Θεοφάνεια: Οι καλικάντζαροι επιτέλους φεύγουν |
Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας, γιά νά ἁγιάζει τούς πιστούς καί νά τούς προστατεύει ἀπό
τίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐκτός τῶν ἄλλων ἁγιαστικῶν μέσων,
χρησιμοποιεῖ καί τούς δύο ἁγιασμούς: Τόν Μεγάλο καί τόν Μικρό.
Ἁγιασμός
ὀνομάζεται ἡ τελετή, κατά τήν ὁποία μέ εὐχές, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί μέ τή βάπτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἁγιάζεται τό νερό, τό
Ἡ χρησιμοποίηση ἁγιασμένου νεροῦ ἀναφέρεται στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ὑπῆρξε ἀρχαιότατη συνήθεια, νά ἁγιάζεται μέ εὐχές τό νερό μέσα στό ὁποῖο θά γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων. Ἀπό τό νερό αὐτό, πρό τῆς βαπτίσεως, ἔπαιρναν οἱ πιστοί γιά νά πιοῦν καί νά ἁγιάσουν τά σπίτια τους. Ἀπό τή συνήθεια αὐτή προέκυψε ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός συνδέεται στενότατα μέ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων καί ὑπενθυμίζει ἔντονα τό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου.
Ψάλλεται
ἀμέσως μετά τήν ὀπισθάμβωνο εὐχή τῆς θείας Λειτουργίας καί σχεδόν
ἀποτελεῖ μία ἑνιαία ἀκολουθία μέ τή θεία Λειτουργία, ἐφόσον ἡ ἀκολουθία
τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ δέν ἀρχίζει μέ τό «Εὐλογητός», ἀλλά συνάπτεται μέ
τή θ. Λειτουργία καί τελειώνουν μαζί μόνο μέ κοινή ἀπόλυση.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων τελεῖται σύμφωνα μέ τήν ὑπάρχουσα τυπική διάταξη δύο φορές:
α) Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου.
β) Τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Σύμφωνα
μέ τήν ἀρχαία τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς τῶν
Θεοφανείων ψάλλονταν μία ἀκολουθία, σάν εἶδος ἀγρυπνίας, πού λεγόταν
«Παννυχίδα». Ἀμέσως μετά ψαλλόταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου καί κατόπιν
ἐτελεῖτο ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, σέ ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου. Στή
συνέχεια βαπτίζονταν οἱ Κατηχούμενοι. Ἀκολουθοῦσε ἡ θεία Λειτουργία,
στήν ὁποία παρευρίσκονταν καί οἱ νεοφώτιστοι, γιʼ αὐτό καί μέχρι σήμερα
ψάλλεται ἀντί τοῦ «῞Αγιος ὁ Θεός...» τό «῞Οσοι εἰς Χριστόν
ἐβαπτίσθητε...».
Ὁ Μεγάλος
Ἁγιασμός, λοιπόν, μέχρι τόν Ε΄ αἰώνα γινόταν σέ ἀνάμνηση τοῦ βαπτίσματος
τοῦ Κυρίου, μόνο μία φορά στήν «Παννυχίδα» τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων
σάν εἶδος ἀγρυπνίας, ἀμέσως μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Ἀντλοῦσαν οἱ
πιστοί ὕδωρ, ἔπιναν καί ραντίζονταν. Στή συνέχεια βαπτίζονταν καί οἱ
Κατηχούμενοι.
Γιά δεύτερη
φορά, ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, γινόταν μόνο στά Ἱεροσόλυμα τό πρωί τῆς
κυριώνυμης ἡμέρας, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, στόν Ἰορδάνη ποταμό μέ τήν
παρουσία τοῦ Πατριάρχη καί σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς Βαπτίσεως τοῦ
Χριστοῦ.
Ὁ πατριάρχης
Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Γναφεύς (465-475) πρῶτος σκέφθηκε καί καθιέρωσε, γιά
νά διευκολύνει τούς χριστιανούς, νά τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός ἐκτός
ἀπό τήν «Παννυχίδα» τῆς ἑορτῆς καί τό ἑσπέρας τῆς παραμονῆς.
Ἡ
διπλή τέλεση τῆς ἀκολουθίας προέκυψε ἀπό λόγους καθαρά πρακτικούς,
δηλαδή, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν. Τό πόσο ἦταν ἀναγκαία καί
ἐπιβεβλημένη αὐτή ἡ προσθήκη, φάνηκε ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐπικράτησε πολύ
γρήγορα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Στήν
ἀρχή ὑπῆρχαν μερικές διαφορές ὡς πρός τή μορφή τῶν δύο αὐτῶν
ἀκολουθιῶν, στή συνέχεια ὅμως ἡ μία ἐπηρέασε τήν ἄλλη καί τελικά
ταυτίσθηκαν. Συνέβηκε μέ τόν Μεγάλο Ἁγιασμό ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στήν
ἐποχή μας μέ τίς δύο Λειτουργίες, πού τελοῦνται στούς Ναούς τῶν μεγάλων
Ἐνοριῶν τήν δͅια μέρα, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
Εἶναι
ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε περιέβαλε τόν Μεγάλο Ἁγιασμό μέ
ἰδιαίτερη εὐλάβεια, λόγω τῆς ἰδιαίτερης ἱερότητας πού παρουσιάζει ἡ
τέλεσή του, ἀλλά καί γιατί τελεῖται σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου
μας.
Γεγονός εἶναι ὅτι δέν τόν
κατατάσσει μεταξύ τῶν ἑπτά μυστηρίων, ἀλλά ἡ σχέση του μέ τήν εὐλογία
τοῦ ὕδατος τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τόν καθιστᾶ ἰσότιμο πρός αὐτό, γιʼ αὐτό
καί ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός θεωρεῖται «δεύτερον τῆς ἁγίας Κοινωνίας».
(Κώδικας Σινᾶ 978) Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός προέκυψε ἀπό τή συνήθεια νά
παίρνουν Μεγάλο Ἁγιασμό ὅσοι ἀπό τούς πιστούς ἔχουν κάποιο κώλυμα γιά τή
θεία Κοινωνία, ὥστε νά μήν στεροῦνται τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ
ὅμως φαίνεται καί ἡ διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ θείας Κοινωνίας καί
Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Χρειάζεται προσοχή, γιατί ὑπάρχει ἡ περίπτωση ἀπό
λανθασμένες ἀντιλήψεις οἱ χριστιανοί νά προτιμοῦν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό καί
νά μή φροντίζουν νά γίνουν ἄξιοι τῆς θείας Κοινωνίας.
Δυστυχῶς
ὅμως ὁ ὑπερβολικός αὐτός τονισμός τῆς ἱερότητας τῆς ἀκολουθίας τοῦ
Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ὁδήγησε, ἀπό εὐλάβεια βέβαια, σέ ὁρισμένες ὑπερβολές,
μερικές ἀπό τίς ὁποῖες ἀναφέρονται καί στίς ἐρωτήσεις πού ἀκολουθοῦν:
1.Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν δύο Ἁγιασμῶν,δηλ. τῆς παραμονῆς καί τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων;
῞Οπως
ἀναφέραμε καί παραπάνω ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων,
σύμφωνα μέ τή σημερινή τυπική διάταξη, τελεῖται δύο φορές, τήν παραμονή
τῆς ἑορτῆς μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί
τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ
Χρυσοστόμου.
Καί στίς δύο
περιπτώσεις τελεῖται ἡ δͅια ἀκριβῶς ἀκολουθία, μέ μοναδική διαφορά ὅτι ὁ
«Πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδή ἀπό τό «Τριάς
ὑπερούσιε...» μέχρι τό «συνεχόμενος φόβÿω ἐν κατανύξει βοῶ σοι»,
ἀναγινώσκεται κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἐνῶ κατά τήν παραμονή ἡ
εὐχή ἀρχίζει ἀπό τό «Μέγας εἶ, Κύριε...».
Ὁ
«Πρόλογος» αὐτός δέν εἶναι κἄν εὐχή, ἀλλά πανηγυρικό ἐγκώμιο τῆς
ἑορτῆς, πού πῆρε τή σημερινή μορφή μετά ἀπό πολλές τροποποιήσεις καί
προσθαφαιρέσεις καί ὁ ὁποῖος ἀρχικά λεγόταν μόνο κατά τήν παραμονή,
τελικά δέ, πολύ σωστά, ἐπικράτησε νά λέγεται μόνο κατά τήν ἡμέρα τῆς
ἑορτῆς. Ἡ προσθήκη τοῦ ἐγκωμίου αὐτοῦ κάνει μέν πανηγυρικότερη τήν
ἀκολουθία, ἀλλά δέν ἀλλοιώνει τήν οὐσία της.
Ἱστορικά
καί λειτουργικά οἱ δύο αὐτές ἀκολουθίες εἶναι μία καί ἡ αὐτή, καί
ἐπινοήθηκε ἤδη ἀπό τόν Ε΄ αἰῶνα γιά νά ἐπαναλαμβάνεται καί κατά τήν
παραμονή, προκειμένου νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί.
Ἡ διάκριση πού κάνουν μερικοί ἀνάμεσα στούς δύο ἁγιασμούς εἶναι ἀποτυχημένη καί ἀδικαιολόγητη.
2. Ἐπιτρέπεται οἱ χριστιανοί νά πίνουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό κατά τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἤ μόνο νά ἁγιάζουν τά σπίτια καί τά κτήματά τους;
Ἐφόσον
ἀφʼ ἑνός μέν ἱστορικά καί λειτουργικά ἐπικράτησε ἀπό τόν Ε΄ αἰώνα νά
ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καί κατά τήν παραμονή
πρός ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν, ἀφʼ ἑτέρου δέ, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει καμμία
διαφορά μεταξύ τῶν δύο Ἁγιασμῶν - εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιοι - ὁπωσδήποτε
μποροῦν οἱ πιστοί νά πίνουν καί ἀπό τόν Ἁγιασμό τῆς παραμονῆς.
Αὐτό
ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς δύο χαρακτηριστικές αἰτήσεις πού ὑπάρχουν στά
εἰδικά «Εἰρηνικά» τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
α) «Ὑπέρ τοῦ γενέσθαι αὐτό (τό ὕδωρ) καθάρσιον ψυχῶν καί σωμάτων πᾶσι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ καί μεταλαμβάνουσιν...».
β)
«Ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς ἐμπλησθῆναι ἁγιασμοῦ διά τῆς τῶν ὑδάτων
τούτων μεταλήψεως τῇ ἀοράτῳ ἐπιφανείᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος...».
Ἐπίσης
στήν καθαγιαστική εὐχή «Μέγας εἶ, Κύριε...» διαβάζουμε: «῞Ινα πάντες οἱ
ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί
σωμάτων...». καί παρακάτω· «Δός πᾶσι τοῖς τε ἁπτομένοις, τοῖς τε
χριομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι τόν ἁγιασμόν, τήν εὐλογίαν, τήν
κάθαρσιν, τήν ὑγείαν...».
Στήν
εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας «Κλῖνον, Κύριε, τό οὖς σου...» ὑπάρχει μία
παρόμοια φράση: «... καί καταξίωσον ἡμᾶς ἐμπλησθῆναι τοῦ ἁγιασμοῦ σου
διά τῆς τοῦ ὕδατος τούτου μεταλήψεώς τε καί ῥαντισμοῦ...».
Ισως ὅμως κάποιος θά μποροῦσε νά προβάλλει τήν ἀντίρρηση, ὅτι οἱ εὐχές
δέν μιλοῦν γιά τή μετάληψη τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων,
ἀλλά γιά τόν Ἁγιασμό τῆς ἡμέρας τῶν Θεοφανείων, ἐφόσον ἄλλωστε
προηγεῖται καί ἡ νηστεία.
Τό ἐρώτημα, λοιπόν, εἶναι: Πρέπει νά νηστεύουμε πρό τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ
νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν
Μεγάλο Ἁγιασμό, δηλαδή δέν νηστεύουμε γιά νά πιοῦμε Μεγάλο Ἁγιασμό, ἀλλά
ἡ νηστεία μᾶς προετοιμάζει γιά τή μεγάλη ἑορτή πού περιμένουμε, τά
Θεοφάνεια.
Τά Χριστούγεννα καί τά
Θεοφάνεια μέχρι τόν Δ΄ αἰῶνα στήν Ἀνατολή, συνεορτάζονταν ὡς μία ἑορτή
μέ τό ὄνομα «Ἐπιφάνεια» στίς 6 Ἰανουαρίου. Γιά πρώτη φορά γύρω στό 330
γιορτάστηκε στή Ρώμη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων χωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῶν
Ἐπιφανείων. Μέσα σέ λίγα χρόνια καθιερώθηκε πλέον τά μέν Χριστούγεννα
νά γιορτάζονται στίς 25 Δεκεμβρίου τά δέ Θεοφάνεια στίς 6 Ἰανουαρίου.
Ἐνῶ
δηλαδή χώρισε ὁ κοινός τους ἑορτασμός, παρέμεινε κοινή μόνο ἡ νηστεία.
Ἐπειδή ὅμως γιά δώδεκα ἡμέρες μετά τά Χριστούγεννα ἔχουμε κατάλυση σέ
ὅλα, ὡς ἡμέρα νηστείας παρέμεινε μόνο ἡ παραμονή τῶν Θεοφανείων.
Ἀκόμα
δέ, τό ὅτι νηστεύουμε γιά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων καί ὄχι γιά νά
πιοῦμε τό Μεγάλο Ἁγιασμό, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἄν ἡ παραμονή
τῶν Θεοφανείων συμπέσει ἡμέρα Σάββατο ἤ Κυριακή, καταλύουμε λάδι.
Σάν συμπέρασμα μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἐπιτρέπεται νά πιοῦμε Μεγάλο Ἁγιασμό καί τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι προηγεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός καί ἀκολουθεῖ τό Ἀντίδωρο.
Γιά
τήν προτεραιότητα τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ἔναντι τοῦ ἀντιδώρου ἔχουμε,
ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ἀπόκριση τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου
πρός τόν δεσπότη Σερβίας Γεώργιο ὅτι «τό Ἁγίασμα τῶν ἁγίων Θεοφανείων
λαμβάνεται πρό τοῦ Ἀντιδώρου».
Θά
ἀναφέρουμε καί ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο ἀπό τή σύγχρονη πράξη τῶν μονῶν τοῦ
Ἁγίου ῎Ορους. Οἱ μοναχοί στό ῞Αγιο ῎Ορος πίνουν Μεγάλο Ἁγιασμό ὄχι μόνο
τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἀλλά καί ὅλο τό ὀκταήμερο μέχρι τῆς ἀποδόσεως
τῆς ἑορτῆς.
3. Κατά τήν ἡμέρα τῶν Φώτων οἱ χριστιανοί μποροῦν νά πίνουν, νηστικοί βέβαια, τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς παραμονῆς καί κατόπιν νά πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία;
Σύμφωνα
μέ τή λειτουργική τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας θά πρέπει οἱ χριστιανοί κατά
τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων νά ἑτοιμάζονται γιά νά κοινωνήσουν κατά τή θεία
Λειτουργία καί μετά νά πίνουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό, πού ψάλλεται τήν
ἡμέρα ἐκείνη.
Ὅσοι δέν ἔχουν
λόγους ὑγείας, καλόν εἶναι νά περιμένουν νά τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία
καί στό τέλος νά πιοῦν νηστικοί, πρό τοῦ Ἀντιδώρου, τόν Μεγάλο Ἁγιασμό.
Ἐκεῖνοι
πού ἔχουν λόγους ὑγείας καί δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά περιμένουν
μέχρι νά τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία, θά μποροῦσαν νά πιοῦν Μεγάλο
Ἁγιασμό, νηστικοί, πρό τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπό τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς
παραμονῆς.
4. Πολλοί χριστιανοί φυλάγουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό στά σπίτια τους ἤ μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τόν ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία. Εἶναι σωστό αὐτό;
Δέν
εἶναι ἁμαρτία νά φυλάγεται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός στά σπίτια τῶν χριστιανῶν.
Εἶναι μία συνήθεια ἀρχαιότατη. Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναλάβει τήν
ὑποχρέωση νά διατηρεῖ καθʼ ὅλο τό ἔτος Μεγάλο Ἁγιασμό, εὔκολα κάθε
χριστιανός μπορεῖ νά τόν προμηθευτεῖ, ἀποφεύγοντας νά τόν διατηρεῖ στό
σπίτι του.
Προκειμένου νά
κρατήσουμε τή σημερινή εὐλαβή συνήθεια καλόν θά εἶναι οἱ χριστιανοί κατά
τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων νά πίνουν ἤ νά ραντίζουν τό σπίτι τους ἤ τά
κτήματά τους χωρίς νά κρατοῦν τό ὑπόλοιπο. ῎Αλλωστε αὐτό τονίζει καί ὁ
Σιναϊτικός κώδικας 978, ὅτι τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες «οὐ ῥίπτεται τό
σύνολον».
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις·
... καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές».
έσα
στό λειτουργικό καί λατρευτικό πλοῦτο τῆς Ὀρθοδοξίας μας διαλάμπει ἡ
μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τῶν «Θεοφανείων» ἤ «Ἐπιφανείων» ἤ «Τά Ἅγια Φῶτα»,
ὅπως ὀνομάζεται.
Τά Ἅγια Θεοφάνεια γιορτάζουμε τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν ἅγιο Πρόδρομο, στόν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὅταν
πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα πού τό
πέρασε ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατά πάντα τό «νόμο», θέλησε νά δείξει στούς
ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεός ἐν σώματι» καί ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
γνήσιος καί «ὁμοούσιος τῷ Πατρί».
Ἐκεῖνο
τόν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχε ἔρθει ἀπό τά βάθη τῆς
ἐρήμου καί βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατά τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ,
ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «ἐπ’ ἀρχιερέως Ἄννα καί Καϊάφα,
ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπί Ἰωάννην τόν Ζαχαρίου υἱόν, ἐν ῇ ἐρήμῳ· καί ἦλθεν
εἰς πᾶσαν τήν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λκ γ΄ 2-3). Καί μολονότι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἁμαρτίες,
ὄντας ἀναμάρτητος, γιά νά ἐκπληρώσει καί σ’ αὐτό τό «νόμο» ἦρθε νά
βαπτισθεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καί συλλογιζόμενος τήν
ἀναξιότητά του μπροστά στή δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ:«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καί σύ ἔρχῃ πρός με;».
–
«Πῶς ἐκτείνω χεῖρα καί ἅψωμαι κορυφῆς κρατούσης τά σύμπαντα; Εἰ καί
Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ’ οἶδά σε Θεόν προαιώνιον· ἐπί γῆς βαδίζεις, ὁ
ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφείμ· καί δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ
μεμάθηκα»! Μά ὁ Χριστός ἀφοπλίζει τή λογική δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ,
λέγοντας αὐτά τά λόγια: «Ἄφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν
δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρίς νά φέρει ἄλλη ἀντίσταση, δέχτηκε νά
βαπτίσει τόν Χριστό. Καί ἀμέσως ὁ Ἰωάννης εἶδε τή στιγμή ἐκείνη, νά
ἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί, νά κατεβαίνει «τό Πνεῦμα τό Ἅγιον σωματικῷ εἴδει,
ὡσεί περιστεράν ἐπ’ αὐτόν». Καί ἄκουσε νά ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό φωνή,
πού ἔλεγε: «Οὕτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα»!
Ἄραγε πέρασε ποτέ ἀπό τό νοῦ μας ἡ σκέψη, ἡ ἀπορία, γιατί, γιά ποιό λόγο βαπτίστηκε ὁ Χριστός;
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει ἑφτά λόγους, γιά τούς ὁποίους ὁ Χριστός βαπτίστηκε:
α) «βαπτίζεται δέ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτός χρήζων καθάρσεως, ἀλλά τήν ἐμήν οἰκειούμενος κάθαρσιν».
β) νά συντρίψει τά κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στό νερό,
γ) νά πνίξει τήν ἁμαρτία κι ὅλο τόν παλαιό Ἀδάμ νά τόν παραχώσει μέσα στό νερό,
δ) νά ἁγιάσει τόν Ἰωάννη Πρόδρομο τόν Βαπτιστή,
ε) νά «πληρώσῃ», νά εφαρμόσει τό νόμο,
στ) νά ἀποκαλύψει στούς ἀνθρώπους τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ζ) νά γίνει γιά μᾶς τύπος καί ὑπογραμμός καί στό βάφτισμα.
Σ’ αὐτούς τούς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει καί ἕναν
η)
νά ἁγιάσει τή φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καί τό νερόν ὅπου λάβῃ τινάς ἀπό
πηγήν ἤ ποταμόν κατά τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».
Καί
ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μιά χαρακτηριστική περικοπή τοῦ ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἀξίζει τόν κόπο νά τή μεταφέρουμε κι ἐμεῖς
ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως.
Λέγει λοιπόν ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Αὐτή
εἶναι ἡ μέρα πού (ὁ Χριστός) βαπτίστηκε κι ἅγιασε ὅλα τά νερά. Γι’
αὐτό, λοιπόν καί στή γιορτή αὐτή, κατά τό μεσονύχτι (ἐπειδή κατά τήν
Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡμέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς
νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ Χριστιανοί) καί παίρνουνε νερό γιά τά σπίτια
τους· ὅπου τό νερό αὐτό, γιά τό λόγο ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τά νερά σήμερα,
τό φυλάγουν ὅλο τό χρόνο. Καί τό θαῦμα αὐτό γίνεται φανερό, ἀπ’ τό ὅτι
τά νερά πού παίρνουμε (τά Φῶτα) δέν ἀλλοιώνονται καί δέν μυρίζουν, ὅσος
καιρός κι ἄν περάσει, ἀλλά βαστοῦνε ἕνα χρόνο ὁλάκερο, πολλές φορές καί
δύο καί τρία χρόνια· καί, ὕστερ’ ἀπό τόσα χρόνια, αὐτό τό νερό
συναγωνίζεται σέ φρεσκάδα καί σέ καθαρότητα κι ἐκεῖνα τά νερά πού μόλις
τώρα τά πῆραν ἀπό τό πηγάδι».
Αὐτό εἶναι ἕνα θαῦμα πού τό βλέπει κανείς κάθε χρόνο νά γίνεται, ἀκόμη καί στίς ἁμαρτωλές ἡμέρες μας.
Ὁ
Χριστός ἔλαβε τό Βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτό θά πεῖ, πώς δέν ἔλαβε
οὔτε τό Ἰουδαϊκό βάπτισμα πού ἀφοροῦσε τήν καθαρότητα σώματος καί
ἐνδυμάτων, ἀλλά οὔτε τό δικό μας, μέ τήν τριπλῆ κατάδυση καί ἀνάδυση καί
τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Τό
βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μιά κατάδυση καί μιά ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου.
Καί λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τούς ἀνθρώπους πού
ἔρχονταν νά βαπτισθοῦν σ’ αὐτόν, τούς βαστοῦσε μέσα στόν Ἰορδάνη, ὥσπου
νά ἐξομολογηθοῦν ὅλες τίς ἁμαρτίες τους, κι ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ
Ἰωάννης δέν εἶχε ἐξουσία νά δώσει ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Τούς δίδασκε καί
τούς ὁδηγοῦσε στή μετάνοια, πού εἶχε ὡς ἐπιστέγασμά της τό βάπτισμα:
«μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καί «ποιήσατε καρπούς
ἀξίους τῆς μετανοίας».
Ὅμως,
καθώς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταί Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ὁ Χριστός τήν
ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθύς ἀπό τοῦ ὕδατος». Γιατί; Νά ἡ
ἀπάντηση, πού δίνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὅτι οἱ μέν ἄλλοι ἄνθρωποι,
βαπτιζόμενοι, ἐπειδή ἦταν ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τό νερόν
βουτηγμένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὅλας τάς ἁμαρτίας των, καί τότε
ἔβγαινον ἀπό τό νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξύ διάστημα καιροῦ. Ὁ δέ
Κύριος, ἐπειδή ἦταν ἀναμάρτητος, καί ἁμαρτίας δέν εἶχε νά ἐξομολογηθῆ,
διά τοῦτο, εὐθύς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τό νερόν, εὐθύς καί ἐβγῆκεν ἔξω».
Κι
ἔτσι ὁ Χριστός ἔκαμε τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σάν ἕνα εἶδος γέφυρας, πού
μᾶς πέρασε ἀπ’ τό ἰουδαϊκό – σωματικό, στό χριστιανικό –πνευματικό
βάπτισμα, τό ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπό τήν προπατορική κι ἀπό κάθε ἄλλη
ἁμαρτία καί μᾶς χαρίζει μιάν ἄσπιλη καί ἀμόλυντη πνευματική καθαρότητα.
Κατά
τήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τά ὀπίσω». Βέβαια ὁ
ἄνθρωπος ἐπεμβαίνει δυναμικά μεταβάλλοντας τό φυσικό περιβάλλον,
ἐκτρέποντας ἀκόμα καί τή ροή τῶν ποταμῶν, ἀλλά δέν ἀκούστηκε ποτέ στήν
ἱστορία νά γυρίσουν πίσω τά νερά ἑνός ποταμοῦ, ἐκτός ἀπό τήν περίπτωση
τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο τί μᾶς λέγει γιά τήν περίπτωση αὐτή:
«Ὁ
Ἰορδάνης ποταμός πηγάζει ἀπό δύο πηγές. Ἡ μία λέγεται Ἰόρ καί ἡ ἄλλη
Δάν. Καθώς προχωροῦν τά δύο αὐτά ποτάμια, ἑνώνονται καί γίνονται ἕνα
ποτάμι πού ὀνομάζεται (ἀπό τίς πηγές του Ἰόρ καί Δάν) Ἰορδάνης καί
χύνεται στή Νεκρά θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειά καί
θεολογικώτατη, ὅπως τή φανερώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ Ἰορδάνης ποταμός
εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγές του συμβολίζουν τόν
Ἀδάμ καί τήν Εὔα, τούς δύο προπάτορες, ἀπ’ τούς ὁποίους ἀνέβλυσε ὅλο τό
ἀνθρώπινο γένος. Καί τό γένος αὐτό πρός τά ποῦ πήγαινε; στή νέκρωση καί
στό θάνατο - ὅπως ὁ Ἰορδάνης στή Νεκρά θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ, πού πόνεσε γιά τήν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κι ἔγινε
ἄνθρωπος, πού ἔπαθε ἐπάνω στό σταυρό, καί κατεπάτησε, μέ τό θάνατό του,
τόν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στούς ἀνθρώπους τή ζωή καί τούς ἔστρεψε πρός τά
πίσω, τούς ἔκαμε νά μήν τρέχουν πιά πρός τή νέκρωση καί τό θάνατο, ἀλλά
πρός τή ζωή καί τήν ἀφθαρσία. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστόν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τόν θάνατον
αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν» (Ρμ. στ΄ 3).
Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρά τῶν χριστιανῶν. «Τά σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστός ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ ἁγιάσαι τά ὕδατα» καί «σῶσαι τόν ἄνθρωπον»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου