Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Capital controls και … ξερό ψωμί

Του Κωνσταντίνου Γκράβα 

Δύο χρόνια πριν, το τραπεζικό σύστημα της χώρας υπέστη ένα πρωτοφανές σοκ με την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων. 

Έκτοτε η απάντηση στο ερώτημα πότε μπορεί να αρθούν τα capital controls έχει κατά καιρούς εκθέσει όσους προέβλεπαν τη σχετικά γρήγορη άρση τους. 
Το βέβαιον είναι ότι η πλήρης άρση των capital controls δεν γίνεται με το απλ
ό πάτημα ενός κουμπιού όπως κάνει κανείς restart σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή· ωστόσο αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αποκατάσταση της κανονικότητας στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε να δρομολογηθεί η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.  

Η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώθηκε επιτυχώς στα τέλη του 2015. Έτσι απεφεύχθη η ενεργοποίηση της Κοινοτικής Οδηγίας "Bank Recovery and Resolution Directive" (BRRD) που, από τον Ιανουάριο του 2016, ανοίγει -στα χαρτιά, τουλάχιστον- το παράθυρο υποχρέωσης συμμετοχής μέχρι και των ανασφάλιστων καταθέσεων (για ποσό μεγαλύτερο των εκατό χιλιάδων ευρώ) μέσω "κουρέματος" στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης (bail-in). Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που σχηματίσθηκε μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ο υπουργός Οικονομικών είχε αναφέρει στο Κοινοβούλιο ότι: "η αξιολόγηση είναι σημαντικό να τελειώσει γρήγορα και επιτυχώς". Δυστυχώς τα λόγια δεν προδιέγραψαν τις πράξεις. Η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος τράβηξε μέχρι την άνοιξη του 2016. Η δεύτερη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε μόλις στο πρόσφατο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Εν τω μεταξύ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα δεν παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σταθεροποιούμενα κοντά στο ήμισυ των συνολικών ανοιγμάτων στα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών. Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για να είναι η ανακεφαλαιοποίηση του 2015 πραγματικά η τελευταία αποτελεί η οριστική απομάκρυνση της πολιτικής αβεβαιότητας που, όπως στη μυθολογία η Ημέρα εναλλασσόταν με τη Νύχτα, συνοδεύει στα χρόνια της κρίσης σαν ζευγάρι την οικονομική αβεβαιότητα πλήττοντας την οικονομία και την κοινωνία. 
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι επρόκειτο για την τρίτη κατά σειρά ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσα σε μια διετία. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων ξένων επενδυτών δεν ήταν εύκολο εγχείρημα για τις συστημικές τράπεζες δεδομένου του γεγονότος ότι ήταν αρκετά νωπή η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου που είχαν πραγματοποιηθεί την αμέσως προηγούμενη άνοιξη, του 2014. 
Η δραματική απαξίωση των μετοχών και οι σημαντικές ζημιές που κατέγραψαν οι ξένοι επενδυτές που είχαν ποντάρει τότε στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, λειτούργησαν, εν μέρει μόνον, ανασταλτικά ως προς την εκ νέου προσέλκυσή τους στα τέλη του 2015. 

Από την άλλη πλευρά τα επαγγελματικά κεφάλαια διαφέρουν από τους επενδυτές λιανικής στο ότι έχουν τη συνήθεια να "ξεχνούν" γρηγορότερα τα αρνητικά του παρελθόντος, να …διαγράφουν την πρόσφατη μνήμη, εφόσον όμως πείθονται για τις μελλοντικές προοπτικές της επένδυσης. Σε αυτό το πλαίσιο επετεύχθη το απαιτούμενο ποσοστό συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων αντανακλώντας μεταξύ άλλων και τις οικονομικές προσδοκίες για καλύτερες ημέρες· ή τουλάχιστον, ότι οι χειρότερες βρίσκονταν πίσω μας. 
Κι εδώ ακριβώς εστιάζεται η αδήριτη ανάγκη της άρσης της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας μέσω ενός "ράλι μεταρρυθμίσεων" που έπρεπε να είχε δρομολογηθεί εδώ και ενάμιση χρόνο από την ελληνική κυβέρνηση. 
Όταν όλα λειτουργούν σαν ελβετικό ρολόι γίνεται ευκολότερο το ξύπνημα των ‘ζωικών πνευμάτων’ (animal spirits) των ξένων επενδυτών, για να παραφράσουμε τον Κέυνς. 

Η προσέλκυση επενδύσεων και η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελούν μονόδρομο για να πάρει μπροστά η οικονομία. 
 Εξόχως σημαντική, μεσοπρόθεσμα αλλά κυρίως μακροχρόνια, ήταν ανέκαθεν η ρεαλιστική διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του χρέους. Θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει προταθεί από μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης – με στελέχη πολιτικούς, διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες –  η σύνδεση της ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους με το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της κοινωνίας μας, την ανεργία των νέων. 
Διότι η βιωσιμότητα του χρέους, η βιωσιμότητα της ίδιας της χώρας μας σε τελευταία ανάλυση, φαντάζει απατηλή και άτοπη αν δεν έχουν δουλειές οι νέοι. 
Στο πλαίσιο αυτό η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να στοχεύει στη χρησιμοποίηση των πόρων που απελευθερώνονται από τους μειωμένους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της εργασίας των νέων (νεανική επιχειρηματικότητα, έρευνα και καινοτομία, startups, επαγγελματική κατάρτιση, κ.α.). 
Γιατί μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο εξισορροπείται η επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών από τη μια μεριά, με την τόνωση των εισοδημάτων των νέων από την άλλη.
 Η ισορροπία αυτή αποτελεί κλειδί για τη βιωσιμότητα της οικονομίας, προπάντων δε, για την κοινωνική συνοχή· την κοινωνική αλληλεγγύη, που σφυρηλατείται σε μία ευνομούμενη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία.  

* Ο κ.  Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος - αναλυτής διεθνών αγορών,  επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Διοικήσεως και Επιτελών (ΣΔΙΕΠ/ΠΑ) της Πολεμικής Αεροπορίας.

απο το  capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου