Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ
εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ ἕνα πλούσιο, ποὺ εἶχε κτήματα πολλά, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ
χρόνο ἔδωσε ὁ Μεγαλοδύναμος κ᾽ εὐφόρησε ἡ γῆ· ἔσπειρε ἕνα καὶ μάζεψε
πολλά· λύγιζαν τὰ δέντρα ἀπ᾽ τὸν καρπό.
Οἱ ἀποθῆκες γέμισαν, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος χῶρος, κι αὐτὸς ἔπεσε σὲ συλλογισμούς.
Πλούσιος ἦταν, πολὺ πλούσιος· μὰ εὐτυχισμένος;
Ἕνας ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε νά ᾿χῃ τόσα εἰσοδήματα θὰ τὸν καλοτύχιζε, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Γιατί;
Γιατὶ στὴν καρδιά του εἶχε ἕνα σκουλήκι, ἕνα μικρόβιο. Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ ἀπ᾽ αὐτό· εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο.
Πῶς λέγεται;
Πλεονεξία. Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ
μικρόβιο αὐτὸ ἔφερε τόση καταστροφὴ στὸν κόσμο ὅση δὲν ἔφεραν ἡ χολέρα καὶ ὁ καρκίνος.
Προσέχετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια ἁπλᾶ.
Οἱ ἀποθῆκες γέμισαν, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος χῶρος, κι αὐτὸς ἔπεσε σὲ συλλογισμούς.
Πλούσιος ἦταν, πολὺ πλούσιος· μὰ εὐτυχισμένος;
Ἕνας ποὺ θὰ τὸν ἔβλεπε νά ᾿χῃ τόσα εἰσοδήματα θὰ τὸν καλοτύχιζε, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Γιατί;
Γιατὶ στὴν καρδιά του εἶχε ἕνα σκουλήκι, ἕνα μικρόβιο. Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ ἀπ᾽ αὐτό· εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο.
Πῶς λέγεται;
Πλεονεξία. Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ
μικρόβιο αὐτὸ ἔφερε τόση καταστροφὴ στὸν κόσμο ὅση δὲν ἔφεραν ἡ χολέρα καὶ ὁ καρκίνος.
Προσέχετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια ἁπλᾶ.
* * *
Τί ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνῃ
αὐτὸς ὅταν γέμισε ἡ ἀποθήκη του ἀπὸ καρπούς; Ἔπρεπε νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό.
Γιατὶ μπορεῖ νὰ σπείρῃς καὶ νὰ μὴν πιάσῃς οὔτε τὸν καρπό, ἐνῷ αὐτὸς
ἔπιασε πολλαπλάσια. Τοῦ Θεοῦ δῶρα ἦταν αὐτά· ἂν δὲν φυσοῦσε κατάλληλος
ἀέρας, ἂν δὲν ἔπεφτε βροχούλα ἢ ἂν ἀντιθέτως ἔπεφτε ἀκρίδα, θὰ εἶχε
τέτοια σοδειά;
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πῇ Δόξα σοι ὁ Θεός! Καὶ γιὰ ᾽κεῖνα τὰ φορτώματα ποὺ δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆκες νὰ πῇ· Αὐτὰ ποὺ περισσεύουν δὲν εἶνε δικά μου, «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ», εἶνε τῆς κοινωνίας, τοῦ λαοῦ, τῶν φτωχῶν καὶ δυστυχισμένων· μὴν τὰ κρατήσω, γιατὶ θά ᾽νε φωτιὰ στὸ σπίτι μου. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χάσῃ τίποτε ἀπολύτως, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε ἀνήσυχο.
⃝Ὁ πλεονέκτης κάνει κακὸ πρῶτα – πρῶτα στὸν ἑαυτό του.
Ἀντὶ νά ᾽νε χαρούμενος, εἶνε στενοχωρημένος. Δὲ μένει εὐχαριστημένος γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, λυπᾶται γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα.
Συνάντησα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Φτωχὸς ἦταν· ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ξυπόλητος ἐλεεινὸς τρισάθλιος. Πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ἀθήνα, στὴν Αὐστραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη. Δούλεψε.
Ἔκανε ἕνα ἑκατομμύριο, τὸ ἕνα τό ᾿κανε δύο, τὰ δύο τά ᾿κανε τέσσερα, τὰ τέσσερα ὀκτώ.
Καὶ δὲν σταματάει· ὅ,τι κι ἂν ἀποκτήσῃ, δὲν τοῦ φτάνει.
Ἀχόρταγο κακὸ τὸ μικρόβιο.
Ἕνας βασιλιᾶς ἔμαθε, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του εἶνε πλεονέκτης. Τὸν κάλεσε λοιπόν, τὸν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὕψωμα, τοῦ ᾿δειξε τὸν κάμπο καὶ τοῦ λέει· Ὅση ἔκτασι μπορέσῃς νὰ διατρέξῃς ἀπ᾽ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύσι τοῦ ἥλιου, θὰ εἶνε δική σου. Ἐκεῖνος πράγματι τὴν ἄλλη μέρα μὲ τὴν ἀνατολὴ ἄρχισε νὰ τρέχῃ.
Ἔτρεχε χωρὶς νὰ σταματάῃ πουθενά, μὲ τὴ γλῶσσα ἔξω, σὰν τοῦ σκύλου τὸ καλοκαίρι. Κι αὐτὸ δικό μου, ἔλεγε, κι αὐτὸ δικό μου, κι αὐτὸ δικό μου…
Ὅταν ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ κρυφτῇ φτάνει σ᾿ ἕνα ὡραῖο περιβόλι. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸ κατακτήσῃ κι αὐτὸ πηδάει τὸ φράχτη, πέφτει κάτω, κι ἀπάνω ποὺ εἶπε «Κι αὐτὸ δικό μου», τοῦ ἦρθε συγκοπὴ καρδίας. Αὐτὸ εἶνε τὸ πάθημα τοῦ πλεονέκτου.
⃝Ὁ πλεονέκτης κάνει δυστυχισμένο τὸ σπίτι του.
Μοῦ ᾿λεγε στὴν Ἀθήνα ἡ γυναίκα ἑνὸς ἐφοπλιστοῦ μὲ τέσσερα – πέντε καράβια·
Θὰ προτιμοῦσα νὰ ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριό, νά ᾽χω σύζυγο ἕνα τσοπᾶνο, παρὰ αὐτὸν τὸν φιλάργυρο.
Τὸ τί τραβάω δὲ λέγεται· γυρίζει τὸ βράδυ καὶ μοῦ τὰ μετράει ὅλα, μοῦ ζυγίζει κάθε μέρα τὴ ζάχαρη, τὸν καφφέ, τὰ πάντα…
Ὁ πλεονέκτης δὲν ἀγοράζει ροῦχο στὴ γυναῖκα του, τετράδιο στὸ παιδί του.
Ἀρρωσταίνει, καὶ γιατρὸ δὲν καλεῖ, φάρμακο δὲν παίρνει, προτιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ πληρώσῃ.
Ἂν ἀκούσετε πῶς προφέρει τὴ λέξι «λεφτά», λὲς καὶ τρώει γαλατομπούρεκο. Δουλεύει τὶς καθημερινές, δουλεύει καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς γιορτές.
Χτυπάει ἡ καμπάνα; τίποτα αὐτός, δὲν πάει ἐκκλησιά· μέσ᾿ στὸ μαγαζὶ θὰ εἶνε ἀκόμα καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Μεγάλο μικρόβιο.
Αὐτὸ τὸ μικρόβιο ἔχει καταστρέψει καὶ τὸν τόπο μας. Βλέπεις
καὶ φεύγουν κατὰ χιλιάδες. Ὄχι μόνο φτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ
μποροῦσαν νὰ ζήσουν ἐδῶ· ὅταν μάθουν ὅτι κάπου ὑπάρχει χρῆμα,
ξενιτεύονται, πᾶνε νὰ γεμίσουν τὶς τσέπες τους.
Πηγαίνουν στὸ ἐξωτερικό, πιάνουν δουλειά, μαζεύουν λεφτά, καὶ τί τὰ κάνουν;
Ἔστειλαν ποτὲ κάτι στὸ χωριό τους γιὰ τὸ σχολεῖο, γιὰ τὴν ἐκκλησία, γιὰ κάποιο ἵδρυμα;
Οὔτε στὴ μάνα τους.
Πηγαίνουν στὸ ἐξωτερικό, πιάνουν δουλειά, μαζεύουν λεφτά, καὶ τί τὰ κάνουν;
Ἔστειλαν ποτὲ κάτι στὸ χωριό τους γιὰ τὸ σχολεῖο, γιὰ τὴν ἐκκλησία, γιὰ κάποιο ἵδρυμα;
Οὔτε στὴ μάνα τους.
H πλεονεξία κάνει κακὸ στὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, στὸ σπίτι του, στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ μικρόβιο δὲν προσβάλλει μόνο ἄτομα καὶ οἰκογένειες, προσβάλλει καὶ ἔθνη μεγάλα. Παράδειγμα ἡ Γερμανία. Ἦταν ἕνα εὐτυχισμένο κράτος μὲ δραστηρίους καὶ ἱκανοὺς κατοίκους, μὲ βιομηχανία, ἐργοστάσια, πλοῦτο. Ἀλλὰ στὴν καρδιά τους μπῆκε τὸ μικρόβιο νὰ ξαπλώσουν, νὰ φτάσουν μέχρι Γιβραλτὰρ καὶ μέχρι τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας μας καὶ μέχρι τὸν Εὐφράτη. Ἐμεῖς θὰ κυβερνήσουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔλεγαν. Μήπως τῆς Ἀγγλίας ἡ πλεονεξία πήγαινε πίσω; Ἡ Γερμανία ἤθελε νὰ ξαπλώσῃ, ἡ δὲ Ἀγγλία νὰ μὴ δώσῃ τίποτα. Ἔτσι, ἐξ αἰτίας τοῦ μικροβίου αὐτοῦ ποὺ τρώει τὰ μεγάλα ἔθνη –ἡ πατρίδα μας δὲν ἔκανε τέτοιους πολέμους, ἔμενε πάντα ἐδῶ στὰ βράχια της–, σκοτώθηκαν τόσα ἑκατομμύρια νέοι ἄνθρωποι.
Ἄχ νὰ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος ν᾿ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτὸ τὸ μικρόβιο! Οὔτε κομμουνισμὸς θὰ ὑπῆρχε τότε, ἀδέρφια μου. Γιατὶ ὁ κομμουνισμὸς γεννήθηκε ὡς ἀντίδρασις ἐναντίον τῆς πλεονεξίας. Τὴ μισὴ ῾Ρωσία τὴν εἶχαν λίγοι καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονταν, ὁ ἕνας τὸν ἕνα κάμπο κι ὁ ἄλλος τὸν ἄλλο, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δυστυχοῦσαν.
Ἂν οἱ πλούσιοι –μιλῶ ἀντρίκια καὶ καθαρὰ μπροστὰ στὸ λαό μου καὶ δὲν κρύβω τίποτα–, ἂν αὐτοὶ ποὺ ἔτρωγαν μὲ σερβίτσια πολυτελείας μοίραζαν τὰ πλούτη τους σ᾽ ἐκείνους ποὺ πεινοῦσαν, σήμερα δὲν θὰ ὑπῆρχε κομμουνισμός.
Ἀπὸ τὴν πλεονεξία προῆλθε ἡ γερμανικὴ καταστροφή, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία κι ὁ ἄθεος κομμουνισμός. Καὶ ἂν θὰ γίνῃ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος –ὤ ἔρχεται!–, ἀπ᾽ τὴν πλεονεξία πάλι θά ᾽νε.
Μὴ φοβᾶστε τὴ χολέρα καὶ τὸν καρκίνο, φοβηθῆτε τὴν πλεονεξία.
Εὐτυχισμένη εἶνε ἡ Ἀμερική, εὐτυχισμένη ἡ ῾Ρωσία, εὐτυχισμένα κράτη, μεγάλα τεράστια.
Δὲν θέλουν ὅμως νὰ ἀρκεσθοῦν σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουν.
Τὰ μάτια τους εἶνε πλεονεκτικά, σὰν ἐκείνου ποὺ σᾶς περιέγραψα, θέλουν νὰ καταλάβουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ μόνο τὴ γῆ; τώρα πᾶνε πάνω στὰ φεγγάρια, παλεύουν ποιός θὰ καταλάβῃ τὴ σελήνη. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ πλεονεξία!
* * *
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν φάρμακο γι᾽
αὐτήν; Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφῆστε ὅλα τ᾽
ἄλλα βιβλία, κρατῆστε μόνο αὐτό· φτάνει. Λέει τὸ φάρμακο ὁ Χριστὸς
σήμερα στὴν παραβολή. Ἔλα ἐσὺ πλεονέκτη, ἐλᾶτε ἐσεῖς τὰ μεγάλα ἔθνη,
τεντῶστε τ᾽ αὐτιά σας. Ἐγὼ τὰ εἶπα, λέει ὁ Χριστός, «ὁ ἔχων ὦτα
ἀκούειν ἀκουέτω» (Λουκ. 14,35). Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο; Νά.
Καθόταν τὴ νύχτα ὁ πλούσιος ἄυπνος καὶ παίδευε τὸ νοῦ του.
Ἔτσι γίνεται· ἐνῷ ὅλοι κοιμοῦνται, ὁ πλεονέκτης μετράει τὰ κατάστιχά του. Μαθαίνω, ὅτι κι ὁ Ὠνάσης τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, σκέπτεται πῶς θ᾿ ἀγοράσῃ κι ἄλλο καράβι, πῶς θὰ πάρῃ κι ἄλλη ἐπιχείρησι. Τὴ νύχτα λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ πλούσιος σκεπτόταν πῶς θὰ μεγαλώσῃ τὶς ἀποθῆκες του, ἔρχεται κάποιος ἀπρόσκλητος καὶ τοῦ χτυπάει.
Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ θρασὺς ποὺ ἐνοχλεῖ τέτοια ὥρα; Ἀνοίγει. Ποιός ἦταν; ὁ χάρος!
–Ἑτοιμάσου, λέει, φεύγουμε.
–Τέτοια ὥρα; μὰ σὲ παρακαλῶ, δός μου λίγο περιθώριο.
–Τίποτα· τώρα! Ὅπως τὸ γεράκι πέφτει κι ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα καὶ τὴν πάει ψηλά, ἔτσι κι ὁ χάρος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πῆγε στὴν κόλασι. Μνήμη θανάτου, νά τὸ φάρμακο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο.
Ζεστὰ – καυτὰ σὰν τὴ φωτιὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε; Εὔχομαι νὰ μὴν παρουσιαστῇ τέτοιο μικρόβιο.
Ἂς εἴμαστε φτωχοί, ἀλλὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν γίνεται, ἀδέρφια μου, δὲν γίνεται κανεὶς πλούσιος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἂν πιστεύῃς στὸ Εὐαγγέλιο, θά ᾿χῃς μόνο τὸ ψωμάκι σου, τὴ δουλειά σου, τὴν ὑγειά σου, τὴν καλύβα σου· θὰ ζήσῃς σὰν τὸ Χριστό. Μὲ τὸ διάβολο πλούτισαν ὅσοι ἔπιασαν τὰ πολλά.
Μὴν τοὺς ζηλεύετε.
«Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὶς βλαστήμιες, τὶς ψευδορκίες, γιὰ ὅλα τὰ αἴσχη μας.
Ἀδέρφια μου, ποῦ μιλάω; σὲ πέτρες; Ἂν δὲν πίστευα στὸ Χριστό, θὰ ἔσπαζα αὐτὴ τὴ μπαστούνα νὰ γίνω λοῦστρος.
Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πιστέψτε, ἀδέρφια μου. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ἡ Παναγιὰ καὶ οἱ ἅγιοι· κι ὅταν πλησιάζει τὸ τέλος μας νὰ μὴ μᾶς βρῇ ὁ χάρος νὰ γλεντᾶμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ μετρᾶμε τὰ ἄτιμα ἀργύρια, ἀλλὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἔτσι γίνεται· ἐνῷ ὅλοι κοιμοῦνται, ὁ πλεονέκτης μετράει τὰ κατάστιχά του. Μαθαίνω, ὅτι κι ὁ Ὠνάσης τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, σκέπτεται πῶς θ᾿ ἀγοράσῃ κι ἄλλο καράβι, πῶς θὰ πάρῃ κι ἄλλη ἐπιχείρησι. Τὴ νύχτα λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ πλούσιος σκεπτόταν πῶς θὰ μεγαλώσῃ τὶς ἀποθῆκες του, ἔρχεται κάποιος ἀπρόσκλητος καὶ τοῦ χτυπάει.
Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ θρασὺς ποὺ ἐνοχλεῖ τέτοια ὥρα; Ἀνοίγει. Ποιός ἦταν; ὁ χάρος!
–Ἑτοιμάσου, λέει, φεύγουμε.
–Τέτοια ὥρα; μὰ σὲ παρακαλῶ, δός μου λίγο περιθώριο.
–Τίποτα· τώρα! Ὅπως τὸ γεράκι πέφτει κι ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα καὶ τὴν πάει ψηλά, ἔτσι κι ὁ χάρος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πῆγε στὴν κόλασι. Μνήμη θανάτου, νά τὸ φάρμακο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο.
Ζεστὰ – καυτὰ σὰν τὴ φωτιὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
Θὰ τ᾽ ἀκούσουμε; Εὔχομαι νὰ μὴν παρουσιαστῇ τέτοιο μικρόβιο.
Ἂς εἴμαστε φτωχοί, ἀλλὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν γίνεται, ἀδέρφια μου, δὲν γίνεται κανεὶς πλούσιος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἂν πιστεύῃς στὸ Εὐαγγέλιο, θά ᾿χῃς μόνο τὸ ψωμάκι σου, τὴ δουλειά σου, τὴν ὑγειά σου, τὴν καλύβα σου· θὰ ζήσῃς σὰν τὸ Χριστό. Μὲ τὸ διάβολο πλούτισαν ὅσοι ἔπιασαν τὰ πολλά.
Μὴν τοὺς ζηλεύετε.
«Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὶς βλαστήμιες, τὶς ψευδορκίες, γιὰ ὅλα τὰ αἴσχη μας.
Ἀδέρφια μου, ποῦ μιλάω; σὲ πέτρες; Ἂν δὲν πίστευα στὸ Χριστό, θὰ ἔσπαζα αὐτὴ τὴ μπαστούνα νὰ γίνω λοῦστρος.
Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πιστέψτε, ἀδέρφια μου. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ἡ Παναγιὰ καὶ οἱ ἅγιοι· κι ὅταν πλησιάζει τὸ τέλος μας νὰ μὴ μᾶς βρῇ ὁ χάρος νὰ γλεντᾶμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ μετρᾶμε τὰ ἄτιμα ἀργύρια, ἀλλὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ποῦμε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ & Γαβριὴλ Πύργων – Ἑορδαίας τὴν 22-11-1970
augoustinos-kantiotis.gr
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου