Η εβδομάδα που μας πέρασε παρουσίασε σημαντικό ενδιαφέρον από την πλευρά των εξελίξεων στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Εξελίξεις από τις οποίες εξαρτάται και η επίλυση προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Στη συνεδρίαση του Ευρωγκρούπ έγινε ευρεία συζήτηση για την δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης των αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης και την προικοδότησή του με κεφάλαια ικανά να στηρίξουν τις αδύναμες χώρες και κυρίως να στηρίξουν τη σταθερότητα του ευρώ και να αποδείξουν τη συνεκτικότητα της Ευρωζώνης.
Βέβαια οι ιθύνοντες της Ευρώπης βλέπουν τον Μηχανισμό Στήριξης ως ένα μέσον για τον σκοπό αυτό. Αν η κατάρρευση του ευρώ αποφευχθεί και οι οικονομίες του Νότου βοηθηθούν αποτελεσματικά, τότε πλέον θα αποδειχθεί ότι είναι υπαρκτή η εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής αλληλεγγύης.
H προικοδότηση του Μηχανισμού Στήριξης είναι φυσικό να προσκρούσει στα συμφέροντα των πλούσιων χωρών του Βορρά καθώς αυτές οι χώρες θα κληθούν να καταβάλουν σημαντικό τίμημα. Βέβαια με το αζημίωτο και με επιστροφή των κεφαλαίων που θα διαθέσουν. Έτσι προέκυψε και το θέμα της έκδοσης ευρωομολόγων για τη συγκέντρωση των χρηματικών πόρων που απαιτούνται για τη στήριξη των αδύναμων οικονομιών που μετέχουν στην Ευρωζώνη. Το ευρωομόλογο θα είναι εγγυημένο από την ΕΕ, δηλαδή από την ΕΚΤ, και θα εξοφλείται από τον Μηχανισμό Στήριξης. Τα θέματα γύρω από την έκδοση ευρωομολόγων είναι πολλά και δύσκολα. Και το κυριότερο θέμα είναι αυτό των επιτοκίων, καθώς τα επιτόκια δανεισμού των διαφόρων κρατών της Ευρωζώνης βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος στις διεθνείς χρηματαγορές, γεγονός που σημαίνει ότι θα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ύψος του επιτοκίου, με το οποίο θα τα προικοδοτηθούν ευρωομόλογα. Και οι διακυμάνσεις των επιτοκίων με τα οποία δανείζει η χρηματοπιστωτική αγορά είναι και συνεχείς και με σημαντική διαφορά. Π.χ. το επιτόκιο δανεισμού της Γερμανίας είναι στο 1/3 του επιτοκίου δανεισμού της Ελλάδας.
Το μεγάλο αγκάθι στην έκδοση του ευρωομολόγου υπήρξε η άρνηση της Γερμανίας να εγκρίνει την έκδοσή του. Και την άρνηση αυτή ακολούθησαν και οι γειτονικές της χώρες που βρίσκονται υπό την άμεση επιρροή της. Δηλαδή η Αυστρία και η Ολλανδία. Ενώ αντίθετα οι χώρες που ένθερμα υποστήριξαν την έκδοση του ευρωομολόγου ήσαν οι χώρες του αδύναμου ευρωζωνικού Νότου (Ελλάδα - Πορτογαλία - Ισπανία - Ιταλία), ενώ η Γαλλία αρχικά τήρησε σχεδόν ουδέτερη στάση. Την υποστήριξή τους εξέφρασαν ο Πρόεδρος της Κομισιόν Μπαρόζο, ο επικεφαλής του Ευρωγκρούπ Γιούνκερ και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ.
Μετά τη διαφωνία της κ. Μέρκελ και των συμμάχων της δεν ελήφθη τελικά απόφαση για το ευρωομόλογο και μάλλον θα ξανασυζητηθεί και πάλι μέσα στο επόμενο τρίμηνο, αφού ωριμάσει η ιδέα και εκτιμηθούν οι επιπτώσεις σε όλο τους το εύρος.
Στα πλαίσια του ευρωσυστήματος, η έκδοση του ευρωομολόγου, παρά τις τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει, αποτελεί κάποια λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη και ειδικά η διατήρηση της σταθερότητας του ευρώ.
Και από μια άποψη χτυπάει την κερδοσκοπία και την τοκογλυφία της χρηματοπιστωτικής αγοράς και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Οι κερδοσκόποι μεγαλοεπενδυτές δεν θα έχουν πλέον ελεύθερο το πεδίο δράσης καθόσον θα υπάρχει ο ανταγωνισμός του ευρωομολόγου. Όλα αυτά βέβαια με μία προϋπόθεση: ότι το ευρωομόλογο θα εκδίδεται και οι όροι του θα υπαγορεύονται αποκλειστικά και μόνον με προσανατολισμό την εξυπηρέτηση των αδύναμων δημοσιονομικά κρατών της Ευρωζώνης και γενικότερα της ΕΕ. Χωρίς υποχωρήσεις απέναντι στις κερδοσκοπικές βλέψεις των μεγαλοεπενδυτών και των ισχυρών τραπεζικών ομίλων της Ευρώπης.
Άραγε η άρνηση της κ. Μέρκελ από πού πηγάζει και πού αποβλέπει; Η αρνητική στάση της κ. Μέρκελ, με την οποία ευθυγραμμίστηκε προ ημερών και ο γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, πρέπει να εξηγηθεί μέσα στα πλαίσια της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη.
Χωρίς βέβαια να αποκλείεται η κ. Μέρκελ να μη θέλει να εναντιωθεί στα συμφέροντα των μεγάλων κερδοσκόπων που δρουν στη χρηματοπιστωτική αγορά (Ευρωπαίων και Αμερικανών). Το ευρωομόλογο θα χτυπήσει την αχαλίνωτη τοκογλυφία που επικρατεί σήμερα στις αγορές αυτές και ενδεχόμενα η γερμανική κυβέρνηση να μην θέλει να εναντιωθεί στα παιχνίδια τους. Και τούτο γιατί ενδεχομένως οι αγορές να κινηθούν εναντίον της γερμανικής οικονομίας, έστω και αν δεν υπάρχει καμία προς τούτο σκοπιμότητα ή οικονομική αδυναμία.
Το πιθανότερο όμως, κατά την άποψή μας, είναι ότι η γερμανική κυβέρνηση επηρεάζεται από την επικρατούσα κατάσταση, κυρίως στην Ευρώπη. Σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα έχει αναζωπυρωθεί η πρόβλεψη ότι το μέλλον της Ευρωζώνης δεν θα είναι τόσο σταθερό όσο ήταν πριν από δύο χρόνια. Τώρα κυριαρχεί η φόβος μιας γενικευμένης κρίσης στην Ευρωζώνη και στο ευρώ. Πολλοί αναλυτές προβλέπουν σχεδόν με βεβαιότητα ότι σύντομα η Ευρωζώνη θα αντιμετωπίσει υπαρξιακά προβλήματα.
Η επικρατούσα κατάσταση οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ κοντά η χρονική στιγμή που το ευρώ και η Ευρωζώνη θα αντιμετωπίσουν μεγάλη κρίση. Εάν οι οικονομίες του ευρωζωνικού Νότου δεν αναρρώσουν τάχιστα, πώς θα είναι δυνατόν να συμμετάσχουν στην εξόφληση των ευρωομολόγων;
Μέσα στα πλαίσια αυτά η Ευρωζώνη αναζητά έξοδο κινδύνου. Και μέσα στην προσπάθεια αυτή πρέπει να τοποθετηθεί η έκδοση ευρωομολόγου, τα καινούργια stress-tests των τραπεζών και η δημιουργία του μηχανισμού στήριξης των αδύναμων κρίκων του ευρωζωνικού Νότου. Τον περασμένο Ιούλιο είχαν διενεργηθεί stress-tests σε όλες σχεδόν τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Και σχεδόν όλες αυτές οι τράπεζες πέρασαν επιτυχώς τον έλεγχο, με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως π.χ. η δική μας η ΑΤΕ). Τα tests αυτά απεδείχθησαν εντελώς αναξιόπιστα και συνεπώς δεν παρέχουν καμία εγγύηση για τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι όλες οι τράπεζες της Ιρλανδίας, που ήταν ετοιμόρροπες, πέρασαν με επιτυχία τους ελέγχους και θεωρήθηκαν φερέγγυες.
Και έπειτα από τρεις μήνες κατέρρευσε όλο το τραπεζικό σύστημα της χώρας αυτής. Ύστερα από αυτό η διοίκηση της ΕΚΤ απεφάσισε να διενεργηθούν καινούρια tests μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2011, με αυστηρότερα πλέον κριτήρια καθόσον αφορά την επιβίωση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε μια κατάσταση έντονης οικονομικής κρίσης.
Για τον Μηχανισμό Στήριξης είναι ήδη γνωστά τα θέματα και μας έχει απασχολήσει στο παρελθόν το πρόβλημα αυτό. Για το ευρωομόλογο, όπως είπαμε και προηγουμένως, η Γερμανία εκφράζει έντονες επιφυλάξεις και ίσως να δείξει κάποια σημεία υποχώρησης μετά τη διαφαινόμενη συρρίκνωση της Ευρωζώνης και τον κλονισμό του ευρώ. Και αυτό βέβαια θα αποδειχθεί από τη στάση που θα κρατήσουν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί στη Σύνοδο Κορυφής, αλλά και στην αμέσως επόμενη χρονική περίοδο.
Τώρα που χαράσσονται οι γραμμές αυτές δεν είναι γνωστά τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής. Το μεγάλο ερώτημα και η απορία για τη στάση της κ. Μέρκελ είναι μήπως η Ευρωζώνη και γενικά η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια εκδήλωση γερμανικού νεοεθνικισμού. Στο παρελθόν η Γερμανία είχε δώσει δείγματα νεοεθνικισμού, όπως π.χ. στην περίπτωση της δανειοδότησης της Ελλάδας και στην εισήγηση για μέτρα περιορισμού των εισαγωγών κινεζικών προϊόντων και στις πιέσεις προς την Κίνα για υπερτίμηση του γουάν.
Και αν ορισμένες εισηγήσεις της κ. Μέρκελ μπορούν να θεωρηθούν σαν εξασφάλιση των συμφερόντων των οικονομιών της Ευρωζώνης, και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθούν και δικαιολογημένες, η άρνησή της να δεχθεί την έκδοση ευρωομολόγου αποτελεί πράξη προστασίας των συμφερόντων μόνον της γερμανικής οικονομίας. Και παραλύει την αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης. Ο ισχυρισμός της ότι δεν δέχεται το ευρωομόλογο γιατί θα αναγκαστεί και η ίδια η Γερμανία να δανείζεται από τις αγορές ακριβότερα και διαβλέπει τον κίνδυνο ότι ορισμένες χώρες του Νότου να μην είναι σε θέση να φανούν συνεπείς στις δανειακές τους υποχρεώσεις, αποτελεί τρανή απόδειξη του νεοεθνικισμού της.
Μέχρι τώρα η γερμανική και η γαλλική οικονομία έχουν ανθίσει μέσα στα πλαίσια της Ευρωζώνης και της κοινής νομισματικής πολιτικής. Αλήθεια, πιστεύουν η κ. Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί η άνθηση των οικονομιών των χωρών τους, όταν ο περίγυρός τους δεινοπαθεί ή βρίσκεται εκτός Ευρωζώνης;
Η κοινοτική αλληλεγγύη και η προτίμηση των αδύναμων οικονομιών της Ευρωζώνης στις εισαγωγές γερμανικών και γαλλικών προϊόντων στήριξαν τις οικονομίες των δύο αυτών μεγάλων και ισχυρών οικονομικά κρατών. Αν η επιδίωξη της κ. Μέρκελ είναι η συρρίκνωση της Ευρωζώνης, το λάθος της αυτό θα το πληρώσει στο μέλλον. Και έχουμε τη γνώμη ότι τελικά θα ενδώσει στην έκδοση του ευρωομολόγου, και αυτό ίσως είναι που δίνει αισιοδοξία στον πρόεδρο του Ευρωγκρούπ, τον κ. Γιούνκερ, να πιστεύει ότι ο γερμανογαλλικός άξονας θα υποχωρήσει τελικά στο θέμα αυτό.
Για όλους τους παραπάνω λόγους πολλοί οικονομικοί αναλυτές (Ευρωπαίοι και Αμερικανοί) πιστεύουν ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται σ' ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και περνάει υπαρξιακή κρίση. Και αυτό ίσως είναι η αιτία που τα spreads για τις χώρες του ευρωζωνικού Νότου δεν υποχωρούν παρά την δημιουργία του Ταμείου Στήριξης.
πηγη:www.paron.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου