Σ᾽ ευγνωμονουμε, Κυριε, για τις ευεργεσiες σου!
«Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ;» (Λουκ. 17,18)
Ἀκούσατε,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς
διηγεῖται ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ ὀποῖο θεράπευσε
δέκα ἀρρώστους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ λέπρα, ἀνίατη τότε.
Μὲ τὸν ἔλεγχό του ὅμως μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ καὶ ἄλλους πολλούς, ποὺ πάσχουν ἀπὸ μιὰ ἄλλη χειρότερη ἀσθένεια, ἀσθένεια ψυχική. Κι αὐτὴ εἶνε ἡ ἀχαριστία.
Τὴν εἰκόνα τῆς ἀχαριστίας ζωγραφίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Τρομερὴ ἀσθένεια ἡ λέπρα. Τὸ μικρόβιο φώλιαζε στὸ αἷμα, ἐρέθιζε τὸ
δέρμα, ἔφερνε κνησμό – φαγούρα, ὁ ἀσθενὴς δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ κοιμηθῇ, ὅπως ὁ Ἰώβ. Οἱ δέκα λεπροὶ δὲν εὕρισκαν ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Ἡ ἀσθένεια δημιουργοῦσε ἕλκη· ὁ λεπρὸς γέμιζε λέπια, οἱ σάρκες σάπιζαν, ἔβγαζαν πύον, ἔπεφταν. Ἀνέδιδε δυσοσμία, ἦταν ἄσχημος, παραμορφωμένος, ἀπομονωμένος ἀπ᾽ ὅλους.
Ὅταν ἀπὸ μακριὰ εἶδαν νὰ ἔρχεται πεζῇ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶπαν· Αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσῃ! Ἔβαλαν φωνή· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13).
Τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ τὸ δικό τους «Κύριε, ἐλέησον» βγῆκε ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους σὰν πυρωμένη λάβα. Τὸ φώναξαν μὲ πίστι ἀκράδαντη ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τοὺς γιατρέψῃ. Κι ὁ εὔσπλαχνος καὶ οἰκτίρμων Κύριος, μ᾽ ἕνα του λόγο, ἐλέησε τὰ πλάσματά του. Εἶπε νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς, «καὶ ἐν τῷ ὑπάγειν… ἐκαθαρίσθησαν» (Λουκ. 17,14).
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουν;
Πρῶτο καθῆκον ἦταν νὰ γυρίσουν, νὰ φιλήσουν τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ποῦν τοὐλάχιστον ἕνα εὐχαριστῶ. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ποὺ γύρισε κ᾽ εὐχαρίστησε, οἱ ἄλλοι, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα, ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν στὰ σπίτια τους ξεχνώντας τὸν Εὐεργέτη. Νά γιατί εἶπα, ὅτι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς ἀχαριστίας.
Μὲ τὸν ἔλεγχό του ὅμως μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ καὶ ἄλλους πολλούς, ποὺ πάσχουν ἀπὸ μιὰ ἄλλη χειρότερη ἀσθένεια, ἀσθένεια ψυχική. Κι αὐτὴ εἶνε ἡ ἀχαριστία.
Τὴν εἰκόνα τῆς ἀχαριστίας ζωγραφίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Τρομερὴ ἀσθένεια ἡ λέπρα. Τὸ μικρόβιο φώλιαζε στὸ αἷμα, ἐρέθιζε τὸ
δέρμα, ἔφερνε κνησμό – φαγούρα, ὁ ἀσθενὴς δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ κοιμηθῇ, ὅπως ὁ Ἰώβ. Οἱ δέκα λεπροὶ δὲν εὕρισκαν ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Ἡ ἀσθένεια δημιουργοῦσε ἕλκη· ὁ λεπρὸς γέμιζε λέπια, οἱ σάρκες σάπιζαν, ἔβγαζαν πύον, ἔπεφταν. Ἀνέδιδε δυσοσμία, ἦταν ἄσχημος, παραμορφωμένος, ἀπομονωμένος ἀπ᾽ ὅλους.
Ὅταν ἀπὸ μακριὰ εἶδαν νὰ ἔρχεται πεζῇ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶπαν· Αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσῃ! Ἔβαλαν φωνή· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13).
Τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ τὸ δικό τους «Κύριε, ἐλέησον» βγῆκε ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους σὰν πυρωμένη λάβα. Τὸ φώναξαν μὲ πίστι ἀκράδαντη ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τοὺς γιατρέψῃ. Κι ὁ εὔσπλαχνος καὶ οἰκτίρμων Κύριος, μ᾽ ἕνα του λόγο, ἐλέησε τὰ πλάσματά του. Εἶπε νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς, «καὶ ἐν τῷ ὑπάγειν… ἐκαθαρίσθησαν» (Λουκ. 17,14).
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουν;
Πρῶτο καθῆκον ἦταν νὰ γυρίσουν, νὰ φιλήσουν τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ποῦν τοὐλάχιστον ἕνα εὐχαριστῶ. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ποὺ γύρισε κ᾽ εὐχαρίστησε, οἱ ἄλλοι, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα, ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν στὰ σπίτια τους ξεχνώντας τὸν Εὐεργέτη. Νά γιατί εἶπα, ὅτι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς ἀχαριστίας.
* * *
Ἀχάριστοι, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο οἱ δέκα αὐτοὶ λεπροί· ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Ἀχάριστοι πρῶτα – πρῶτα πρὸς τοὺς γονεῖς. Δὲν δείχνουν κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. Ἔφυγαν μακριά, Αὐστραλία ἢ Ἀμερική, ἄνοιξαν ἐπιχειρήσεις, θησαύρισαν, ζοῦν μὲ κάθε ἄνεσι, ἐνῷ οἱ γονεῖς τους ὑποφέρουν μέσα σὲ τρῶγλες· καὶ ὄχι δολλάριο ἢ μάρκο ἢ λίρα δὲν στέλνουν, ἀλλ᾽ οὔτε ἕνα γράμμα χρόνια τώρα.
Συνάντησα σὲ μιὰ τρώγλη τῆς Φλωρίνης μία γριὰ 80 ἐτῶν, ποὺ ἔλεγε·
–Πάτερ, δὲν κλαίω γιὰ τὴ δυστυχία μου· κλαίω γιατὶ τὸ παιδί, ποὺ μὲ τόσους κόπους καὶ βάσανα ἔφερα στὸν κόσμο, ἔχει δέκα χρόνια νὰ στείλῃ γράμμα. Διαβάσατε καὶ χθές; «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3).
Ἕνας γέρος 76 ἐτῶν ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Κορινθίας τώρα τὸ χειμῶνα, ἦρθε στὰ παιδιά του στὴν Ἀθήνα καὶ τοὺς ζήτησε νὰ τὸν προστατέψουν, γιατὶ εἶνε ἀνίκανος πιὰ νὰ ἐργασθῇ. Κι αὐτά, ἀντὶ ν᾽ ἀνοίξουν τὴν πόρτα καὶ νὰ τὸν περιποιηθοῦν, τὸν ἔδιωξαν «μὲ τὶς κλωτσιές»· ἀναγκάστηκε νὰ ἐπεμβῇ ἡ ἀστυνομία καὶ νὰ συλλάβῃ τὰ ἄστοργα παιδιά. Κάποιοι ἄλλοι σηκώνουν καὶ χέρι στὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα. Ἀχαριστία στοὺς γονεῖς.
Ἄλλοι πάλι φέρονται ἀχάριστα στοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς, στοὺς ὁποίους ὀφείλουν τὴν κατάρτισι, τὸ ἐπίπεδο, τὴν ἀνθρωπιά τους, τὸ «εὖ ζεῖν» ὅπως ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος γιὰ τὸ δάσκαλό του τὸν Ἀριστοτέλη.
Συχνὰ παρουσιάζονται καὶ κάποιοι ἀχάριστοι στοὺς ἱερεῖς. Τοὺς σχολιάζουν, τοὺς εἰρωνεύονται, τοὺς ἐμπαίζουν, τοὺς χλευάζουν. Αὐτοὶ δὲν νιώθουν οὔτε πιστεύουν ὅτι ἕνας ἱερεὺς προσφέρει στὸ λαό, καὶ σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, μιὰ μοναδικὴ ὑπηρεσία.
Οἱ προηγούμενοι βέβαια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λειτουργὸ τοῦ Θεοῦ, προσβάλλουν ἐμμέσως καὶ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ τὸν ὁποῖον ὁ ἱερεὺς ἐκπροσωπεῖ.
Οἱ χειρότεροι ὅμως εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ καὶ εὐθέως φέρονται μὲ ἀχαριστία στὸν ἴδιο τὸ Θεό· σ᾽ αὐτὸν ποὺ εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ τὸ δάσκαλο κι ἀπὸ τὸν ἱερέα, στὸ μεγάλο Εὐεργέτη μας.
* * *
Ποιός μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, νὰ
μετρήσῃ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ; Εἶνε ἀμέτρητες, ἀναρίθμητες· ὑλικὲς
καὶ πνευματικές, γνωστὲς καὶ ἄγνωστες, φανερὲς ἀλλὰ καὶ ἀφανεῖς.
Μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός.
Κάθε ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τόση ἀπόστασι, καθὼς μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, λέει μὲ τὴ δική της γλῶσσα «Ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ».
Κάθε πνοὴ ἀέρος, λεπτὴ ἢ σφοδρή, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἀγγίζει λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε σταγόνα νεροῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ μᾶς ξεδιψᾷ καὶ μᾶς πλένει, λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε τίκ – τάκ, κάθε παλμὸς τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶνε ἕνα τέλειο μηχάνημα τοῦ Δημιουργοῦ μέσα μας –τὸ σκεφθήκατε ποτέ;–, μᾶς λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε ἄνθος ποὺ σκορπάει τὸ ἄρωμά του, κάθε πουλάκι ποὺ κελαδεῖ στὸ δάσος, μᾶς λένε «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ».
Τὰ πάντα μαρτυροῦν τὶς εὐεργεσίες του. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28).
Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσω ἄλλους, ποιητὰς καὶ λογοτέχνες, νὰ μιλοῦν γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα δείγματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ –ὡς λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν εὐσπλαγχνία του– θέλω νὰ μιλήσω γιὰ μία ἄλλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες, ἰλιγγιώδη εὐεργεσία. Ἂν δὲν τὴ νιώθῃς τὴν εὐεργεσία αὐτή, ματαίως ζῇς σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ποιά εἶν᾽ αὐτή;
Τὴν ὥρα ποὺ μέσα στὸ ναὸ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία ῥίξτε, συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἕνα βλέμμα στὸ ἅγιο βῆμα.
Πάνω στὴν ἁγία τράπεζα βρίσκεται τὸ ἱερὸ δισκοπότηρο. Κι ὅταν προχωρήσῃ τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ὅσοι πιστεύουμε στὸν Κύριο ὁμολογοῦμε, ὅτι αὐτὲς οἱ σταλαγματιὲς τοῦ οἴνου, τοῦ προϊόντος τῆς ἀμπέλου, κατὰ μυστηριώδη τρόπο μεταβάλλονται. Μὴ μὲ ρωτήσῃς τὸ πῶς, γιατὶ κ᾽ ἐγὼ θὰ σὲ ρωτήσω·
Πῶς τὰ κάρβουνα, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἐπιστήμη, μέσα στὸ χημεῖο τῆς φύσεως μεταβάλλονται σὲ διαμάντια;
Μὴ μὲ ρωτήσῃς λοιπόν. Πίστις μας ἀκράδαντος εἶνε, ὅτι τὸ κρασὶ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο μεταβάλλεται σὲ αἷμα, στὸ πανάγιο ἐκεῖνο αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔτρεξε στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἔσωσε τὴν ἀνθρωπότητα. Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, γίνεται ὠκεανός, στὸν ὁποῖο πλένονται οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ ἄστρα σου, γιὰ τὰ ἄνθη σου, γιὰ τὰ ποτάμια σου…· ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἀνάξιος δοῦλος σου ἐὰν δὲν γονατίσω μπροστὰ στὸ σταυρὸ καὶ δὲν πῶ· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ αἷμα σου, τὴν ὑψίστη αὐτὴ εὐεργεσία σου στὴν ἀνθρωπότητα!
Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀχάριστοι. Ἡ ἀχαριστία μᾶς κλείνει τὸ στόμα καὶ δὲν λέμε ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Λυτρωτή μας· αὐτὴ μᾶς κατεβάζει χαμηλότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα.
Στὴ φύσι ὁ κορυδαλλός, τὸ πουλάκι ποὺ πρωὶ – πρωὶ ἀνεβαίνει πρῶτο στὰ ὕψη, ψάλλει σὰν ἄμισθος ψάλτης καὶ λέει στὸν Ὕψιστο «Σ᾽ εὐχαριστῶ».
Ἡ ὄρνιθα, ὅταν σκύβει στὸ ποταμάκι, πίνει μιὰ γουλιὰ νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφάλι της, λέει στὸ Θεὸ «Σ᾽ εὐχαριστῶ». Τὸ σκυλί, ποὺ τοῦ δίνεις ἕνα ξεροκόμματο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σοῦ λέει «Ἀφεντικὸ σ᾽ εὐχαριστῶ». Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὤ ὁ ἄνθρωπος!
Ἕνα σκυλί, ὅταν γκρεμίστηκε ἕνα σπίτι καὶ πλάκωσε μέσα τὴ γριὰ νοικοκυρά, ἐνῷ μποροῦσε νὰ φύγῃ ὅπως ἔφυγαν ὅλοι καὶ τὰ παιδιὰ τῆς γριᾶς, αὐτὸ ἔμεινε ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγε ἀνάμεσα στοὺς ὀγκολίθους. Τὰ σωστικὰ συνεργεῖα ἄκουσαν τὸ κλάμα του, ἔτρεξαν ἐκεῖ, ἔσκαψαν, βρῆκαν ζωντανὴ τὴ νοικοκυρά, καὶ τότε τὸ σκυλὶ ἄρχισε νὰ πηδάῃ ὅλο χαρά.
Ὦ ἄνθρωπε, ἕνα σκυλὶ εὐγνωμονεῖ· κ᾽ ἐσὺ χτυπᾷς τὸν πατέρα, βρίζεις τὴ μάνα, βλαστημᾷς τὸ Θεό; Εἶσαι κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).
Μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός.
Κάθε ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τόση ἀπόστασι, καθὼς μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, λέει μὲ τὴ δική της γλῶσσα «Ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ».
Κάθε πνοὴ ἀέρος, λεπτὴ ἢ σφοδρή, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἀγγίζει λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε σταγόνα νεροῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ μᾶς ξεδιψᾷ καὶ μᾶς πλένει, λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε τίκ – τάκ, κάθε παλμὸς τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶνε ἕνα τέλειο μηχάνημα τοῦ Δημιουργοῦ μέσα μας –τὸ σκεφθήκατε ποτέ;–, μᾶς λέει «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ». Κάθε ἄνθος ποὺ σκορπάει τὸ ἄρωμά του, κάθε πουλάκι ποὺ κελαδεῖ στὸ δάσος, μᾶς λένε «Ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ».
Τὰ πάντα μαρτυροῦν τὶς εὐεργεσίες του. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28).
Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσω ἄλλους, ποιητὰς καὶ λογοτέχνες, νὰ μιλοῦν γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα δείγματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ –ὡς λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν εὐσπλαγχνία του– θέλω νὰ μιλήσω γιὰ μία ἄλλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες, ἰλιγγιώδη εὐεργεσία. Ἂν δὲν τὴ νιώθῃς τὴν εὐεργεσία αὐτή, ματαίως ζῇς σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ποιά εἶν᾽ αὐτή;
Τὴν ὥρα ποὺ μέσα στὸ ναὸ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία ῥίξτε, συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἕνα βλέμμα στὸ ἅγιο βῆμα.
Πάνω στὴν ἁγία τράπεζα βρίσκεται τὸ ἱερὸ δισκοπότηρο. Κι ὅταν προχωρήσῃ τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ὅσοι πιστεύουμε στὸν Κύριο ὁμολογοῦμε, ὅτι αὐτὲς οἱ σταλαγματιὲς τοῦ οἴνου, τοῦ προϊόντος τῆς ἀμπέλου, κατὰ μυστηριώδη τρόπο μεταβάλλονται. Μὴ μὲ ρωτήσῃς τὸ πῶς, γιατὶ κ᾽ ἐγὼ θὰ σὲ ρωτήσω·
Πῶς τὰ κάρβουνα, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἐπιστήμη, μέσα στὸ χημεῖο τῆς φύσεως μεταβάλλονται σὲ διαμάντια;
Μὴ μὲ ρωτήσῃς λοιπόν. Πίστις μας ἀκράδαντος εἶνε, ὅτι τὸ κρασὶ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο μεταβάλλεται σὲ αἷμα, στὸ πανάγιο ἐκεῖνο αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔτρεξε στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἔσωσε τὴν ἀνθρωπότητα. Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, γίνεται ὠκεανός, στὸν ὁποῖο πλένονται οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ ἄστρα σου, γιὰ τὰ ἄνθη σου, γιὰ τὰ ποτάμια σου…· ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἀνάξιος δοῦλος σου ἐὰν δὲν γονατίσω μπροστὰ στὸ σταυρὸ καὶ δὲν πῶ· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ αἷμα σου, τὴν ὑψίστη αὐτὴ εὐεργεσία σου στὴν ἀνθρωπότητα!
Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀχάριστοι. Ἡ ἀχαριστία μᾶς κλείνει τὸ στόμα καὶ δὲν λέμε ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Λυτρωτή μας· αὐτὴ μᾶς κατεβάζει χαμηλότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα.
Στὴ φύσι ὁ κορυδαλλός, τὸ πουλάκι ποὺ πρωὶ – πρωὶ ἀνεβαίνει πρῶτο στὰ ὕψη, ψάλλει σὰν ἄμισθος ψάλτης καὶ λέει στὸν Ὕψιστο «Σ᾽ εὐχαριστῶ».
Ἡ ὄρνιθα, ὅταν σκύβει στὸ ποταμάκι, πίνει μιὰ γουλιὰ νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφάλι της, λέει στὸ Θεὸ «Σ᾽ εὐχαριστῶ». Τὸ σκυλί, ποὺ τοῦ δίνεις ἕνα ξεροκόμματο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σοῦ λέει «Ἀφεντικὸ σ᾽ εὐχαριστῶ». Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὤ ὁ ἄνθρωπος!
Ἕνα σκυλί, ὅταν γκρεμίστηκε ἕνα σπίτι καὶ πλάκωσε μέσα τὴ γριὰ νοικοκυρά, ἐνῷ μποροῦσε νὰ φύγῃ ὅπως ἔφυγαν ὅλοι καὶ τὰ παιδιὰ τῆς γριᾶς, αὐτὸ ἔμεινε ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγε ἀνάμεσα στοὺς ὀγκολίθους. Τὰ σωστικὰ συνεργεῖα ἄκουσαν τὸ κλάμα του, ἔτρεξαν ἐκεῖ, ἔσκαψαν, βρῆκαν ζωντανὴ τὴ νοικοκυρά, καὶ τότε τὸ σκυλὶ ἄρχισε νὰ πηδάῃ ὅλο χαρά.
Ὦ ἄνθρωπε, ἕνα σκυλὶ εὐγνωμονεῖ· κ᾽ ἐσὺ χτυπᾷς τὸν πατέρα, βρίζεις τὴ μάνα, βλαστημᾷς τὸ Θεό; Εἶσαι κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).
* * *
Ἡ ἀχαριστία, ἀγαπητοί μου, εἶνε
«σημεῖον τῶν καιρῶν».
Μία προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέει, ὅτι στοὺς ἐσχάτους καιροὺς οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν «ἀχάριστοι» (Β΄ Τιμ. 3,2).
Καὶ ποτέ ἄλλοτε ἡ γῆ αὐτὴ δὲν εἶδε ὅπως τώρα τόσο ἀχάριστα ὄντα, ποὺ νὰ ὑβρίζουν ἀμετανόητα τὸν Εὐεργέτη τους.
Γι᾽ αὐτοὺς ἡ Ἀποκάλυψις λέει ὅτι, ἀκόμη κι ὅταν θὰ κολάζωνται, θὰ δαγκώνουν τὶς γλῶσσες τους ἀπ᾽ τὸν πόνο, μὰ ἀντὶ νὰ μετανοοῦν θὰ συνεχίζουν νὰ βλαστημοῦν (βλ. Ἀπ. 16,10).
Μέσα σὲ τέτοια γενεά, ἂς μείνουμε εὐγνώμονες στὸ Θεό. Κι ἂς τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὰ καλὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα· γιατὶ μέσα στὴν πικρία ὑπάρχει γλυκύτης. Ὁ Ἰὼβ καὶ στὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ στὴ δυστυχία του ἔλεγε «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…» (βλ. Ἰώβ 1, 21 & θ. Λειτ.).
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18)· καὶ στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη, καὶ στὴ γαλήνη καὶ στὴν τρικυμία, καὶ στὴ φτώχεια καὶ στὸν πλοῦτο, σὲ κάθε περιπέτεια καὶ στὸ θάνατο ἀκόμη τὰ χείλη μας ἂς λένε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
Μία προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέει, ὅτι στοὺς ἐσχάτους καιροὺς οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν «ἀχάριστοι» (Β΄ Τιμ. 3,2).
Καὶ ποτέ ἄλλοτε ἡ γῆ αὐτὴ δὲν εἶδε ὅπως τώρα τόσο ἀχάριστα ὄντα, ποὺ νὰ ὑβρίζουν ἀμετανόητα τὸν Εὐεργέτη τους.
Γι᾽ αὐτοὺς ἡ Ἀποκάλυψις λέει ὅτι, ἀκόμη κι ὅταν θὰ κολάζωνται, θὰ δαγκώνουν τὶς γλῶσσες τους ἀπ᾽ τὸν πόνο, μὰ ἀντὶ νὰ μετανοοῦν θὰ συνεχίζουν νὰ βλαστημοῦν (βλ. Ἀπ. 16,10).
Μέσα σὲ τέτοια γενεά, ἂς μείνουμε εὐγνώμονες στὸ Θεό. Κι ἂς τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὰ καλὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα· γιατὶ μέσα στὴν πικρία ὑπάρχει γλυκύτης. Ὁ Ἰὼβ καὶ στὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ στὴ δυστυχία του ἔλεγε «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…» (βλ. Ἰώβ 1, 21 & θ. Λειτ.).
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18)· καὶ στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη, καὶ στὴ γαλήνη καὶ στὴν τρικυμία, καὶ στὴ φτώχεια καὶ στὸν πλοῦτο, σὲ κάθε περιπέτεια καὶ στὸ θάνατο ἀκόμη τὰ χείλη μας ἂς λένε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἰωάννου ὁδ. Βουλιαγμένης – Ἀθηνῶν 21-1-1968)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου