Λίγο πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής κρίσης σημειώναμε ότι ο νέος πόλεμος ξεκινά από την χώρα μας και αναφέραμε οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες που έδειχναν την πρόθεση των ΗΠΑ να μεταφέρουν την χρηματοπιστωτική κρίση στο εσωτερικό της ΕΕ, μεταλλάσσοντάς την σε δημοσιονομική κρίση.
Σε κάποιους τότε αυτό φάνταζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σήμερα όμως λίγοι αρνούνται να το αποδεχτούν. Θα πρέπει κανείς να μην γνωρίζει οικονομικά για να μην αντιλαμβάνεται την άμεση σχέση της πρώτης κρίσης που είχε ως αφετηρία τις ΗΠΑ, με την δεύτερη που ξεκίνησε από την ΕΕ, έχοντας ως εστία την Ελλάδα. Η κρίση αυτή δυστυχώς διαρκώς διαστέλλεται και από εμπορικός πόλεμος, μεταβάλλεται σε νομισματικό, με διαστάσεις πλέον διπλωματικής διένεξης. Έχει αρχίσει με άλλα λόγια, μια παγκόσμια «φαγούρα» ηγεμονικού χαρακτήρα που διαταράσσει το σύστημα της παγκόσμιας ηγεμονίας, το οποίο στηρίζεται στην λεγόμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση. Το πρόβλημα δεν είναι ασφαλώς τεχνικό (στενά οικονομικό) αφορώντας στην πολιτική παραγωγής εμπορικού πλεονάσματος σε Γερμανία και Κίνα, αλλά πλέον και στη Ρωσία, ή στην επεκτατική δανειοδοτική πολιτική της Fed στις ΗΠΑ και σε χώρες της ΕΕ, ούτε στενά στο ζήτημα της ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς και της διαχείρισης του χρέους. Είναι ζήτημα αντίληψης των διεθνών κανόνων ηγεμονίας, που πλέον αμφισβητούνται τόσο από την Κίνα όσο και από την Γερμανία, την ώρα που η Μόσχα κρατά επιφυλακτική στάση, περιμένοντας να δει πώς εξελίσσεται το διεθνές παιχνίδι αμφισβήτησης του μονοπολικού κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό παλαιές συμμαχίες διαταράσσονται και νέες δημιουργούνται, έχοντας ως αποτέλεσμα οι τέσσερεις βασικοί πόλοι παγκόσμιας ηγεσίας ( ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και ΕΕ) να διέρχονται περίοδο αναστάτωσης, με μεγαλύτερη αυτή που πλήττει τον Γερμανικό (ΕΕ) και τον Κινεζικό. Σε όλες τις περιπτώσεις την αναταραχή προκαλεί η αμερικανική πολιτική, η οποία μετά την διάλυση του διπολικού συστήματος φάνηκε έτοιμη να αποδεχθεί την λειτουργία ενός uni-multipolar συστήματος ηγεμονίας υπό την οικονομική ηγεσία των ΗΠΑ, αλλά πλέον στο βαθμό που το σύστημα αυτό διαταράχθηκε με το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας και παρουσιάζονται τάσεις αυτονόμησης των επιμέρους πόλων, το συνολικό καθεστώς αμφισβητείται και το σύστημα χάνει την εσωτερική του ισορροπία. Αποκτά δηλαδή λίγο-πολύ άναρχα χαρακτηριστικά.
Στην πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά αυτά φανερώνουν τάσεις μεταβολής της παγκόσμιας πολιτικής οργάνωσης, αλλά στο πλαίσιο άσκησης ηγεμονικής πολιτικής, εκλαμβάνονται ως απειλές. Η απειλή για την ελίτ που ηγείται του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υποστηριζόμενη οργανικά από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, είναι να περάσουμε από την uni-multipolarity σε multipolarity. Αυτό θα σήμαινε σοβαρή απώλεια ισχύος της χώρας σε όλα τα επίπεδα, με τεράστιες οικονομικές συνέπειες. Μόνον η πιθανότητα το δολάριο να έπαυε να αποτελεί αποθεματικό νόμισμα θα επέφερε απώλειες γύρω στο 10% συνολικά στον οικονομικό κύκλο της χώρας, με αλυσιδωτές αντιδράσεις στα επιτόκια, επηρεάζοντας παράλληλα όλες τις οικονομίες που είναι συνδεδεμένες με αυτό το νόμισμα. Όπως αντιλαμβάνεστε multipolar world, δίχως ενιαία παγκόσμια διακυβέρνηση υπό την ηγεσία του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς σοβαρή έως ακραία παγκόσμια κρίση, σύμφωνα τουλάχιστον με την αντίληψη των βορειοαμερικανικών συμφερόντων.
Η κρίση στα δημοσιονομικά της ΕΕ, είναι το αποτέλεσμα του βορειοαμερικανικού «άγχους», που έβλεπε τη Γερμανία μέσω του ευρώ να αποκτά δύναμη απειλητικών διαστάσεων, που θα της επέτρεπε να ακολουθήσει αυτόνομη πολιτική σε όλα τα επίπεδα, διαμορφώνοντας σχέσεις με τους άλλους πόλους ερήμην της ηγεσίας των ΗΠΑ.
Στο σημείο αυτό καλό είναι να επισημάνουμε ότι δεν αξιολογούμε την συμπεριφορά των ΗΠΑ αρνητικά και της Γερμανίας θετικά, καθώς αν το ερευνήσεις βαθύτερα δεν βρίσκεις άκρη. Με μια λογική οι Αμερικανοί έχουν δίκιο, με μια άλλη οι Γερμανοί. Κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει με οικονομικούς όρους την γερμανική πολιτική, επιθετική, ακόμη και ανέντιμη και την αμερικανική αντίδραση απολύτως δικαιολογημένη. Στα ζητήματα διεθνούς πολιτικής καλό είναι να μην γίνονται αξιολογήσεις ηθικού περιεχομένου, διότι αυτές υποδηλώνουν προκατάληψη.
Σημασία έχει ότι στο βαθμό που τελικά η Γερμανία δεν θα προσαρμοστεί στις επιταγές των ΗΠΑ, που εμφανίζονται ως στάσεις των αγορών, η ΕΕ θα αποδεκατιστεί σε σημείο να χάσει σε πρώτο στάδιο την ισχύ της και σε δεύτερο να μισο-διαλυθεί, με αμερικανικό δάκτυλο ασφαλώς. Αυτό δεν ενοχλεί ιδιαίτερα τους Ρώσους, παρότι αλλιώς δηλώνουν, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία της κινεζικής ηγεσίας. Έτσι μια έντονη διάθεση για προσέγγιση εμφανίζεται τον τελευταίο καιρό μεταξύ Γερμανίας και Κίνας, παρότι υπάρχει ακόμη καχυποψία και από τις δύο πλευρές.
Η γερμανική κυβέρνηση στην ουσία δεν έχει πολλές επιλογές πλέον. Αν ακολουθήσει τις παροτρύνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, τότε θα αναγκαστεί να στραφεί στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς της, ενώ θα μετατρέψει την ΕΚΤ σε «υποκατάστημα» της Fed, υποβαθμίζοντας την ισχύ του ευρώ, άρα και της χώρας ως οικονομικού γίγαντα. Αν επιμείνει στην «σκληρή» στάση δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη και στην ίδια πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ, τότε θα αναγκαστεί αργά ή γρήγορα να αποδεχτεί την θεσμική αποδιοργάνωση της νομισματικής ένωσης, με δραματικές συνέπειες για ολόκληρη την ΕΕ. Και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή, οι Γερμανοί θα έβγαιναν αποδυναμωμένοι και ο πόλος της ΕΕ σοβαρά εξασθενημένος. Στην ουσία οι Γερμανοί σε αυτή την φάση δεν έχουν την δυνατότατα να επικρατήσουν σε αυτόν τον οικονομικό πόλεμο και έτσι αναζητούν μεσοβέζικες λύσεις, με «μηχανισμούς» που δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν σε περίπτωση γενίκευσης της κρίσης. Τα πράγματα ασφαλώς θα ήταν καλλίτερα γι’ αυτούς αν στο Παρίσι δεν κυβερνούσε ο Σαρκοζί και στη Ρώμη ο Μπερλουσκόνι. Αμφότεροι κάνουν δικό τους παιχνίδι, υπονομεύοντας με το γάντι τους Γερμανούς και αναπτύσσοντας ακόμα στενότερες σχέσεις με το αμερικανο-εβραϊκό λόμπι, αλλά και το Λονδίνο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης, αμοιβαίας καχυποψίας και σαφούς σύγκρουσης συμφερόντων εντός του ευρωατλαντικού μπλοκ, ο Γιώργος Παπανδρέου, όχι μόνον έλαβε πρώτος-πρώτος θέση υπέρ των συμφερόντων της χρηματοπιστωτικής ελίτ, αλλά πρωταγωνίστησε στην αμφισβήτηση της ικανότητας της Γερμανίας να ασκεί ηγεμονία στον πόλο (της). Εκθέτοντας την χώρα μας σε όλα τα επίπεδα έδειξε ότι η Γερμανία είναι ανίκανη να κουμαντάρει το νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ότι δεν έχει μακρόπνοη στρατηγική και ότι η στάση της διέπεται από νεο-εθνικισμό και συμφεροντολογική προσέγγιση, αντί για ευρωπαϊσμό και αλληλεγγύη προς τους ασθενείς εταίρους της. Με λαϊκές κουβέντες, ο Γιώργος και η (διεθνής) ομάδα των συμβούλων του έκαναν «ρόμπα» την γερμανική κυβέρνηση, εμφανιζόμενοι μάλιστα υποκριτικά ως αγνοί, άδολοι, αντικειμενικοί και ουδέτεροι. Μετά από αυτά αντιλαμβάνεστε ποιες θα είναι οι συνέπειες! Μόνον οι αγορές και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κρατήσουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη, με ποικίλες πιέσεις προς την Γερμανία. Το γυαλί με τους Γερμανούς έσπασε και αυτό δεν αφορά στην παρούσα κυβέρνηση, αλλά γενικότερα, όπως παρατηρώ τις τελευταίες μέρες. Ακόμα και μέλη του SPD εμφανίζονται σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες επικριτικά σε ότι αφορά στην γενικότερη στάση του Γιώργου Παπανδρέου. «Μπορούσε να το χειριστεί καλύτερα», μου είπε κάποιος από αυτούς. Άρα, από εδώ και στο εξής η Ελλάδα θα εμφανίζεται ως τμήμα αυτών που απειλούν τα γερμανικά συμφέροντα, κυρίως έμμεσα αλλά και άμεσα και με την έννοια αυτή θα πρέπει να ερμηνεύονται οι αντιδράσεις των Γερμανών σε διάφορα επίπεδα εναντίον της χώρας μας. Δεν φαντάζει η Ελλάδα πλέον στα γερμανικά κέντρα των αποφάσεων ως ένα πρόβλημα, όπως μέχρι πρότινος, αλλά ως υπονομευτής των συμφερόντων τους. Και τούτο είναι άλλης τάξεως ζήτημα.
Με δύο λόγια, τα πράγματα για τη χώρα μας είναι δύσκολα πλέον εντός της ευρωζώνης κυρίως σε πολιτικό επίπεδο και αυτήν την αλήθεια δεν θα πρέπει να την αγνοούμε ή να την διασκεδάζουμε με αφορισμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα της ημεδαπής προπαγάνδας. Ο Γιώργος Παπανδρέου ακολούθησε μία στρατηγική που εκ των πραγμάτων εξυπηρέτησε αυτούς που επιθυμούσαν την αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού πόλου, ώστε να διατηρηθεί σε ισχύ η ηγεμονία του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι μέσω του δόγματος «uni-multipolarity», όπως το περιέγραψα στην εισαγωγή αυτού του σημειώματος. Η στάση αυτή δημιουργεί ένα αναμφισβήτητο προηγούμενο με γεωπολιτικές συνέπειες για την χώρα μας, που θα αφορά και σε οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση και δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί. Θεωρώ αυτήν την εξέλιξη απόλυτα συνυφασμένη με την πολιτική των «μνημονίων», που επέλεξε το καθεστώς και ανησυχώ βαθύτατα για τις συνέπειες που μπορεί να έχει για την χώρα μας σε πολιτικό, οικονομικό και γεωστρατηγικό επίπεδο, αν δεν υπάρχει πίσω από αυτήν την στάση βαθύτερος σχεδιασμός. Αλλά ακόμη κι αν υπάρχει, στον βαθμό που αναπτύχθηκε μέσω υπόγειων διαδρομών και όχι στο φως της πολιτικής αντιπαράθεσης, ενσωματώνει κινδύνους που δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Πέραν αυτού, αν υφίσταται τέτοιου είδους στρατηγική, είναι δυνατόν να δημιουργήσει συγκλίσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή με κριτήριο ποιος υποστηρίζει ποια διεθνή συμφέροντα και όχι μέσω της πραγματικής σύγκλισης πολιτικών θέσεων. Η Ελλάδα εμφανίζεται να εισήλθε άοπλη και φουριόζα στο πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων, δίχως οι Έλληνες πολίτες να γνωρίζουν με ποια κριτήρια και ποια λογική η κυβέρνησή τους επέλεξε στρατόπεδο. Αυτό θέτει ένα επιπρόσθετο ζήτημα σεβασμού της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία ούτως ή άλλως έχει πληγεί βάναυσα από τον τρόπο που η χώρα απαίτησε, «διαπραγματεύθηκε» και εντάχθηκε στον μηχανισμό της τρόικας, μετά την ..πρόσκρουση στο παγόβουνο με την οποία μας είχαν απειλήσει κυβερνητικοί αξιωματούχοι!
Article Author: Δημήτρης Γιαννακόπουλος, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου