιος δὲν πιστεύει στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ζῆ ἀντίθετα ἀπʼ ὅ,τι αὐτὴ διδάσκει, αὐτὸς εἶνε σὰν τὸν Ἰούδα, ποὺ πρόδωσε τὸ Χριστὸ καὶ θά ʼταν προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ. Γιατὶ ἄνθρωπος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοιχτὰ τʼ αὐτιά του γιὰ νʼ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πιστεύῃ σʼ αὐτόν.Ἄς ἀκούσουμε λοιπὸν τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπʼ τὸ εὐλογημένο του στόμα βγαίνει μιὰ λέξι. Λέξι διαμάντι, λέξι μαργαριτάρι. Καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε «σπένδομαι» (Β΄ Τιμ. 4, 6).
* * *
«Σπένδομαι»! Τί σημαίνει ἡ λέξι
αὐτή; Γιὰ νὰ καταλάβουμε μὲ τί νόημα λέει τὴ λέξι αὐτὴ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, πρέπει πρῶτα νὰ ποῦμε τί σήμαινε ἡ λέξι αὐτὴ στὴν ἀρχαία ἐποχή.
Στὴν ἀρχαία ἐποχὴ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μέσʼ στὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς
εἰδωλολατρίας. Οἱ θεοί τους, ἄψυχα ἀγάλματα, ἦταν θεοὶ ψεύτικοι. Ἐν
τούτοις οἱ ἀρχαῖοι πίστευαν σʼ αὐτοὺς τοὺς θεούς, τοὺς εὐλαβοῦντο, τοὺς
λάτρευαν, καὶ πρὸς τιμήν τους προσέφεραν θυσίες. Ἐμεῖς σήμερα λατρεύουμε
τὸ Θεὸ καὶ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, καὶ ἐκδηλώνουμε τὴ λατρεία μας ἀνάβοντας
κερί, καίγοντας λιβάνι καὶ προσφέροντας λάδι καὶ πρόσφορα. Ἀλλʼ οἱ
εἰδωλολάτρες προσέφεραν στοὺς θεούς των ἄλλου εἴδους θυσίες. Μαζεύονταν
ὅλοι κοντὰ στὸ βωμὸ καὶ θυσίαζαν πρόβατα, γίδια καὶ βόδια. Ἄναβαν φωτιὲς
καὶ οἱ ἱερεῖς τους ἔσφαζαν τὰ ζῶα καὶ τὰ ἔβαζαν πάνω στὸ βωμὸ γιὰ νὰ
καοῦν. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ τῆς προσφορᾶς ὁ ἱερεὺς γέμιζε ἕνα χρυσὸ ποτήρι ἀπὸ
κρασὶ ἤ καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ζώου ποὺ θυσίαζε καὶ τὸ ἔχυνε ὅλο πάνω στὸ
βωμό. Αὐτὴ ἡ πρᾶξις λεγότανε «σπονδή». Γινότανε συνήθως σὲ περιπτώσεις
ποὺ δύο πόλεις ἤ δύο κράτη ἔκλειναν συμμαχία καὶ ὑπόσχονταν, πὼς ἡ μία
πόλις ἤ τὸ ἕνα κράτος θὰ βοηθοῦσε τὴν ἄλλη πόλι ἤ κράτος σὲ κάθε
κίνδυνο. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν πόλεων, γιὰ νὰ ἐπισφραγίσουν τὴ συμμαχία
τους, προσέφεραν θυσία καὶ ἔκαναν «σπονδάς». Γιὰ ἐκεῖνον δέ, ποὺ
παρέβαινε τὴ συμμαχία καὶ πρόδιδε τὸ σύμμαχό του, λεγότανε πὼς
«παρεσπόνδησε»˙ καὶ ἡ λέξις «παρασπόνδησις» ἦταν πολὺ βαρειά, χειρότερη
ἀπʼ τὴ λέξι «προδοσία». Αὐτὸς ποὺ παρεσπόνδησε πίστευαν ὅτι μὲ τὴν
παράβασί του ἀπάτησε τοὺς θεούς˙ ἐθεωρεῖτο ὄχι μόνο προδότης ἀλλὰ καὶ
ἀσεβής.
Αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς θυσίας ἀπʼ τὸν ἀρχαῖο κόσμο παίρνει ὁ
Παῦλος καὶ τῆς δίνει τώρα νέο, ὑπέροχο νόημα. «Σπένδομαι» (ἔ.ἀ), γράφει
στὸν ἀγαπημένο του μαθητὴ Τιμόθεο. Αὐτὴ ἡ λέξις «σπένδομαι», ὅπως τὴ
λέει, ὁ Παῦλος, ἄν τὴν ἀναλύσουμε, σημαίνει τὰ ἑξῆς. Ἡ ζωὴ τοῦ κάθε
ἀνθρώπου εἶνε σὰν ἕνα ποτήρι˙ ποτήρι ὄχι ἄδειο, ἀλλὰ γεμᾶτο. Τὸ γεμίζει ὁ
καλὸς Θεὸς μὲ διάφορα ἀγαθά. Στὸν ἕνα δίνει περισσότερα, στὸν ἄλλο
λιγώτερα. Κανέναν ὅμως δὲν ἀφήνει χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ κάποια εύλογία
ἀνάλογη μὲ τὴ χωρητικότητα τοῦ ποτηριοῦ. Ὅλα τὰ ποτήρια τὰ γεμίζει.
Ὑγεία, εὐφυΐα, δεξιότητες καὶ ἱκανότητες, γράμματα, τέχνες, ἐπιστῆμες,
φιλία καὶ σχέσεις, οἰκογένεια, γυναῖκα καὶ παιδιά, ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ
ἀγαθά, νὰ τί περιέχει τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς μας. Μᾶς τά ʼδωσε ὁ Θεός, γιὰ
νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μας, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ πλησίον
μας, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κʼ οἱ ἄνθρωποι πῶς χρησιμοποιοῦν τὰ διάφορα
ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός; Γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό
τους; Γιὰ τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητας; Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;
Θέλετε νὰ δῆτε, πῶς τὰ χρησιμοποιοῦν;
Ὅπως εἶνε γνωστό, ἡ τελευταῖα Κυριακὴ τοῦ χρόνου εἶνε ἐργάσιμη
δυστυχῶς. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ εἶνε ἐργάσιμη. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ θά ʼπρεπε νά
ʼνε ὅλοι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεὸ ποὺ τοὺς ἄφησε ἕνα
ἀκόμη χρόνο στὴ ζωή. Τὴν ἡμέρα ὅμως αὐτὴ ὁ ναὸς ἔχει τοὺς πιὸ λίγους
χριστιανούς. Οἱ πιὸ πολλοὶ βρίσκονται ἔξω, στοὺς δρόμους, στὶα πλατεῖες˙
πουλοῦν καὶ ἀγοράζουν, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν πρωτοχρονιά. Ζοῦν χωρὶς
ἔννοια Θεοῦ. Καὶ μόνο αὐτό; Κοιτάξτε τί γίνεται τὴν παραμονὴ τῆς
πρωτοχρονιᾶς. Ὅταν βραδιάσῃ, τότε ὅλοι σχεδὸν εἶνε μαζεμένοι στὰ σπίτια.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες θὰ κρατοῦν τράπουλες στὰ χέρια καὶ παίζουν. Παίζουν
ὅλη τὴ νύχτα. Πορτοφόλια γεμᾶτα ἀπὸ λεφτὰ ἀδειάζουν. Ἑκατομμύρια
χάνονται. Τὶς πρωϊνὲς ὧρες, ἐνῶ χτυπάει ἡ καμπάνα, αὐτοὶ ποὺ ἔπαιζαν ὅλη
τὴ νύχτα χωρὶς λεφτά, γεμᾶτοι ἀηδία καὶ ἀγανάκτησι ἐπιστρέφουν στὰ
σπίτια τους. Ξενύχτησαν. Ἔχασαν πολύτιμο καιρό. Κλόνισαν τὴν ὑγεία τους.
Μίσησαν τοὺς ἀνθρώπους. Βλαστήμησαν τὸ Θεό. Ποῦ, παρακαλῶ, τὰ θυσίασαν;
Ἄν τοὺς ζητοῦσε μιὰ δυστυχισμένη οἰκογένεια ἕνα χιλιάρικο δὲν θὰ τὴς
ἔδιναν. Τί λέω χιλιάρικο; Οὔτε δέκα δραχμὲς δὲν θὰ τῆς ἔδιναν. Δὲν θὰ
ἔδιναν στὸ Χριστό˙ γιατὶ πίσω ἀπὸ κάθε δυστυχισμένο κρύβεται ὁ Χριστός.
Στὸ Χριστὸ οὔτε δέκα δραχμὲς δὲν ἔκαναν θυσία˙ ἀλλὰ στὰ χαρτιά, στὸ
φάντη, στὴ θεὰ τύχη ὅπως λένε – κʼ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τύχη ἀλλὰ ὑπάρχει
διάβολος – στὸ διάβολο τῆς πρωτοχρονιᾶς, ποὺ κρατάει τράπουλες, σʼ αὐτὸν
κάνουν τὴ σπονδὴ τῶν χρημάτων τους, σʼ αὐτὸν θυσιάζουν τὰ ἑκατομμύρια.
Θὰ μπορούσαμε κι ἄλλα πολλὰ παραδείγματα νʼ ἀναφέρουμε ἀπʼ τὴ σύγχρονη
ζωή, γιὰ νὰ φανῆ ποὺ κάνουν τὶς σπονδές τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰώνα μας˙
δὲν θὰ εἶνε ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ σύγρχονος κόσμος ὅλα σχεδὸν τὰ
ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθὰ τὰ προσφέρει θυσία στὸ διάβολο.
* * *
Ἂλλὰ δόξα τῶ Θεῳ! Ὑπάρχουν καὶ
ψυχές, ποὺ ὅ,τι τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς τὸ θυσιάζουν γιὰ τὴ δόξα του. Δὲν
κρατοῦν τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὅλα γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους ποὺ
πάσχουν καὶ ὑποφέρουν, ὅλα γιὰ τὸ Θεό!
Πρῶτος στὸν κατάλογο τῶν ἡρωϊκῶν αὐτῶν ὑπάρξεων ἔρχεται ὁ
Παῦλος ὁ ἀπόστολος. Ἦταν νέος, καταγόταν ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ἤξερε
γράμματα καὶ γλῶσσες. Εἶχε ταυτότητα Ῥωμαίου πολίτου. Ἦταν δραστήριος κʼ
εὐφυὴς καὶ μποροῦσε νὰ διαπρέψῃ παντοῦ, σὲ ὁποιαδήποτε τέχνη καὶ
ἐπιστήμη, καὶ νὰ γίνῃ πλούσιος καὶ ἔνδοξος. Γεμᾶτο ἦταν τὸ ποτήρι τῆς
ζωῆς του ἀπὸ ἀνεκτίμητα ἀγαθά. Ἀλλʼ ὅλα τὰ θυσίασε. Τριάντα χρόνια χωρὶς
καμμιὰ ἀπολύτως ἀμοιβή, ἀλλὰ καὶ μὲ καθημερινοὺς κόπους καὶ μόχθους καὶ
κινδύνους, περιώδευσε ὅλη τὴν τότε οἰκουμένη καὶ κήρυξε τὸ Χριστό. Καὶ
τώρα βρίσκεται φυλακισμένος στὶς φυλακὲς τῆς Ῥώμης, καὶ περιμένει τὸ
θάνατό του. Τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς του ἔχει σχεδὸν ἀδειάσει. Λίγες σταγόνες
πιὰ μένουν ἀπʼ τὴ βασανισμένη του ζωή. Ἀλλὰ καμμιὰ ἀνησυχία, κανένα φόβο
δὲν ἔχει. Ἀντίθετα˙ μὲ λαχτάρα περιμένει πότε θά ʼρθη ἡ εὐλογημένη ὥρα
νὰ θυσιαστῆ, νὰ χύσῃ καὶ τὶς τελευταῖες σταγόνες τοῦ αἵματός του γιὰ τὸ
Χριστό, ποὺ ἀγάπησε παραπάνω ἀπʼ ὅλους καὶ ἀπʼ ὅλα. Καὶ σʼ αὐτὴ τὴν ἁγία
προσμονὴ ποὺ ζῆ δὲν βρίσκει ἄλλη λέξι γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὰ αἰσθήματα τῆς
καρδιᾶς του παρὰ τὴ λέξι «σπένδομαι» (ἔ.ἀ.). Χριστέ, γιὰ σένα ὅλα τὰ
θυσίασα˙ τώρα θυσιάζω καὶ τὴ ζωή μου.
Ὦ Παῦλε, μακάριε Παῦλε! Ἐσὺ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Κʼ ἐμεῖς τί; Ποῦ εἶνε οἱ θυσίες μας;
Ἄς κλάψουμε γιʼ αὐτό. Γιατὶ ἀπὸ μᾶς ἀπουσιάζει τὸ ἡρωϊκὸ
στοιχεῖο. Κι ἄς θέσουμε σκοπὸ γιὰ τὸν καινούργιο χρόνο˙ Τίποτα γιὰ τὸ
διάβολο˙ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 316-322
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου