Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 4 Ιουνίου 2017 (Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστής)

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52
37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ
τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12
12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Απόδοση στη Νεοελληνική

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52
37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12
12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.

Το Ιερό Κήρυγμα


ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 

Ἡ ἑ­ορ­τή τῆς Πε­ντη­κο­στῆς εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς με­γα­λύ­τε­ρες ἑ­ορ­τές τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους. Κατ᾿ αὐ­τήν ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ γι­ά τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Πα­ρα­κλή­του, τοῦ τρί­του Προ­σώ­που τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, καί πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ ἐ­πί­ση­μη φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν κό­σμο καί τήν Ἱ­στο­ρί­α.

Ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ὑ­πό­σχε­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ γι­ά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Σω­τῆ­ρα Χρι­στοῦ. Ἡ ὑ­πό­σχε­ση τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γι­ά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ὁ Κύ­ρι­ος, με­τά τόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, μί­λη­σε στούς Μα­θη­τάς καί Ἀ­πο­στό­λους γι­ά τόν ἄλ­λο Πα­ρά­κλη­το πού θά εἶ­ναι συ­νή­γο­ρος καί πα­ρη­γο­ρι­ά τους. Λί­γο πρίν ἀ­πό τήν Ἀ­νά­λη­ψή Του, εἶ­πε: «Σᾶς ἀ­πο­στέλ­λω τήν ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Πα­τρός μου· κι ἐ­σεῖς νά κα­θί­σε­τε στήν πό­λη Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ μέ­χρις ὅ­του ἐν­δυ­θῆ­τε τήν ἐξ ὕ­ψους δύ­να­μη». Κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς ἦλ­θε τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, πού ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό Πα­τέ­ρα καί στέλ­λε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό-Υἱ­ό, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, καί φα­νέ­ρω­σε τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα «ὅ­λον συ­γκρο­τεῖ τὸν θε­σμὸν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας».

Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς στό Ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς πε­ρι­γρά­φει τά αἰ­σθη­τά ση­μεῖ­α τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος: «Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς, ἦ­ταν ὅ­λοι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι μα­ζί συ­νη­γμέ­νοι στό ἴ­δι­ο μέ­ρος. Ξα­φνι­κά ἦρ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό μι­ά βο­ή, σάν νά φυ­σοῦ­σε δυ­να­τός ἄ­νε­μος, καί γέ­μι­σε ὅ­λο τό σπί­τι ὅ­που κα­θό­ταν. Τό­τε τούς πα­ρου­σι­ά­σθη­καν γλῶσ­σες σάν φλό­γες φω­τι­ᾶς πού δι­α­μοι­ρά­ζο­νταν καί κά­θι­σαν ἀ­πό μί­α στόν κα­θέ­να ἀπ᾿ αὐ­τούς».

Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐκ­δη­λώ­θη­κε μέ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες. Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος πα­ρα­τη­ρεῖ: «Καὶ κα­λῶς εἶ­πε, δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι. Ἐκ μι­ᾶς γὰρ ἦν ρί­ζης, ἵ­να μά­θῃς ὅ­τι ἐ­νέρ­γει­ά ἐ­στιν ἀ­πό τοῦ Πα­ρα­κλή­του πεμ­φθεῖ­σα». Τό πῦρ-φῶς εἶ­ναι τό κατ᾿ ἐ­ξο­χήν ση­μεῖ­ο τῆς ἐμ­φα­νεί­ας καί πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Πρῶ­τα ἐκ­πέ­μπε­ται ἑ­νι­αί­α δέ­σμη πυ­ρός καί δι­α­μοι­ρά­ζε­ται «ἐφ᾿ ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν», ἐν εἴ­δει γλωσ­σῶν. Ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς ση­μει­ώ­νει ὅ­τι τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα φα­νε­ρώ­θη­κε μέ τό σχῆ­μα τῆς γλώσ­σης, γι­ά νά δεί­ξη «τήν συγ­γέ­νει­ά Του μέ τόν Λό­γο τοῦ Θε­οῦ» καί συγ­χρό­νως γι­ά τήν «χά­ριν τῆς δι­δα­σκα­λί­ας».

Πρά­γμα­τι, ἡ οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δέν εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν ο­ἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Χρι­στός ἀ­πο­στέλ­λει τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα καί τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα μορ­φώ­νει τόν Χρι­στό «ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν». Ἐ­πί­σης, γρά­φε­ται στίς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων «γλῶσ­σες ὡ­σεί πυ­ρός», γι­ά νά μή νο­μί­σου­με ὅ­τι τό πῦρ αὐ­τό ἦ­ταν αἰ­σθη­τό καί ὑ­λι­κό.

Ἀ­μέ­σως μέ τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δό­θη­κε στούς Ἀ­πο­στό­λους τό χά­ρι­σμα τῆς γλωσ­σο­λα­λι­ᾶς, πού ἦ­ταν ὑ­περ­φυ­σι­κή ἐκ­δή­λω­ση καί ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἔ­κτα­κτο χά­ρι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τό γε­γο­νός εἶ­ναι ὅ­τι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­γι­ναν ὄρ­γα­να τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, «ἐ­νερ­γοῦ­ντά τε καὶ κι­νού­με­να κα­τὰ θέ­λη­σιν Ἐ­κεί­νου καὶ δύ­να­μιν». Τό χά­ρι­σμα τῆς γλωσ­σο­λα­λι­ᾶς εἶ­ναι μι­ά μορ­φή προ­σευ­χῆς πού δο­ξά­ζει τόν Θε­ό καί μι­ά μορ­φή προ­φη­τεί­ας πού ἀ­ναγ­γέ­λει στούς ἀν­θρώ­πους τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ.

Ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, στήν Βα­βέλ χω­ρί­σθη­καν οἱ γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­νῶ στήν Πε­ντη­κο­στή ἔ­χου­με τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν γλωσ­σῶν. Μέ τό Πα­νά­γι­ο Πνεῦ­μα ἀ­πο­κτοῦ­με τήν ἑ­νό­τη­τα καί ἀ­πο­κτοῦ­με κοι­νή γλῶσ­σα.
Αὐ­τήν τήν κοι­νή γλῶσ­σα μι­λοῦ­σαν καί μι­λοῦν οἱ Ἅ­γι­οι, ὁ­που­δή­πο­τε καί ὁ­πο­τε­δή­πο­τε καί ἄν ἔ­ζη­σαν.

Ὅ­μως καί σή­με­ρα ἐ­πι­κρα­τεῖ στίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες ἡ κα­τά­στα­ση τῆς Βα­βέλ.
Ὅ­λοι πα­σχί­ζουν νά κα­τα­σκευ­ά­σουν μέ τόν ἐ­γω­ϊ­σμό τους τόν πύρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας καί μπερ­δεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Ἀ­κού­γο­νται δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες-ἀ­πό­ψεις πού δη­μι­ουρ­γοῦν σύγ­χυ­ση. Ἀ­κό­μη καί ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοί, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χου­με ἀ­πο­κτή­σει τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μι­λοῦ­με ἀ­κα­τα­νό­η­τα. Δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με τήν γλῶσ­σα τῶν Ἁ­γί­ων μας, δέν ἀ­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τήν γλῶσ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἑρ­μη­νεύ­ου­με αὐ­θαί­ρε­τα τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, δη­μι­ουρ­γώ­ντας ἔ­τσι σύγ­χυ­ση μέ­σα μας καί με­τα­ξύ μας.

Σή­με­ρα, λοι­πόν, πού ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πρέ­πει νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι ἡ Πε­ντη­κο­στή εἶ­ναι ἕ­να συ­νε­χές καί πα­ρα­τει­νό­με­νο θαῦ­μα. Ὁ Πα­ρά­κλη­τος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι πα­ρών στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ ἐν δυ­νά­μει δω­ρε­ά πού λά­βα­με κα­τά τό Βά­πτι­σμα πρέ­πει νά γί­νη ἐ­νερ­γη­τι­κή καί ζῶ­σα με­το­χή στόν πλοῦ­το τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἀ­δελ­φοί μου, σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ νά γο­να­τί­σου­με καί νά προ­σευ­χη­θοῦ­με θερ­μά στό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, νά κα­τα­σκη­νώ­ση μέ­σα στήν καρ­δι­ά μας, νά τήν με­τα­μορ­φώ­ση καί νά τήν ἁ­γι­ά­ση.

«Ἐλ­θέ, τό φῶς τό ἀ­λη­θι­νόν, ἐλ­θέ ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή, ἐλ­θέ τό ἀ­πο­κε­κρυμ­μέ­νον μυ­στή­ρι­ον.­.­.­.­». ΑΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου