του Νικόλαου Ι. Φιοράντη – Οικονομολόγου / Δικαστικού Πραγματογνώμονα
Αλήθεια πιστεύουμε ότι το ζητούμενο είναι η απομείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, για την ευημερία των πολιτών συνολικά και των επιχειρηματιών /εργαζομένων / πελατών / προμηθευτών κ.λπ. κατ΄ επέκταση;
Αν ναι πως αυτό θα μετουσιωθεί σε πράξη, “πείθοντας” πιστωτές και δανειστές γενικότερα, και τι θα
συμβάλει στη μη επανάληψη του ίδιου φαινομένου;
Γιατί τελικά η ιδιοφυής “επιχειρηματικότητα” (στη βάση της “ανάληψης” κινδύνου για κάθε μας ευρύτερη επιλογή ακόμη και ως πολίτες αυτής της χώρας και όχι μόνο με τη στενή χρηματοοικονομική έννοια του όρου), κατά τη δική μας ανάγνωση ως Ελλήνων, δεν κατάφερε να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πέρασμα των χρόνων;
Αν δε πιστεύουμε ότι δεν τα “πήγαμε και άσχημα” βάσει των δυνατοτήτων και συνθηκών, αλλά ήταν ατυχία /διεθνής συγκυρία/επιβουλή λόγω των όποιων συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας, πόσο βάσιμη μπορεί να είναι αυτή η υπόθεση για να μας παρέχει τα εχέγγυα να συνεχίσουμε έτσι, επιτυγχάνοντας τελικά τους στόχους μας;
Πως εξηγείται ότι, όπως προκύπτει και διαχρονικά επιβεβαιώνεται άμεσα και έμμεσα, πετυχαίνουμε να αναδεικνύεται η συμβολή και αναγνώριση της θετικής παρουσίας μας με ένα γόνιμο και εποικοδομητικό τρόπο σχεδόν μόνο εκτός των τειχών;
Μήπως λοιπόν, “η δοσολογία των συστατικών/ο χρόνος του μαγειρέματος και τα σκεύη και ο τρόπος που αυτά χρησιμοποιούνται δεν είναι κατάλληλα για να καταφέρουμε να απολαύσουμε ένα εύγευστο φαγητό στην εδώ κουζίνα μας, σε αντιδιαστολή με το όταν εμείς οι ίδιοι δοκιμάζουμε την υλοποίησή του σε μία κουζίνα του εξωτερικού”;
Στη διάρκεια της μακρόχρονης επαγγελματικής μου ενασχόλησης σε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, πάντα διερωτόμουν γιατί ακριβώς κάποια εύλογα πράγματα συμβαίνουν και αντιμετωπίζονται από εμάς με τόσο εκ διαμέτρου αντίθετο και διαφορετικό τρόπο (σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι το ό,τι γίνεται και όπως γίνεται εκτός Ελλάδος φέρει και τη σφραγίδα του αδιάβλητου ή ορθολογικά σωστού), όπως ενδεικτικά και βάση προσωπικής εμπειρίας και όχι αφήγησης από άλλους σημειώνεται στη συνέχεια:
· αρχές δεκαετίας του 80, αναζήτηση από ξένη εταιρία μέσω μεγάλης εταιρίας χρηματοοικονομικών συμβούλων στελέχους με συγκεκριμένο γνωστικό επίπεδο και εμπειρία για τη παροχή οικονομοτεχνικής βοήθειας σε στελέχη της που θα επισκέπτονταν την Ελλάδα 3 χρόνια μετά και για συγκεκριμένα καθοριζόμενη χρονική περίοδο (έγκαιρος προγραμματισμός, πόσο μας είναι άραγε οικείος, ιδιαίτερα για τέτοιο βάθος χρόνου?),
· τέλη δεκαετίας 80, προσπάθεια διείσδυσης στην ελληνική αγορά ξένης ασφαλιστικής εταιρίας προσκρούοντας στη γενικότερη αντίληψη, τόσο των δικτύων, “αυτά φέρνουν τον πελάτη οπότε και δικαιούνται μεγαλύτερης στο μέγιστο δυνατόν προμηθείας και παρεπόμενων ωφελειών”, όσο και των δυνητικών ασφαλισμένων, “κορόϊδα είμαστε να πληρώνουμε ασφάλιστρα για να πλουτίζουν οι ασφαλιστικές”,
· αρχές δεκαετίας 90, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων με παράλληλη ενημέρωση επενδυτών για τα οφέλη και προοπτικές της μακροπρόθεσμης επένδυσης (μέση αντίληψη δυνητικών επενδυτών, άμα είναι να περιμένουμε τόσο, εδώ δεν ξέρουμε αν θα ζούμε αύριο),
· τέλη δεκαετίας 90, χρηματιστηριακή αγορά όπου πολλοί, λιγότερο ή περισσότερο “επαγγελματίες”, είχαν κάτι “σίγουρο”, οπότε και οι “επενδυτές”/τζογαδόροι μπερδεύοντας το χρηματιστήριο με τον ιππόδρομο δεν δέχονταν τη μη ύπαρξή του ως πρόταση γιατί υποδήλωνε κατ΄ αυτούς ότι “δεν λες γιατί το κρατάς για σένα”, με τη δε επακολουθήσασα κατάρρευση να συνοδεύεται από εκκλήσεις για το ποιος και με ποιον τρόπο θα προστατεύσει τον παραπλανηθέντα “επενδυτή”,
· διαχρονική “αντίληψη μέσου επιχειρηματία” για την χρηματοοικονομική συμβουλή και ρόλο επαγγελματία συμβούλου, από το “θα μου πει εμένα ο σύμβουλος μετά από τόσα χρόνια στην αγορά και από που αυτός ξέρει”, έως και “ο τάδε συγγενής μου σπουδάζει οικονομικά και ξέρει”.
Υπάρχει λύση; Προφανώς, έστω και στο και πέντε, μόνο αν αποφασίσουμε ως κοινωνία και ως οικονομούντες πολίτες να το “πάρουμε αλλιώς”.
banks.com.gr
Αλήθεια πιστεύουμε ότι το ζητούμενο είναι η απομείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, για την ευημερία των πολιτών συνολικά και των επιχειρηματιών /εργαζομένων / πελατών / προμηθευτών κ.λπ. κατ΄ επέκταση;
Αν ναι πως αυτό θα μετουσιωθεί σε πράξη, “πείθοντας” πιστωτές και δανειστές γενικότερα, και τι θα
συμβάλει στη μη επανάληψη του ίδιου φαινομένου;
Γιατί τελικά η ιδιοφυής “επιχειρηματικότητα” (στη βάση της “ανάληψης” κινδύνου για κάθε μας ευρύτερη επιλογή ακόμη και ως πολίτες αυτής της χώρας και όχι μόνο με τη στενή χρηματοοικονομική έννοια του όρου), κατά τη δική μας ανάγνωση ως Ελλήνων, δεν κατάφερε να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πέρασμα των χρόνων;
Αν δε πιστεύουμε ότι δεν τα “πήγαμε και άσχημα” βάσει των δυνατοτήτων και συνθηκών, αλλά ήταν ατυχία /διεθνής συγκυρία/επιβουλή λόγω των όποιων συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας, πόσο βάσιμη μπορεί να είναι αυτή η υπόθεση για να μας παρέχει τα εχέγγυα να συνεχίσουμε έτσι, επιτυγχάνοντας τελικά τους στόχους μας;
Πως εξηγείται ότι, όπως προκύπτει και διαχρονικά επιβεβαιώνεται άμεσα και έμμεσα, πετυχαίνουμε να αναδεικνύεται η συμβολή και αναγνώριση της θετικής παρουσίας μας με ένα γόνιμο και εποικοδομητικό τρόπο σχεδόν μόνο εκτός των τειχών;
Μήπως λοιπόν, “η δοσολογία των συστατικών/ο χρόνος του μαγειρέματος και τα σκεύη και ο τρόπος που αυτά χρησιμοποιούνται δεν είναι κατάλληλα για να καταφέρουμε να απολαύσουμε ένα εύγευστο φαγητό στην εδώ κουζίνα μας, σε αντιδιαστολή με το όταν εμείς οι ίδιοι δοκιμάζουμε την υλοποίησή του σε μία κουζίνα του εξωτερικού”;
Στη διάρκεια της μακρόχρονης επαγγελματικής μου ενασχόλησης σε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, πάντα διερωτόμουν γιατί ακριβώς κάποια εύλογα πράγματα συμβαίνουν και αντιμετωπίζονται από εμάς με τόσο εκ διαμέτρου αντίθετο και διαφορετικό τρόπο (σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι το ό,τι γίνεται και όπως γίνεται εκτός Ελλάδος φέρει και τη σφραγίδα του αδιάβλητου ή ορθολογικά σωστού), όπως ενδεικτικά και βάση προσωπικής εμπειρίας και όχι αφήγησης από άλλους σημειώνεται στη συνέχεια:
· αρχές δεκαετίας του 80, αναζήτηση από ξένη εταιρία μέσω μεγάλης εταιρίας χρηματοοικονομικών συμβούλων στελέχους με συγκεκριμένο γνωστικό επίπεδο και εμπειρία για τη παροχή οικονομοτεχνικής βοήθειας σε στελέχη της που θα επισκέπτονταν την Ελλάδα 3 χρόνια μετά και για συγκεκριμένα καθοριζόμενη χρονική περίοδο (έγκαιρος προγραμματισμός, πόσο μας είναι άραγε οικείος, ιδιαίτερα για τέτοιο βάθος χρόνου?),
· τέλη δεκαετίας 80, προσπάθεια διείσδυσης στην ελληνική αγορά ξένης ασφαλιστικής εταιρίας προσκρούοντας στη γενικότερη αντίληψη, τόσο των δικτύων, “αυτά φέρνουν τον πελάτη οπότε και δικαιούνται μεγαλύτερης στο μέγιστο δυνατόν προμηθείας και παρεπόμενων ωφελειών”, όσο και των δυνητικών ασφαλισμένων, “κορόϊδα είμαστε να πληρώνουμε ασφάλιστρα για να πλουτίζουν οι ασφαλιστικές”,
· αρχές δεκαετίας 90, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων με παράλληλη ενημέρωση επενδυτών για τα οφέλη και προοπτικές της μακροπρόθεσμης επένδυσης (μέση αντίληψη δυνητικών επενδυτών, άμα είναι να περιμένουμε τόσο, εδώ δεν ξέρουμε αν θα ζούμε αύριο),
· τέλη δεκαετίας 90, χρηματιστηριακή αγορά όπου πολλοί, λιγότερο ή περισσότερο “επαγγελματίες”, είχαν κάτι “σίγουρο”, οπότε και οι “επενδυτές”/τζογαδόροι μπερδεύοντας το χρηματιστήριο με τον ιππόδρομο δεν δέχονταν τη μη ύπαρξή του ως πρόταση γιατί υποδήλωνε κατ΄ αυτούς ότι “δεν λες γιατί το κρατάς για σένα”, με τη δε επακολουθήσασα κατάρρευση να συνοδεύεται από εκκλήσεις για το ποιος και με ποιον τρόπο θα προστατεύσει τον παραπλανηθέντα “επενδυτή”,
· διαχρονική “αντίληψη μέσου επιχειρηματία” για την χρηματοοικονομική συμβουλή και ρόλο επαγγελματία συμβούλου, από το “θα μου πει εμένα ο σύμβουλος μετά από τόσα χρόνια στην αγορά και από που αυτός ξέρει”, έως και “ο τάδε συγγενής μου σπουδάζει οικονομικά και ξέρει”.
Υπάρχει λύση; Προφανώς, έστω και στο και πέντε, μόνο αν αποφασίσουμε ως κοινωνία και ως οικονομούντες πολίτες να το “πάρουμε αλλιώς”.
banks.com.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου