Ως παρατηρητής των εξελίξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σπάνια είδα τόσο ολοκληρωτική και μακράς εμβέλειας πολιτική νίκη όσο της Γερμανίδας καγκελάριου Αγγέλα Μέρκελ την περασμένη βδομάδα.
Όπως ετέθηκε από κάποιους κύκλους, η Μέρκελ ήταν η μοναδική στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που ήξερε τι ήθελε. Και το πέτυχε. Η Γερμανίδα καγκελάριος πέρασε την αναθεώρηση στη συνθήκη της Λισσαβόνας που προβλέπει ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων θα ενεργοποιείται μόνον σαν επιλογή.. ύστατου καταφυγίου. Κατάφερε επίσης να διασφαλίσει τη συναίνεση επί των 9 σημείων για τον μελλοντικό μηχανισμό που η ίδια έθεσε: ότι θα λειτουργεί σε διακυβερνητική βάση, ότι τα εθνικά κράτη θα διατηρήσουν το δικαίωμα βέτο, ότι θα υπάρχουν ρήτρες συλλογικής δράσης για το ..σάρωμα των ομολογιούχων και ότι οποιαδήποτε βοήθεια θα παρέχεται υπό πολύ αυστηρούς όρους. Τέλος, η Μέρκελ απέρριψε κατηγορηματικά κάθε προσπάθεια για μεγέθυνση των πόρων και της εμβέλειας του υπάρχοντος Ευρωπαϊκού Μηχανισμού. Κανένας από τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες δεν τόλμησε να επιμείνει στις θέσεις του για το ευρωομόλογο. Την περασμένη εβδομάδα, με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσυπέγραψε πλήρως την γερμανική πρόταση διαχείρισης της κρίσης: η προσαρμογή θα γίνει μέσω της μείωσης των ελλειμμάτων και, αν απαιτηθεί, μέσω του αποπληθωρισμού.
Ο λόγος που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενήργησε έτσι είναι τόσο ακατανόητος στους παρατηρητές εκτός ΕΕ όσο προφανής είναι στους εντός. Η οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης βασίζεται σε τρία θεμέλια: σταθερότητα των τιμών, σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και ευελιξία στην αγορά απασχόλησης. Σε ένα ιδεώδες περιβάλλον τα τρία αυτά θεμέλια ίσως να αποτελούσαν επαρκή κριτήρια για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στο σημερινό πλαίσιο. Όταν συνεπώς την Πέμπτη ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο περιέγραφε την οπτική του περί το πώς η Ευρωζώνη θα βγει από την παρούσα κρίση, τα τρία προβλέψιμα σημεία που έθετε ήταν: ενίσχυση της σταθερότητας των τιμών, ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αλλά ας κάνουμε ένα βήμα πίσω. Αυτό που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη σήμερα είναι δύο κρίσεις που συνδέονται μεταξύ τους: μια κρίση φερεγγυότητας των κρατών και μια κρίση φερεγγυότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, που συνδέονται μεταξύ τους και έχουν περαιτέρω συνδέσεις μεταξύ των κρατών μελών. Με την εξαίρεση της Ελλάδας, η κρίση προκλήθηκε από τις μεγάλες και επίμονες ανισορροπίες του ιδιωτικού τομέα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της Ευρωζώνης, οι οποίες οδήγησαν σε μεγάλες μετακινήσεις κεφαλαίων και δημιούργησαν φούσκες αξιών. Η ευρωπαϊκή απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι μια ευθεία αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά επιμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτά είναι τυπικά στοιχεία της βασικής οικονομικής σκέψης των Βρυξελλών. Ρώτα ό,τι θέλεις, σε όλα η απάντηση που θα πάρεις είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική πειθαρχία.
Αλλά ακόμη κι αν αυτή η απάντηση είναι σωστή, εκείνο που δεν παύει να εκπλήσσει είναι η ολοκληρωτική αδιαφορία για τη δυναμική της κατάστασης. Τι θα γίνει αν όλες μαζί οι ευρωπαϊκές χώρες μπουν ταυτόχρονα σε λιτότητα; Οι περισσότεροι πολιτικοί της Ευρωζώνης προέρχονται από μικρές ανοικτές οικονομίες. Ό,τι κάνει μια μικρή χώρα δεν έχει αντίκτυπο στο υπόλοιπο του κόσμου. Αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν οι χώρες ενεργούν σαν ομάδα και όταν η ομάδα αυτή αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου. Και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνεται συντονισμός των επιμέρους πολιτικών. Μια χώρα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πολιτική του γείτονά της όταν καταστρώνει τη δική της, όπως επίσης και την παγκόσμια οικονομία.
Επομένως, πού θα μας οδηγήσουν όλα αυτά; Αυτή η πολιτική θα οδηγήσει καταρχήν σε πολύ πιο αυστηρές περικοπές δημοσίων δαπανών από ό,τι έχουν σχεδιάσει σήμερα οι περισσότερες κυβερνήσεις. Τα κράτη μέλη, και ειδικά της ευρωπαϊκής περιφέρειας, θα σπεύσουν να πετύχουν πρωτογενή ελλείμματα πάρα πολύ γρήγορα προκειμένου να περιορίσουν τις χρηματοδοτικές πιέσεις στις οποίες θα υπόκεινται πολλές χώρες της Ευρωζώνης από τον επόμενο χρόνο. Μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η χρηματοδότηση είναι εγγυημένη ως το 2013. Αν τα κράτη δεν έχουν επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ως τότε, μπορεί να βρεθούν μπροστά σε πολύ μεγάλες δυσκολίες.
Το πρόβλημα είναι ότι τα κράτη δεν θα καταφέρουν να πετύχουν πρωτογενή πλεονάσματα μόνο μέσα από τις περικοπές δαπανών, ακόμα και τις πιο δρακόντειες, επειδή η λιτότητα επηρεάζει και τα φορολογικά τους έσοδα. Βέβαια είναι τεχνικά δυνατό να προχωρήσει κανείς σε περικοπές τόσο μεγάλων διαστάσεων που να αντισταθμίζουν πάντα τον αρνητικό αντίκτυπο των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων. Αυτό έγινε στη Λετονία -μια σπάνια περίπτωση χώρας που επέλεξε τον πιο σκληρό τύπο προσαρμογής μέσα στην κρίση, χωρίς να κάνει ούτε χρεοστάσιο ούτε υποτίμηση. Μπορεί όμως η Λετονία να αποτελέσει πρότυπο για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, πολύ περισσότερο δε για την Ισπανία; Θα αντέξουν τα εκλογικά σώματα αυτών των χωρών 10 χρόνια λιτότητας μόνο και μόνο για να παραμείνουν σε μια νομισματική ένωση με τη Γερμανία; Δεν αποκλείεται αλλά δύσκολα θα το φανταζόταν κανείς.
Μέχρι στιγμής η πραγματική λιτότητα δεν έχει αρχίσει να δείχνει τις επιπτώσεις της στις οικονομίες, ούτε καν στην Ελλάδα που γνώρισε ήδη τις πρώτες βίαιες διαδηλώσεις. Ο τρόπος με τον οποίο τα εκλογικά σώματα θα αντιδράσουν στη λιτότητα θα εξαρτηθεί πολύ από το αν οι κυβερνήσεις τους θα καταφέρουν να τους δώσουν κάποια εύλογα σενάρια για το τέλος της κρίσης. Μέχρι στιγμής καμία δεν το έχει κάνει. Οι κυβερνήσεις της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας όλες τους ισχυρίζονται πως είναι φερέγγυες στη βάση μη ρεαλιστικών υποθέσεων για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ένα συγκριτικά επιτυχές παράδειγμα πραγματικής δημοσιονομικής προσαρμογής υπήρξε βέβαια η ενοποιημένη Γερμανία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις η Γερμανία προχώρησε σε καθαρές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ύψους 1,600 δις ευρώ μέσα σε 20 χρόνια μετά την ενοποίηση. Αν υπάρχει μια χώρα που γνωρίζει τις δυσκολίες της πραγματικής προσαρμογής ασφαλώς και είναι η Γερμανία. Οι Γερμανοί πολιτικοί ξέρουν καλύτερα από άλλους ότι η πραγματική προσαρμογή σε μια νομισματική ένωση απαιτεί πολύ μεγάλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις.
Επομένως γιατί σήμερα απορρίπτουν την ‘ένωση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων’ για την Ευρωζώνη; Γιατί όταν το πράγμα αφορούσε την ενοποίησή της, η Γερμανία ήθελε να δει αποτελέσματα -ανεξαρτήτως κόστους. Αυτή ήταν η πολιτική της επιλογή. Και ήταν αξιόπιστη. Η ακεραιότητα της Ευρωζώνης μπορεί να αποτελεί στόχο της γερμανικής πολιτικής αλλά όχι της ίδιας τάξης ή της ίδιας εμβέλειας. Τα προηγούμενα 20 χρόνια η Γερμανία απέδωσε την προτεραιότητα στην ενοποίηση, σήμερα όμως θέτει την προτεραιότητα στον περιορισμό του παθητικού της.
Η κ. Μέρκελ θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να πετύχει αυτόν τον στόχο. Στην τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, την περασμένη Πέμπτη, τα κατάφερε.
πηγη sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου