Όσο και αν φαίνεται παράξενο μπορούμε να αντλήσουμε πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα από την εξέλιξη του πληθωρισμού και την αντιπληθωριστική πολιτική όπως αυτή εξελίχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 παρόλες τις θεσμικές διαφορές. Και αυτό καθώς διαπιστώνουμε όλο και περισσότερες ομοιότητες με τις εξελίξεις των τελευταίων ετών και ιδιαίτερα από 2020 και μετά.
Μετά από ένα μακρό διάστημα πολύ χαμηλών επιδόσεων ακόμα και
αποπληθωρισμού στην ελληνική οικονομία ο πληθωρισμός έκανε την εμφάνισή του το 2021, όπου από -2,3% το 2020 ανήλθε στο +5,1. Αντίστοιχα το 1973 ο πληθωρισμός έφθασε το 30,7% ενώ η ελληνική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια βίωνε χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού.Η βασική ομοιότητα, όμως, έχει να κάνει με τις πολιτικές για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Όπως τότε έτσι και το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του 2020 γνωρίσαμε μια μακρά περίοδο χαλαρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Στην συνέχεια τα πρώτα χρόνια εμφάνισης του πληθωρισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι αρχές διαβεβαίωναν ότι πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο και σύντομα η οικονομία θα επανερχόταν στους παλιούς γνώριμους χαμηλούς ρυθμούς. Οι αναφορές στον τότε Τύπο ήταν απόλυτα καθησυχαστικές καθώς και οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις. Αυτή η υποεκτίμηση του πληθωρισμού συνέβαλλε την αρχική αδράνεια αντιμετώπισης.
Όπως τότε έτσι και σήμερα η αργή αντίδραση της κεντρικής τράπεζας θεωρώντας το φαινόμενο παροδικό πολύ λίγο βοήθησε στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε το διάστημα 1975-1979 αλλά το 1979-1980 ανήλθε στο 24,8%. Δυστυχώς οι μεταγενέστερες εξελίξεις διέψευσαν τις προσδοκίες αφού από το 1973 χρειάστηκαν 23 χρόνια για να επανέλθει ξανά ο πληθωρισμός σε μονοψήφια επίπεδα.Και στις δύο περιπτώσεις ο πληθωρισμός τροφοδοτήθηκε από την πλευρά της προσφοράς με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά την πρώτη περίοδο και τον πόλεμο στην Ουκρανία με την ταυτόχρονη ανατίμηση των πρώτων υλών καυσίμων και ενδιάμεσων βιομηχανικών προϊόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές του πετρελαίου από τα 2 δολάρια το βαρέλι το 1970 έφθασαν τα 34 δολάρια το 1981. Για να καταλάβουμε το ισοδύναμο των αυξήσεων με σημερινούς όρους το πετρέλαιο το οποίο είχε 20 δολ. το βαρέλι το 2020 θα έπρεπε να φθάσει τα 500 δολάρια σήμερα.
Ενίσχυση της ύφεσης και στασιμοπληθωρισμός
Και τότε και τώρα η αύξηση των επιτοκίων ήταν η πολιτική που ακολουθήθηκε. Ωστόσο η μεταγενέστερη επιθετική αντίδραση με τις αυξήσεις των επιτοκίων και την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής απέτυχε να αντιμετωπίσει τις βασικές αιτίες της τροφοδότησης του πληθωρισμού (καρτέλ, κερδοσκοπία, αυξήσεις εισαγόμενων πρώτων υλών). Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν να οδηγήσει τις οικονομίες σε στασιμοπληθωρισμό. Και στις δύο χρονικές περιόδους ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από το επιτόκιο με αποτέλεσμα τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια να ενισχύουν τον πληθωρισμό και ταυτόχρονα να επιταχύνουν την ύφεση οδηγώντας την οικονομία στον στασιμοπληθωρισμό.
Βέβαια την δεκαετία του 1970 η απότομη άνοδος των τιμών και των επιτοκίων επηρέασε πολύ λιγότερο την χρηματοοικονομική σταθερότητα, εφόσον το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Αυτό το γεγονός, δηλαδή οι συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων στο διαθέσιμο εισόδημα των δανειοληπτών και τελικά στην κατανάλωση, δεν πρέπει να το παραγνωρίζουμε δεδομένης της συμβολής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος η βιωσιμότητα του εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού ανάπτυξης. Αν για παράδειγμα η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ανέρχεται στο 3,88% και ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στο 2,3% τότε η προκύπτουσα διαφορά αν δεν καλυφθεί από το δημοσιονομικό πλεόνασμα οδηγεί στον εκτροχιασμό του χρέους και στην αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου.
Η ανησυχία για το σενάριο της μακροημέρευσης του πληθωρισμού και της πρόωρης ανακοίνωση της νίκης της αντιπληθωριστικής πολιτικής προέρχεται από μια σειρά λόγων. Κατ’ αρχήν η κεντρική τράπεζα και στην συγκεκριμένη περίπτωση η ΕΚΤ έχει έναν εγγενή περιορισμό στη νομισματική πολιτική, που προέρχεται από τον αυξημένο δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό και την κρίση χρέους. Στην συνέχεια φαίνεται ότι οι τιμές των πρώτων υλών δεν θα παρουσιάσουν σύντομη αποκλιμάκωση, αν λάβει κανείς υπόψη του τις εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο και την γεωπολιτική ένταση. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι συνθήκες στον τομέα της προσφοράς οδήγησαν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, η εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών δείχνει ότι η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην ενεργοποίηση του αυτοτροφοδοτούμενου κύκλου αυξήσεις τιμών-αυξήσεις μισθών. Γι’ αυτούς τους λόγος ας παραμένουμε επιφυλακτικοί με τις διαβεβαιώσεις γιατί στο προηγούμενο πληθωριστικό επεισόδιο οι διαβεβαιώσεις επιβεβαιώθηκαν μετά από 25 χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου