Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

15/3/1975: 40 χρόνια χωρίς τον Ωνάση. Ο βίος & ο μύθος του


Είδε όλους τους ισχυρούς της γης, πολιτικούς, ηγέτες, πρίγκιπες, καλλιτέχνες να υποκλίνονται μπροστά, του, είχε τις πιο όμορφες – και μερικές από τις πιο διάσημες γυναίκες – του πλανήτη, στο κρεβάτι του.
Παντρεύτηκε, χώρισε, ερωτεύτηκε παράφορα, προδόθηκε, πρόδωσε, έκανε δυό παιδιά. Έστησε μια αυτοκρατορία. Πέθανε μόνος.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη, στις 15 Ιανουαρίου του 1906 –ή του 1900, σύμφωνα με άλλους βιογράφους του .
Ήταν το δεύτερο παιδί των γονιών του. Είχε προηγηθεί η Άρτεμις, δυο χρόνια νωρίτερα.
Ο πατέρας του, Σωκράτης Ωνάσης ήταν ένας από τους πλουσιότερους καπνέμπορους και
επιχειρηματίες της Σμύρνης.
Η μητέρα του Πηνελόπη Δολόγλου παντρεύτηκε στα 17 της χρόνια, αλλά πέθανε νέα, στα 33 της. Έξι μήνες μετά, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε την Ελένη, από την οποία ο Αριστοτέλης απέκτησε δύο αδελφές : τη Μερόπη και την Καλλιρρόη.
Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της πόλης, αλλά ήταν κάκιστος μαθητής, άτακτος, θρασύς, ατίθασος. Πανέξυπνος, σκάρωνε παροιμιώδεις φάρσες, δωροδοκούσε τους υπαλλήλους των σχολείων του για να του επιτρέπουν να κυκλοφορεί ελεύθερα , αγόραζε κρυφά τσιγάρα που τα κάπνιζε με τους φίλους του, καβγάδιζε συχνά κι έλεγε τρομερά ψέματα για πλάκα.
 Όμως, ήταν αγαπητός για τα ζωηρό πνεύμα, το χιούμορ του, το σφιχτό, αθλητικό του κορμί που άρεσε στα κορίτσια – αν και μικρόσωμος, κολυμπούσε θαυμάσια, κι έπαιζε στην ομάδα πόλο της Σμύρνης. Είχε ευκολία στις γλώσσες. μιλούσε καλά ελληνικά, τούρκικα, ισπανικά και αγγλικά – εμπορικό μυαλό (σ.σ. ο πατέρες του είχε φροντίσει από νωρίς να του μάθει όλα τα κόλπα της δουλειάς) τόλμη, χρήματα, διασυνδέσεις και απεριόριστες δυνατότητες.
Έγιναν όλα στάχτη, μέσα σε μια νύχτα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ο πατέρας του συνελήφθη και μπήκε στη φυλακή. Η επιχείρησή των Ωνάσηδων πέρασε στα χέρια των Τούρκων και η αποθήκη τους κάηκε.
Τρείς από τους θείους του κρεμάστηκαν. Το πώς ο Αρίστος κατάφερε, παιδί αμούστακο ακόμα, να γλιτώσει τον πατέρα του από την κρεμάλα και τη φυλακή και να φυγαδεύσει την οικογένειά του στην Ελλάδα, διασώζοντας ένα μέρος της περιουσίας τους, είναι άλλο ένα παραμύθι – επικό, περίεργο και λίγο σκοτεινό. Λένε πως έπιασε φιλίες με τους αξιωματικούς του Κεμάλ και τον Αμερικανό πρόξενο. Πως τους προμήθευε τσιγάρα και αλκοόλ. Πως έκανε «ερωτικές» χάρες σε έναν Τούρκο λοχαγό. Πως παζάρεψε, πλήρωσε, έταξε, δωροδόκησε. Πως το ΄σκασε κυνηγημένος, από τη Σμύρνη για να περάσει απέναντι, στη Λέσβο, «φορώντας», σε μια ζώνη γύρω από τη μέση του, ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η αλήθεια εδώ και ποιο το ψέμα – το μόνο σίγουρο είναι πως στη φωτιά της Σμύρνης, ο Αριστοτέλης Ωνάσης «κάηκε» και ξαναγεννήθηκε, σαν το σίδερο στη φωτιά. Από τότε, έγινε ατσάλι.

Ο άνθρωπος που τα ήθελε όλα

Ήταν 16 χρονών, όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα – ένας ακόμα πρόσφυγας ανάμεσα σε χιλιάδες. Αυτός όμως, φλεγόταν από το όνειρο να πετύχει.
Η Αθήνα του φαινόταν μικρή, βρώμικη, ξένη. Τον Αύγουστο του 1923, με 250 δολάρια στην τσέπη, μπάρκαρε για την Αργεντινή.
Φτάνοντας, στο Μπουένος Άιρες έκανε διάφορες δουλειές: λιμενεργάτης, λαντζιέρης, υπάλληλος σε πλυντήριο, νυχτοφύλακας.
Όταν η Βρετανική Τηλεφωνική Εταιρία προσέλαβε ανειδίκευτο προσωπικό πήγε κι αυτός ως νυκτερινός τηλεφωνητής.
Κρυφακούγοντας τις συνομιλίες, «έκλεβε» χρήσιμες πληροφορίες, που τις εξαργύρωνε, όπως έπρεπε. Σε μια πόλη λαθρεμπόρων, τυχοδιωκτών, αεριτζήδων και διεφθαρμένων πολιτικών, η γνώση ήταν χρυσός.
Έτσι, κατάφερε να συγκεντρώσει ένα μικρό κεφάλαιο και ίδρυσε μια μικρή επιχείρηση εισαγωγής καπνού και κατασκευής τσιγάρων.
Ο πατέρας του, του προμήθευε τα καπνά. Ο Άρης, φρόντισε να διαφημίσει το «προϊόν» του πληρώντας τους αλήτες για να πετούν τα άδεια, τσαλακωμένα πακέτα των τσιγάρων του στους πολυσύχναστους σταθμούς της πόλης. Δεν θα αργήσει να πείσει τις βιομηχανίες και τους μεγαλεμπόρους να αγοράζουν εμπόρευμα από κείνον. Αποτέλεσμα; Σε πέντε χρόνια καταφέρνει να αυξήσει κατά 600% τις εισαγωγές βαλκανικών καπνών στην Αργεντινή. Στα 22 του γίνεται υποπρόξενος της Ελλάδας στο Μπουένος Άιρες. Στα 25 του έχει κιόλας κερδίσει το πρώτο του εκατομμύριο σε δολάρια.
Αφού συγκεντρώσει ένα σημαντικό κεφάλαιο, θα εκμεταλλευτεί τις οικονομικές συγκυρίες μετά το «κραχ» του 1929 και θα στραφεί σ’ έναν τομέα, όπου ανέκαθεν οι Έλληνες μεγαλουργούσαν την ναυτιλία. Αρχικά, θα αγοράσει ένα εμπορικό πλοίο 7.000 τόνων, που ‘χε βρεθεί αγκυροβολημένο στο Μοντεβιδέο, μετά από φουρτούνα.
Μετά, άλλα 6 σαπιοκάραβα, από ένα νεκροταφείο πλοίων στον Καναδά, πληρώνοντας 20.000 για το καθένα. Θα τα ανακαινίσει – για να μην μοιάζουν ετοιμόρροπα – και θα τα επανδρώσει με φτηνά πληρώματα. Έτσι, θα φτιάξει τον πρώτο του στόλο.

 Το 1938,ναυπηγεί στο Γκέτεμποργκ, το «Άριστον», το πρώτο του πετρελαιοφόρο , χωρητικότητας 15.000 (σ.σ.τα περισσότερα τάνκερ, τότε, είχαν χωρητικότητα μόλις 9.000 τόνους) και τέσσερα χρόνια αργότερα, μεταφέρει τις επιχειρήσεις του στη Νέα Υόρκη.
Εκεί , την άνοιξη του ΄43, θα γνωρίσει τη 16χρονη κόρη του μεγάλου Έλληνα εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, την Αθηνά -Τίνα . Την ερωτεύεται ; Την βλέπει σαν γυναίκα-τρόπαιο, ή σαν το «εισιτήριο» που πρέπει να πληρώσει για να γίνει δεκτός στους ελίτ κύκλους των πλοιοκτητών όπου ακόμα τον θεωρούν «πειρατή» ;.
 Όπως και να ‘χει, την «κουρσεύει».
Παντρεύονται στις 28 Δεκεμβρίου του 1946 στο Ελληνικό Ορθόδοξο Καθεδρικό ναό της Νέας Υόρκης, με κουμπάρο τον εφοπλιστή Αντρέα Εμπειρίκο και καλεσμένη την αφρόκρεμα του jet-set. Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 30 Απριλίου του ’48, θα γεννηθεί ο γιός τους, ο Αλέξανδρος – η μεγάλη αδυναμία του Αρίστου - και στις 11 Δεκεμβρίου του ’50, η κόρη τους, η Χριστίνα.
Μέχρι τότε, στη ζωή του Ωνάση, θα έχει ήδη μπει, ένας νέος, φλογερός έρωτας : η divina Μαρία Κάλλας…


Εν τω μεταξύ, η αυτοκρατορία του έχει εδραιωθεί. Με συμφωνίες τολμηρές, με επιχειρηματικά κόλπα, με τα ολοένα μεγαλύτερα πλοία του που οργώνουν τους ωκεανούς- είναι γνωστός ο αδυσώπητος ανταγωνισμός του με τον Σταύρο Νιάρχο, για το ποιος θα ναυπηγήσει το μεγαλύτερο τάνκερ. 
Στις 25 Ιουλίου 1953, ο Αρίστος παραλαμβάνει το πρώτο «υπερδεξαμενόπλοιο», χωρητικότητας 45.700 τόνων, το «Τίνα Ωνάση».
 Ο Νιάρχος, θα απαντήσει με το «Παγκόσμια Δόξα» - άλλο ένα μεγαθήριο, ίδιας χωρητικότητας – ενώ το 1971 θα του καταφέρει το ύστατο χτύπημα : θα παντρευτεί την ίδια την Τίνα, την πρώην κ. Ωνάση, που κουρασμένη από τις ασταμάτητες απιστίες του «πειρατή», έχει ζητήσει διαζύγιο από το 1959. Σ’αυτό το παιχνίδι, ο Άρης θα αναγκαστεί να πάει πάσο. Φυσικά, είναι ήδη ζάπλουτος, ένας αυθεντικός tycoon . Διαφεντεύει κιόλας 70 εταιρείες σε όλο τον κόσμο και η κρίση στο Σουέζ το1958, που του επέτρεψε να μεταφέρει το πετρέλαιο σε πολύ υψηλές τιμές, έχει αυξήσει την - ούτως ή άλλως ανυπολόγιστη - περιουσία του κατά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
 Βασιλιάδες, πρωθυπουργοί, γερουσιαστές, μαχαραγιάδες, ο Κένεντι, ο Τσόρτσιλ, ο πρίγκηπας Ρενιέ και η Γκρέις, η αφρόκρεμα του διεθνούς τζετ-σετ περνούν από τα σαλόνια του και από το κατάστρωμα υπερπολυτελούς του γιοτ.
 Έχει τη δική του αεροπορική εταιρεία – η μικρή, επιζήμια Τ.Α.Ε. που αγόρασε το 1957, μετά την επίμονη παρότρυνση του Καραμανλή, έχει γίνει η «Ολυμπιακή Αεροπορία» και πετάει σε πέντε ηπείρους.
Το μεγαλύτερο, το ακριβότερο, το πιο εξωφρενικό «παιχνίδι» του Έλληνα κροίσου είναι το ιδιωτικό του νησί.
Ο Σκορπιός, από άγονη νησίδα στο Ιόνιο, θα γίνει η κορώνα στο «στέμμα» του, μια εξτραβαγκάντζα σχεδόν φεουδαρχικής χλιδής που φωνάζει σε όλον τον κόσμο για τον πλούτο και τη δύναμή του. Το χρήμα πάντα «γεννάει» χρήμα – αυτό, ο Ωνάσης το ξέρει, καλύτερα από τον καθένα…


Και τέλος, έχει την Τζάκι, την «Αγία Χήρα» της Αμερικής, που έχει κουρσέψει μέσα από το «Κάμελοτ», μετά την δολοφονία του Τζον Κένεντι. Παντρεύονται πάνω στον Σκορπιό, στις 20 Οκτωβρίου του ΄68, αλλά πριν περάσει λίγος καιρός, ο Αρίστος θα ξαναβρεθεί με την Κάλλας στο Παρίσι. 
Τότε θα καταλάβει πως η εξουσία και το χρήμα μπορούν να του αγοράσουν τα πάντα – ή σχεδόν – εκτός από ένα : μια γυναίκα που να τον αγαπάει πραγματικά. 
Ο τραγικός θάνατος Αλέξανδρου, στις 22 Ιανουαρίου 1972, όταν το μικρό του Piaggio πέφτει και συντρίβεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, θα σημάνει την αρχή του τέλους του «βασιλιά». 
Το ’74 πεθαίνει και η Τίνα – βρίσκεται νεκρή στο δωμάτιό της από overdose βαρβιτουρικών. Ο Άρης, θα χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και τις επιχειρήσεις του, ενώ αργότερα θα προσβληθεί από μυασθένεια, μια νόσο που εξασθενεί σιγά σιγά το μυϊκό σύστημα. 
Είναι ένα παράξενο, σκληρό παιχνίδι της μοίρας – αυτός, ο μυθικός Έλληνας που κρατούσε ολόκληρο τον κόσμο μες στην παλάμη του, δεν μπορεί πια να κρατήσει ούτε τα μάτια του ανοιχτά. Μερικές φορές, κολλάει τα βλέφαρά του με σελοτέιπ, για να μπορεί να βλέπει. Τρώει ελάχιστα, χάνει βάρος. Στη Χριστίνα, θα πει, με πικρό σαρκασμό : «Με τιμωρεί ο Θεός γιατί πάντα δάγκωνα περισσότερο από όσο μπορούσα να μασήσω». Στις 3 Φεβρουαρίου του ‘75 παθαίνει έναν τρομερό κολικό. Μια γρίπη, το ίδιο διάστημα, τον καθηλώνει στο κρεβάτι. Εισάγεται στο Αμερικάνικο Νοσοκομείο, στο Παρίσι, για αφαίρεση χολής, αλλά είναι κιόλας πολύ εξαντλημένος, πολύ κουρασμένος να ζει με φαντάσματα : την μάνα, τον πατέρα του, την Τίνα, τον Αλέξανδρο.

Το Σάββατο, 15 Μάρτη του ’75, βρέχει στο Παρίσι.
Βρέχει συνέχεια για δώδεκα ώρες και εννιά λεπτά. Οταν η βροχή σταματάει, η φωτιά έχει σβήσει.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ξεψυχάει.


Ποιος ήταν πραγματικά

Τον ρωτούσαν πάντα πού όφειλε την επιτυχία του. Ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Αριστοτέλης Ωνάσης φώναξε τον παπαράτσι Ροζέ Πικάρ στις αντρικές τουαλέτες του «Κρέιζι Χορς», στο Παρίσι. Εβγαλε το πέος του, το ακούμπησε πάνω στο δίσκο για τα φιλοδωρήματα και φώναξε «Λεφτά και σεξ. Αυτό είναι το μυστικό μου!».
Λεφτά και σεξ. Και τα δύο τον πήγαν πάντα όπου ήθελε. Από την αρχή ακόμα, το 1922, τότε που λάδωνε τους Τούρκους αξιωματικούς για να ελευθερώσουν τον πατέρα του από την φυλακή και για να τον αφήνουν να κυκλοφορεί ελεύθερος στη ρημαγμένη Σμύρνη. Όταν δεξιωνόταν τους ισχυρούς του κόσμου, πάνω στο πλωτό «παλάτι» του, το «Χριστίνα». Ή πολλά χρόνια νωρίτερα, στο Μπουένος Αϊρες, τότε που πήγαινε στο κρεβάτι με την Ιταλίδα σοπράνο Κλαούντια Μούτζο για να την πείσει να διαφημίσει τα τσιγάρα του, καπνίζοντας δημόσια. «Δημόσια» - αυτή ήταν πάντα μια λέξη κλειδί για τον Ωνάση, που ήξερε όσο κανείς να φτιάχνει ολόκληρα ψέματα από μισές αλήθειες. Και να κερδίζει κι από τα δύο.

Ένας από τους θρύλους που τον συνοδεύουν λέει πως με τα πρώτα 200 δολάρια που κέρδισε από μια έξυπνη επένδυση στην αγορά δερμάτων, στην Αργεντινή, αγόρασε δυό καλά κοστούμια, μισή δωδεκάδα μεταξωτά πουκάμισα, ένα ζευγάρι ιταλικά παπούτσια, ένα μπορσαλίνο και τη συνδρομή ενός χρόνου σε ένα exclusive sports club, που θα του επέτρεπε να συναναστραφεί την υψηλή κοινωνία σε μια κωπηλατική λέσχη της μόδας.
Την ημέρα – τα βράδια, γύριζε σπίτι του, άλλαζε κι έφευγε για τη βάρδια του στο τηλεφωνείο. Αργότερα, φρόντιζε όλα τα επιχειρηματικά του δείπνα να γίνονται σε πολυτελή ατμόσφαιρα, υπό το φως των κεριών, με soft μουσική υπόκρουση.
Ό ίδιος – κι αυτό ήταν ένα από τα μυστικά του – φρόντιζε να τρώει πάντα από πριν.
Έτσι, την ώρα που οι άλλοι δειπνούσαν, εκείνος, εγκρατής και απόλυτα συγκεντρωμένος, έκλεινε συμφωνίες.
H γοητεία του, ήταν θρυλική, όπως και η μνήμη του και η ικανότητα να πείθει τον συνομιλητή του. Η διάθεσή του ωστόσο άλλαζε, λένε, ταχύτατα.
 Οι θυμοί του ήταν τρομεροί. Συχνά γινόταν βίαιος, ακόμα και με τους οικείους του. Δε ζητούσε ποτέ συγγνώμη. Ούτε έδινε ποτέ εξηγήσεις.
Κατέγραφε ό,τι του συνέβαινε, σε ένα μπλοκ που είχε πάντα μαζί του - συμβουλή του πατέρα του, που, από τότε που ήταν μικρός : να κρατάει σημειώσεις για όλα. Ειδικά, για τους ανθρώπους. «Έτσι όταν θα τους ξανασυναντήσεις, θα ξέρεις πόσο χρόνο να τους αφιερώσεις».

  Ήταν, βεβαίως, τυχοδιώκτης, ένας gambler ολκής – έκλεινε συμφωνίες στα τυφλά, υπέγραφε μεταφορές κάρβουνου με καράβια που δεν είχε, μεταφορές πετρελαίου, με τάνκερ που δεν είχαν ακόμα ναυπηγηθεί, έσπαγε εμπάργκο, κυνηγούσε παράνομα φάλαινες για το πολύτιμο λάδι τους, λάδωνε, εκβίαζε ,έπαιζε στο τραπέζι τα «ρέστα» του.
Όσοι τον ήξεραν καλά, λένε πως είχε ένα γρήγορο, αστραφτερό μυαλό που του επέτρεπε να απλοποιεί σε δευτερόλεπτα το πιο δύσκολο πρόβλημα του κόσμου και να παίρνει τις αποφάσεις του με τρομακτική ταχύτητα, καταφέρνοντας να αιφνιδιάζει τους αντιπάλους του.

Το σημαντικότερο ;
Ήταν ελάχιστα προβλέψιμος, ακόμα και την εποχή που φιγουράριζε στα μισά πρωτοσέλιδα των πιο σημαντικών εντύπων του πλανήτη. Η δημοσιότητα, γι’αυτόν, δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, που το ‘παιζε και το ‘παιζε μαστόρικα.
Ας πούμε, ήξερε πως το παραμύθι του «χρυσού», αυτοδημιούργητου Έλληνα, που κάποτε φορούσε κουρέλια συγκινούσε τα πλήθη και ήταν good for business. Γι’ αυτό, όσο πλούτιζε, τόσο φρόντιζε να τονίζει την ταπεινή του καταγωγή, «Όσο περισσότερο θα διαβάζουν για το μύθο μου», έλεγε «τόσο λιγότερο θα γνωρίζουν τον άνθρωπο».
Αγαπημένος του τίτλος, που φρόντιζε να τον καλλιεργεί επιμελώς στα ΜΜΕ, ήταν «ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου».
 Λέγεται πως μια φορά είχε δεχθεί ένα τηλεφώνημα από κάποιον αηδιασμένο Έλληνα εφοπλιστή του Λονδίνου, ο οποίος του είπε : «Άρη, τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες που διαβάζω στις εφημερίδες; Ξέρεις πολύ καλά πως εγώ είμαι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου». «Ναι», είχε απαντήσει ο Ωνάσης, «αλλά εγώ δεν παίρνω τη νυχτερινή οικονομική πτήση για Λονδίνο. Χρησιμοποιώ το προσωπικό μου τζετ…»

  Η υπερβολή του χρησίμευε σίγουρα για να γοητεύει τις γυναίκες - ιδίως αυτές που η κατάκτησή τους θα του προσέθετε κύρος. Aνεξάντλητη ευγένεια, λεπτότητα και υπομονή για την Τίνα Λιβανού. Τόνοι λουλούδια και φλογερά αισθήματα για την Μαρία Κάλλας. Χαβιάρι, μια ιδιωτική ορχήστρα και διαμάντια για το πρώτο ταξίδι της Τζάκι Κένεντι με το «Χριστίνα». Ενα χρυσό μπρασελέ με τα αρχικά τους και μια δήλωση αγάπης για όλες τους.

Από την άλλη, βέβαια, υπήρχε το κουκούτσι των πραγμάτων, η ουσία τους : η ανάγκη του να περιστοιχίζεται από σημαντικούς επιστήμονες, από ικανούς συνεργάτες, η μανία του για την υψηλή τεχνολογία, η χαρά του να συναναστρέφεται απλούς, αληθινούς ανθρώπους, η περηφάνια του να είναι Έλληνας, η πίστη του στον Θεό, η δύναμη του που τον έκανε μύθο, η αδυναμία, η οριστική συντριβή του μετά το θάνατο του γιού του, Αλέξανδρου.
 Ήταν όλα μαζί και ήταν όλα αυτός.
Αν ο Ωνάσης μοιάζει να έζησε έξω από τα ανθρώπινα όρια, ήταν γιατί ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ πως αυτά τα όρια υπήρχαν.
 Κι αυτό του επέτρεπε να είναι εξίσου αυθεντικός όταν ντυνόταν γυναικεία για να διασκεδάσει τους καλεσμένους όσο και όταν έκανε έρωτα με την Κάλλας στο πίσω κάθισμα μιας Ρολς Ρόις.

Όταν έκλεινε συμφωνίες δισεκατομμυρίων με Σαουδάραβες μεγιστάνες κι όταν φύτευε τριανταφυλλιές στο Σκορπιό, παρέα με τους εργάτες του. Όταν δειπνούσε με χαβιάρι και Ντομ Περινιόν, παρέα με τον Τσόρτσιλ, κι όταν ζητούσε αυγά μάτια, αυγά και παξιμάδια σε κάποιο ταβερνείο στην Κρήτη.
 Όταν μπαινόβγαινε στο «Μαξίμ», στο «Ρεζίν», στο «Σαβόι» και στο «Κάρλτον» κι όταν τα «σπαγε» στην «Νεράιδα» ή στα «Δειλινά» με τον Ζαμπέτα.

Είναι γνωστό πως υπήρξε μνημειώδης γλεντζές, ένας άντρας με ατέλειωτη λαιμαργία για την καλή ζωή. Στην Ελλάδα, στην «Νεράιδα» - την εποχή που ανήκε στην Πάμελα και τον στενό του συνεργάτη στην «Ολυμπιακή» Νίκο Καπετανάκη, υπήρχε κάθε βράδυ ένα τραπέζι κρατημένο στο ονομά του και ο Γιώργος Κατσαρός, όποτε τον έβλεπε του έπαιζε το «Λεβεντόπαιδο Αρίστο».

Στο άλλο γνωστό κέντρο της εποχής, την «Τριάνα» του Χειλά, στη λεωφόρο Συγγρού, καθιέρωσε τα γλέντια με το σπάσιμο των πιάτων , το άναμμα του τσιγάρου με χιλιάρικο και το πέταγμα των λουλουδιών στην πίστα.
Μπορούσε να κλείσει μια ορχήστρα για κείνον μόνο, για να παίζει με τις ώρες, ως το πρωί. Η αντοχή του, ήταν ανεξάντλητη.
Αλλά εκτός από την ελληνική μουσική, αγαπούσε και την όπερα, την κλασική μουσική, τις σονάτες και τα «Νυχτερινά» του Σοπέν – φρόντιζε μάλιστα, σε όλα του τα καράβια να υπάρχει ένα πιάνο.
«Μα τι το θέλεις το πιάνο μέσα στο γκαζάδικο» ; του γκρίνιαζαν οι συνεργάτες του.
 «Γιατί έτσι μου αρέσει!», ήταν η απάντησή του – για τον Ωνάση, κατά κάποιο τρόπο η ζωή ήταν ένα μεγάλο, χρωματιστό, δραματικό σκηνικό θεάτρου.
 Εκείνος το έστηνε και το σκηνοθετούσε.
Κι εκείνος πρωταγωνιστούσε.


Είχε ό,τι έπρεπε για να τον θαυμάσεις και να τον λατρέψεις : ευστροφία, γοητεία, χιούμορ, αρχοντιά, οξυδέρκεια, αγάπη για τις γυναίκες, τη χαρά, το γλέντι. 
Και είχε άλλα τόσα για να τον μισήσεις, λένε όσοι τον είδαν να καταστρέφει σαδιστικά, χωρίς δεύτερη σκέψη αυτούς που προσπάθησαν να τον πολεμήσουν, να ρημάζει αυτούς που τον αγάπησαν. Απέκτησε τα πάντα. Όταν έχασε τον γιό του, τα έχασε όλα. 
Τι του απέμεινε; 
Λίγο πριν φύγει, πλάι του, στο κομοδίνο του, υπήρχε μόνο η φωτογραφία των παιδιών του, ένας μικρός Εσταυρωμένος και ένας υπολογιστής τσέπης. Αυτή ήταν, σε περίληψη, η ιστορία της ζωής του. Από την κούνια ως τον τάφο. Από το Α, ως το Ω….

Είχε πει...

«Ξυπνάω κάθε μέρα για να κερδίσω».
«Λένε ότι δεν έχω ποιότητα. Ευτυχώς, οι άνθρωποι που έχουν, δεν έχουν συνήθως αντίρρηση να παραβλέψουν αυτό το μικρό ελάττωμα, μια και είμαι πολύ πλούσιος. Δεν μπορείς να αγοράσεις την ανατροφή, αλλά μπορείς να αγοράσεις την ανοχή για την έλλειψή της».

«Οι όμορφες γυναίκες δεν αντέχουν τη μετριότητα. Χρειάζονται μια ανεξάντλητη πηγή υπερβολής».
«Κάθε γυναίκα που πλησιάζω, την πλησιάζω σαν μελλοντική ερωμένη».

«Η Τζάκι πρέπει να μάθει να συμβιβάζεται με το γεγονός ότι είναι “κυρία Αριστοτέλη Ωνάση, γιατί το μόνο μέρος που θα βρει συμπάθεια από δω και πέρα, είναι στα λεξικά, ανάμεσα στις λέξεις “σκατά” και “σύφιλη».
«Το μπαξίσι είναι το πιο ασφαλές από όλα τα νομίσματα».
«Οι αξιωματούχοι που λαδώνονται θέλουν να βλέπουν πως εκείνοι που τους πληρώνουν ξέρουν να ανοίγουν ένα μπουκάλι κρασί».
«Δεν πιέζεις με τα λεφτά. Εκμαυλίζεις».
«Δεν σκέφτομαι ποτέ την αμαρτία. Είμαι αυτός που είμαι».
«Δεν υπάρχει καλό και κακό, υπάρχει μόνο το δυνατό».



απο το http://news247.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου