Ανεβαίνει η ένταση στη Μέση Ανατολή
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
Ελπίζουμε ότι δεν θα δούμε στη Μέση Ανατολή να επαναλαμβάνονται «Τα Οπλα του Αυγούστου», το διάσημο βιβλίο της Μπάρμπαρα Τάτσμαν, που αναφέρεται στην περίοδο της διολίσθησης του κόσμου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωστόσο, αυτό το καλοκαίρι, στη Μέση Ανατολή επικρατεί νευρικότητα, καθώς διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα προκειμένου να διευθετηθούν οι κρίσεις στη Συρία και το Ιράν.
Μια μικρή ένδειξη της αυξανόμενης έντασης είναι ότι η Σαουδική Αραβία προειδοποίησε ορισμένους στρατιωτικούς αξιωματούχους ότι ανακαλούνται
οι προγραμματισμένες θερινές τους άδειες.
Σύμφωνα με σαουδαραβικές και αμερικανικές πηγές, αυτή η περιορισμένη κινητοποίηση αντανακλά τις ανησυχίες για ενδεχόμενη σύγκρουση με το Ιράν, για τον πόλεμο στη Συρία και τις εντάσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών στο γειτονικό Μπαχρέιν.
Οι διπλωμάτες εργάζονται υπερωρίες προκειμένου να εκτονώσουν αυτές τις κρίσεις στην περιοχή, χωρίς ωστόσο επιτυχία.
Ο Κόφι Ανάν, πρώην γ.γ. του ΟΗΕ, έχει τεθεί επικεφαλής της διεθνούς προσπάθειας για την πολιτική αλλαγή στη Συρία.
Αυτό, ωστόσο, δεν έχει ως συνέπεια να μετακινήσει τον Ασαντ.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Ανάν είπε ότι είχε «εποικοδομητικές» συνομιλίες με τον Ασαντ και ότι θα παρουσιάσει σύντομα προτάσεις στη συριακή αντιπολίτευση. Είναι ωστόσο αποκαρδιωτικό να διαπιστώνει κανείς πόσο λίγη πρόοδο έχει σημειώσει ο Ανάν, παρά την ευρεία διεθνή συναίνεση ότι ο Ασαντ πρέπει να φύγει από την εξουσία.
Στο μέτωπο του Ιράν τώρα, συνεχίζονται οι συνομιλίες μεταξύ των πέντε χωρών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συν τη Γερμανία (P5+1), αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ωστόσο οι συνεδριάσεις του P5+1 στην Κωνσταντινούπολη, τη Βαγδάτη και τη Μόσχα έφεραν ελάχιστα αποτελέσματα.
Οι συνομιλίες συνεχίζονται τώρα σε επίπεδο «ειδικών», οι οποίοι διερευνούν ενδεχομένως τις δυνατότητες σύναψης συμφωνίας, στο περιθώριο των αυστηρών παραμέτρων των υπό διαπραγμάτευση σχεδίων συμφωνιών.
Το καλοκαίρι αυτό θα είναι ασφαλώς ένα δύσκολο καλοκαίρι για τη διπλωματία.
Η πίεση που ασκεί ο Ασαντ είναι η απειλή του ότι, με την πτώση του, θα συμπαρασύρει μαζί και τη Συρία, σε έναν θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο.
Η καλύτερη λύση για τη μετάβαση της εξουσίας στη Συρία θα ήταν μια συμφωνία την οποία θα επιτύγχανε η Ρωσία.
Ωστόσο οι ελπίδες για μια τέτοια συμφωνία ολοένα και λιγοστεύουν. Από ένα σημείο και ύστερα, και αφού θα έχει χυθεί τόσο πολύ αίμα, η «ειρηνική μετάβαση εξουσίας» θα είναι αδύνατη.
Η Ρωσία εμφανίζεται τελικώς να αίρει μερικώς τη στήριξή της στον Ασαντ, αρνούμενη να του πωλήσει και άλλα όπλα.
Μήπως όμως είναι ήδη αργά; Από την άλλη πλευρά, οι διαπραγματεύσεις στο ζήτημα του Ιράν καθοδηγούνται επίσης από την προοπτική του πολέμου, σε περίπτωση που αποτύχει η διπλωματία.
Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι προηγούμενοι τρεις μήνες συνομιλιών θα έπρεπε ήδη να έχουν πείσει τους Ιρανούς ότι η διαπραγματευτική τους θέση δεν είναι ισχυρή.
Η σκληρή γραμμή της Τεχεράνης δεν απέτρεψε την επιβολή νέων κυρώσεων, δεν επέτεινε τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης και δεν διέλυσε τον συνασπισμό των χωρών του P5+1.
Οπως επισημαίνουν ορισμένοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, τώρα αρχίζει το πραγματικό παζάρι, καθώς οι οικονομικές κυρώσεις ασκούν καθημερινά ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην Τεχεράνη.
Το να φτάνουν στο χείλος του γκρεμού αποτελεί κομμάτι πολλών διαπραγματεύσεων. Συνήθως όμως οι πλευρές που εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε συμφωνία και αποφεύγουν την καταστροφή.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντα.
Ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είπε σε συγκέντρωση φοιτητών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, προ μηνών, ότι αν οι ηγέτες του κόσμου το 1914 γνώριζαν πώς θα ήταν ο κόσμος το 1919, θα είχαν μετά βεβαιότητος λάβει διαφορετικές αποφάσεις.
Η πίστη των διπλωματών ότι μια συμβιβαστική λύση θα αναδειχθεί όταν κορυφώνεται η κρίση δυστυχώς δεν υποστηρίζεται από πρόσφατα στοιχεία και γεγονότα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση διοργάνωσε 19 συνόδους αφ’ ότου ξέσπασε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης πριν από τρία χρόνια και δεν έχει βρεθεί ακόμη λύση.
Τον περασμένο χρόνο στη Αμερική, ούτε η προοπτική της οικονομικής κατάρρευσης δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε οι πολιτικοί να προχωρήσουν σε κάτι περισσότερο από μια προσωρινή συμφωνία. Αφ’ ης στιγμής αρχίσει η κλιμάκωση μιας σύγκρουσης, είναι ενδεχομένως δύσκολο να σταματήσει.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι στη Συρία τα επίπεδα της θρησκευτικής βίας και ο αριθμός των δολοφονιών έχουν υπερβεί το κομβικό σημείο και είναι πολύ δύσκολο να περιοριστούν.
Στο Ιράν, ο ορισμός της κρίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης. Εδώ υπάρχει τόσο λίγη εμπιστοσύνη που δεν είναι αρκετή ούτε για ενδεχόμενη απευθείας τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των ηγεσιών του Ιράν και της Δύσης.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επιλέξει την οδό των διεθνών συμμαχιών για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Συρία και το Ιράν.
Αυτή είναι η πιο λογική πολιτική.
Αν όμως αυτές οι πολυμερείς προσπάθειες αποτύχουν, τότε οι ΗΠΑ θα πρέπει να διαμορφώσουν μια εναλλακτική στρατηγική.
Αν οι ΗΠΑ θέλουν να αποσπάσουν ένα «ναι» σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν σε ένα πιο ανεξάρτητο και επιθετικό παζάρι.
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_15/07/2012_489114
Ελπίζουμε ότι δεν θα δούμε στη Μέση Ανατολή να επαναλαμβάνονται «Τα Οπλα του Αυγούστου», το διάσημο βιβλίο της Μπάρμπαρα Τάτσμαν, που αναφέρεται στην περίοδο της διολίσθησης του κόσμου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωστόσο, αυτό το καλοκαίρι, στη Μέση Ανατολή επικρατεί νευρικότητα, καθώς διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα προκειμένου να διευθετηθούν οι κρίσεις στη Συρία και το Ιράν.
Μια μικρή ένδειξη της αυξανόμενης έντασης είναι ότι η Σαουδική Αραβία προειδοποίησε ορισμένους στρατιωτικούς αξιωματούχους ότι ανακαλούνται
οι προγραμματισμένες θερινές τους άδειες.
Σύμφωνα με σαουδαραβικές και αμερικανικές πηγές, αυτή η περιορισμένη κινητοποίηση αντανακλά τις ανησυχίες για ενδεχόμενη σύγκρουση με το Ιράν, για τον πόλεμο στη Συρία και τις εντάσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών στο γειτονικό Μπαχρέιν.
Οι διπλωμάτες εργάζονται υπερωρίες προκειμένου να εκτονώσουν αυτές τις κρίσεις στην περιοχή, χωρίς ωστόσο επιτυχία.
Ο Κόφι Ανάν, πρώην γ.γ. του ΟΗΕ, έχει τεθεί επικεφαλής της διεθνούς προσπάθειας για την πολιτική αλλαγή στη Συρία.
Αυτό, ωστόσο, δεν έχει ως συνέπεια να μετακινήσει τον Ασαντ.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Ανάν είπε ότι είχε «εποικοδομητικές» συνομιλίες με τον Ασαντ και ότι θα παρουσιάσει σύντομα προτάσεις στη συριακή αντιπολίτευση. Είναι ωστόσο αποκαρδιωτικό να διαπιστώνει κανείς πόσο λίγη πρόοδο έχει σημειώσει ο Ανάν, παρά την ευρεία διεθνή συναίνεση ότι ο Ασαντ πρέπει να φύγει από την εξουσία.
Στο μέτωπο του Ιράν τώρα, συνεχίζονται οι συνομιλίες μεταξύ των πέντε χωρών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συν τη Γερμανία (P5+1), αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Ωστόσο οι συνεδριάσεις του P5+1 στην Κωνσταντινούπολη, τη Βαγδάτη και τη Μόσχα έφεραν ελάχιστα αποτελέσματα.
Οι συνομιλίες συνεχίζονται τώρα σε επίπεδο «ειδικών», οι οποίοι διερευνούν ενδεχομένως τις δυνατότητες σύναψης συμφωνίας, στο περιθώριο των αυστηρών παραμέτρων των υπό διαπραγμάτευση σχεδίων συμφωνιών.
Το καλοκαίρι αυτό θα είναι ασφαλώς ένα δύσκολο καλοκαίρι για τη διπλωματία.
Η πίεση που ασκεί ο Ασαντ είναι η απειλή του ότι, με την πτώση του, θα συμπαρασύρει μαζί και τη Συρία, σε έναν θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο.
Η καλύτερη λύση για τη μετάβαση της εξουσίας στη Συρία θα ήταν μια συμφωνία την οποία θα επιτύγχανε η Ρωσία.
Ωστόσο οι ελπίδες για μια τέτοια συμφωνία ολοένα και λιγοστεύουν. Από ένα σημείο και ύστερα, και αφού θα έχει χυθεί τόσο πολύ αίμα, η «ειρηνική μετάβαση εξουσίας» θα είναι αδύνατη.
Η Ρωσία εμφανίζεται τελικώς να αίρει μερικώς τη στήριξή της στον Ασαντ, αρνούμενη να του πωλήσει και άλλα όπλα.
Μήπως όμως είναι ήδη αργά; Από την άλλη πλευρά, οι διαπραγματεύσεις στο ζήτημα του Ιράν καθοδηγούνται επίσης από την προοπτική του πολέμου, σε περίπτωση που αποτύχει η διπλωματία.
Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι προηγούμενοι τρεις μήνες συνομιλιών θα έπρεπε ήδη να έχουν πείσει τους Ιρανούς ότι η διαπραγματευτική τους θέση δεν είναι ισχυρή.
Η σκληρή γραμμή της Τεχεράνης δεν απέτρεψε την επιβολή νέων κυρώσεων, δεν επέτεινε τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης και δεν διέλυσε τον συνασπισμό των χωρών του P5+1.
Οπως επισημαίνουν ορισμένοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, τώρα αρχίζει το πραγματικό παζάρι, καθώς οι οικονομικές κυρώσεις ασκούν καθημερινά ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην Τεχεράνη.
Το να φτάνουν στο χείλος του γκρεμού αποτελεί κομμάτι πολλών διαπραγματεύσεων. Συνήθως όμως οι πλευρές που εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε συμφωνία και αποφεύγουν την καταστροφή.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντα.
Ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είπε σε συγκέντρωση φοιτητών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, προ μηνών, ότι αν οι ηγέτες του κόσμου το 1914 γνώριζαν πώς θα ήταν ο κόσμος το 1919, θα είχαν μετά βεβαιότητος λάβει διαφορετικές αποφάσεις.
Η πίστη των διπλωματών ότι μια συμβιβαστική λύση θα αναδειχθεί όταν κορυφώνεται η κρίση δυστυχώς δεν υποστηρίζεται από πρόσφατα στοιχεία και γεγονότα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση διοργάνωσε 19 συνόδους αφ’ ότου ξέσπασε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης πριν από τρία χρόνια και δεν έχει βρεθεί ακόμη λύση.
Τον περασμένο χρόνο στη Αμερική, ούτε η προοπτική της οικονομικής κατάρρευσης δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε οι πολιτικοί να προχωρήσουν σε κάτι περισσότερο από μια προσωρινή συμφωνία. Αφ’ ης στιγμής αρχίσει η κλιμάκωση μιας σύγκρουσης, είναι ενδεχομένως δύσκολο να σταματήσει.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι στη Συρία τα επίπεδα της θρησκευτικής βίας και ο αριθμός των δολοφονιών έχουν υπερβεί το κομβικό σημείο και είναι πολύ δύσκολο να περιοριστούν.
Στο Ιράν, ο ορισμός της κρίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης. Εδώ υπάρχει τόσο λίγη εμπιστοσύνη που δεν είναι αρκετή ούτε για ενδεχόμενη απευθείας τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των ηγεσιών του Ιράν και της Δύσης.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επιλέξει την οδό των διεθνών συμμαχιών για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Συρία και το Ιράν.
Αυτή είναι η πιο λογική πολιτική.
Αν όμως αυτές οι πολυμερείς προσπάθειες αποτύχουν, τότε οι ΗΠΑ θα πρέπει να διαμορφώσουν μια εναλλακτική στρατηγική.
Αν οι ΗΠΑ θέλουν να αποσπάσουν ένα «ναι» σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν σε ένα πιο ανεξάρτητο και επιθετικό παζάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου