Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Ουκρανία: Το παρασκήνιο πριν και μετά την ρωσική εισβολή…

Κρίνοντας από τις τραγικές συνέπειες του πολέμου, εάν η Δύση αποδεχόταν να διαπραγματευτεί μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί αυτός ο αχρείαστος πόλεμος, με τα χιλιάδες αθώα θύματα και από τις δύο πλευρές, με μία χώρα κατεστραμμένη, που δεν θα είναι ποτέ η ίδια ανθρωπογεωγραφικά...


«Στην Ουκρανία γίνεται ένας πόλεμος που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ένας πόλεμος που θα μπορούσε να είχε σταματήσει στις 22 Απριλίου του 2022. Αλλά δεν θέλαμε ειρήνη, θέλαμε πόλεμο. Θέλαμε να ξεκινήσουμε έναν πόλεμο αντιπροσώπων με επικεφαλής τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για να βλάψουμε τη Ρωσία»

(Μικ Γουάλας, Ιρλανδός ευρωβουλευτής).


Η κυβέρνηση Μπάιντεν ήθελε τον πόλεμο στην Ουκρανία για να αποδυναμώσει τη Ρωσία και να φέρει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, ενώ οι μεταψυχροπολεμικές συμφωνίες προέβλεπαν την γεωγραφική ασφυξία της Ρωσίας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κένεντι δεν μπορούσε να δεχτεί σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα, ο Πούτιν δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η Ουκρανία θα φιλοξενεί αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στα σύνορά της Ρωσίας. Οι αιματηρές διακρίσεις σε βάρος ρωσόφωνων της Ουκρανίας του παρείχαν το πρόσχημα να επέμβει στρατιωτικά.

Μία αναδρομή στο παρελθόν φανερώνει τις προθέσεις της αμερικανικής διπλωματίας για αυξημένη επιρροή στο Κίεβο. Πριν από είκοσι χρόνια, η Ουκρανία υπό τον “φιλορώσο” Λεονίντ Κούτσμα, ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης βοήθειας από τις ΗΠΑ. Πολλοί τότε είχαν διερωτηθεί γιατί τόση βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία, αφού δεν πρόκειται για σύμμαχο χώρα της Ουάσινγκτον. Εν τούτοις η Ουκρανία εθεωρείτο αντίβαρο στη Ρωσία κι αυτό εξηγεί γιατί η Ουάσιγκτον δεν φειδόταν πόρων.

Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη στρατιωτική δράση της Ρωσίας, κάνοντας τρία πράγματα: Επιδίωξη εφαρμογής των οκτώ ειρηνευτικών συμφωνιών του Μίνσκ, διάλυση ακροδεξιών ουκρανικών πολιτοφυλακών και εμπλοκή της Ρωσίας σε σοβαρές διαπραγματεύσεις για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη. Αλλά δεν το έκαναν. Η Ρωσία είχε απειλήσει με στρατιωτική απάντηση, εάν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ δεν λάβουν σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας, που παρουσιάστηκαν τον Δεκέμβριο με τη μορφή προτάσεων συνθήκης.

Οι ΗΠΑ, λοιπόν, γνώριζαν τι θα συνέβαινε εάν απέρριπταν εκείνες τις προτάσεις που ζητούσε η Ρωσία: Να μην ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, να απομακρυνθούν οι πύραυλοι από την Πολωνία και τη Ρουμανία και να αποσυρθούν τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ από την Ανατολική Ευρώπη. 
Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να μετακινήσουν τους πυραύλους και προκλητικά έστειλαν ακόμη περισσότερες δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη.

Το σκοτεινό σχέδιο

Στην αποκάλυψη ότι μέρος των Δυτικών χωρών, αλλά και ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Ζελένσκι, ήταν έτοιμοι για παραχωρήσεις ήδη από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής προχωρά στο βιβλίο του “The Showman” ο δημοσιογράφος του Time, Σάϊμον Σούστερ, ο οποίος ήταν από τους ελάχιστους δημοσιογράφους που είχε τόσο μεγάλη πρόσβαση στον Ζελένσκι και στην ανώτατη ηγεσία του Κιέβου.

Σύμφωνα με το Σούστερ ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ηγέτες της Δύσης συμβούλευαν τον Ζελένσκι να κάνει παραχωρήσεις. Μάλιστα, ο Ουκρανός πρόεδρος βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλη πίεση ώστε να αρχίσει διαπραγματεύσεις, ακόμα και εάν αυτό σήμαινε επιπρόσθετες παραχωρήσεις, υποστηρίζει ο Σούστερ, επικαλούμενος τον Αντρέι Σιμπίγκα, αναπληρωτής διευθυντής του γραφείου του Ζελένσκι.

Μάλιστα, ο Σιμπίγκα επισημαίνει πως οι συστάσεις ήταν «να αποδεχθεί ο Ζελένσκι τους όρους της Ρωσίας». Κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου που πραγματοποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 2022, μόλις τρία 24ωρα πριν από τη ρωσική εισβολή, ζητήθηκε επίσης από το Ζελένσκι να μην επιστρέψει στο Κίεβο και να αρχίσει να σχηματίζει “εξόριστη κυβέρνηση”. Όμως, αυτός δεν άκουσε τις συστάσεις και αποφάσισε να επιστρέψει. Παράλληλα, εξέφρασε την αντίθεση του να καταλήξει σε μια συμφωνία με τους Ρώσους που θα περιλάμβανε και εδαφικές παραχωρήσεις.

Ο Αμερικάνος δημοσιογράφος υποστηρίζει, επίσης, πως όταν Ρωσία και Ουκρανία έφτασαν κοντά σε συμφωνία στις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη (Μάρτιος 2022), αυτή κατέρρευσε λόγω των ΗΠΑ. Το έγγραφο της συμφωνίας που είχε ήδη μονογραφηθεί από τον επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας, Ντέιβιντ Αρακάμια, πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων. Στα τέλη Νοεμβρίου 2023, ο Αρακάμια, είπε ότι ο Μπόρις Τζόνσον, σε συμφωνία με την Ουάσιγκτον, ήταν το πρόσωπο που απαγόρευσε στο Κίεβο να υπογράψει συμφωνία με τη Μόσχα για τον τερματισμό του πολέμου την άνοιξη του 2022.

Η ρωσική εισβολή

Η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, σε συνάντηση με το Ζελένσκι στα μέσα Φεβρουαρίου 2022, τον προειδοποίησε ότι εντός των επόμενων ημερών, επρόκειτο να αρχίσει μεγάλη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση. Ο Ζελένσκι της απάντησε ότι μια τέτοια πιθανότητα υπάρχει ήδη από το 2014 και πρότεινε –δεδομένου ότι οι ΗΠΑ θεωρούσαν την εισβολή αναπόφευκτη– να επιβάλλουν προληπτικές κυρώσεις στη Ρωσία, πρόταση την οποία αρνήθηκε η Χάρις. Η ρωσική εισβολή εξανάγκασε το Ζελένσκι να αλλάξει την προσέγγισή του για τα γεγονότα.

Επισημαίνεται πως οι προτάσεις που διατυπώθηκαν στις διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας τον Μάρτιο του 2022 στην Κωνσταντινούπολη, όπως η αποδοχή του ουδέτερου κράτους, η εγκατάλειψη των σχεδίων για ένταξη στο ΝΑΤΟ και η απαγόρευση δημιουργίας ξένων στρατιωτικών βάσεων, όπως και διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων στο έδαφος της, είχαν προέλθει από το ίδιο το Κίεβο.

Η ουκρανική πλευρά εκτιμούσε πως θα ήταν δυνατό να συζητήσει αυτές τις προτάσεις στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. «Πίστευαν ότι μια συνάντηση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσε να γίνει» υποστηρίζει ο Σούστερ, ο οποίος αναφέρει πως η ρωσική πλευρά είχε πάρει πολύ σοβαρά αυτές τις προτάσεις. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, οι Ουκρανοί υπαναχώρησαν από αυτές τις προτάσεις λίγο αργότερα και οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν.

Οι ΗΠΑ πίσω από την κατάρρευση

Σύμφωνα με τον Σούστερ, οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν, καθώς οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι με τη βοήθεια των Ουκρανών θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη ρωσική στρατιωτική μηχανή. Ο Αμερικάνος δημοσιογράφος αναφέρει ότι το τέλος των συνομιλιών δεν προήλθε από τα γεγονότα στην Bucha. Βάσει των πληροφοριών αυτών, σημείο καμπής στην αλλαγή στάσης από το Κίεβο ήταν η επίσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και Άμυνας Λόιντ Όστιν στο Κίεβο στις 24 Απριλίου 2022.

Όπως αναφέρεται, κατά την επίσκεψη αυτή οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν στο Κίεβο να το προμηθεύσουν με βαριά όπλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η αμερικανική βοήθεια ήταν περιορισμένη και αφορούσε κυρίως φορητά αντιαρματικά συστήματα Javelin και Stinger. Στις 26 Απριλίου, έγινε η πρώτη συνάντηση του συνασπισμού της Δύσης για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, με τη μεταφορά οπλικών συστημάτων του ΝΑΤΟ, εξέλιξη που το Κίεβο θεώρησε πως αποτελεί κίνηση για την ένταξη της Ουκρανίας στη Συμμαχία. Σύμφωνα με τον Σούστερ, οι Ουκρανοί σταμάτησαν να εργάζονται για τις συμφωνίες της Κωνσταντινούπολης, μετά τις επαφές που έγιναν στις 24 και 26 Απριλίου και την επίσκεψη του Μπόρις Τζόνσον στο Κίεβο.

Αν η Ρωσία είχε συνειδητοποιήσει εγκαίρως το βάθος της επιθετικότητας και της αδιαλλαξίας της Δύσης, θα είχε δράσει πιο αποφασιστικά αποτρέποντας ή βοηθώντας στην καταστολή του πραξικοπήματος που οργάνωσαν οι Αμερικανοί στο Κίεβο το 2014. Κι αν είχε επιλέξει να επέμβει στρατιωτικά, θα το είχε κάνει πριν εξοπλιστεί η Ουκρανία κυρίως επί προεδρίας Τραμπ. Η έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία ώθησε πολλούς αναλυτές να διερωτηθούν γιατί η Ρωσία δεν κατέφυγε σε στρατιωτικές μεθόδους πίεσης το 2014. Το 2014 ή λίγο αργότερα, η Ρωσία θα μπορούσε να είχε επιτύχει εύκολα τους στόχους της.

Πούτιν: “Έπρεπε να ξεκινήσουμε νωρίτερα”

Σύμφωνα με δήλωση του Πούτιν, «η ειδική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά η Ρωσία ήλπιζε να καταλήξει σε διευθέτηση στο πλαίσιο των συμφωνιών του Μινσκ». Παράλληλα, ο Πούτιν υποστήριξε ότι «η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη τότε να αντιμετωπίσει ισχυρές κυρώσεις. Αν είχαμε καταλάβει ουκρανικά εδάφη, η Δύση θα είχε ανταποδώσει και οι ενέργειές της θα μπορούσαν να είχαν συντρίψει εντελώς την οικονομία μας».

Κρίνοντας από τις τραγικές συνέπειες του πολέμου, εάν η Δύση αποδεχόταν να διαπραγματευτεί μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί αυτός ο αχρείαστος πόλεμος, με τα χιλιάδες αθώα θύματα και από τις δύο πλευρές, με μία χώρα κατεστραμμένη, που δεν θα είναι ποτέ η ίδια ανθρωπογεωγραφικά. Η μελέτη της Ιστορίας γεννά πολλά συνειρμικά “εάν”, που θα άλλαζαν τη ροή της. Η Ιστορία, όμως, γράφεται από τα γεγονότα. Αυτός ο πόλεμος άλλαξε τον κόσμο, προκάλεσε ένα γεωπολιτικό τσουνάμι, έφερε πιο κοντά τη Ρωσία με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, δηλαδή αυτό που πρωτίστως θα έπρεπε να αποφύγει η Ουάσιγκτον, που επιπλέον φαίνεται να χάνει τον Παγκόσμιο Νότο και την επιρροή στις αραβικές χώρες.

Δημιουργείται ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, στο οποίο η σχετική ισορροπία ισχύος και επιρροής θα βοηθήσει στην αυτορρύθμισή του. Όπως σωστά είχε υποστηρίξει ο διεθνολόγος Κένεθ Βαλτς «η μη εξισορροπημένη ισχύς αποτελεί κίνδυνο για τα αδύναμα, αλλά και για τα ισχυρά κράτη. Μια έλλειψη ισορροπίας ισχύος με το να εκτρέφει τη φιλοδοξία κάποιων κρατών για επέκταση της επιρροής τους μπορεί να τα βάλει στον πειρασμό επικίνδυνων δραστηριοτήτων. Η ασφάλεια για όλα τα κράτη εξαρτάται από τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ αυτών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου