Η ναυτιλία είναι
συνυφασμένη με την Ελλάδα και τους Έλληνες από την αρχή της ιστορικής
περιόδου, αλλά και ακόμα νωρίτερα. Και δεν υπάρχει καμία περίοδος στην
ιστορία του ελληνισμού που να κράτησε τους Έλληνες μακριά από τη
θάλασσα.
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, οι Έλληνες δραστηριοποιούντο στο χώρο της
εμπορικής ναυτιλίας.
Βεβαίως, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, η ελληνική ναυτιλία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και στις θάλασσες του κόσμου κυριαρχούσαν οι εμπορικοί στόλοι της Δύσης.
Αλλά το ελεύθερο ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ναυτιλίας για το έθνος, προσπάθησε να βοηθήσει.
Τα παλιά καρνάγια της Ύδρας, των Σπετσών, της Άνδρου, της Σκιάθου και του Γαλαξιδίου, άρχισαν να αποκτούν ισχύ. Έτσι, από το 1834, που άρχισε η σχετική καταγραφή, η εμπορική ναυτιλία στην Ελλάδα είχε ήδη 708 πλοία ενώ το 1851 είχε φτάσει τα 1.437 πλοία μικτού φορτίου 237.000 τόνων.
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, οι Έλληνες δραστηριοποιούντο στο χώρο της
εμπορικής ναυτιλίας.
Βεβαίως, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, η ελληνική ναυτιλία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και στις θάλασσες του κόσμου κυριαρχούσαν οι εμπορικοί στόλοι της Δύσης.
Αλλά το ελεύθερο ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ναυτιλίας για το έθνος, προσπάθησε να βοηθήσει.
Τα παλιά καρνάγια της Ύδρας, των Σπετσών, της Άνδρου, της Σκιάθου και του Γαλαξιδίου, άρχισαν να αποκτούν ισχύ. Έτσι, από το 1834, που άρχισε η σχετική καταγραφή, η εμπορική ναυτιλία στην Ελλάδα είχε ήδη 708 πλοία ενώ το 1851 είχε φτάσει τα 1.437 πλοία μικτού φορτίου 237.000 τόνων.
Όπως είναι γνωστό, με την εμφάνιση των ατμοκίνητων πλοίων ο ελληνικός στόλος μειώθηκε κάπως, δεδομένου ότι οι έλληνες πλοιοκτήτες της εκείνης εποχής δεν διέθεταν τα αυξημένα χρηματικά ποσά που απαιτούσε η κατασκευή τους.
Έτσι, το πρώτο ελληνικό ατμόπλοιο εμφανίστηκε σχεδόν 50 χρόνια μετά το «Clairmont» (το οποίο θεωρείται το πρώτο πραγματικό ατμόπλοιο), και η αλήθεια είναι πως το παρήγγειλε το ελληνικό κράτος και όχι οι πλοιοκτήτες. Φαίνεται πως υπήρχε και κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης στα νέα τότε πλοία, και το Γαλαξίδι υπήρξε θύμα αυτής της νοοτροπίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως κάποτε στους πλοιοκτήτες του όμορφου Γαλαξιδίου ανήκαν 500 σκάφη.
Από το 1870 οι Έλληνες άρχισαν να αγοράζουν φορτηγά πλοία πιο συχνά. Ο Βαλλιάνος, ένα από τα πιο διάσημα ονόματα πλοιοκτητών, ήταν σε θέση να παραγγείλει άμεσα τέσσερα νέα πλοία. Γενικά, όμως, η έλλειψη πόρων ήταν προφανής.
Οι πλοιοκτήτες, μαζί με τους καπετάνιους τους, τους ναυτικούς και τους συγγενείς τους, ένωναν τις αποταμιεύσεις τους για να καταθέσουν τα χρήματα που απαιτούσε η αγορά ενός πλοίου.
Εξ ανάγκης αναζητούσαν φθηνότερα σκάφη, άρα παλιά.
Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που προέκυπταν από τα παλαιότερα πλοία και να εξοικονομούν χρήματα αναγκάζονταν να δουλεύουν σαν σκλάβοι.
Οι ίδιοι οι πλοιοκτήτες έπλεαν με τα πλοία αυτά και ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν μικρότερα πληρώματα, λόγω της εμπειρίας και της υψηλής ναυτοσύνης τους.
Με αποτέλεσμα, να καταφέρουν να ξεπεράσουν τον ξένο ανταγωνισμό.
Έτσι, από το 1901 οι Έλληνες διέθεταν 1.152 ιστιοφόρα ολικής χωρητικότητας 181.473 κόρων και 158 ατμόπλοια των 231.541 κοχ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ελληνική ναυτιλία συνέχισε να αναπτύσσεται, αν και υπήρξαν στο μεταξύ σοβαρές οπισθοδρομήσεις. Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες είχαν 475 ατμόπλοια και 884 ιστιοφόρα 1.001.116 κοχ . Στο τέλος του πολέμου, το 57,5% των ατμόπλοιων είχαν χαθεί. Είχαν μόλις 205 σκάφη.
Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό, δεν έχασαν το κουράγιο τους, αλλά ρίχτηκαν στον αγώνα για την ανοικοδόμηση του στόλου τους με νέα όρεξη. Μία πηγή χρημάτων ήταν οι ασφαλιστικές ανακτήσεις και, σε αντίθεση με το παρελθόν, οι ξένες τράπεζες άρχισαν να δανείζουν χρήματα στους έλληνες πλοιοκτήτες.
Το ελληνικό κράτος είχε επίσης, για πρώτη φορά, μια μεγάλη συμβολή στην αναβίωση του στόλου, νομοθετώντας να επιστραφούν στους έλληνες πλοιοκτήτες οι φόροι που επιβάλλονταν στα επιπλέον κέρδη του πολέμου, υπό την προϋπόθεση ότι, εντός ορισμένης προθεσμίας, θα αγόραζαν ή θα παρήγγειλαν νέα πλοία διαθέτοντας το διπλάσιο ποσό των φόρων.
Οι έλληνες πλοιοκτήτες παρήγγειλαν έτσι έναν μεγάλο αριθμό πλοίων, αλλά από το 1929, όταν ξεκίνησε η ύφεση, υπέστησαν και πάλι ένα μεγάλο πλήγμα.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε ορισμένες εγγυήσεις, έτσι ώστε 100 Liberties και 7 tankers Τ2 να δοθούν σε έλληνες πλοιοκτήτες. Αυτή ήταν η αρχή της τελευταίας αναβίωσης του ελληνικού εμπορικού ναυτικού, καθώς στα χρόνια που ακολούθησαν έφτασε στην υψηλότερη κορυφή. Τα σχεδόν 5.000 πλοία των 52.000 ακαθ. ΟΡΟ το 1977 ή τα 4.750 πλοία άνω των 54.000.000 κόρων το 1981.
Οι Έλληνες, περισσότερο από κάθε άλλο λαό στον κόσμο, έχουμε παραμείνει ναυτικοί χωρίς διακοπή σε ολόκληρη την ιστορία μας, αγαπάμε τη θάλασσα, την σκεπτόμαστε ως ένα όμορφο στοιχείο, είμαστε ευτυχείς όταν βρισκόμαστε στη θάλασσα και κατά συνέπεια η θάλασσα είναι ένα φιλικό περιβάλλον για μας - μια προέκταση του εαυτού μας.
Χαιρόμαστε την ελευθερία και την αισιοδοξία που μας δίνει. Έτσι, όταν κανείς αναφέρεται στη σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα, είναι σα να μιλά για ένα αχώριστο ζευγάρι, για δύο αναπόσπαστα στοιχεία της ζωής.
Σήμερα, η ελληνική εμπορική Ναυτική βιομηχανία είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και συνεισφέρει πάνω από 7% του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία.
Μόνο η ελληνική τουριστική βιομηχανία είναι υπεύθυνη για μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας της ελληνικής οικονομίας.
Ο Ελληνικός στόλος μεταφέρει ήδη το 15% του παγκόσμιου εμπορίου.
Στα τελευταία 10 χρόνια οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν ναυπηγήσει πάνω από 2500 ποντοπόρα πλοία, κυρίως σε ναυπηγεία της Άπω Ανατολής.
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες παραγγέλνουν ένα νέο πλοίο κάθε 2 μέρες!.
Ακόμα, παρά την ύφεση που αφήνει το αποτύπωμά της και στο χώρο της ναυτιλίας, η ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία παρέμεινε ιδιαίτερα ανταγωνιστική, με τους Έλληνες να ελέγχουν το 15,56% της χωρητικότητας παγκοσμίως, ενώ ο ελληνόκτητος στόλος υπό σημαίες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιπροσωπεύει το 42,72% της κοινοτικής χωρητικότητας. Οι έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 23,5% του παγκόσμιου στόλου tankers (αργού πετρελαίου), το 17,2% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών μεταφοράς φορτίων χύδην και το 12,5% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών / παραγώγων πετρελαίου.
Σύμφωνα με στοιχεία του ναυλομεσιτικού οίκου Clarksons, στα τέλη Απριλίου του τρέχοντος έτους ο ελληνόκτητος στόλος αποτελείτο από 4.894 πλοία, 168.922.455 gt και 291.735.318 dwt. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ιαπωνία με 8.357 πλοία, 159.401.728 gt και 242.640.509 dwt και στην τρίτη η Κίνα με 6.427 πλοία, 190.601.765 dwt και 116.675.336 gt. Οι έλληνες πλοιοκτήτες καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά, ένα πράγματι θαυμάσιο επίτευγμα!
Πηγή:www.reporter.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου