Ό,τι αρχικά υποτιμήθηκε σαν κρίση της Ελλάδας και μόνο, ή έστω σαν κρίση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας και μόνο, είναι πια σαφές ότι αποτελεί κρίση της Ευρωζώνης. Η αντιμετώπιση της κρίσης αυτής είναι και πιο εύκολο και πιο δύσκολο από ό,τι γενικά θεωρείται. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά της κρίσης, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Η Ελλάδα έχει πρόβλημα προϋπολογισμού. Η Ιρλανδία έχει τραπεζικό πρόβλημα. Η Πορτογαλία έχει πρόβλημα ιδιωτικού χρέος. Η Ισπανία έχει πρόβλημα όλων των ως άνω. Αλλά ενώ στα επιμέρους προβλήματά τους οι χώρες διαφέρουν, οι επιπτώσεις είναι σε όλες ίδιες: και οι τέσσερις πρέπει να προχωρήσουν σε δρακόντειες και οδυνηρές περικοπές δημοσίων δαπανών. Ο συνήθης τρόπος αντιστάθμισης των επιπτώσεων της λιτότητας είναι ο συνδυασμός των δημοσιονομικών περικοπών με νομισματική υποτίμηση. Η νομισματική υποτίμηση ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, υποκαθιστώντας έτσι την υπό συμπίεση εσωτερική ζήτηση με αύξηση της εξωτερικής ζήτησης. Αλλά από τη στιγμή που καμία από τις τέσσερις αυτές χώρες, λόγω της συμμετοχής τους στο ευρώ, δεν διαθέτει εθνικό νόμισμα ώστε να μπορεί να το υποτιμήσει, οι χώρες είναι υποχρεωμένες, αντί μιας εξωτερικής υποτίμησης, να προχωρήσουν σε εσωτερική. Πρέπει δηλαδή να περικόψουν μισθούς, συντάξεις και όλα τα άλλα κόστη προκειμένου να ενισχύσουν αντιστοίχως την ανταγωνιστικότητά τους και να υποκαταστήσουν την εσωτερική ζήτηση με αύξηση της εξωτερικής.
Για να είμαστε ειλικρινείς, οι τέσσερις αυτές χώρες έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα στην εφαρμογή εξαιρετικά επώδυνων περικοπών. Αλλά υπάρχει μια οικονομική μεταβλητή που δεν είναι δυνατό να ακολουθήσει τις άλλες στην αναγκαία προσαρμογή: το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος. Η αξία του δημόσιου χρέους παραμένει ακέραιη, και με την εξαίρεση κάποιων περιορισμένων υποχρεώσεων που αφορούν τους κατόχους ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, εξίσου ακέραια παραμένουν και τα τραπεζικά χρέη. Αυτό το απλό γεγονός οδηγεί σε μια θεμελιώδη αντίφαση για τη στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης: όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν μισθούς και κόστη, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το χρέος τους. Και όσο μεγαλύτερο γίνεται το χρέος τους, τόσο περισσότερο πρέπει αυτές να συνεχίσουν να περικόπτουν δημόσιες δαπάνες και να αυξάνουν φόρους ώστε να εξυπηρετούν αυτό το δημόσιο χρέος ή το χρέος των τραπεζών τους. Αυτό πάλι, με τη σειρά του, δημιουργεί την ανάγκη για μεγαλύτερη εσωτερική υποτίμηση, μεγαλώνοντας περαιτέρω το χρέος και ούτω καθεξής, σε ένα φαύλο κύκλο που βυθίζει τις χώρες σε όλο και μεγαλύτερη ύφεση. Αλλά για να αποδώσει η εσωτερική υποτίμηση, θα πρέπει η αξία του χρέους κάθε τύπου, που ήδη αντιπροσωπεύει πολύ μεγάλο βάρος, να περιοριστεί. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση. Τα χρέη των τραπεζών πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές και στην περίπτωση των τραπεζών που είναι αφερέγγυες, πρέπει να γίνουν διαγραφές. Παρομοίως πρέπει να γίνουν διαγραφές και για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια.
Είναι πολύ κατανοητό το ότι οι πολιτικοί δεν ευνοούν καθόλου αυτές τις λύσεις. Τα συμβόλαια είναι απαραβίαστα. Οι κυβερνήσεις φοβούνται ότι θα χάσουν την αξιοπιστία τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σε περιπτώσεις ομολόγων που κατέχονται από ξένες υπηρεσίες, και ιδίως ξένες τράπεζες, η διαγραφή χρέους θα οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση άλλων χωρών. Οι αντιρρήσεις είναι απολύτως εύλογες, αλλά δεν είναι δυνατό εξαιτίας των εύλογων αντιρρήσεων να καταλήγουμε σε μη εύλογα συμπεράσματα. Οι μόνες εναλλακτικές λύσεις που μας προσφέρονται είναι η εσωτερική και η εξωτερική υποτίμηση. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να επιλέξουν ποια από τις δύο θα υιοθετήσουν. Αποκλείουν ομόφωνα την εξωτερική υποτίμηση. Ναι, αλλά η εσωτερική υποτίμηση απαιτεί αναδιάρθρωση του χρέους. Η άρνηση της αναδιάρθρωσης είναι και αδικαιολόγητη και παράλογη.
Οι βασικοί μηχανισμοί της αναδιάρθρωσης χρέους είναι γνωστοί. Οι κυβερνήσεις μπορούν να προσφέρουν νέα ομόλογα στη θέση των παλαιών με χαμηλότερη ονομαστική αξία. Μπορεί να δοθεί δυνατότητα επιλογής τους κατόχους ομολόγων, δηλαδή να επιλέξουν είτε μεταξύ ομολόγων με ονομαστική αξία ίδια με των ομολόγων που κατέχουν σήμερα με μακρότερη διάρκεια λήξης και χαμηλότερα επιτόκια, είτε ομολόγων πιο σύντομης διάρκειας και υψηλότερων επιτοκίων αλλά με αξία που θα αποτελεί μόνο κλάσμα της ονομαστικής αξίας των σημερινών ομολόγων τους. Δεν πρόκειται για πυραυλική επιστήμη. Όλα αυτά έχουν γίνει και παλιότερα. Αλλά για να πάνε όλα καλά, απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις.
Καταρχήν, πρέπει να σιγουρευτούν οι κάτοιχοι ομολόγων ότι τα νέα ομόλογά τους θα είναι ασφαλή. Πρέπει επομένως να παρασχεθούν οι κατάλληλες εγγυήσεις. Όταν έγινε η αναδιάρθρωση του χρέους της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980 στα πλαίσια του Σχεδίου Μπράντι, αυτά τα..γλυκαντικά παρασχέθηκαν από το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών. Αυτή τη φορά τον συγκεκριμένο ρόλο πρέπει να αναλάβουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η γερμανική κυβέρνηση. Δεύτερον, οι χώρες πρέπει να κινηθούν όλες μαζί. Σε διαφορετική περίπτωση η αναδιάρθρωση του χρέους μιας χώρας θα ενισχύσει τις προσδοκίες ότι θα ακολουθήσουν και άλλες, ενισχύοντας τη ‘μόλυνση’ της Ευρωζώνης. Τέλος, οι τράπεζες που ως συνέπεια αυτών των αναδιαρθρώσεων θα υποχρεωθούν σε ζημιές, θα βρεθούν στην ανάγκη να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση. Χρειάζονται πραγματικά ‘τεστ αντοχής’ στις ευρωπαϊκές τράπεζες κι όχι παίγνια επιφανειακής εμπιστοσύνης σαν τα τεστ που διεξήχθησαν το περασμένο καλοκαίρι. Στις τράπεζες όπου τα ρεαλιστικά σενάρια μιας αναδιάρθρωσης χρέους θα υποδείξουν μεγάλες τρύπες στην κεφαλαιακή τους βάση, θα πρέπει να γίνει μετατροπή χρέους σε μετοχές. Και για όσες τράπεζες δεν αρκεί ούτε κι αυτό, θα χρειαστούν άμεσες κεφαλαιακές ενισχύσεις από τις κυβερνήσεις τους.
Προφανώς όμως κι εδώ βλέπουμε πως για να δουλέψει το πράγμα θα πρέπει οι ευρωπαϊκές χώρες να κινηθούν σε συνεργασία. Και από τη στιγμή που θα έχουν ενισχυθεί οι τραπεζικοί ισολογισμοί, μπορεί να γίνει και αναδιάρθρωση των στεγαστικών δανείων, του τραπεζικού χρέους και των άλλων χρεών του ιδιωτικού τομέα δίχως υποχρεωτικά να καταλήξουν όλα αυτά σε αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και τώρα περνάμε στο δύσκολο κομμάτι. Όλα αυτά απαιτούν μια αποφασισμένη ηγεσία. Οι ηγέτες της Γερμανίας θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι οι τράπεζες της χώρας τους είναι επικίνδυνα εκτεθειμένες στα χρέη της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Πρέπει να πείσουν λοιπόν τον γερμανικό λαό ότι η χρήση του δημόσιου χρήματος για την παροχή ‘γλυκαντικών’ στο πικρό χάπι της αναδιάρθρωσης και της αποκατάστασης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών έχει θεμελιώδη σημασία για τη στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης που το Βερολίνο επιμένει ότι πρέπει να ακολουθήσουν οι εταίροι του στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Με δυο λόγια, οι Ευρωπαίοι ηγέτες -και πρώτα απ’ όλα η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας -πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι η εναλλακτική λύση είναι πάρα πολύ κακή για να την σκεφτούμε. Γιατί όντως είναι.
πηγη sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου