Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Πράξ. 9,32-42)- Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

O ἀπόστολος Πέτρος εἶπε στὸν Αἰνέα: «Σὲ θεραπεύει Ἰησοῦς ὁ Χριστός»

ΤΟ ΜΕΓΑ ΟΝΟΜΑ

«Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34)

Θὰ ἀρχίσω, ἀγαπητοί μου, τὸ σύντομο κήρυ­γμά μου μὲ μία ἐρώτησι. 
Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀβάπτιστος; Θεὸς φυλάξοι. Ἀπὸ τὸ γερον­τότερο μέχρι τὸ μικρὸ παιδάκι, ὅλοι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἀβάπτιστος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῇ στὴν Ἐκκλησία· ἐὰν δὲν βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», δὲν ἀνοίγουν τὰ
παλάτια τῆς ἁγίας Τριάδος. 
Ἄλλωστε «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» στηρίζεται καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ εἶνε τὸ μόνο μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπικεφαλίδα στὸ Σύν­ταγμά του (Σύνταγμα, Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα Νοέμ. 2006, σ. 25).
  Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, «τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος», βαπτισθή­καμε. Τὴν ὥρα λοιπὸν τοῦ βαπτίσματος πήρα­με δύο ὀνόματα, ἕνα μικρὸ καὶ ἕνα μεγάλο.  
Τὸ μικρὸ ὄνομά μας εἶνε αὐτὸ τὸ ἕνα, ποὺ μᾶς ἔ­δωσε ὁ ἱερεύς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε δύο ἢ τρία ὀνόματα· αὐτὰ εἶνε φράγκικες καὶ προτεστάντικες συνήθειες
 Καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ πάρῃ ὁ ὀρ­θόδοξος πρέπει νὰ εἶνε ὄχι ξενικὸ ἀλλὰ ὄ­νο­μα ἁ­γίου τῆς πίστεώς μας. Τὸ ὄ­νομα αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κρατήσῃ σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, νὰ μὴν τὸ ἀλλάξῃ
Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ὅ­λα ἔγιναν μόδα, κινδυνεύουμε καὶ τὰ ὀνόμα­τά μας νὰ λησμονήσουμε.
 Ὁ Κωνσταντῖνος ἔ­γι­νε Ντῖνος, ὁ Παναγιώτης Τάκης, ἡ Μαρία Μαίρη, ἡ Αἰκατερίνα Καίτη. Δηλαδὴ ξεβαφτιστήκαμε. 
Μὰ δὲν σὲ βάπτισαν ἔτσι. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ὀ­νομάζεται μὲ τὸ ὄνομα ποὺ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου, ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα.
 Ἀκόμα νὰ γνωρίζῃ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του, ποὺ εἶ­νε ὁ προστάτης του. 
Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀγωνίζε­ται, ἡ ζωή του νὰ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του.
 Τὰ χριστιανικά μας ὀνόματα μᾶς λένε, Φανῆτε ἄξιοι τῶν ἁγίων· φωνάζουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1).  
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ βαπτίστηκες πῆρες τὸ μικρό σου ὄνομα, ἀλλὰ κοντὰ σ᾽ αὐτὸ πῆρες κ᾽ ἕ­να ἄλλο μεγάλο ὄνομα, τὸ ὄνομα Χριστια­νός. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ τί θὰ πῇ Χριστιανός; ὅτι, μέσα στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου μὲ τὶς τόσες θρησκεῖες (μουσουλμάνους, βουδδιστὰς κ.λπ.), ἐσὺ ἔχεις τὸ ὄνομα Χριστιανός, ἐπάνω σου εἶ­νε αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἡ βασιλική; Σκέφτηκες ὅ­τι ἔχεις ὄνομα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Χριστός, τὸ ὄνομά σου συνδέεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύ­τερο ἀλλὰ καὶ δυνατώτερο. Γλυκύτερο, γιατὶ καν­είς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο περισσό­τερο. 
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γι᾽ αὐτὸν ποὺ «δὲν εἶ­χε ἄν­­θρωπο» (βλ. Ἰω. 5,7). Εἶνε αὐτὸς ποὺ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔδειξε καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5). 
Τὰ λόγια του θαυμαστά· κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἀπελπισμέ­νο νὰ θέλῃ νὰ ζήσῃ, κάνουν καὶ τὸν πιὸ εὐτυχισμένο νὰ θέλῃ νὰ πεθάνῃ γιὰ νά ᾽νε μαζί του στὴν ἄλλη τὴν πιὸ εὐτυχισμένη ζωή. Τὰ λόγια του βάλσαμο παρηγοριᾶς.
 Εἶπε κάποιος ὅτι, κι ἂν ἀκόμα σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπῆρχαν ὄντα λογικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄλλη θρη­σκεία ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε καὶ τὸ δυνατώτερο.
Ἀπὸ ὅ­λους ὅ­­σους πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ, ὁ πιὸ δυνα­τὸς εἶνε αὐτός. Ὄχι μόνο ὅσο ζοῦ­σε ἐδῶ ἀλ­λὰ καὶ μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐ­ρανούς, ὄχι πλέον ὁ ἴ­διος αὐτοπροσώπως ἀλ­λὰ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματός του ἔχει δύναμι· καὶ σήμερα ζῇ, θριαμβεύει, καὶ πάν­τα θὰ θριαμβεύῃ. Γνωρίζου­­με π.χ. ὅτι, ὅ­ταν ζοῦσε ἐδῶ, ἕ­ναν ἐπὶ 38 χρόνια παρά­λυτο τὸν θεράπευσε ἀμέσως· ἀλλὰ καὶ με­τὰ τὴν ἀ­νάληψί του, ὅ­πως εἴ­δαμε σήμερα, τὸ ὄ­νο­μά του «ἐνεργεῖ δυνάμεις» (Γαλ. 3,5), θαυματουρ­γεῖ δηλαδὴ. Προσ­έξατε τί λέει ὁ ἀπόστολος; Σὲ κάποια πόλι τῆς Παλαιστίνης, στὴν Λύδδα, ἦταν ἕνας ἀσθενὴς ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Ὀκτὼ χρόνια ἦ­ταν ξαπλωμένος σ᾽ ἕνα κρεβάτι, τελεί­­ως παράλυτος ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω· δὲν μποροῦ­­­σε νὰ κουνήσῃ καθόλου τὰ πόδια του. 
Αὐτὸς λοι­­πόν, ἐνῷ οἱ συγγενεῖς του ἦταν ἀπελπισμένοι, τί ἔγινε· θεραπεύθηκε! 
Πῶς; μὲ τί;
 Μιὰ μέ­ρα περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ τοῦ λέει· «Αἰνέα, ἰᾶταί σε (=σὲ θεραπεύει) Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34). 
Καὶ μόλις ἀ­κούστηκε τὸ ὄνομα αὐτό, ἀμέσως ὁ παράλυτος σηκώ­θηκε ὄρθιος. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, δικαίωμά τους εἶνε· ἐμεῖς πιστεύουμε, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ βρισκόμαστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία. Πιστεύου­με, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀληθινά, ὅτι τὸ ὄ­νομα τοῦ Χρι­στοῦ ἔχει δύναμι· καὶ μόνο ποὺ ἀκούστηκε, ἀ­μέσως θαυματούργησε.
 Τὸ εἶπε ὅμως μὲ πίστι – ποιός· ὄχι ὁ τυχόν, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Πέτρος.

* * *

Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9), τὸ μόνο ποὺ σῴζει, δὲν ὑ­πάρχει ἄλλο. Καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσουμε. Ἐμᾶς πόσο μᾶς συγ­κινεῖ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ; Τὸν ἀγαποῦμε ἆραγε ὅπως τοῦ ἀξίζει; 
Ἡ ἀπάντησι δὲν εἶνε εὐχάριστη. Αὐτὰ ποὺ εἶπα ὣς ἐδῶ ἦταν θεωρία, καὶ ὅ­σοι κάνατε στρατιῶτες ξέρετε ὅτι χρει­άζεται καὶ ἡ πρᾶξις. Εἴ­παμε, ὅτι Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύ­τερο καὶ τὸ παν­τοδύναμο ὄνομα. 
Ἔχεις μέσα σου τὸ Χριστό; μὴ φοβᾶσαι τίποτα, θὰ εἶσαι ἐν ἀσφαλείᾳ. 
Ἀλλὰ τώρα μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ κατεβῶ ἀπ᾽ τὸ βῆ­μα, νὰ φύγω καὶ νὰ κρυφτῶ. 
Τὸ μικρό μας ὄ­νομα πάει, τὸ «ξεβαφτίσαμε», ἀλ­λάξαμε τὰ ὀ­νό­μα­τά μας. 
Καὶ τὸ μεγάλο μας ὄ­νομα, τὸ ὄ­νομα «Χριστιανός», τί τὸ κάναμε; 
Λέμε θεωρητικὰ ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χρι­στὸ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι τί γίνεται;  
Ἴσως παρεξηγη­θῶ σ᾽ αὐ­τὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ δὲ μ᾽ ἐνδιαφέρει. Δὲν εἶ­μαι ἐναν­τίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν· ὑπηρέ­τησα τὸ ἔθνος σὲ κρίσιμες στιγμὲς καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κατηγορή­σῃ πὼς δὲν ἀγαπῶ τὴν πα­τρίδα. 
Ἐρωτῶ λοιπόν· πρέπει νὰ τιμοῦμε τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα; 
 Πρέπει ἀσφαλῶς. Καὶ ὄν­τως, ὅπου κι ἂν πᾷς, δὲν θ᾽ ἀκούσῃς κακὸ λόγο γι᾽ αὐτόν· καὶ ἂν καταγγελθῇ κάποιος ὅτ­ι τὸν βλαστήμησε, ἀμέσως θὰ τὸν ἁρ­πάξουν νὰ τὸν τιμωρήσουν. Ὅταν ὅμως ὑ­βρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;… Σὰν στρατιωτικὸς ἱερεὺς ἔκανα κάποτε τὸ ἑξ­ῆς σ᾽ ἕνα στρατηγό, ποὺ δὲν ἔδινε σημασία στὶς καταγγελίες μας γιὰ βλασφημία. Πῆγα στὸ γραφεῖο του καὶ τοῦ λέω· –Στρατηγέ μου, βλα­στημᾶνε τὸ Χριστό. –Ὤχ, λέει, ρὲ παιδί μου, ἄ­φησέ με τώρα… Ἄ, ἔτσι εἶσαι; Πέρασε κανένας μήνας καὶ τὸν παίρνω τηλέ­φωνο.
 –Στρατηγέ μου, λέω, ἔχω νὰ σᾶς καταγ­­γείλω, ὅτι ἕνας λοχίας εἶπε τὰ αἰσχρότερα λόγια γιὰ τὴ βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων. 
 –Τί;… πῶς;… λέει, καὶ νά­τος ἔφτασε ἀμέσως. 
Τότε τοῦ λέω·
 –Λάθος κα­ταλάβατε· δὲν βλαστημοῦν, δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν λόγο κακὸ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ τοῦ πρω­θυπουργοῦ – ποὺ τί εἶνε κι αὐτοί; ἄνθρωποι θνητοὶ εἶ­νε· τολμοῦν ὅμως καὶ προσβάλλουν Ἐκεῖνον ποὺ πιστεύουμε καὶ λατρεύουμε. Καὶ μόνο στὸ στρατό; 
Ὅπου νὰ πᾷς, δὲν ὑ­πάρχει σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἀκούσῃς βλαστήμια· γί­ναμε τὸ πιὸ βλάστημο ἔθνος. Ποιοί φταῖ­νε; 
Ὅλοι· καὶ οἱ ἄρχοντες, καὶ ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαός. Ἂν ἤμασταν ὀρθόδοξο κράτος, ἔπρεπε νὰ μὴν εἶνε ἀνεκτὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ προσ­βο­λὴ τῶν θείων ἀλλὰ νὰ τιμωρῆται παραδει­γματικῶς. 
Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε. Πότε θά ᾽ρθῃ ἡ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ κάνουμε μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάστασι, ὄχι μὲ ὅπλα φονικά, ὥστε στὴν εὐλογημένη πα­τρίδα μας νὰ μὴν ὑπάρχῃ στόμα βλάσφημο!  
Ξένος δημοσιογράφος ἔγραψε σὲ γερμανι­κὸ περιοδικό, ὅτι ἐπὶ ἕνα χρόνο ἔγινε ἔρευνα καὶ διαπίστωσαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες, μόλις σηκώ­νουν τὸ τηλέφωνο, ἀντὶ γιὰ καλημέρα βλαστη­μοῦν. Ἀγνώριστοι γίναμε.
 Ποῦ εἶσαι Κολοκοτρώνη καὶ οἱ ἄλλοι ἥ­ρωες, ποῦ εἶστε πρόγονοι καὶ πατέρες μας ἀ­γράμματοι, ποὺ προτιμούσατε νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλαστημήσετε τὸ Χριστό!
 Ὁ ξένος αὐτὸς δημοσιογράφος ἀνέφερε καὶ τὴν πληροφορία, ὅτι μιὰ τηλεφωνήτρια παραιτήθηκε γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ὑ­ποφέρῃ ν᾽ ἀκούῃ νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, καὶ τῶν ἁγίων.  
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἀνεχθῇ αὐτό. 
Σὲ ἄλλα ἁμαρτήματά μας φαίνεται ἐπιεικής, ἀλλὰ στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ δὲν θὰ φανῇ ἐπιεικής. Ἐδῶ ἔχεις ἕνα σκυλί, τοῦ πε­τᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ μιλήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του γιὰ νὰ σοῦ πῇ «Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· καὶ ἐμεῖς;…
 Ὁ Χριστὸς σοῦ ἔδωσε γυναῖκα, παιδιά, ὑγεία, σπίτι, πατρίδα ἐλεύθερη, κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τί ἀ­κούει; 
Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσουμε καὶ δὲν ληφθοῦν δρακόντεια μέτρα νὰ ξερριζωθοῦν οἱ γλῶσσες αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν, νὰ τὸ θυ­μᾶ­­στε, μιὰ νύχτα θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀθήνα, καὶ τότε δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦ­με τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).  
Ὅλοι μας, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ν᾽ ἀγωνι­στοῦμε νὰ σβήσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλα­σφημία, καὶ ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Ν. Ἡρακλείου – Ἀττικῆς τὴν 24-5-1964

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου