Η Πορτογαλία το 2014 ευρισκόταν λίγο πριν την ολοκληρωτική οικονομική και κοινωνική της κατάρρευση – υιοθετώντας κατ’ εντολή της Τρόικα τη θανατηφόρο πολιτική λιτότητας και έχοντας μετατραπεί σε χώρα της LIDL (ανάλυση).
Η τότε συντηρητική της κυβέρνηση είχε καταργήσει εντελώς τα
εργασιακά δικαιώματα, περιόριζε συνεχώς το κράτος προνοίας, ξεπουλούσε τις δημόσιες επιχειρήσεις, μείωνε τους μισθούς και εξαΰλωνε τις συντάξεις – με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, καθώς επίσης τη μαζική μετανάστευση των νέων που αποτελεί το νούμερο ένα πρόβλημα σήμερα της Ελλάδας (κατ’ επέκταση το δημογραφικό), επειδή οι Πολίτες της δεν είχαν καθόλου χρήματα για να δαπανήσουν.
εργασιακά δικαιώματα, περιόριζε συνεχώς το κράτος προνοίας, ξεπουλούσε τις δημόσιες επιχειρήσεις, μείωνε τους μισθούς και εξαΰλωνε τις συντάξεις – με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, καθώς επίσης τη μαζική μετανάστευση των νέων που αποτελεί το νούμερο ένα πρόβλημα σήμερα της Ελλάδας (κατ’ επέκταση το δημογραφικό), επειδή οι Πολίτες της δεν είχαν καθόλου χρήματα για να δαπανήσουν.
Η κατάσταση της όμως άλλαξε ριζικά μετά τις εκλογές του 2015 όπου οι
Πορτογάλοι, έχοντας εξοργισθεί με τη δεξιά κυβέρνηση της χώρας τους που
είχε σκύψει το κεφάλι και ανεχόταν τα πάντα από τη Γερμανία, ψήφισαν
τον πρώην δήμαρχο της Λισαβόνας – τον σοσιαλδημοκράτη κ. A. Costa, το κόμμα του οποίου κέρδισε το 32% των εκλογέων, όταν η δεξιά κυβέρνηση έχασε το 11%.
Ήδη ως δήμαρχος ο κ. Costa είχε καταφέρει να κερδίσει κάθε εκλογική περιοχή της Λισαβόνας, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο – όπως δεν ήταν εύκολη ούτε η επιτυχία του να ενώσει τα ανέκαθεν διαιρεμένα αριστερά κόμματα της χώρας
που στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας του.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ
πως εάν δεν συμβεί στην Ελλάδα κάτι ανάλογο, εάν δεν ενωθούν δηλαδή όλα
τα κόμματα που είναι αντίθετα στην πολιτική των υποκλίσεων, της
υποτέλειας και των μνημονίων, δεν υπάρχει καμία προοπτική εξόδου από την
κρίση – ενώ η πατρίδα μας θα κινδυνεύσει πολύ σοβαρά να χαθεί σταδιακά
ως Έθνος.
Περαιτέρω στην Πορτογαλία, εκείνη την
εποχή όλοι πίστευαν πως η νέα κυβέρνηση δεν θα παρέμενε στην εξουσία
πάνω από μερικούς μήνες – ενώ οι εκπρόσωποι της ΕΕ την προειδοποιούσαν να μην αποκλίνει σε καμία περίπτωση από την πολιτική λιτότητας.
Παράλληλα ο συντηρητικός πρόεδρος της χώρας, ο δικός της Παυλόπουλος
δηλαδή, ισχυριζόταν πως η μη εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που είχε
επιβάλλει η Τρόικα θα αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική της ασφάλεια (πηγή)
– ενώ προσπάθησε να διατηρήσει την προηγούμενη δεξιά κυβέρνηση στην
εξουσία και απειλούσε με την προοπτική εκδίωξης της Πορτογαλίας από την
Ευρωζώνη.
Επί πλέον ο νούμερο ένα εχθρός της Ελλάδας, ο κ. Σόιμπλε, δήλωσε πως η Πορτογαλία θα έκανε ένα μεγάλο λάθος, εάν δεν τηρούσε αυτά που είχε υποσχεθεί (πηγή)
– αναφέροντας πως έπρεπε να υποβάλλει αίτημα για την έγκριση ενός νέου
προγράμματος, ενός δεύτερου μνημονίου δηλαδή, αφού διαφορετικά δεν θα τα
κατάφερνε να αποφύγει τη χρεοκοπία.
Το οικονομικό μοντέλο της επιτυχίας
Συνεχίζοντας, η νέα κυβέρνηση αδιαφόρησε εντελώς για τις υποδείξεις του Γερμανού, αύξησε αμέσως τους μισθούς και τις συντάξεις που είχε μειώσει η προηγούμενη, ενώ κατάργησε τις αυξήσεις των φόρων
– υιοθετώντας μόνο φόρους κληρονομιάς και περιουσίας για τα ανώτατα
εισοδηματικά στρώματα, έχοντας εξαιρέσει από τον ΕΝΦΙΑ τους απλούς
ανθρώπους.
Εκτός αυτού σταμάτησε τις καταστροφικές ιδιωτικοποιήσεις –
θυμίζοντας πως τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία της Πορτογαλίας
ξεπουλιόντουσαν από την προκάτοχο της σε εξευτελιστικές τιμές που δεν
αντιπροσώπευαν καθόλου την αξία τους.
Όπως πολύ σωστά είχε δηλώσει ο κ. Costa, είναι
μεγάλο λάθος να θεωρεί κανείς πως είναι δυνατόν να εξυγιανθεί η
οικονομία ενός κράτους, με δραστικές μειώσεις μισθών με υπερβολικές
περικοπές του κράτους προνοίας και με το ξεπούλημα των ασημικών του –
κάτι που ισχυρίζονται οι δανειστές της Ελλάδας, υιοθετεί η κατ’ επίφαση
αριστερή κυβέρνηση και δυστυχώς πιστεύει η αξιωματική αντιπολίτευση,
παρά το ότι με τη συγκεκριμένη πολιτική οδήγησε μετά το 2012 την Ελλάδα
στο γκρεμό.
Το θέμα βέβαια δεν είναι τι δήλωσε, αλλά
τι τελικά κατάφερε – ξεκινώντας από το ΑΕΠ της χώρας που συνεχίζει να
αυξάνεται για τέταρτο κατά σειρά έτος, ενώ το 2016 κατέγραψε τον
ισχυρότερο ρυθμό ανάπτυξης του παρόντος αιώνα (+6% σε σχέση με το 2016).
Περαιτέρω, στον τουρισμό η Πορτογαλία καταρρίπτει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο, με σημαντικές διαφορές από την Ελλάδα
– αφού με πολύ χαμηλότερες αφίξεις επιτυγχάνει υψηλότερο τζίρο.
Το
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι πλεονασματικό για πέμπτη συνεχή
χρονιά, από ελλειμματικό προηγουμένως (-10,4% του ΑΕΠ το 2009), το
έλλειμμα του προϋπολογισμού της υποχώρησε στο -3% από -11,2% το 2010
(γράφημα), η βιομηχανική της παραγωγή ανέκαμψε. ενώ το δημόσιο χρέος της
άρχισε να μειώνεται – στο 125,7% από 130,6% το 2014.
Όλα αυτά παρά το ότι η κυβέρνηση
επένδυσε ακόμη περισσότερα στο κοινωνικό κράτος, έχοντας καταφέρει σε
χρόνο ρεκόρ και με την αντίθετη ακριβώς οικονομική πολιτική, από αυτήν
που επιβάλλει η Γερμανία, να μετατρέψει ένα προβληματικό κράτος της
Ευρωζώνης σε υποδειγματικό – με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων να
ανακτήσουν οι Πορτογάλοι την εθνική τους υπερηφάνεια, ενώ είναι σήμερα η
μοναδική ίσως χώρα που δεν έχει κανένα ακροδεξιό κόμμα, πόσο μάλλον
φασιστικό.
Εύλογα, αφού η κυβέρνηση της έχει υιοθετήσει μία
έμπρακτη πατριωτική πολιτική, η οποία φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον
εθνικισμό – ενώ, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός της, «όταν οι νεαροί
Ευρωπαίοι επαναστατούν σε απομονωμένες και φτωχιές γειτονιές, στα γκέτο,
εμείς πρέπει να αντιδράμε με κοινωνικά μέτρα – όχι με βία».
Συνεχίζοντας, η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία της Πορτογαλίας και της πολιτικής συναίνεσης που κατάφερε να πετύχει (εικόνα), δεν είναι άλλη από τη δημιουργία συνθηκών επιστροφής των νέων της – οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει μαζικά τη χώρα, ειδικά οι καλύτερα εκπαιδευμένοι, αναζητώντας αλλού την τύχη τους (κάτι
που δεν συμβαίνει τυχαία στην Ευρώπη αλλά αποτελεί βασικό στοιχείο της
πολιτικής που επιβάλλεται από τη Γερμανία, το παιδομάζωμα, με στόχο
μεταξύ άλλων την υφαρπαγή των ικανών νέων άλλων κρατών – το κόστος
εκπαίδευσης των οποίων τοποθετείται στα 200.000 € ανά άτομο).
Συνολικά 2.300.000 Πορτογάλοι
μετανάστευσαν και ζουν πλέον στο εξωτερικό, επειδή η οικονομία
συρρικνωνόταν, η ανεργία αυξανόταν, ενώ δεν φαινόταν να υπάρχει καμία
μελλοντική προοπτική – κάτι που η κυβέρνηση της χώρας θέλει
πλέον να διορθώσει, έχοντας σήμερα τοποθετήσει ως πρώτη προτεραιότητα
της την επιστροφή των νέων.
Όπως άλλωστε έχει δηλώσει το υπουργείο εσωτερικών της, μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί το δημογραφικό πρόβλημα, να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία και να μην καταρρεύσει το ασφαλιστικό σύστημα –
χωρίς όμως να μένει στη θεωρία, αλλά δρομολογώντας προγράμματα
επαναπατρισμού των Πορτογάλων που μένουν σε άλλα κράτη, καθώς επίσης
σχεδιάζοντας χρονικά περιορισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις για αυτούς
που επιστρέφουν (πηγή).
Με δεδομένο δε το ότι, η ανεργία μειώθηκε στο 10% από 17% με την
προηγούμενη κυβέρνηση, χωρίς να αυξηθεί όμως η μερική απασχόληση όπως
στην Ελλάδα και χωρίς την πτώση των μισθών, οι προοπτικές επιστροφής των
νέων της είναι πολύ καλές.
Συνεχίζοντας, το πορτογαλικό θαύμα που
συντελέσθηκε μετά το 2015, παρά το ότι η χώρα είναι μέλος της Ευρωζώνης
και της ΕΕ, δεν θα σταματήσει, αποτελώντας μόνο την αρχή – αφού
τα δημόσια έσοδα που προέρχονται από την ανάπτυξη και όχι από τη ληστεία
των Πολιτών, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, σχεδιάζεται να επενδυθούν,
οπότε να επιστραφούν στους Πολίτες.
Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση της
προγραμματίζει να δρομολογήσει ένα «εθνικό επενδυτικό πακέτο» ύψους 20
δις € ή της τάξης του 10% του ΑΕΠ της, στις κρατικές υποδομές – τις
οποίες είχε παραμελήσει εντελώς η προηγούμενη, με την πολιτική
λιτότητας.
Το 60% αυτού του ποσού θα διατεθεί στις
δημόσιες συγκοινωνίες, ενώ τα υπόλοιπα στην ενέργεια και σε
περιβαλλοντικά έργα – όπου θα εκσυγχρονισθεί το σιδηροδρομικό δίκτυο (το οποίο η ελληνική κυβέρνηση ξεπούλησε έναντι 40 εκ. €!),
τα υπόγεια τραίνα στις πόλεις και η συγκοινωνία στις επαρχίες. Έτσι θα
δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και η χώρα θα είναι πιο φιλική ως
προς το περιβάλλον – ενώ θα τεκμηριωθεί πόσο σημαντικές είναι οι κρατικές επενδύσεις για την ανάπτυξη μίας οικονομίας, αφού προηγούνται πάντοτε των ιδιωτικών όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν βασικές οικονομικές γνώσεις.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, από τα παραπάνω
αποδεικνύεται πως υπάρχουν πάντοτε λύσεις για την οικονομία ενός
κράτους, ακόμη και στην άκρη του γκρεμού, καθώς επίσης εντός της
Ευρωζώνης – αρκεί η κυβέρνηση του να είναι ικανή, να έχει ένα δικό της σχέδιο και να μη σκύβει συνεχώς το κεφάλι, ενδιαφερόμενη μόνο για τον εαυτό της και τα δικά της προνόμια.
Λύσεις όμως δεν υπάρχουν ούτε καν για την πλουσιότερη χώρα, εάν άγεται και φέρεται από ένα βρώμικο κομματικό-πελατειακό κράτος, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα – το οποίο συνήθως δεν είναι ούτε αριστερό, ούτε κεντρώο, ούτε δεξιό, αλλά απλά και μόνο διαφθαρμένο, απομυζώντας αχόρταγα τους Πολίτες και αδιαφορώντας για το ξεπούλημα της χώρας.
Εάν λοιπόν εμείς οι Έλληνες που είχαμε την ατυχία να ψηφίσουμε το 2015 αντιδρώντας στο βρώμικο 2012 (ανάλυση) μία ανίκανη κυβέρνηση που δεν τήρησε καμία απολύτως από τις δεσμεύσεις της και ειδικά το δημοψήφισμα δεν το έχουμε κατανοήσει ακόμη, ιδίως μετά την εκποίηση του ονόματος της Μακεδονίας,
της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας έναντι τριάντα αργυρίων, πολύ
φοβάμαι πως μας περιμένουν πολύ πιο άσχημες ημέρες – κάτι που ασφαλώς
δεν είναι νομοτελειακό, πόσο μάλλον όταν υπάρχει το επιτυχημένο
παράδειγμα της Πορτογαλίας (ενώ έχουμε ήδη αναλύσει το ισραηλινό θαύμα ειδικά σε σχέση με τον πρωτογενή τομέα, το ουγγρικό όσον αφορά τα χρέη, το ισλανδικό για την οικονομία και τη δημοκρατία κοκ.).
Με απλά λόγια, λύσεις υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, αλλά καμία
απολύτως εάν παραμείνουμε στη συνταγή των μνημονίων που υποστηρίζουν η
κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς επίσης πολλά άλλα
κόμματα – ενώ έχει τεκμηριωθεί δεκάδες φορές το πού μας οδηγεί,
με τελικό στάδιο την αλλαγή ιδιοκτησίας της Ελλάδας, τον εδαφικό
διαμελισμό και την αλλοίωση του πληθυσμού της, για να είναι ευκολότερα
ελεγχόμενη.
Υστερόγραφο: Ένα από τα
σημαντικότερα εργαλεία χάραξης οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας, αφού
δεν έχουμε ουσιαστικά κεντρική τράπεζα, είναι η ίδρυση μίας επενδυτικής τράπεζας, με κεφάλαια μοχλευμένα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου.
Μέσω αυτής θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η πραγματική οικονομία, να
διασωθούν οι εμπορικές τράπεζες με τη μερική εθνικοποίηση, την εξυγίανση
και την πώληση τους, να επιλυθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και
να δρομολογηθεί η ανάπτυξη. Δυστυχώς μας το απαγορεύει η Γερμανία,
εύλογα αφού θέλει να διατηρήσει την οικονομική μας κατοχή και οι
κυβερνήσεις μας το δέχονται – προφανώς επειδή εκβιάζονται, με τα
στοιχεία που έχουν οι Γερμανοί στη διάθεση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου