Η αναζήτηση της ελευθερίας στο σκληρό καθεστώς του απαρχάιντ, οδήγησε τον Νέλσον Μαντέλα
σε ένα μακρύ, μοναδικό ταξίδι: από την αυλή του αρχηγού-πατέρα του της
φυλής των Τέμπου, στον «ένοπλο αγώνα», μετά στην φυλακή και από εκεί
στην Προεδρία της Νότιας Αφρικής, στις πρώτες πραγματικά δημοκρατικές
εκλογές στην ιστορία της χώρας.
Rolihlahla ήταν το πραγματικό του όνομα, που
σημαίνει στην καθομιλουμένη των Xhosa, όπως ευχαριστιόταν να λέει και ο ίδιος: «ταραχοποιός». Νέλσον τον «βάφτισε» ένας δάσκαλος του, όταν ξεκίνησε το σχολείο στην ηλικία των επτά ετών. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των μαύρων Νοτιοαφρικανών, των οποίων η αυτοπεποίθηση είχε συντριβεί από γενεές επίσημων διακηρύξεων περί της ανωτερότητας της λευκής φυλής, ο Μαντέλα, δεν έδειξε ποτέ να αμφιβάλει ότι είναι ίσος με όλους και τον καθένα ξεχωριστά.
«Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να θυμάται κανείς για τον Μαντέλα είναι ότι προέρχεται από βασιλική οικογένεια. Αυτό πάντα του έδινε δύναμη», λέει ο Αχμέτ Κατράντα, ακτιβιστής που μοιράστηκε ένα κελί μαζί του. Και στην αυτοβιογραφία του ο Μαντέλα θυμάται πως ως παιδί κρυφάκουγε τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις με στόχο τη συναίνεση στο συμβούλιο της φυλής του, παρατηρώντας ότι ο φύλαρχος δούλευε «όπως ο βοσκός… μένει πίσω από το κοπάδι, επιτρέποντας στους πιο σβέλτους να προχωρήσουν μπροστά, με τους άλλους να ακολουθούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εξαρχής κάποιος τους κατευθύνει από τα μετόπισθεν».
Αυτή ήταν συχνά και η δική του τακτική μετέπειτα ως ηγέτης και πρόεδρος, με τις προοπτικές και τις απόψεις του να διευρύνονται στη διάρκεια των σπουδών του στα σχολεία των Μεθοδιστών ιεραποστόλων και στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Fort Hare, το μοναδικό στη Νότια Αφρική για μαύρους.
Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με τον Όλιβερ Τάμπο, έναν άλλον μελλοντικό ηγέτη του απελευθερωτικού κινήματος. Επιστρέφοντας στο χωριό του πληροφορήθηκε ότι η οικογένειά του τού είχε διαλέξει νύφη. Βρίσκοντας τη μέλλουσα σύζυγο αποκρουστική και την προοπτική μιας καριέρας στην τοπική κυβέρνηση ακόμα πιο απωθητική, το έσκασε για τη μητρόπολη του Σοβέτο, ακολουθώντας άλλους νεαρούς της ηλικίας του που αναζητούσαν κυρίως δουλειά στα χρυσορυχεία.
Παρότι δεν είχε πάρει το πτυχία της νομικής, άνοιξε το πρώτο νομικό γραφείο μαύρων στη Ν. Αφρική, συνεταιριστικά με τον Τάμπο. Έχοντας χάσει την υπομονή του με τη γηραιά ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC), οργάνωσε με τον εταίρο του και με τον επιχειρηματία Γουόλτερ Σίσουλου τη νεολαία της οργάνωσης, εκδίδοντας ένα μανιφέστο τόσο φορτισμένο με παναφρικανικό εθνικισμό, που ορισμένοι λευκοί συμπαθούντες των μαύρων, ένιωσαν να προσβάλονται. «Ήμουν οργισμένος με τους λευκούς και όχι με τον ρατσισμό», έγραψε ο Μαντέλα στην αυτοβιογραφία του. «Αν και δεν ήμουν έτοιμος να πετάξω τους λευκούς στη θάλασσα, θα ήμουν πανευτυχής να επιβιβάζονταν στα πλοία τους και να έφευγαν με τη θέληση τους από την ήπειρο».
Ο Μαντέλα δεν ήταν ποτέ «ακραίος εθνικιστής» υποστήριξε Σισούλου, ή οπαδός κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Ήταν, όμως, άνθρωπος της δράσης, οπλισμένος με τολμηρή αυτοπεποίθηση. Πέντε χρόνια μετά την ίδρυση της Νεολαίας, οι επαναστάτες δρομολόγησαν την αλλαγή γενεάς στην ηγεσία του Κογκρέσου. Όσο για τον ίδιο τον Μαντέλα, παντρεύτηκε μια νοσοκόμα, την Έβελιν Ντόκο Μάσε, έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά, την χώρισε και γνώρισε την κατά 16 χρόνια νεώτερή του κοινωνική λειτουργό Νομζάμο Γουίνιφρεντ Μαντικιζέλα.Παντρεύτηκαν το 1958, ενώ ο ίδιος και άλλοι ακτιβιστές ήταν στο μέσον της δίκης τους με την κατηγορία της προδοσίας.
Το 1961, μετά τη δολοφονία 69 ειρηνικών διαδηλωτών από την αστυνομία, ο Μαντέλα αποφάσισε να οδηγήσει το Αφρικανικό Κογκρέσο στον δρόμο της ένοπλης εξέγερσης, μια απότομη μεταστροφή για έναν άνθρωπο που μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε διακηρύξει ότι η μη βία είναι απαράβατη αρχή για το κίνημα. Έχοντας υιοθετήσει τον Ανταρτοπόλεμο του Τσε Γκεβάρα, ο Μαντέλα έγινε ο πρώτος διοικητής ενός ετερόκλητου απελευθερωτικού στρατού, με την μεγαλειώδη ονομασία «Λόγχη του Έθνους». Η εμπλοκή του στον «ένοπλο αγώνα» έχει κάπως μυθοποιηθεί. Παρότι εκπαιδεύτηκε στον ανταρτοπόλεμο και προσπάθησε να εξοπλίσει τους άνδρες του, δεν «πολέμησε» ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση το καθεστώς ήταν αποφασισμένο να θέσει εκτός μάχης τον Μαντέλα και τους συντρόφους του. Κι αυτός και δεκάδες άλλοι συνελήφθησαν το 1956, μεταξύ άλλων, με την κατηγορία της προδοσίας. Η δίκη, με πολλά διαλείμματα κι εν μέσω αναταραχών,διήρκεσε έξι χρόνια και κατέληξε στην αθώωση των κατηγορούμενων, μια απόφαση «κόλαφος» για την κυβέρνηση. Ο Μαντέλα συνελήφθη πάλι τον Αύγουστο του 1962, με την κατηγορία της υποκίνησης εργατών σε απεργία και την έξοδο από τη χώρα χωρίς διαβατήριο. Την πρώτη ημέρα της δικαστικής διαδικασίας εμφανίστηκε ντυμένος με παραδοσιακή ενδυμασία των Xhosa από δέρμα λεοπάρδαλης για να δείξει ότι ήταν ένας Αφρικανός στη δικαιοδοσία των λευκών. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1963, με το καθεστώς αποφασισμένο να τον εξουδετέρωσει μια και καλή, ξεκινάει άλλη μια δίκη του, γνωστή ως «Υπόθεση Ριβόνια» και αυτήν τη φορά, μετά τις καταθέσεις 173 «μαρτύρων» και την παρουσίαση χιλιάδων εγγράφων και φωτογραφιών από τον εισαγγελέα, ο Μαντέλα και άλλοι 18 ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, γλύτωσαν μεν την θανατική ποινή, αλλά καταδικάστηκαν σε ισόβια για τέσσερις κατηγορίες σαμποτάζ και την απόπειρα βίαης ανατροπής της κυβέρνησης.
Η τετράωρη απολογία του Μαντέλα στο δικαστήριο ήταν από τις πλέον εύγλωττες της ζωής του και τον καθιέρωσε όχι μόνο ως ηγέτη του Κογκρέσου, αλλά και του παγκόσμιου κινήματος κατά του απαρτχάιντ. Παραδέχθηκε μεν ότι ηταν ο διοικητής της «Λόγχης του Έθνους», αλλά υποστήριξε ότι στράφηκε στη βία μόνο όταν η μη βίαιη αντίσταση είχε αποτύχει. Ομολόγησε ότι είχε συμμαχήσει με τους Κομμουνιστές -ένα ισχυρό επιχείρημα της κατηγορούσας αρχής στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου- αλλά παρομοίασε αυτήν τη «συμμαχία» με τη συνεργασία του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν εναντίον του Χίτλερ. «Πάλεψα κατά της κυριαρχίας των λευκών», είπε, «και πάλεψα κατά της κυριαρχίας των μαύρων. Λατρεύω την ιδέα μιας δημοκρατικής, ελεύθερης κοινωνίας όπου όλοι θα ζουμε μαζί αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι μια ιδέα την οποία ελπίζω ότι θα ζήσω να δω να υλοποιείται. Αλλά, κύριοι δικαστές, είναι μια ιδέα για την οποία είμαι έτοιμος και να πεθάνω».
Ο Μαντέλα ήταν 44 ετών όταν επιβιβάστηκε στο φέρι για τη φυλακή στο νησί Ρόμπεν, επτά μίλια από τις ακτές του Κέιπ Τάουν. Και είχε κλείσει τα 71 όταν απελευθερώθηκε.
Η ρουτίνα στις φυλακές ήταν η απομόνωση, οι συνεχείς ταπεινώσεις και η επικίνδυνη ανία. Αλλά για τον Μαντέλα και τους συντρόφους του το νησί έγινε πανεπιστήμιο. Στις συνεχείς ψυθιριστές συζητήσεις και στα πρόχειρα γραπτά που πήγαιναν από κελί σε κελί, οι έγκλειστοι «μιλούσαν» για τα πάντα: από τον Μαρξισμό μέχρι τη διαδικασία της περιτομής.
Ο Μαντέλα έμαθε τα Afrikaans, τη γλώσα των κυρίαρχων λευκών και παρότρυνε τους άλλους να την μελετήσουν, ακόνισε τις ικανότητες του ως ηγέτης, διαπραγματευτής και προσηλυτιστής, όχι μόνο μεταξύ των εγκλείστων, αλλά και με τη διοίκηση των φυλακών.
Την πρώτη φορά που ο Έλληνας δικηγόρος του, Γιώργος Μπίζος, τον επισκέφθηκε στη φυλακή, ο Μαντέλα του σύστησε όλους τους δεσμοφύλακες με το όνομά τους, χαρακτηρίζοντας τους «επίτιμη φρουρά» του. Στη συνέχεια όλοι άρχισαν να τον αντιμετωπίζουν ως την ηγετική φυσιογνωμία των φυλακών. Ο ίδιος έγραψε ότι η εμπειρία του στο νησί Ρόμπεν ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση των μη ρατσιστικών του αντιλήψεων. Η φυλακή τον βοήθησε να θέσει υπό έλεγχο κάθε διάθεση αντεκδίκησης και να τελειοποιήσει την τέχνη του διαπραγματευτή.
Και η απόφαση του να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση των λευκών ήταν μια από τις πιο σημαντικές της ζωής του. Και την έλαβε αυταρχικά, χωρίς να συμβουλευτεί τους συντρόφους του, που ήταν βέβαιο ότι θα αντιδράσουν. «Οι συντροφοί μου», έλεγε ο ίδιος, «δεν είχαν τα προνόμια που είχα εγώ να συνευρίσκομαι με VIP που έρχονταν εδώ, με δικαστές, τον υπουργό δικαιοσύνης, τον διοικητή των φυλακών. Έμαθα να ξεπερνάω τις προκαταλήψεις μου εναντίον τους. Γι’ αυτό αποφάσισα να τους φέρω προ τετελεσμένου».
Με ένα διάβημα στον τότε υπουργό δικαιοσύνης και μια επίσκεψη στον Πρόεδρο Πήτερ Βίλεμ Μπόθα, ο Μαντέλα άρχισε στην ουσία το 1986 τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Νότιας Αφρικής, που θα διαρκούσαν πολλά χρόνια. Τους τελεταίους μήνες πριν την αποφυλάκισή του, κι ενώ οι συζητήσεις προχωρούσαν με πιο γρήγορους ρυθμούς, η κυβέρνηση τον μετέφερε σε άλλες φυλακές έξω από το Κέηπ Τάουν, όπου οι συναντήσεις θα ήταν πιο άνετες και θα μπορούσαν οι γιατροί να παρακολουθούν την πορεία της υγείας του. Είχε ήδη υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη, ενώ είχε προβλήματα και στους πνεύμονες και το καθεστώς αντιμετώπιζε με τρόμο το σενάριο να πεθάνει στην φυλακή. Έτσι του παραχώρησε το σπιτάκι του δεσμοφύλακα και πρόσβαση στην πισίνα, στον κήπο και στη μαγειρική του σεφ. Εκεί συναντούσε και τους απεσταλμένους της κυβέρνησης και στη συνέχεια τους συντρόφους του από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο. Στους δύσπιστους και καχύποπτους συναγωνιστές του εξηγούσε ότι η στρατηγική του ήταν να δώσει την ευκαιρία στους λευκούς της κυβέρνησης να φύγουν με ομαλές διαδικασίες. Ετοιμαζόταν, άλλωστε, να συναντήσει τον Ντε Κλερκ, που μόλις είχε αναλάβει την εξουσία από τον Μπόθα.
Τον Φεβρουάριο του 1990, ο Μαντέλα βγήκε ελεύθερος άνθρωπος από την φυλακή, έχοντας στο πλευρό του τη συζυγό του Γουίνι και έκανε μετά από 27 χρόνια τα πρώτα βήματα σε έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστα γνώριζε και ο οποίος δεν τον γνώριζε σχεδόν καθόλου.
Το Αφρικανικό Κογκρέσο ήταν κομμένο σε φράξιες: τους πρώην φυλακισμένους, αυτούς που επί χρόνια πάλευαν μέσω των συνδικάτων και τους εξόριστους.
Η κυβέρνηση επίσης ήταν διχασμένη σε αυτούς που είχαν δεσμευτεί να προχωρήσουν τις διαπραγματεύσεις και σε όσους υποκινούσαν τη βία με την ελπίδα να αποσυντονίσουν και να διαλύσουν την ηγεσία των μαύρων. Επί τέσσερα χρόνια ο Μαντέλα -«Μαντίμπα» ή «Τάτα», δηλαδή «πατέρας», όπως τον αποκαλούσαν στη φυλή του- διαπραγματευόταν με όλους, αφού πρώτα έκανε τον γύρο της νίκης, από χώρα σε χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των επισκέψεων σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ, με τα πλήθη παντού να παραληρούν.
Εν τω μεταξύ ο γάμος του με τη Γουίνι κατέρρεε. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει δυο κόρες, αλλά για το μεγαλύτερο διάστημα του έγγαμου βίου του, η μοναδική επαφή ήταν πίσω από το γυάλινο χώρισμα στο επισκεπτήριο της φυλακής.
Η Γουίνι καταδιώχθηκε όλα αυτά τα χρόνια από την αστυνομία, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και σχεδόν εξορίστηκε με τα παιδιά της σε μια απομονωμένη πόλη λευκών. Όταν αφέθηκε και εκείνη ελεύθερη, είχε πάρει άλλο δρόμο από τον Μαντέλα., υιοθετώντας τη βία και ακολουθούμενοι από ομάδες νεαρών που απήγαγαν και δολοφονούσαν όσους μαύρους θεωρούσε αυτή εχθρικούς προς τον σκοπό της.
Παρότι ο γάμος τους είχε λήξει, ο «Μαντίμπα» αρνιόταν να πει δημόσια έστω και μια επικριτική λέξη εναντίον της.
Ως πρόεδρος αργότερα, υπέκυψε στη δημοτικότητα της και την διόρισε υφυπουργό πολιτισμού, ένα αξίωμα από το οποίο ενεπλάκη σε οικονομικά σκάνδαλα, προκαλώντας συνεχώς την κυβέρνηση. Το διαζύγιο βγήκε οριστικά το 1996, μετά από μια ταραχώδη δημόσια διαδικασία. Ο Μαντέλα στη συνέχεια ερωτεύτηκε την Γκράσα Μασέλ, χήρα του πρώην προέδρου της Μοζαμβίκης, ομολόγησε δημόσια την αγάπη του γι’ αυτή και με την προτροπή του αιδεσιμότατου Ντέσμοντ Τούτου, την παντρεύτηκε στα 80α γενεθλια του, το 1998, ένα χρόνο πριν ανακοινώσει ότι αποσύρεται από την ενεργό πολιτική.
Είχε μεσολαβήσει μια πολύ δύσκολη περίοδος διαπραγματεύσεων, ταραχών, μαζικών δολοφονιών από εξτρεμιστές και των δυο πλευρών και αλεπάλληλων συναντήσεων μεταξύ του Μαντέλα και του λευκού προέδρου Ντε Κλερ, με στόχο μια ειρηνική μετάβαση από το απαρτχάιντ σε δημοκρατικές εκλογές. Ο Μαντέλα αντιλαμβανόταν την ανάγκη της αμοιβαιότητας στη σχέση του με τον Ντε Κλερ, αλλά δεν τον συμπάθησε ποτέ και δεν τον εμπιστευόταν αρκετά. Το 1993 οι δυο άνδρες «μοιράστηκαν» το Νόμπελ Ειρήνης για τις προσπάθειές τους, αλλά λίγο πριν ανακηρυχθεί πρόεδρος ο Μαντέλα -με αντιπρόεδρο τον Ντε Κλερ- παραδέχθηκε ότι ακόμα υποψιαζόταν εμπλοκή του σε δεκάδες δολοφονίες μαύρων από αστυνομικούς και στρατιώτες.
Ωστόσο, τελικά το «μεγάλο παζάρι» διασφάλισε τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών με αντάλλαγμα ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μοιραστούν την εξουσία και οι λευκοί δεν θα υποστούν αντίποινα. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήταν σαφής ο κίνδυνος να βυθιστεί η χώρα στο χάος. Ο φόβος όμως νικήθηκε από τον ενθουσιασμό του μαύρου πληθυσμού μπροστά στις κάλπες.
Τον Απρίλιο του 1994, οι ψηφοφόροι σχημάτισαν ουρές χιλιομέτρων.
Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο απέσπασε το 62% των ψήφων και κέρδισε 252 έδρες από τις 400 της Βουλής, διασφαλίζοντας έτσι ότι ο ηγέτης τους θα ορκιζόταν ως ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της Νότιας Αφρικής. Η τελετή έγινε στις 10 Μαίου, με ολόκληρο τον πλανήτη να παρακολουθεί.
«Ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά αυτή η όμορφη χώρα δεν πρόκειται να ζήσει την καταπίεση του ενός επί του άλλου και να υποφέρει την προσβολή ότι είναι το κατακάθι του κόσμου» διακήρυξε ο Μαντέλα, καθώς μαχητικά Mirage έσκιζαν τον ουρανό και 50.000 Νοτιοαφρικανοί τον αποθέωναν έξω από το προεδρικό μέγαρο της Πρετόρια.
Ως πρόεδρος ο Μαντέλα υιοθέτησε ένα στυλ ζωής ανεπίσημο και «απρόσεκτο» στις σχέσεις του με τους πλούσιους, τους εκατομμυριούχους ιδιοκτήτες των ορυχείων, τους εμπόρους και τους εργολάβους, τις επενδύσεις των οποίων θεωρούσε ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Νότιας Αφρικής.
Ζούσε σε ένα σεμνό σπίτι, έστρωνε μόνος του το κρεβάτι του, αλλά δεν δίσταζε να ζητήσει δωρεές για να ενισχύσει το κόμμα του και να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του. Ταυτόχρονα επέμενε ότι η μαύρη πλειοψηφία δεν έπρεπε να περιμένει αυτόματη δικαίωση.
Έλεγε στους ηγέτες των συνδικάτων ότι πρέπει «να σφίξουν το ζωνάρι» και να αποδεχθούν μείωση των μισθών για να αρχίσουν να ρέουν οι επενδύσεις.
Επιβεβαίωσε, όμως, την ικανότητά του για μεγαλειώδεις κινήσεις συμφιλίωσης. Όπως η είσοδος του στο γήπεδο του ράγκμπι μετά τη νίκη της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, φορώντας τη μπλούζα της και με 80.000 οπαδούς -κυρίως λευκούς Afrikaaners να παραληρούν φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του.
Το ένστικτό του για συμβιβασμό επιβεβαιώθηκε το 1995 με τη συγκρότηση της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης, που είχε ως έργο της να εξισοροπήσει τη δικαιοσύνη με τη συγχώρεση.
Στο τέλος, βέβαια, η διαδικασία δεν πέτυχε απόλυτα τον στόχο της, αλλά σε γενικές γραμμές κρίθηκε επιτυχημένη.
Σε κάθε περίπτωση τα θαύματα του «Μαντίμπα» είχαν και όρια. Προσπάθησε με περιορισμένα αποτελέσματα να μεταμορφώσει την αστυνομία από όργανο του απαρτχάιντ σε αποτελεσματική δύναμη καταπολέμησης του εγκλήματος. Δεν νίκησε τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία. Οι ξένοι επενδυτές, παρά τον σεβασμό προς το πρόσωπο του, κράτησαν αποστάσεις ασφαλείας. Οι ρατσιστικές γραμμές μετά την πρώτη ευφορία, επανεμφανίστηκαν, καθώς η κυβέρνησή του και οι επόμενες, δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών, ενώ δεν εκπληρώθηκαν ούτε οι σχετικά μετριοπαθείς στόχοι του για τη στέγαση, την παιδεία και την απασχόληση.
Ο διάδοχός του Τάμπο Μπέκι δεν είχε εξαρχής καλές σχέσεις μαζί του. Ο «Μαντίμπα» είχε κάνει σαφές ότι δεν ήταν αυτός δική του επιλογή, αλλά του κομματικού μηχανισμού. Και ο Μπέκι ήταν υποχρεωμένος να κυβερνά υπό τη «βαριά σκιά» του Μαντέλα, επικρίνοντάς τον εμμέσως σε κάθε ευκαιρία.
Τα τελευταία χρόνια, με την υγεία του κλονισμένη, στην ουσία είχε αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο, αρνούμενος σχεδόν όλα τα αιτήματα για συνεντεύξεις. Όταν δέχθηκε να δει έναν δημοσιογράφο το 2007, οι συνεργάτες του ήδη προσπαθούσαν να περιορίσουν τη δημοσιότητα που είχε πάρει η μεγάλη διαμάχη μεταξύ των μελών της οικογένειάς του για την κληρονομιά του, αλλά και ζητήματα όπως το που θα ταφεί. Ο ίδιος επέμενε ότι έχει δώσει εντολές στη σύζυγό του, ζητώντας η κηδεία του να είναι λιτή, με την ελάχιστη δυνατή επισημότητα.
Αυτή η επιθυμία το πιθανότερο είναι να μην τηρηθεί, αφού εκτιμάται ότι η κηδεία του Νέλσον Μαντέλα θα είναι το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό γεγονός της αφρικανικής ηπείρου, που σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης, όπως αποκαλύπτει ο Guardian θα ολοκληρωθεί 12 ημέρες μετά τον θάνατό του. Απομένει να δούμε ποια είναι τα σχέδια που κάνει η οικογένεια Μαντέλα, δηλαδή οι δυο κόρες του με την Γουίνι Μαντέλα, άλλη μια από τον πρώτο του γάμο, τα 17 εγγόνια και τα 14 δισέγγονά του.
απο το fortunegreece.com
Rolihlahla ήταν το πραγματικό του όνομα, που
σημαίνει στην καθομιλουμένη των Xhosa, όπως ευχαριστιόταν να λέει και ο ίδιος: «ταραχοποιός». Νέλσον τον «βάφτισε» ένας δάσκαλος του, όταν ξεκίνησε το σχολείο στην ηλικία των επτά ετών. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των μαύρων Νοτιοαφρικανών, των οποίων η αυτοπεποίθηση είχε συντριβεί από γενεές επίσημων διακηρύξεων περί της ανωτερότητας της λευκής φυλής, ο Μαντέλα, δεν έδειξε ποτέ να αμφιβάλει ότι είναι ίσος με όλους και τον καθένα ξεχωριστά.
«Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να θυμάται κανείς για τον Μαντέλα είναι ότι προέρχεται από βασιλική οικογένεια. Αυτό πάντα του έδινε δύναμη», λέει ο Αχμέτ Κατράντα, ακτιβιστής που μοιράστηκε ένα κελί μαζί του. Και στην αυτοβιογραφία του ο Μαντέλα θυμάται πως ως παιδί κρυφάκουγε τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις με στόχο τη συναίνεση στο συμβούλιο της φυλής του, παρατηρώντας ότι ο φύλαρχος δούλευε «όπως ο βοσκός… μένει πίσω από το κοπάδι, επιτρέποντας στους πιο σβέλτους να προχωρήσουν μπροστά, με τους άλλους να ακολουθούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εξαρχής κάποιος τους κατευθύνει από τα μετόπισθεν».
Αυτή ήταν συχνά και η δική του τακτική μετέπειτα ως ηγέτης και πρόεδρος, με τις προοπτικές και τις απόψεις του να διευρύνονται στη διάρκεια των σπουδών του στα σχολεία των Μεθοδιστών ιεραποστόλων και στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Fort Hare, το μοναδικό στη Νότια Αφρική για μαύρους.
Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με τον Όλιβερ Τάμπο, έναν άλλον μελλοντικό ηγέτη του απελευθερωτικού κινήματος. Επιστρέφοντας στο χωριό του πληροφορήθηκε ότι η οικογένειά του τού είχε διαλέξει νύφη. Βρίσκοντας τη μέλλουσα σύζυγο αποκρουστική και την προοπτική μιας καριέρας στην τοπική κυβέρνηση ακόμα πιο απωθητική, το έσκασε για τη μητρόπολη του Σοβέτο, ακολουθώντας άλλους νεαρούς της ηλικίας του που αναζητούσαν κυρίως δουλειά στα χρυσορυχεία.
Παρότι δεν είχε πάρει το πτυχία της νομικής, άνοιξε το πρώτο νομικό γραφείο μαύρων στη Ν. Αφρική, συνεταιριστικά με τον Τάμπο. Έχοντας χάσει την υπομονή του με τη γηραιά ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC), οργάνωσε με τον εταίρο του και με τον επιχειρηματία Γουόλτερ Σίσουλου τη νεολαία της οργάνωσης, εκδίδοντας ένα μανιφέστο τόσο φορτισμένο με παναφρικανικό εθνικισμό, που ορισμένοι λευκοί συμπαθούντες των μαύρων, ένιωσαν να προσβάλονται. «Ήμουν οργισμένος με τους λευκούς και όχι με τον ρατσισμό», έγραψε ο Μαντέλα στην αυτοβιογραφία του. «Αν και δεν ήμουν έτοιμος να πετάξω τους λευκούς στη θάλασσα, θα ήμουν πανευτυχής να επιβιβάζονταν στα πλοία τους και να έφευγαν με τη θέληση τους από την ήπειρο».
Ο Μαντέλα δεν ήταν ποτέ «ακραίος εθνικιστής» υποστήριξε Σισούλου, ή οπαδός κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Ήταν, όμως, άνθρωπος της δράσης, οπλισμένος με τολμηρή αυτοπεποίθηση. Πέντε χρόνια μετά την ίδρυση της Νεολαίας, οι επαναστάτες δρομολόγησαν την αλλαγή γενεάς στην ηγεσία του Κογκρέσου. Όσο για τον ίδιο τον Μαντέλα, παντρεύτηκε μια νοσοκόμα, την Έβελιν Ντόκο Μάσε, έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά, την χώρισε και γνώρισε την κατά 16 χρόνια νεώτερή του κοινωνική λειτουργό Νομζάμο Γουίνιφρεντ Μαντικιζέλα.Παντρεύτηκαν το 1958, ενώ ο ίδιος και άλλοι ακτιβιστές ήταν στο μέσον της δίκης τους με την κατηγορία της προδοσίας.
Το 1961, μετά τη δολοφονία 69 ειρηνικών διαδηλωτών από την αστυνομία, ο Μαντέλα αποφάσισε να οδηγήσει το Αφρικανικό Κογκρέσο στον δρόμο της ένοπλης εξέγερσης, μια απότομη μεταστροφή για έναν άνθρωπο που μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε διακηρύξει ότι η μη βία είναι απαράβατη αρχή για το κίνημα. Έχοντας υιοθετήσει τον Ανταρτοπόλεμο του Τσε Γκεβάρα, ο Μαντέλα έγινε ο πρώτος διοικητής ενός ετερόκλητου απελευθερωτικού στρατού, με την μεγαλειώδη ονομασία «Λόγχη του Έθνους». Η εμπλοκή του στον «ένοπλο αγώνα» έχει κάπως μυθοποιηθεί. Παρότι εκπαιδεύτηκε στον ανταρτοπόλεμο και προσπάθησε να εξοπλίσει τους άνδρες του, δεν «πολέμησε» ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση το καθεστώς ήταν αποφασισμένο να θέσει εκτός μάχης τον Μαντέλα και τους συντρόφους του. Κι αυτός και δεκάδες άλλοι συνελήφθησαν το 1956, μεταξύ άλλων, με την κατηγορία της προδοσίας. Η δίκη, με πολλά διαλείμματα κι εν μέσω αναταραχών,διήρκεσε έξι χρόνια και κατέληξε στην αθώωση των κατηγορούμενων, μια απόφαση «κόλαφος» για την κυβέρνηση. Ο Μαντέλα συνελήφθη πάλι τον Αύγουστο του 1962, με την κατηγορία της υποκίνησης εργατών σε απεργία και την έξοδο από τη χώρα χωρίς διαβατήριο. Την πρώτη ημέρα της δικαστικής διαδικασίας εμφανίστηκε ντυμένος με παραδοσιακή ενδυμασία των Xhosa από δέρμα λεοπάρδαλης για να δείξει ότι ήταν ένας Αφρικανός στη δικαιοδοσία των λευκών. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1963, με το καθεστώς αποφασισμένο να τον εξουδετέρωσει μια και καλή, ξεκινάει άλλη μια δίκη του, γνωστή ως «Υπόθεση Ριβόνια» και αυτήν τη φορά, μετά τις καταθέσεις 173 «μαρτύρων» και την παρουσίαση χιλιάδων εγγράφων και φωτογραφιών από τον εισαγγελέα, ο Μαντέλα και άλλοι 18 ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, γλύτωσαν μεν την θανατική ποινή, αλλά καταδικάστηκαν σε ισόβια για τέσσερις κατηγορίες σαμποτάζ και την απόπειρα βίαης ανατροπής της κυβέρνησης.
Η τετράωρη απολογία του Μαντέλα στο δικαστήριο ήταν από τις πλέον εύγλωττες της ζωής του και τον καθιέρωσε όχι μόνο ως ηγέτη του Κογκρέσου, αλλά και του παγκόσμιου κινήματος κατά του απαρτχάιντ. Παραδέχθηκε μεν ότι ηταν ο διοικητής της «Λόγχης του Έθνους», αλλά υποστήριξε ότι στράφηκε στη βία μόνο όταν η μη βίαιη αντίσταση είχε αποτύχει. Ομολόγησε ότι είχε συμμαχήσει με τους Κομμουνιστές -ένα ισχυρό επιχείρημα της κατηγορούσας αρχής στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου- αλλά παρομοίασε αυτήν τη «συμμαχία» με τη συνεργασία του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν εναντίον του Χίτλερ. «Πάλεψα κατά της κυριαρχίας των λευκών», είπε, «και πάλεψα κατά της κυριαρχίας των μαύρων. Λατρεύω την ιδέα μιας δημοκρατικής, ελεύθερης κοινωνίας όπου όλοι θα ζουμε μαζί αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι μια ιδέα την οποία ελπίζω ότι θα ζήσω να δω να υλοποιείται. Αλλά, κύριοι δικαστές, είναι μια ιδέα για την οποία είμαι έτοιμος και να πεθάνω».
Ο Μαντέλα ήταν 44 ετών όταν επιβιβάστηκε στο φέρι για τη φυλακή στο νησί Ρόμπεν, επτά μίλια από τις ακτές του Κέιπ Τάουν. Και είχε κλείσει τα 71 όταν απελευθερώθηκε.
Η ρουτίνα στις φυλακές ήταν η απομόνωση, οι συνεχείς ταπεινώσεις και η επικίνδυνη ανία. Αλλά για τον Μαντέλα και τους συντρόφους του το νησί έγινε πανεπιστήμιο. Στις συνεχείς ψυθιριστές συζητήσεις και στα πρόχειρα γραπτά που πήγαιναν από κελί σε κελί, οι έγκλειστοι «μιλούσαν» για τα πάντα: από τον Μαρξισμό μέχρι τη διαδικασία της περιτομής.
Ο Μαντέλα έμαθε τα Afrikaans, τη γλώσα των κυρίαρχων λευκών και παρότρυνε τους άλλους να την μελετήσουν, ακόνισε τις ικανότητες του ως ηγέτης, διαπραγματευτής και προσηλυτιστής, όχι μόνο μεταξύ των εγκλείστων, αλλά και με τη διοίκηση των φυλακών.
Την πρώτη φορά που ο Έλληνας δικηγόρος του, Γιώργος Μπίζος, τον επισκέφθηκε στη φυλακή, ο Μαντέλα του σύστησε όλους τους δεσμοφύλακες με το όνομά τους, χαρακτηρίζοντας τους «επίτιμη φρουρά» του. Στη συνέχεια όλοι άρχισαν να τον αντιμετωπίζουν ως την ηγετική φυσιογνωμία των φυλακών. Ο ίδιος έγραψε ότι η εμπειρία του στο νησί Ρόμπεν ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση των μη ρατσιστικών του αντιλήψεων. Η φυλακή τον βοήθησε να θέσει υπό έλεγχο κάθε διάθεση αντεκδίκησης και να τελειοποιήσει την τέχνη του διαπραγματευτή.
Και η απόφαση του να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση των λευκών ήταν μια από τις πιο σημαντικές της ζωής του. Και την έλαβε αυταρχικά, χωρίς να συμβουλευτεί τους συντρόφους του, που ήταν βέβαιο ότι θα αντιδράσουν. «Οι συντροφοί μου», έλεγε ο ίδιος, «δεν είχαν τα προνόμια που είχα εγώ να συνευρίσκομαι με VIP που έρχονταν εδώ, με δικαστές, τον υπουργό δικαιοσύνης, τον διοικητή των φυλακών. Έμαθα να ξεπερνάω τις προκαταλήψεις μου εναντίον τους. Γι’ αυτό αποφάσισα να τους φέρω προ τετελεσμένου».
Με ένα διάβημα στον τότε υπουργό δικαιοσύνης και μια επίσκεψη στον Πρόεδρο Πήτερ Βίλεμ Μπόθα, ο Μαντέλα άρχισε στην ουσία το 1986 τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Νότιας Αφρικής, που θα διαρκούσαν πολλά χρόνια. Τους τελεταίους μήνες πριν την αποφυλάκισή του, κι ενώ οι συζητήσεις προχωρούσαν με πιο γρήγορους ρυθμούς, η κυβέρνηση τον μετέφερε σε άλλες φυλακές έξω από το Κέηπ Τάουν, όπου οι συναντήσεις θα ήταν πιο άνετες και θα μπορούσαν οι γιατροί να παρακολουθούν την πορεία της υγείας του. Είχε ήδη υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη, ενώ είχε προβλήματα και στους πνεύμονες και το καθεστώς αντιμετώπιζε με τρόμο το σενάριο να πεθάνει στην φυλακή. Έτσι του παραχώρησε το σπιτάκι του δεσμοφύλακα και πρόσβαση στην πισίνα, στον κήπο και στη μαγειρική του σεφ. Εκεί συναντούσε και τους απεσταλμένους της κυβέρνησης και στη συνέχεια τους συντρόφους του από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο. Στους δύσπιστους και καχύποπτους συναγωνιστές του εξηγούσε ότι η στρατηγική του ήταν να δώσει την ευκαιρία στους λευκούς της κυβέρνησης να φύγουν με ομαλές διαδικασίες. Ετοιμαζόταν, άλλωστε, να συναντήσει τον Ντε Κλερκ, που μόλις είχε αναλάβει την εξουσία από τον Μπόθα.
Τον Φεβρουάριο του 1990, ο Μαντέλα βγήκε ελεύθερος άνθρωπος από την φυλακή, έχοντας στο πλευρό του τη συζυγό του Γουίνι και έκανε μετά από 27 χρόνια τα πρώτα βήματα σε έναν κόσμο τον οποίο ελάχιστα γνώριζε και ο οποίος δεν τον γνώριζε σχεδόν καθόλου.
Το Αφρικανικό Κογκρέσο ήταν κομμένο σε φράξιες: τους πρώην φυλακισμένους, αυτούς που επί χρόνια πάλευαν μέσω των συνδικάτων και τους εξόριστους.
Η κυβέρνηση επίσης ήταν διχασμένη σε αυτούς που είχαν δεσμευτεί να προχωρήσουν τις διαπραγματεύσεις και σε όσους υποκινούσαν τη βία με την ελπίδα να αποσυντονίσουν και να διαλύσουν την ηγεσία των μαύρων. Επί τέσσερα χρόνια ο Μαντέλα -«Μαντίμπα» ή «Τάτα», δηλαδή «πατέρας», όπως τον αποκαλούσαν στη φυλή του- διαπραγματευόταν με όλους, αφού πρώτα έκανε τον γύρο της νίκης, από χώρα σε χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των επισκέψεων σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ, με τα πλήθη παντού να παραληρούν.
Εν τω μεταξύ ο γάμος του με τη Γουίνι κατέρρεε. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει δυο κόρες, αλλά για το μεγαλύτερο διάστημα του έγγαμου βίου του, η μοναδική επαφή ήταν πίσω από το γυάλινο χώρισμα στο επισκεπτήριο της φυλακής.
Η Γουίνι καταδιώχθηκε όλα αυτά τα χρόνια από την αστυνομία, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και σχεδόν εξορίστηκε με τα παιδιά της σε μια απομονωμένη πόλη λευκών. Όταν αφέθηκε και εκείνη ελεύθερη, είχε πάρει άλλο δρόμο από τον Μαντέλα., υιοθετώντας τη βία και ακολουθούμενοι από ομάδες νεαρών που απήγαγαν και δολοφονούσαν όσους μαύρους θεωρούσε αυτή εχθρικούς προς τον σκοπό της.
Παρότι ο γάμος τους είχε λήξει, ο «Μαντίμπα» αρνιόταν να πει δημόσια έστω και μια επικριτική λέξη εναντίον της.
Ως πρόεδρος αργότερα, υπέκυψε στη δημοτικότητα της και την διόρισε υφυπουργό πολιτισμού, ένα αξίωμα από το οποίο ενεπλάκη σε οικονομικά σκάνδαλα, προκαλώντας συνεχώς την κυβέρνηση. Το διαζύγιο βγήκε οριστικά το 1996, μετά από μια ταραχώδη δημόσια διαδικασία. Ο Μαντέλα στη συνέχεια ερωτεύτηκε την Γκράσα Μασέλ, χήρα του πρώην προέδρου της Μοζαμβίκης, ομολόγησε δημόσια την αγάπη του γι’ αυτή και με την προτροπή του αιδεσιμότατου Ντέσμοντ Τούτου, την παντρεύτηκε στα 80α γενεθλια του, το 1998, ένα χρόνο πριν ανακοινώσει ότι αποσύρεται από την ενεργό πολιτική.
Είχε μεσολαβήσει μια πολύ δύσκολη περίοδος διαπραγματεύσεων, ταραχών, μαζικών δολοφονιών από εξτρεμιστές και των δυο πλευρών και αλεπάλληλων συναντήσεων μεταξύ του Μαντέλα και του λευκού προέδρου Ντε Κλερ, με στόχο μια ειρηνική μετάβαση από το απαρτχάιντ σε δημοκρατικές εκλογές. Ο Μαντέλα αντιλαμβανόταν την ανάγκη της αμοιβαιότητας στη σχέση του με τον Ντε Κλερ, αλλά δεν τον συμπάθησε ποτέ και δεν τον εμπιστευόταν αρκετά. Το 1993 οι δυο άνδρες «μοιράστηκαν» το Νόμπελ Ειρήνης για τις προσπάθειές τους, αλλά λίγο πριν ανακηρυχθεί πρόεδρος ο Μαντέλα -με αντιπρόεδρο τον Ντε Κλερ- παραδέχθηκε ότι ακόμα υποψιαζόταν εμπλοκή του σε δεκάδες δολοφονίες μαύρων από αστυνομικούς και στρατιώτες.
Ωστόσο, τελικά το «μεγάλο παζάρι» διασφάλισε τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών με αντάλλαγμα ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μοιραστούν την εξουσία και οι λευκοί δεν θα υποστούν αντίποινα. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήταν σαφής ο κίνδυνος να βυθιστεί η χώρα στο χάος. Ο φόβος όμως νικήθηκε από τον ενθουσιασμό του μαύρου πληθυσμού μπροστά στις κάλπες.
Τον Απρίλιο του 1994, οι ψηφοφόροι σχημάτισαν ουρές χιλιομέτρων.
Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο απέσπασε το 62% των ψήφων και κέρδισε 252 έδρες από τις 400 της Βουλής, διασφαλίζοντας έτσι ότι ο ηγέτης τους θα ορκιζόταν ως ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της Νότιας Αφρικής. Η τελετή έγινε στις 10 Μαίου, με ολόκληρο τον πλανήτη να παρακολουθεί.
«Ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά αυτή η όμορφη χώρα δεν πρόκειται να ζήσει την καταπίεση του ενός επί του άλλου και να υποφέρει την προσβολή ότι είναι το κατακάθι του κόσμου» διακήρυξε ο Μαντέλα, καθώς μαχητικά Mirage έσκιζαν τον ουρανό και 50.000 Νοτιοαφρικανοί τον αποθέωναν έξω από το προεδρικό μέγαρο της Πρετόρια.
Ως πρόεδρος ο Μαντέλα υιοθέτησε ένα στυλ ζωής ανεπίσημο και «απρόσεκτο» στις σχέσεις του με τους πλούσιους, τους εκατομμυριούχους ιδιοκτήτες των ορυχείων, τους εμπόρους και τους εργολάβους, τις επενδύσεις των οποίων θεωρούσε ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Νότιας Αφρικής.
Ζούσε σε ένα σεμνό σπίτι, έστρωνε μόνος του το κρεβάτι του, αλλά δεν δίσταζε να ζητήσει δωρεές για να ενισχύσει το κόμμα του και να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του. Ταυτόχρονα επέμενε ότι η μαύρη πλειοψηφία δεν έπρεπε να περιμένει αυτόματη δικαίωση.
Έλεγε στους ηγέτες των συνδικάτων ότι πρέπει «να σφίξουν το ζωνάρι» και να αποδεχθούν μείωση των μισθών για να αρχίσουν να ρέουν οι επενδύσεις.
Επιβεβαίωσε, όμως, την ικανότητά του για μεγαλειώδεις κινήσεις συμφιλίωσης. Όπως η είσοδος του στο γήπεδο του ράγκμπι μετά τη νίκη της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, φορώντας τη μπλούζα της και με 80.000 οπαδούς -κυρίως λευκούς Afrikaaners να παραληρούν φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του.
Το ένστικτό του για συμβιβασμό επιβεβαιώθηκε το 1995 με τη συγκρότηση της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης, που είχε ως έργο της να εξισοροπήσει τη δικαιοσύνη με τη συγχώρεση.
Στο τέλος, βέβαια, η διαδικασία δεν πέτυχε απόλυτα τον στόχο της, αλλά σε γενικές γραμμές κρίθηκε επιτυχημένη.
Σε κάθε περίπτωση τα θαύματα του «Μαντίμπα» είχαν και όρια. Προσπάθησε με περιορισμένα αποτελέσματα να μεταμορφώσει την αστυνομία από όργανο του απαρτχάιντ σε αποτελεσματική δύναμη καταπολέμησης του εγκλήματος. Δεν νίκησε τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία. Οι ξένοι επενδυτές, παρά τον σεβασμό προς το πρόσωπο του, κράτησαν αποστάσεις ασφαλείας. Οι ρατσιστικές γραμμές μετά την πρώτη ευφορία, επανεμφανίστηκαν, καθώς η κυβέρνησή του και οι επόμενες, δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών, ενώ δεν εκπληρώθηκαν ούτε οι σχετικά μετριοπαθείς στόχοι του για τη στέγαση, την παιδεία και την απασχόληση.
Ο διάδοχός του Τάμπο Μπέκι δεν είχε εξαρχής καλές σχέσεις μαζί του. Ο «Μαντίμπα» είχε κάνει σαφές ότι δεν ήταν αυτός δική του επιλογή, αλλά του κομματικού μηχανισμού. Και ο Μπέκι ήταν υποχρεωμένος να κυβερνά υπό τη «βαριά σκιά» του Μαντέλα, επικρίνοντάς τον εμμέσως σε κάθε ευκαιρία.
Τα τελευταία χρόνια, με την υγεία του κλονισμένη, στην ουσία είχε αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο, αρνούμενος σχεδόν όλα τα αιτήματα για συνεντεύξεις. Όταν δέχθηκε να δει έναν δημοσιογράφο το 2007, οι συνεργάτες του ήδη προσπαθούσαν να περιορίσουν τη δημοσιότητα που είχε πάρει η μεγάλη διαμάχη μεταξύ των μελών της οικογένειάς του για την κληρονομιά του, αλλά και ζητήματα όπως το που θα ταφεί. Ο ίδιος επέμενε ότι έχει δώσει εντολές στη σύζυγό του, ζητώντας η κηδεία του να είναι λιτή, με την ελάχιστη δυνατή επισημότητα.
Αυτή η επιθυμία το πιθανότερο είναι να μην τηρηθεί, αφού εκτιμάται ότι η κηδεία του Νέλσον Μαντέλα θα είναι το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό γεγονός της αφρικανικής ηπείρου, που σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης, όπως αποκαλύπτει ο Guardian θα ολοκληρωθεί 12 ημέρες μετά τον θάνατό του. Απομένει να δούμε ποια είναι τα σχέδια που κάνει η οικογένεια Μαντέλα, δηλαδή οι δυο κόρες του με την Γουίνι Μαντέλα, άλλη μια από τον πρώτο του γάμο, τα 17 εγγόνια και τα 14 δισέγγονά του.
απο το fortunegreece.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου