Τα χρονολογικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες
είναι εκατοντάδες.
Σχεδόν κάθε πολιτισμός ανέπτυσσε το δικό του, λίγα όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν.
Έως τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. το ημερολόγιο που επικρατούσε ήταν αυτό της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της Σελήνης.
Λόγω της ατέλειάς του, όμως, δημιουργήθηκαν μεγάλες αποκλίσεις, κυρίως στην εαρινή ισημερία, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.
Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου.
Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες.
Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προσθέτονταν κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Όμως και από το Ιουλιανό Ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων το χρόνο.
Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα.
Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.
Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις.
Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα.
Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα.
(Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας την 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα.)
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία επί αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο με τον φόβο μήπως αυτό γίνει αιτία παραπλάνησης του πληρώματος, δηλαδή των πιστών.
Όταν το 1582 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ κάλεσε μέσω επιστολής τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον Τρανό να το εισαγάγει και στην Ορθόδοξη εκκλησία, ο πατριάρχης δεν το δέχτηκε ύστερα από συνοδική απόφαση, θεωρώντας ότι αποτελεί απόπειρα προσηλυτισμού.
Η εξέλιξη του πολιτισμού, όμως, επέβαλε νέες ανάγκες και το θέμα άρχισε να αντιμετωπίζεται από άλλη σκοπιά. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄, το 1895, εξέφρασε την ευχή να υπάρξει ενιαίο ημερολόγιο για όλους τους χριστιανικούς λαούς. Και ο Ιωακείμ Γ΄ έστειλε το 1902 εγκύκλιο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ζήτημα του ημερολογίου και ζητούσε τις απόψεις τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι δεν απορρίπτει καταρχήν την προοπτική αλλαγής του ημερολογίου. Συστήθηκε μάλιστα επιτροπή μελέτης, η οποία αποφάνθηκε το 1919 ότι: «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Περιμένοντας να γίνει μια τέτοια συνεννόηση, η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το Παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο, συμφώνησε δε να εισαγάγει η Πολιτεία το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο για πολιτική χρήση.
Με βασιλικό διάταγμα εισήχθη στην Ελλάδα το Γρηγοριανό ημερολόγιο την 1 Μαρτίου 1923 ακριβώς γι' αυτόν το σκοπό.
Αλλά λίγες μέρες αργότερα τα πράγματα έμπλεξαν, όταν ήρθε η 25η Μαρτίου και θα έπρεπε να χωριστεί η γιορτή του Ευαγγελισμού από την γιορτή της Εθνεγερσίας.
Τότε έγινε σαφές ότι η συνύπαρξη δύο ημερολογίων θα προκαλούσε προβλήματα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος για να αρθεί το αδιέξοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές γιορτές με εξαίρεση τη γιορτή του Πάσχα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκατατέθηκε στην αλλαγή με τηλεγράφημα του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ της 23 Φεβρουαρίου 1924, το οποίο ανέφερε: «Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου».
Έτσι την 10η Μαρτίου 1924 εισήχθη το Γρηγοριανό ημερολόγιο στη χώρα μας και η μέρα αυτή υπολογίστηκε σαν 23 Μαρτίου.
Διαφορά μεταξύ Γρηγοριανού και Ιουλιανού ημερολογίου
Μετά την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1582, η διαφορά μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού αυξήθηκε σταδιακά κατά τρεις ημέρες στους τέσσερις αιώνες που έχουν περάσει.
Παρακάτω φαίνεται η διαφορά σε ημέρες για εύρος ημερομηνιών.
Σημειώνεται ότι όταν αναφέρεται κανείς σε γεγονότα που συνέβησαν σε χώρα που ίσχυε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και τα συγκρίνει χρονικά με γεγονότα που συνέβησαν σε χώρα ή χώρες που ίσχυε το Ιουλιανό, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά αυτή, συνήθως με αναγραφή δυο ημερομηνιών ταυτόχρονα (παράδειγμα: «Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έγινε στις 20 Οκτωβρίου / 8 Οκτωβρίου 1827», γιατί η ημερομηνία που κατέγραφαν στα ημερολόγιά τους τα βρετανικά, γαλλικά και ρωσικά πλοία ήταν 20 Οκτωβρίου, ενώ για τους Έλληνες η ημερομηνία ήταν 8 Οκτωβρίου 1827).
Γρηγοριανό ημερολόγιο
Ιουλιανό ημερολόγιο
Διαφορά
Από 15 Οκτωβρίου 1582
μέχρι 10 Μαρτίου 1700
Από 5 Οκτωβρίου 1582
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1700
10 ημέρες
Από 11 Μαρτίου 1700
μέχρι 11 Μαρτίου 1800
Από 29 Φεβρουαρίου 1700
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1800
11 ημέρες
Από 12 Μαρτίου 1800
μέχρι 12 Μαρτίου 1900
Από 29 Φεβρουαρίου 1800
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1900
12 ημέρες
Από 13 Μαρτίου 1900
μέχρι 13 Μαρτίου 2100
Από 29 Φεβρουαρίου 1900
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2100
13 ημέρες
Από 14 Μαρτίου 2100
μέχρι 14 Μαρτίου 2200
Από 29 Φεβρουαρίου 2100
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2200
14 ημέρες
Η ημερολογιακή πρακτική που έκανε αναγκαίο τον όρο "κοινή χρονολογία" είναι το σύστημα αρίθμησης των ετών με εκκίνηση το έτος που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Ιησούς.
Ωστόσο η εκτίμηση εκείνη αποδείχτηκε ανακριβής, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 2 με 7 Π.Κ.Χ.
Το ημερολογιακό σύστημα βάσει της γέννησης του Ιησού επινοήθηκε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το έτος 525 κατόπιν εντολής του Πάπα Ιωάννη Α’ χρησιμοποιώντας τη λατινική συντομογραφία A.D. (στη λατινική, anno Domini, που σημαίνει στο έτος του Κυρίου [μας], το οποίο στην ελληνική γραμματεία αντιστοιχήθηκε με το "μ.Χ.", μετά Χριστόν) για τον προσδιορισμό των ετών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για αιώνες καθώς γύρω στον όγδοο αιώνα άρχισε η ευρύτερη χρήση τους.
Ο πρώτος χρονικογράφος που χρησιμοποίησε τον όρο "A.D." ("μ.Χ.") ήταν ένας αφρικανός ιστορικός του έβδομου αιώνα. Λίγο αργότερα, ο αγγλοσάξωνας ιστορικός και θεολόγος Βέδας έκανε χρήση του λατινικού όρου "ante incarnationis dominicae" (που σημαίνει "πριν την ενσάρκωση του Κυρίου") η οποία αποτελεί αντίστοιχο αντίστοιχο του όρου B.C. (π.Χ.) για να προσδιορίσει τα έτη που προηγούνται του πρώτου έτους αυτής της περιόδου, στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Λαού.
Ο όρος "κοινή χρονολογία/εποχή" αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο αναφοράς σε αυτή την χρονική περίοδο. Σύμφωνα με αυτή την ονοματολογική σύμβαση, η Γαλλική επανάσταση έγινε το έτος 1789, και ο άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι το έτος 1969. Όσοι χρησιμοποιούν την ονοματολογία της «κοινής χρονολογίας» θεωρούν ότι αυτές είναι χρονολογίες «της κοινής [μας] χρονολογίας».
Όταν χρησιμοποιείται ως αντικατάσταση της σήμανσης "π.Χ./μ.Χ", ο όρος «της κοινής [μας] χρονολογίας» συντομογραφείται ως «Κ.Χ.», και είναι το ακριβές αριθμητικό αντίστοιχο του «μ.Χ.» . Αντίστοιχα, η περίοδος πριν από την κοινή μας χρονολογία καλείται «Π.Κ.Χ.» (πριν την Κοινή [μας] Χρονολογία), και είναι το ακριβές αντίστοιχο του «π.Χ.» Και στις δύο περιπτώσεις, η συντομογραφία τοποθετείται μετά το έτος, οπότε γράφουμε πως ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 Π.Κ.Χ. (ή, 384 π.Χ.) και ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε το έτος 1821 Κ.Χ. (ή, 1821 μ.Χ.).
http://el.wikipedia.org
Σχεδόν κάθε πολιτισμός ανέπτυσσε το δικό του, λίγα όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν.
Έως τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. το ημερολόγιο που επικρατούσε ήταν αυτό της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της Σελήνης.
Λόγω της ατέλειάς του, όμως, δημιουργήθηκαν μεγάλες αποκλίσεις, κυρίως στην εαρινή ισημερία, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.
Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου.
Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες.
Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προσθέτονταν κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Όμως και από το Ιουλιανό Ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων το χρόνο.
Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα.
Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.
Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις.
Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα.
Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα.
(Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας την 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα.)
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία επί αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο με τον φόβο μήπως αυτό γίνει αιτία παραπλάνησης του πληρώματος, δηλαδή των πιστών.
Όταν το 1582 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ κάλεσε μέσω επιστολής τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον Τρανό να το εισαγάγει και στην Ορθόδοξη εκκλησία, ο πατριάρχης δεν το δέχτηκε ύστερα από συνοδική απόφαση, θεωρώντας ότι αποτελεί απόπειρα προσηλυτισμού.
Η εξέλιξη του πολιτισμού, όμως, επέβαλε νέες ανάγκες και το θέμα άρχισε να αντιμετωπίζεται από άλλη σκοπιά. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄, το 1895, εξέφρασε την ευχή να υπάρξει ενιαίο ημερολόγιο για όλους τους χριστιανικούς λαούς. Και ο Ιωακείμ Γ΄ έστειλε το 1902 εγκύκλιο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ζήτημα του ημερολογίου και ζητούσε τις απόψεις τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι δεν απορρίπτει καταρχήν την προοπτική αλλαγής του ημερολογίου. Συστήθηκε μάλιστα επιτροπή μελέτης, η οποία αποφάνθηκε το 1919 ότι: «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Περιμένοντας να γίνει μια τέτοια συνεννόηση, η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το Παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο, συμφώνησε δε να εισαγάγει η Πολιτεία το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο για πολιτική χρήση.
Με βασιλικό διάταγμα εισήχθη στην Ελλάδα το Γρηγοριανό ημερολόγιο την 1 Μαρτίου 1923 ακριβώς γι' αυτόν το σκοπό.
Αλλά λίγες μέρες αργότερα τα πράγματα έμπλεξαν, όταν ήρθε η 25η Μαρτίου και θα έπρεπε να χωριστεί η γιορτή του Ευαγγελισμού από την γιορτή της Εθνεγερσίας.
Τότε έγινε σαφές ότι η συνύπαρξη δύο ημερολογίων θα προκαλούσε προβλήματα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος για να αρθεί το αδιέξοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές γιορτές με εξαίρεση τη γιορτή του Πάσχα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκατατέθηκε στην αλλαγή με τηλεγράφημα του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ της 23 Φεβρουαρίου 1924, το οποίο ανέφερε: «Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου».
Έτσι την 10η Μαρτίου 1924 εισήχθη το Γρηγοριανό ημερολόγιο στη χώρα μας και η μέρα αυτή υπολογίστηκε σαν 23 Μαρτίου.
Διαφορά μεταξύ Γρηγοριανού και Ιουλιανού ημερολογίου
Μετά την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1582, η διαφορά μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού αυξήθηκε σταδιακά κατά τρεις ημέρες στους τέσσερις αιώνες που έχουν περάσει.
Παρακάτω φαίνεται η διαφορά σε ημέρες για εύρος ημερομηνιών.
Σημειώνεται ότι όταν αναφέρεται κανείς σε γεγονότα που συνέβησαν σε χώρα που ίσχυε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και τα συγκρίνει χρονικά με γεγονότα που συνέβησαν σε χώρα ή χώρες που ίσχυε το Ιουλιανό, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά αυτή, συνήθως με αναγραφή δυο ημερομηνιών ταυτόχρονα (παράδειγμα: «Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έγινε στις 20 Οκτωβρίου / 8 Οκτωβρίου 1827», γιατί η ημερομηνία που κατέγραφαν στα ημερολόγιά τους τα βρετανικά, γαλλικά και ρωσικά πλοία ήταν 20 Οκτωβρίου, ενώ για τους Έλληνες η ημερομηνία ήταν 8 Οκτωβρίου 1827).
Γρηγοριανό ημερολόγιο
Ιουλιανό ημερολόγιο
Διαφορά
Από 15 Οκτωβρίου 1582
μέχρι 10 Μαρτίου 1700
Από 5 Οκτωβρίου 1582
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1700
10 ημέρες
Από 11 Μαρτίου 1700
μέχρι 11 Μαρτίου 1800
Από 29 Φεβρουαρίου 1700
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1800
11 ημέρες
Από 12 Μαρτίου 1800
μέχρι 12 Μαρτίου 1900
Από 29 Φεβρουαρίου 1800
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1900
12 ημέρες
Από 13 Μαρτίου 1900
μέχρι 13 Μαρτίου 2100
Από 29 Φεβρουαρίου 1900
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2100
13 ημέρες
Από 14 Μαρτίου 2100
μέχρι 14 Μαρτίου 2200
Από 29 Φεβρουαρίου 2100
μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2200
14 ημέρες
Η χρονολογία και η καταγραφή της( "μ.Χ.", μετά Χριστόν-«π.Χ.» "πριν την ενσάρκωση του Κυρίου")
Η ημερολογιακή πρακτική που έκανε αναγκαίο τον όρο "κοινή χρονολογία" είναι το σύστημα αρίθμησης των ετών με εκκίνηση το έτος που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Ιησούς.
Ωστόσο η εκτίμηση εκείνη αποδείχτηκε ανακριβής, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 2 με 7 Π.Κ.Χ.
Το ημερολογιακό σύστημα βάσει της γέννησης του Ιησού επινοήθηκε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το έτος 525 κατόπιν εντολής του Πάπα Ιωάννη Α’ χρησιμοποιώντας τη λατινική συντομογραφία A.D. (στη λατινική, anno Domini, που σημαίνει στο έτος του Κυρίου [μας], το οποίο στην ελληνική γραμματεία αντιστοιχήθηκε με το "μ.Χ.", μετά Χριστόν) για τον προσδιορισμό των ετών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για αιώνες καθώς γύρω στον όγδοο αιώνα άρχισε η ευρύτερη χρήση τους.
Ο πρώτος χρονικογράφος που χρησιμοποίησε τον όρο "A.D." ("μ.Χ.") ήταν ένας αφρικανός ιστορικός του έβδομου αιώνα. Λίγο αργότερα, ο αγγλοσάξωνας ιστορικός και θεολόγος Βέδας έκανε χρήση του λατινικού όρου "ante incarnationis dominicae" (που σημαίνει "πριν την ενσάρκωση του Κυρίου") η οποία αποτελεί αντίστοιχο αντίστοιχο του όρου B.C. (π.Χ.) για να προσδιορίσει τα έτη που προηγούνται του πρώτου έτους αυτής της περιόδου, στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Λαού.
Ο όρος "κοινή χρονολογία/εποχή" αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο αναφοράς σε αυτή την χρονική περίοδο. Σύμφωνα με αυτή την ονοματολογική σύμβαση, η Γαλλική επανάσταση έγινε το έτος 1789, και ο άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι το έτος 1969. Όσοι χρησιμοποιούν την ονοματολογία της «κοινής χρονολογίας» θεωρούν ότι αυτές είναι χρονολογίες «της κοινής [μας] χρονολογίας».
Όταν χρησιμοποιείται ως αντικατάσταση της σήμανσης "π.Χ./μ.Χ", ο όρος «της κοινής [μας] χρονολογίας» συντομογραφείται ως «Κ.Χ.», και είναι το ακριβές αριθμητικό αντίστοιχο του «μ.Χ.» . Αντίστοιχα, η περίοδος πριν από την κοινή μας χρονολογία καλείται «Π.Κ.Χ.» (πριν την Κοινή [μας] Χρονολογία), και είναι το ακριβές αντίστοιχο του «π.Χ.» Και στις δύο περιπτώσεις, η συντομογραφία τοποθετείται μετά το έτος, οπότε γράφουμε πως ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 Π.Κ.Χ. (ή, 384 π.Χ.) και ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε το έτος 1821 Κ.Χ. (ή, 1821 μ.Χ.).
http://el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου