Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)


Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο; Δὲν ἐννοῶ ἂν τ᾽ ἀκούσατε μὲ αὐτὰ τὰ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυ­χῆς. 
Ἂν ἀκούγαμε τὸ εὐαγγέλιο, θὰ ζούσαμε σὰν ἄγγελοι. Τὰ λόγια του εἶνε λόγια ἐκείνου ποὺ ποτέ δὲν ἔσφαλε, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, γραμμένα μὲ τὸ αἷμα του. 
Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε.  
Σήμερα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε κάπως παράξενα. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν
πρᾶος, γεμᾶτος ἀγάπη. Ἀλλὰ ἐδῶ ἀστράφτει καὶ βρον­τᾷ, πέφτουν κεραυνοί.
 Σεῖς φαίνεται δὲν εἶ­στε ἁ­μαρτωλοὶ καὶ δὲν φοβᾶστε, ἐγὼ εἶμαι ἁ­­μαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω, ἕως πότε θά ᾽μαι μαζί σας;» (Ματθ. 17,17). Αὐτὰ λέει. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τὰ ἐξη­γή­σουμε; Θὰ βροῦμε καρδιὲς νὰ μᾶς νιώσουν;

* * *


Θὰ πῇ κάποιος· Αὐτὰ δὲν ἀπευθύ­νον­ται σὲ Χριστιανούς· εἶνε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀσφα­λῶς γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε ὁ Χριστός· καὶ ἀφορμὴ ἔ­­δωσε ἕνας πατέρας, ποὺ εἶχε παιδὶ δαιμονιζό­με­νο κι ὅταν τὸ ἔπιανε ἡ κρίσις ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερὸ κ᾽ ἔβγαζε ἀπ᾽ τὸ στό­μα ἀφρούς. 
Ὁ πατέρας τό ᾽βλεπε καὶ καιγόταν. Ποιός γιατρός, ποιό φάρμακο θὰ τὸ θεράπευε; 
Τό ᾽φερε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ κάνουν καλά.
 Προσπάθησαν ἐκεῖ­νοι, δὲν μπόρεσαν. Ὁ πατέ­ρας περίμενε τὸ Χριστό, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος, κι ὅ­ταν κα­τέβηκε ἔπεσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε.  
Ἀλλὰ τί εἶπε; Σύμφωνα μὲ ἄλ­λο εὐαγγελιστὴ ποὺ περιγράφει τὴ σκηνή, εἶπε· «Ἂν μπο­ρῇς, Κύριε, βοήθησέ μας» (βλ. Μᾶρκ. 9,22). 
«Ἂν μπο­ρῇς»! τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, πατέρα δυσ­τυχισμένε; Ἂν μιλᾷς ἔτσι, τότε δὲν πιστεύεις.
  Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἄκουσε τέτοια λόγια ἀ­π᾽ τὸν πατέρα κ᾽ εἶχε μπροστά του τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, ἄνοιξε τὰ πανάχραντά του χείλη κι ἀπὸ τὸ στόμα του βγῆ­κε ὁ κεραυ­νὸς κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν δεῖ τόσα θαύματα κι ὅμως ἀ­πιστοῦσαν·
 «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμέ­νη, ἕως πό­τε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

* * *


Ναί, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὰ εἶπε. Ἀλλὰ νομί­ζω καὶ δὲν εἶμαι μακριὰ ἀπ᾽ τὴν πραγματικό­­τητα ἂν πῶ, ὅτι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μας ταιριάζει καὶ σ᾽ ἐμᾶς.
 Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Καὶ οἱ δύο τί­τλοι μᾶς ἁρμόζουν. Καὶ στὴ δική μας πατρίδα καὶ στὴ δική μας γενεὰ ἁρμόζει νὰ πῇ ὁ Κύριος ὅ­τι εἴ­μαστε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».  
Εἴμαστε γενεὰ ἄπιστη. Ἀμ­φιβάλλεις; 
Τί ἀκού­γεται ἔξω; Τὸ εὐ­αγγέλιο λέει ὅτι ἐσεληνιά­ζετο ἕνας, ὁ νέος αὐτός, κ᾽ ἔβγαζε ἀφρούς. 
Μὰ ἐγὼ τώρα δὲ βλέπω ἕναν· βλέπω πολλούς, χιλιάδες, ποὺ κάθε μέρα πέφτουν καὶ βγάζουν ἀφροὺς ἄλ­λου εἴδους. 
Οἱ ἀφροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔβγαζε τὸ παιδὶ ἦταν ἀναμάρτητοι· ἦταν τῆς ἀρρώστιας, ὄχι τῆς ψυχῆς. 
Σήμερα βγάζουν ἀφροὺς χειρό­τερους· ἔγιναν σκυλιὰ λυσσασμένα.  
Μὰ ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ δαιμονιζόμενοι; 
Τοὺς ξέρετε, εἶ­νε δίπλα σας· εἶνε οἱ βλάσφημοι. Αὐ­τοὶ ἔχουν λυσσάξει· ὅπου σταθοῦν κι ὅπου βρε­θοῦν, ἀ­νοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ βρίζουν τὰ θεῖα· βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παν­αγία, καντήλια, κολυμπῆθρες, εἰκόνες, τὰ πάντα.
Κι ἅμα τοὺς παρατηρήσῃς σοῦ λένε·
 –Ἀπὸ συνήθεια τὸ κάνω, ἀπὸ συνήθεια… Πόσες φο­ρὲς τ᾽ ἄκουσα αὐτό· 
–Ἀπὸ συνήθεια!… Ἀπὸ συ­νήθεια; 
Ὄχι ἀπὸ συνήθεια, διαμαρτύρομαι· δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ συνήθεια· ἀπὸ ἀπιστία τὸ κάνουν. 
Λίγο ἂν πίστευαν στὸ Θεό, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι αὐ­τὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν, ὅτι εἶνε ὁ τροφεὺς καὶ συντηρητὴς ποὺ μᾶς πα­ρέχει τὰ πάν­τα, δὲ θὰ τὸν βλαστημοῦσαν, ἀλλὰ θά ᾽λεγαν ἕνα εὐ­χαριστῶ.
 Καὶ νερὸ καὶ ψωμὶ καὶ τὰ πάντα ἀπολαμβάνουν, καὶ τὸ Θεὸ βλαστημοῦν. Τὸ κάνουν λοιπὸν ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ὅ­πως λένε, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ ἀπιστία στὸ Θεό.  

Μὰ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν βλαστημοῦν; Εἶνε αὐ­τοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται, κοινωνοῦν, ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι· εἴμαστε ἐ­μεῖς ποὺ φοροῦμε τὸ ῥάσο, εἶνε οἱ ὀγδόντα δεσπο­τάδες κ᾽ οἱ ὀχτὼ χιλιάδες παπᾶδες κ᾽ οἱ τρεῖς χιλιάδες θεολόγοι. 
Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ἀκοῦ­με τὶς βλαστήμιες, τί κάνουμε; σηκώσαμε σταυ­ροφορία, μιὰ ἁγία ἐπανάστασι, ποὺ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἔθνος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἄγος; 
Τίποτα. Γιατί; γιατί δὲν μπορέσαμε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ξερριζώσουμε αὐτὴ τὴν ἀσχημία; 
Ἡ ἀπάν­τησι εἶνε στὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο. 
Ὅταν οἱ μαθηταὶ ρώτησαν τὸ Χριστό, Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαι­μόνιο; ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑ­μῶν» (Ματθ. 17,20)· ἂν πιστεύατε, θὰ τὸ βγάζατε. 
Καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν μπορέσαμε νὰ ξερριζώσουμε τὴ βλαστήμια, εἶνε «διὰ τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν».  
Ὥστε λοιπόν, εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν εἴτε ἀπ᾽ τὴν πλευρὰ τῶν ἄλ­λων ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ ἀδιαφοροῦν, εἴμαστε μία «γενεὰ ἄπιστος». Καὶ μόνο «ἄπιστος»; καταντήσαμε ἀκόμη καὶ «γενεὰ διεστραμμένη», διεφθαρμέ­νη γενεά (ἔ.ἀ.). Εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ἀποδείξου­με κι αὐτό; πρέπει νὰ φέρω φακέλους ἀπ᾽ τὰ δικαστήρια καὶ τὴν ἀστυνομία, γιὰ ν᾽ ἀποδείξω μὲ νούμερα τὴ διαφθορά; Ποιά διαφθορά; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ὅταν μιὰ γυναίκα ἔμ­παινε στὸ μέσον νὰ χωρίσῃ ἀντρόγυνο, δὲν ἄ­νοιγε πόρτα γι᾽ αὐτήν! Ἡ μακαρίτισσα βασίλισσα Σοφία ἔκλεισε τὶς πόρτες σὲ κάτι τέτοιες. Γιατὶ προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιὰ παρὰ νὰ χωρίσῃς ἕνα ἀντρόγυνο. Τώρα; κάτι τέ­τοιες εἶνε «κυρίες», εὐπρόσδεκτες παντοῦ, σὲ σαλόνια καὶ γραφεῖα, σὲ κάθε ἐκδήλωσι.  
Τὰ ἀντρόγυνα παλιὰ εἶχαν ἀγάπη. Τὸ διαζύ­γιο ἦταν ἄγνωστη λέξι. 
Ζοῦσαν ἀγαπημένοι ὅ­­πως οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία ποὺ μαρτύρησαν τὴν ἴδια μέρα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιορτάζουν στὶς 26 Αὐγούστου· ἑνωμένοι παντοῦ, στὴ χαρά, στὸν πόνο, ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο. Ἔτσι ἦταν ὅλα τὰ ἀντρόγυνα. 
Τώρα; κάποιος ἀ­πέδειξε μὲ στοιχεῖα, ὅτι μέσα στὴ χαβούζα αὐ­τή, στὸ μεγάλο λάκκο τῆς ἁμαρτί­ας, οἱ γυναῖ­κες ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους, δηλωμένες καὶ ἀ­δήλωτες, εἶνε δεκάδες χιλιάδες. Περάσαμε τὴ Βαβυλῶνα, γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Κ᾽ ἔ­πειτα μοῦ λὲς ὅτι δὲν μᾶς ἁρμόζει τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»; Ἂν τό ᾽πε μιὰ φορὰ ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, γιὰ μᾶς, ποὺ κατοικοῦμε σὲ τόπο ἅγιο, ὅπου κάθε κλαρὶ καὶ κάθε λόγγος καὶ κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα εἶνε ἁγιασμένα, σ᾽ αὐτὴ τὴ χώρα ἂν ἐρχόταν πάλι κ᾽ ἔβλεπε τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθο­ρά μας, τὶς μοιχεῖες καὶ πορνεῖες μας, θά ᾽λεγε πά­λι «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη! ἕως πό­τε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

* * *


Θὰ πῇ κάποιος· Μὰ δὲν τ᾽ ἀκούει αὐτὰ ὁ Θε­ός, δὲν τὰ βλέπει; Ἀσφαλῶς! Μήπως εἶνε ἀδύ­ναμος νὰ τὰ σταματήσῃ; Ὄχι δά. Γιατί τότε τὰ ἀνέχεται;
 Μᾶς τὸ φωνάζουν τὰ ἅγια βιβλία· μακροθυμεῖ! 
«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε». 
Τί θὰ πῇ μακροθυμία; Ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μακροθυμία εἶνε σὰ νὰ ἔχͺῃς ἕνα ποτήρι ἢ μιὰ κανάτα, καὶ νὰ πηγαίνῃ ἕνας μικρὸς καὶ νὰ ῥίχνῃ κάθε μέρα ἀπὸ μιὰ σταγό­να. ῾Ρίχνεις μία, ῥίχνεις ἄλλη σταγόνα…· ἔ, ἂν αὐ­τὸ ἐξακολουθῇ, θά ᾽ρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ ἡ κανάτα θὰ γεμίσῃ. 
Κι ἅμα ξεχειλίσῃ, θὰ χυθῇ. Τώρα μι­κροὶ – μεγάλοι ῥίχνουμε μέσα στὴ μακροθυ­μία τοῦ Θεοῦ τ᾽ ἁμαρτήματά μας· ἔ, θά ᾽ρθῃ ὥ­­ρα, ἦρθε, ποὺ τὸ κακὸ θὰ ξεχειλίσῃ· κι ἅμα ξεχειλίσῃ, τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ· ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ τελειώσῃ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀρ­χίσῃ ἡ δικαιοσύνη του.  
Τὰ σημάδια ἔρχονται. Στὴν Ἰταλία, μιὰ πόλις μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ Ἀμε­ρι­κᾶνες καὶ Γαλλίδες ξαπλωμένες στὴν ἀμμου­διὰ γλεντοῦσαν καὶ χαχάνιζαν καὶ ὠργίαζαν, τὴν ὥ­ρα ποὺ τὰ κέντρα ἦταν γεμᾶτα καὶ μικροὶ – μεγάλοι ἔπαιζαν, ξαφνικὰ πετάχτηκαν ἔξω, ἄφησαν τὰ μπανιερά τους, ἄδειασαν ὅλα, ἡ πόλις ἐ­ρήμωσε καὶ μόνο σκυλιὰ γαυγίζανε ἐκεῖ. 
Τί συνέβη;
 Σεισμὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα! 
Τότε πιὰ θυμήθηκαν τὴ Μαντόνα, ποὺ τὴ βλαστη­μᾶ­νε κι αὐτοί, καὶ πέσανε καὶ κάνανε προσευχές.  
Ἀδέρφια μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄ­ξιος νὰ σᾶς κηρύτττω, μόνο νὰ πάω σὲ μιὰ σπη­λιὰ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι νὰ κλάψω τ᾽ ἁμαρτήματ­α μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά σας. Εἶμαι κ᾽ ἐ­γὼ σὰν ἐσᾶς· ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐ­αγγέλιο, στὴν Ἀπο­κάλυψι, στὴ θρησκεία μου. Καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τῆς θρησκείας σᾶς λέω, ὅτι τὰ σημάδια πλησιάζουν. Δὲν εἶμαι προφήτης· ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως, γιὰ τὶς μοιχεῖες, τὶς πορνεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἀδικίες, τὶς ἐκμεταλλεύσεις, ποὺ γίναμε θηρία καὶ τῶν δαιμόνων χειρότεροι, καμμιὰ νύχτα μᾶς τραντάξῃ ὁ Θεός. Καὶ τότε ποῦ τὰ παλάτια καὶ ποῦ τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ οἱ στρατῶνες καὶ ποῦ οἱ πλὰζ καὶ ποῦ ὁ τουρισμὸς καὶ ποῦ οἱ διασκεδάσεις; Γῆς Μαδιάμ! Ὦ Θεέ μου! Διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἂς δώσῃ μετάνοια καὶ ἔλεος σὲ ὅλους μας, γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Βριλησσίων – Ἀθηνῶν τὴν 26-8-1962.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου