Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Από τις τουλίπες ως το Bitcoin: Οι «φούσκες» που έγραψαν ιστορία

Γιάννης Παπαδογιάννης 
(Ο Γιάννης Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Από το 1999 έως το 2018 εργάστηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», ενώ πριν είχε εργαστεί στις εφημερίδες «Χρηματιστήριο», «Εξουσία», «Ημερησία». Τον Οκτώβριο 2018 ανέλαβε τη διεύθυνση της ιστοσελίδας Economistas.gr της οποίας ήταν συνδημιουργός. Αποχώρησε τον Ιούνιο του 2019 για τη δημιουργία του BusinessDaily.gr. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία για την οικονομία, τις τράπεζες και την κρίση. )

Σε κάθε κερδοσκοπικό επεισόδιο, από τις τουλίπες πριν 400 χρόνια, τη Σοφοκλέους το '99, την κατάρρευση των τεχνολογικών μετοχών το 1990 και τα κρυπτονομίσματα σήμερα οι προσδοκίες εκτοξεύονται στα ουράνια χάνοντας κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, η τεχνολογία να μεταμορφώνει τη ζωή μας, νέες γνώσεις και εμπειρίες να προστίθενται στη συλλογική σοφία και η πρόοδος να φαντάζει εκπληκτική και αδιαμφισβήτητη, ωστόσο, αργά ή γρήγορα οι αγορές και οι επενδυτές παρασύρονται σε υπερβολές και κερδοσκοπικά επεισόδια καταστροφικά για χιλιάδες επίδοξους εκατομμυριούχους.


Από τη μανία της τουλίπας στην Ολλανδία, πριν από περίπου 400 χρόνια, τον 17ο αιώνα, μέχρι την τρέχουσα μανία για τα κρυπτονομίσματα, δεν φαίνεται να αλλάζουν και πολλά στον τρόπο με τον οποίο πολλοί επίδοξοι επενδυτές δρούν και συμπεριφερονται στις αγορές.

Το μοτίβο των κερδοσκοπικών επεισοδίων είναι επαναλαμβανόμενο: Σε ένα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, κάτι νέο -μια νέα τεχνολογία, μια νέα δυνατότητα, μια νέα ιδέα- κεντρίζει το ενδιαφέρον και διεγείρει την επενδυτική φαντασία. Το καινοτόμο, ή αυτό που μοιάζει καινοτόμο, δημιουργεί προσδοκίες και προσελκύει κεφάλαια. Τα κεφάλαια ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, επαληθεύοντας τις προσδοκίες και δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες. Η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών προσελκύει νέους επενδυτές, και η είσοδός τους επιταχύνει την άνοδο.

Λίγη σημασία έχει αν πρόκειται για πραγματική ή δήθεν καινοτομία. Σε κάθε κερδοσκοπικό επεισόδιο, οι προσδοκίες εκτοξεύονται στα ουράνια, χάνοντας κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τουλιπομανία, ήταν μια ακατανόητη μανία που δεν εδραζόταν σε τίποτα ουσιαστικό: σήμερα την θυμόμαστε ως ένα κερδοσκοπικό επεισόδιο με ανεκδοτολογικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση των σιδηροδρόμων ή του internet, που αποτέλεσαν επαναστατικές τεχνολογικές εξελίξεις, που άλλαξαν ριζικά τη ζωή μας, οι χρηματιστηριακές υπερβολές οδήγησαν σε θεαματικές καταστροφές και χρεοκοπίες.

Κομβικό σημείο σε κάθε κερδοσκοπικό επεισόδιο είναι η εύκολη πρόσβαση σε χρήμα. Με διάφορες προφάσεις, οι κρουνοί τις ρευστότητας ανοίγουν και είτε άμεσα, μέσω του τραπεζικού συστήματος, είτε έμμεσα, μέσω χρηματοοικονομικών «καινοτομιών», οι πάντες αποκτούν εύκολη πρόσβαση σε φθηνό χρήμα. Το χρήμα ρέει άφθονο και το πάρτι βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Όλα δείχνουν τέλεια, όλοι κερδίζουν και οι προοπτικές μοιάζουν απεριόριστες. Τα κέρδη ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και τα άτομα, βέβαια για τις ικανότητές τους, παίρνουν και νέα ρίσκα. Όλο και περισσότεροι, τραπεζίτες, ακαδημαϊκοί, επιχειρηματίες, προβεβλημένοι αναλυτές και δημοσιογράφοι, συμφωνούν ότι «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά». Ότι η ευφορία δικαιολογείται πλήρως από τις νέες εξελίξεις, τις τεχνολογίες και τις καινοτομίες οι οποίες διασφαλίζουν την περαιτέρω ανοδική πορεία της οικονομίας. 
Η επιτυχία κάνει τους ανθρώπους εύπιστους και λογιών λογιών άπληστα ανθρωπάκια, αλλά και κοινοί απατεώνες, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για δράση, υποσχόμενοι σε αδαείς ότι μια μικρή «επένδυση» σε κάποιο κρυπτονόμισμα αρκεί για να να γίνουν πλούσιοι χωρίς να δουλεύουν.

Με απόλυτη βεβαιότητα στις γνώσεις και την ευφυΐα τους, οι επενδυτές προχωρούν ακάθεκτοι. Όταν το κερδοσκοπικό επεισόδιο είναι σε εξέλιξη, δεν υπάρχει χώρος για αμφισβητήσεις. Κάθε φορά ακολουθούμε το ίδιο μονοπάτι, την ίδια διαδρομή, με ακλόνητη βεβαιότητα ότι αυτή τη φορά οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Όμως, το μόνο βέβαιο είναι το τέλος. Η απότομη, και τις περισσότερες φορές βίαιη, προσγείωση στην πραγματικότητα.

Οι φανατικοί του Bitcoin επαναστατούν κατά όλων όσων θεωρούν το ισχυρότερο ψηφιακό νόμισμα ως χρηματιστηριακή φούσκα, αποδίδοντάς τους άγνοια ή αδυναμία κατανόησης. Ωστόσο αυτή τη στιγμή το Bitcoin βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις ακραίες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις. Αντίθετα ως νόμισμα παραμένει στο περιθώριο και χρησιμοποιείται ελάχιστα για καθημερινές συναλλαγές ενώ το ψηφιακό άλμα που προκάλεσε η πανδημία δεν φαίνεται να διεύρυνε την χρήση του Bitcoin ως μέσου συναλλαγών. Αντίθετα γνωρίζει ημέρες δόξας ως μέσο κερδοσκοπίας: από 750 δολάρια που διαπραγματεύονταν το 2016, ανήλθε στα 64.778 δολάρια πριν λίγες ημέρες για να προσγειωθεί στα 37.500 δολάρια σήμερα.

Την προηγούμενη εβδομάδα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε μια ηχηρή προειδοποίηση κινδύνου προς τους επενδυτές, συγκρίνοντας την φούσκα του κυρίαρχου κρυπτονομίσματος με τη «μανία με τις τουλίπες» του 17ου αιώνα, σύγκριση που υπογραμμίζει την απουσία υποκείμενης αξίας του κρυπτονομίσματος.
Τουλιπομανία: Τα άνθη της κοινωνικής καταξίωσης

Το πλέον απίθανο κερδοσκοπικό επεισόδιο που έχει καταγράψει η ιστορία είναι η μανία της τουλίπας που κατέλαβε τους Ολλανδούς πριν από 400 περίπου χρόνια, αποτυπώνοντας όλο το μεγαλείο του ανορθολογισμού του ανθρώπου. Όσο αλλόκοτο και αν ακούγεται, το μέσο που οδήγησε σ’ αυτή την απίστευτη κερδοσκοπική έκρηξη δεν ήταν μετοχές ή ακίνητα ή κάποιο πολύτιμο μέταλλο αλλά... οι βολβοί τουλίπας!

Τα πολύχρωμα εξωτικά λουλούδια, έφτασαν στην Ολλανδία πιθανότατα από την Κωνσταντινούπολη περί το 1562, και βαθμιαία μετατράπηκαν σε αντικείμενα λατρείας, και επίδειξης, προκαλώντας αμόκ στη χώρα. Η τουλιπομανία άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της κερδοσκοπίας.

Τη δεκαετία του 1630, με τη λήξη της Ισπανικής Κατοχής, άνεμος αισιοδοξίας επικρατούσε στην Ολλανδία. Η οικονομία και το εμπόριο αναπτύσσονταν με ταχύτητα και οι περισσότεροι ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Για κάποιους απροσδιόριστους λόγους, οι τουλίπες έγιναν μόδα και σταδιακά μετατράπηκαν σε μέσο κοινωνικής καταξίωσης και επίδειξης. Όλοι ήθελαν να επιδεικνύουν την καλλιέργεια και το καλό τους γούστο μέσω των πολύχρωμων αυτών εξωτικών φυτών. Η έντονη ζήτηση για βολβούς τουλίπας πυροδότησε τη μεγάλη άνοδο των τιμών τους και γρήγορα μετατράπηκαν σε αντικείμενο αχαλίνωτης κερδοσκοπίας. Η τιμή των πιο σπάνιων βολβών τουλίπας έφτασε τα 1.000 φιορίνια το 1623, ανήλθε στα 1.200 φιορίνια το 1624, αναρριχήθηκε στα 2.000 φιορίνια το 1625 και εκτινάχτηκε στα 5.500 φιορίνια στις αρχές του 1637, όταν το μέσο ετήσιο εισόδημα της εποχής ήταν 150 φιορίνια!

Η ολλανδική κοινωνία καταλήφθηκε από μανία. Οι τουλίπες ανταλλάσσονταν όχι μόνο με χρήματα αλλά και με γη, ακίνητα, ακόμα και ζώα. Ένας βολβός τουλίπας μπορούσε να ανταλλαγεί με ένα σπίτι με κήπο στο ομορφότερο κανάλι του Άμστερνταμ. Η επένδυση σε βολβούς μετατράπηκε, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι περισσότεροι, σε ένα σίγουρο τρόπο για να γίνει κανείς γρήγορα πλούσιος. Αρκεί να αγόραζε ένα βολβό και να περίμενε μερικούς μήνες! Λίγο πριν την κατάρρευση, ένας βολβός βάρους περίπου 33 γραμμαρίων, ο λεγόμενος Αντιβασιλέας, δημοπρατήθηκε για 4.200 φιορίνια. Με 1.000 μπορούσες να αγοράσεις ένα ωραίο σπίτι.

Το Φεβρουάριο του 1637, ωστόσο, το όνειρο τέλειωσε. Κάποιοι προνοητικοί ή τυχεροί, χωρίς προφανή λόγο, αποφάσισαν να πουλήσουν τους βολβούς τους. Η προσφορά δεν μπόρεσε να καλυφθεί από νέους επενδυτές και γρήγορα οι αρχικές πωλήσεις βρήκαν μιμητές, μετατράπηκαν σε μαζικές ρευστοποιήσεις και τελικά οδήγησαν σε πανικό και οικονομική καταστροφή.

Οι τιμές κατέρρευσαν και όσοι είχαν αγοράσει βολβούς τουλίπας, πολλοί από τους οποίους είχαν πουλήσει το σπίτι τους ή είχαν δανειστεί, χρεοκόπησαν. Σημαντικοί έμποροι μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε ζητιάνους και πολλοί ευγενείς είδαν τις περιουσίες τους να εξανεμίζονται.
Οι φούσκες του Μισισιπή και της Νότιας Θάλλασας

Ο John Law γεννήθηκε στο Εδιμβούργο το 1671 και μυήθηκε στα οικονομικά από τον χρυσοχόο πατέρα του. Το 1715 βρέθηκε στη χρεοκοπημένη, λόγω των πολέμων και της γενικότερης χαοτικής οικονομικής κατάστασης, Γαλλία. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον αντιβασιλέα Φίλιππο Β’ και του προσέφερε συμβουλές για το πώς θα γεμίσουν χρήματα τα άδεια βασιλικά θησαυροφυλάκια. Η βασική ιδέα του Law ήταν η έκδοση χαρτονομίσματος στη θέση των μεταλλικών νομισμάτων. Πίστευε ότι η χρήση του χαρτονομίσματος θα αύξανε την κυκλοφορία του χρήματος, η οποία με τη σειρά της θα ενίσχυε την οικονομική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, τα έσοδα του βασιλέα. Ήταν μια πρωτοποριακή ιδέα η οποία πολλά χρόνια αργότερα, στη σύγχρονη εποχή, θα τύγχανε καθολικής εφαρμογής.

Το 1716 ο Law, αξιοποιώντας τις υψηλές του διασυνδέσεις, ίδρυσε την Banque Générale Privée, η οποία είχε το δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, δηλαδή χαρτονομίσματα, και έβαλε σε εφαρμογή την ιδέα του. Το 1719 η τράπεζα μετονομάστηκε σε Banque Royale με βασικό μέτοχο τον αντιβασιλέα. Η βασιλική σφραγίδα αύξησε την αξιοπιστία της τράπεζας ευκαιρία που δεν έχασε ο Law προχωρώντας σε μαζική εκτύπωση χαρτονομισμάτων.

Παράλληλα, η τράπεζα εξαγόρασε τη Mississippi Company (η οποία μετονομάστηκε σε Compagnie d’ Occident) η οποία δραστηριοποιούνταν σε μια αχανή περιοχή της βορειοαμερικανικής επικράτειας γνωστής ως Λουιζιάνα (δεν έχει σχέση με τη σημερινή πολιτεία των ΗΠΑ) που τότε ήταν γαλλική αποικία. Η Mississippi βρέθηκε στο επίκεντρο κερδοσκοπίας, διεγείροντας τη λαϊκή φαντασία με τα υποτιθέμενα αμύθητα αποθέματα χρυσού της Λουιζιάνας, αλλά και τα υπέρογκα κέρδη που θα προέκυπταν από τις εμπορικές δραστηριότητές της με τις γαλλικές αποικίες. Επιπλέον, η εταιρεία απέκτησε το δικαίωμα συλλογής όλων των άμεσων και έμμεσων φόρων της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1719 η τιμή της μετοχής της ήταν 500 λίβρες και το Δεκέμβριο του 1719 έφτασε σχεδόν τις 10.000 λίβρες!

Το τέλος ήρθε στα μέσα του 1720. Η έκδοση υπερβολικού αριθμού χαρτονομισμάτων προκάλεσε πληθωρισμό, ενώ ολοένα και περισσότεροι ζητούσαν να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματά τους με χρυσό. Παράλληλα, όπως συμβαίνει συνήθως, οι μεγάλες προσδοκίες για τα περίφημα κοιτάσματα χρυσού της Λουιζιάνα δεν επιβεβαιώθηκαν. Τον Ιούλιο του 1720 περίπου 15 άτομα βρήκαν τον θάνατο μπροστά στην τράπεζα προσπαθώντας να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα τους και η τράπεζα υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι δεν ήταν σε θέση να τα ανταλλάξει με χρυσό. Το οικοδόμημα του Law κατέρρευσε. Μέσα σε λίγες ημέρες εκατοντάδες... εκατομμυριούχοι είχαν πτωχεύσει. Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους τα πάντα είχαν χαθεί και ο Law αναγκάστηκε να αποχωρήσει, κακήν κακώς, από τη χώρα. Η φούσκα του Μισισιπή, όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, προκάλεσε μεγάλη οικονομική κρίση στη Γαλλία και έπληξε σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού για το χάρτινο νόμισμα και το τραπεζικό σύστημα της χώρας.

Παράλληλα με την φρενήρη πορεία της εταιρείας του Mississippi αναπτύχθηκε και η φούσκα της εταιρείας της South Sea Company στη Βρετανία, το «σκάσιμο» της οποίας το 1720 παρέσυρε επίσης στην καταστροφή πολλούς επενδυτές. Μάλιστα επειδή στις παραπάνω εταιρείες είχαν τοποθετηθεί επενδυτές από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες οι επιπτώσεις της κρίσης μεταδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη!

Στη δημιουργία της φούσκας και στις δυο περιπτώσεις συνέβαλε καθοριστικά η κατακόρυφη αύξηση της πίστωσης, για την αγορά των μετοχών των δυο εταιρειών, που παρείχαν στους επενδυτές πολλές νεοϊδρυθείσες τράπεζες.
Το θαύμα των... δρόμων του σιδήρου

Ο σιδηρόδρομος γεννήθηκε στην Αγγλία, γύρω στα 1830, και η γραμμή Μάντσεστερ-Λίβερπουλ αποτέλεσε το πρώτο επιτυχημένο εμπορικά δίκτυο. Ο σιδηρόδρομος ήταν μία από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές καινοτομίες όλων των εποχών και η διάδοσή του οδήγησε στην ενοποίηση του κόσμου, περιορίζοντας δραστικά τις αποστάσεις. Ταξίδια, για τα οποία πριν το σιδηρόδρομο απαιτούνταν εβδομάδες, τώρα μπορούσαν να γίνουν μέσα σε λίγες ημέρες ή ακόμα και ώρες. Η έλευση του σιδηρόδρομου θεωρήθηκε σύμβολο του θριάμβου του ανθρώπου μέσω της τεχνολογίας. Γρήγορα οι προσδοκίες για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της νέας αυτής τεχνολογίας προκάλεσαν έναν επενδυτικό παροξυσμό που σάρωσε τη Μεγάλη Βρετανία, στις αρχές του 1840.

Οι επιχειρηματίες της χώρας, έχοντας ωφεληθεί τα μέγιστα από τη Βιομηχανική Επανάσταση, είχαν συγκεντρώσει τεράστια κεφάλαια, τα οποία -χωρίς υπερβολή- δεν ήξεραν πού να πρωτο-επενδύσουν. Ο σιδηρόδρομος αποτέλεσε τη χρυσή ευκαιρία και τα νέα μέσα επικοινωνίας της εποχής, οι εφημερίδες, συνέβαλαν αποφασιστικά στην καλλιέργεια των προσδοκιών. Έντυπα που ήταν αφιερωμένα στις «ατμοκίνητες θεές» όπως το Railway Express, το Railway Code και το Railway Standard υποδαύλισαν τον κερδοσκοπικό παροξυσμό για τους σιδηροδρόμους. Παράλληλα, η δημιουργία οργανωμένων χρηματιστηριακών αγορών κατέστησε προσιτή την αγορά μετοχών ακόμα και σε μικροαποταμιευτές. Το σημαντικό για τους επενδυτές ήταν ότι μπορούσαν να αγοράσουν τις «χρυσοφόρες» αυτές μετοχές με την κατάθεση ποσού που αντιστοιχούσε μόλις στο 10% της αξίας τους, δίνοντας ουσιαστικά στους δικαιούχους δικαιώματα αγοράς μετοχών. Με άλλα λόγια, οι μετοχές αγοράζονταν με δανεικά.

Δεκάδες επενδυτικά σχήματα για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση σιδηροδρομικών δικτύων ξεπηδούσαν από παντού. Οι μετοχές τους είχαν προβληθεί ως επένδυση «μηδενικού» κινδύνου και πολλές εκατοντάδες μικροεπενδυτές, καθώς και πολλά μέλη του κοινοβουλίου, επένδυσαν το σύνολο των αποταμιεύσεών τους, αλλά και χρήματα που είχαν δανειστεί.

Στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής τους, την περίοδο 1844 - 1846, τα επενδυτικά αυτά σχήματα κατασκεύασαν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, χωρίς να υπάρχει καμιά πραγματική ανάγκη.

Η ώρα της ανώμαλης προσγείωσης δεν αργούσε. Προς το τέλος του 1845 η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια, διακόπτοντας τη μεγάλη ροή επενδυτικών - κερδοσκοπικών κεφαλαίων προς το σιδηρόδρομο. Η ανοδική πορεία των μετοχών τερματίστηκε και ακολούθησε βίαιη πτώση. Οι επενδύσεις για τη κατασκευή νέων γραμμών πάγωσαν, δεκάδες εταιρείες χρεοκόπησαν και οι μέτοχοι έχασαν τις περιουσίες τους.
Ο πανικός του 1873

Το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Χρειάστηκαν μόλις 30 χρόνια για να ξεχαστεί η περιπέτεια του 1840 και να ξεκινήσει ένας νέος επενδυτικός πυρετός, με επίκεντρο και πάλι τους σιδηρόδρομους.

Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι επιπτώσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες και ευρύτερες. Από τους ιστορικούς θεωρείται ότι η κρίσης του 1873 αποτέλεσε το βικτωριανό αντίστοιχο της μεγάλης κρίσης του 1929 και θεωρείται η πρώτη πραγματικά διεθνής οικονομική κρίση.

Μετά το άδοξο τέλος των επαναστάσεων του 1848, που κλόνισαν συθέμελα τα παλαιά καθεστώτα στην Ευρώπη, ακολούθησε μια περίοδος πρωτοφανούς σε ένταση, οικονομική ανάπτυξη. Άνεμος αισιοδοξίας έπνεε στην υφήλιο και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης έκαναν πολλούς να πιστέψουν στις δυνατότητες απεριόριστης εξάπλωσης της «νέας» οικονομίας.


Η επανάσταση στις μεταφορές, με την ανακάλυψη του σιδηρόδρομου, και στις επικοινωνίες, με την έλευση του τηλέγραφου, προκάλεσε την πρώτη παγκοσμιοποίηση του κόσμου, δίνοντας τεράστια ώθηση στο εμπόριο. Οι αποστάσεις εκμηδενίστηκαν, πολλαπλασιάζοντας τα όρια του εμπορικά εκμεταλλεύσιμου κόσμου. Παράλληλα, νέες φιλελεύθερες νομοθεσίες σάρωσαν παλαιούς φραγμούς, επιτυγχάνοντας την πλήρη ελευθερία του εμπορίου.

Η αισιοδοξία για το μέλλον ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Επενδυτές από τη Βρετανία και την Ευρώπη, γεμάτοι αυτοπεποίθηση και σιγουριά για το αύριο, πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις σε σιδηροδρόμους, αλλά και άλλα φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια, στις ΗΠΑ και χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η ραγδαία ανάπτυξη των σιδηροδρόμων οδήγησε σε μεγάλο άλμα τις τιμές των μετάλλων και άλλων εμπορευμάτων και προκάλεσε ώθηση στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Επιπλέον, με αφορμή τις πολεμικές επανορθώσεις που κατέβαλε η Γαλλία στη Γερμανία, μετά τη λήξη του Γαλλοπρωσικού πολέμου (Μάιος 1871) τροφοδοτήθηκε μια μεγάλη κερδοσκοπική άνοδο στις τιμές των ακινήτων και των μετοχών στη Γερμανία και την Αυστρία.

Το 1873 ήρθε το επώδυνο, για άλλη μια φορά, τέλος, με τη διάψευση των ψευδαισθήσεων περί απεριόριστης ανάπτυξης. Πολλές χιλιάδες μίλια αμερικανικών σιδηροδρόμων χρεοκόπησαν μαζί με τράπεζες, επενδυτές αλλά και μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, καθώς οι τιμές των μετάλλων κατέρρευσαν. Σχεδόν οι μισές υψικάμινοι των βασικότερων χωρών παραγωγής σιδήρου έπαψαν να λειτουργούν, λόγω της κάθετης πτώσης της ζήτησης

Το Μάιο του 1873 το χρηματιστήριο της Βιέννης κατέρρευσε ενώ το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έκλεισε για 10 ολόκληρες ημέρες. Το Χρηματιστήριο της Γερμανίας έχασε πάνω από το 60% της αξίας του τα επόμενα χρόνια.
1929: Η Μεγάλη Ύφεση

Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 είναι από τις λίγες οικονομικές κρίσεις που έχουν χαραχθεί βαθιά στη συλλογική μνήμη και το φάντασμά της μάς τρομάζει ακόμα. Όλοι συμφωνούν ότι το μέγεθος, η ένταση, η διάρκεια και οι επιπτώσεις της Μεγάλης Κρίσης δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτα, ούτε πριν αλλά ούτε και μετά από αυτήν.

Κι όμως, λίγους μήνες πριν την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1929, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας και του χρηματιστηρίου. Είχε προηγηθεί ένα όργιο κερδοσκοπίας, βασισμένο στην άπλετη ρευστότητα και την ισχυρή, καθολική πεποίθηση για τις δυνατότητες απεριόριστου πλουτισμού μέσω του χρηματιστηρίου.

Οι εταιρείες επενδύσεων αποτέλεσαν τη μεγάλη δήθεν καινοτομία της εποχής, προσελκύοντας το μεγάλο ενδιαφέρον των μικροεπενδυτών και συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία της φούσκας. Ωστόσο τη μεγάλη ώθηση έδωσε, για άλλη μια φορά, η άπλετη ρευστότητα και ο εύκολος δανεισμός. Την άνοιξη του 1927 η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε στη μείωση των επιτοκίων. Η αγορά πλημμύρισε φθηνό χρήμα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου κατευθύνθηκε στην αγορά μετοχών. Χρηματιστές, εταιρείες, καθώς και το ευρύ επενδυτικό κοινό, δανείζονταν χωρίς μέτρο για να επενδύσουν -στην πραγματικότητα να τζογάρουν- ακόμα περισσότερο σε μετοχές, οδηγώντας τις τιμές τους σε κατακόρυφη άνοδο. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ευυπόληπτοι καθηγητές πανεπιστημίου, τραπεζίτες, αυθεντίες της αγοράς και αξιοσέβαστοι επιχειρηματίες διαλαλούσαν σε κάθε ευκαιρία τις έντονα ανοδικές προοπτικές και τις μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας.

Τον Σεπτέμβριο του 1929 σημειώθηκαν οι πρώτες αναταράξεις στη χρηματιστηριακή αγορά. Ο διάσημος καθηγητής Οικονομικών Irving Fisher δήλωσε ότι μπορεί να υπάρξει κάμψη στις τιμές των μετοχών, αλλά δεν θα υπάρξει τίποτα που να έχει σχέση με κραχ. Η πτώση όμως δεν περιορίστηκε και η Πέμπτη 24 Οκτωβρίου, γνωστή ως Μαύρη Πέμπτη, έχει καταγραφεί στην ιστορία ως η ημέρα του Μεγάλου Κραχ. Όπως γράφει ο καθηγητής John K. Galbraith στο βιβλίο του, «Το μεγάλο Κραχ του 1929», οι συναλλαγές ξεκίνησαν με τρόμο και γρήγορα επικράτησε ένας άγριος, τρελός συνωστισμός για ξεπούλημα μετοχών.

Υπήρξαν κάποιες οργανωμένες προσπάθειες στήριξης αλλά με φτωχά αποτελέσματα. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησε η απόλυτη καταστροφή. Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε η χειρότερη συνεδρίαση στη (μέχρι τότε) ιστορία του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και ολοένα και περισσότεροι άρχισαν να συνειδητοποιούν πως ο μηχανισμός της αδιάκοπης ανόδου λειτουργούσε και αντίστροφα. Μέσα σε μια μόνο ημέρα έγιναν καπνός τα κέρδη του προηγούμενου έτους και λίγες εβδομάδες μετά είχαν χαθεί δισεκατομμύρια δολαρίων εικονικού πλούτου.

Τα πάντα κατέρρεαν και οι παντοδύναμοι, μέχρι χθες, σοφοί της αγοράς εξακολουθούσαν να ψελλίζουν ότι η κατάσταση της οικονομίας παρέμενε υγιής και οι προοπτικές θετικές. Σύντομα, ο πανικός άρχισε να διαχέεται και στις αγορές εμπορευμάτων αλλά και στην πραγματική οικονομία.

Η κρίση βύθισε σε βαθιά ύφεση την οικονομία των ΗΠΑ και εξαπλώθηκε γρήγορα σε πολλές χώρες.
Η κρίση των Ασιατικών Τίγρεων

Οι οικονομικές «τίγρεις» της Ασίας -Χονγκ Κόνγκ, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη κ.ά.- αποτελούσαν για πολλά χρόνια χώρες-πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης, που κυμαίνονταν από 8% έως 12% ετησίως!

Οι πάντες μιλούσαν μαγεμένοι για το ασιατικό οικονομικό θαύμα. Οι χώρες της περιοχής διακρίνονταν για την αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική, τη νομισματική σταθερότητα, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη σημαντική αύξηση των αποταμιεύσεων. Δεν υπήρχε η παραμικρή ανησυχία στον ορίζοντα.

Η απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τομέα διευκόλυνε την εισροή ξένων κεφαλαίων, ενώ οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης λειτουργούσαν σαν μαγνήτης για τις ξένες τράπεζες και τους επενδυτές. Όπως και τις προηγούμενες φορές, τα νέα κεφάλαια επιτάχυναν την ανάπτυξη και με τη σειρά της η υψηλή ανάπτυξη προσέλκυσε και νέα δανειακά κεφάλαια. Όμως, στη σκιά της αισιοδοξίας και των μεγάλων προσδοκιών σχηματίστηκε σταδιακά μια μεγάλη φούσκα στην αγορά ακινήτων και μετοχών.

Τον Ιούλιο του 1997 έφτασε η στιγμή της, όπως πάντα, απότομης προσγείωσης. Αφορμή για το ξέσπασμα της κρίσης αποτέλεσε η υποτίμηση του ταϊλανδέζικου νομίσματος (μπαχτ), κίνηση που προκάλεσε πανικό και γρήγορα έλαβε διαστάσεις ευρύτερης χρηματοοικονομικής κρίσης, συμπαρασύροντας τις οικονομίες και των υπολοίπων χωρών της ανατολικής Ασίας. Κι εδώ, όπως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, την κατάσταση επιδείνωσε η σύνδεση των τοπικών νομισμάτων με το δολάριο. Οι αρχές των χωρών προσπάθησαν να αντιδράσουν και για να πετύχουν τη στήριξη των εθνικών τους νομισμάτων, αύξησαν τα επιτόκια και ξόδεψαν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα σε δολάρια. Τα υψηλά επιτόκια όμως δεν στάθηκαν ικανά να αναχαιτίσουν τον πανικό, αλλά ούτε και να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια. Η απότομη και μεγάλη αύξηση του κόστους του χρήματος όχι μόνο δεν διέσωσε τα τοπικά νομίσματα, αλλά οδήγησε σε χρεοκοπία πολλές τοπικές βιομηχανίες, που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Η κρίση προκάλεσε μεγάλο σοκ και αμηχανία καθώς αφορούσε προηγμένες οικονομικά χώρες, θεωρητικά χωρίς προβλήματα. Η ταχύτητα φυγής κεφαλαίων, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, δεν είχε προηγούμενο, οδηγώντας σε κάθετη πτώση τις αγορές σε όλη την υφήλιο.

Η μετοχο-μανία στην Οδό Σοφοκλέους

Από τις αρχές του 1997 ολοένα και περισσότεροι Έλληνες άρχισαν να ανακαλύπτουν τη μαγεία του χρηματιστηρίου και των μετοχών. Όπως οι Ολλανδοί πριν 400 χρόνια, έτσι και οι Έλληνες ανακάλυψαν έναν «σίγουρο» και «γρήγορο» τρόπο για να γίνουν πλούσιοι!

Έπειτα από πολλά χρόνια μικρών διακυμάνσεων μεταξύ 750 και 1.100 μονάδων, το φθινόπωρο του 1997 ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έκλεισε στις 1.688,51 μονάδες – επίπεδο ρεκόρ.

Η προοπτική ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η αναμενόμενη ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και η πορεία ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που τροφοδότησαν την αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η άνοδος του χρηματιστηρίου συνεχίστηκε και επιταχύνθηκε με την ένταξη της δραχμής, τον Μάρτιο του 1998, στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος.

Η σταθερή, ισχυρή, ανοδική πορεία των τιμών των μετοχών δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι οι μετοχές ήταν ένας γρήγορος, εύκολος και σίγουρος τρόπος να κερδίσει κάποιος χρήματα. Τα μεγάλα κέρδη προσέλκυαν ολοένα και περισσότερους νεόκοπους επενδυτές, οι οποίοι έψαχναν κάποιο «σίγουρο» χαρτί.

Οι πάντες αγόραζαν μετοχές. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας διέκοπταν τη ροή του προγράμματος για να μεταδώσουν ζωντανά τα νέα από το Χρηματιστήριο, ενώ τοπικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν σε απευθείας μετάδοση ολόκληρη τη χρηματιστηριακή συνεδρίαση. Διάφοροι τύποι από το πουθενά, που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για μετοχές και χρηματιστήριο, εμφανίζονταν ως ειδικοί επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, δημιουργώντας Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) και Ανώνυμες Εταιρείες Λήψης και Διαβίβασης Εντολών (ΑΕΛΔΕ). Η χώρα είχε καταληφθεί από μια πρωτοφανή μανία και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κάθε δραστηριότητα σταματούσε, καθώς όλοι αγόραζαν και πουλούσαν μετοχές και μετρούσαν τα κέρδη τους. Αρκούσαν λίγες ημέρες για να διπλασιάσει κανείς τα χρήματά του!

Τη εποχή εκείνη δεν υπήρχαν στην Ελλάδα παράγωγα χρηματιστηριακά προϊόντα ή δυνατότητα αγοράς μετοχών μέσω δανεισμού. Άλλες «δημιουργικές» ιδέες μπήκαν σε εφαρμογή, εισάγοντας άπλετο δανειακό χρήμα στο χρηματιστήριο: οι συναλλαγές «αέρα». Οι χρηματιστηριακές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες την απουσία θεσμικού και εποπτικού πλαισίου, επέτρεπαν στους καλούς πελάτες, αρχικά, να αγοράζουν μετοχές χωρίς να καταβάλλουν το αντίστοιχο ποσό, χρησιμοποιώντας το χαρτοφυλάκιο μετοχών που διέθεταν ως εγγύηση για τις ανοιχτές - ακάλυπτες αγορές.

Γρήγορα, χρηματιστηριακές εταιρείες και ΕΠΕΥ, προκειμένου να προσελκύσουν νέους πελάτες - επενδυτές, επιδόθηκαν σε αγώνα για το ποιος θα προσφέρει το μεγαλύτερο περιθώριο «αέρα». Το Σεπτέμβριο του 1999 η μανία κορυφώθηκε με τον Γενικό Δείκτη του χρηματιστηρίου να φτάνει τις 6.355 μονάδες, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα. Μετά ακολούθησε η βίαιη πτώση. Τελικά οι υπεραξίες, τα κέρδη και οι περιουσίες των νεόκοπων επενδυτών, που είχαν στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό σε αγορές «αέρα», αποδείχθηκαν πραγματικά αέρας: το Μάρτιο του 2003 ο Γενικός Δείκτης είχε προσγειωθεί ανώμαλα στις 1.467 μονάδες καταγράφοντας απώλειες της τάξης του 77%. Πτώση που δεν ήταν τίποτα σε αυτό που ακολούθησε τη δεκαετία του 2010 εξαιτίας της εγχώριας οικονομικής κρίσης.
Η φούσκα της νέας οικονομίας

Τη δεκαετία του 1990 το διαδίκτυο, το internet, μπήκε για τα καλά στη ζωή μας δημιουργώντας νέες πρωτοφανείς δυνατότητες και μεγάλες ευκαιρίες για επιχειρηματική δράση. Η έλευση του διαδικτύου χαιρετίστηκε ως μια καινοφανής τεχνολογική καινοτομία ανάλογη αυτή του σιδηρόδρομου το 19ο αιώνα.

Από το 1995 ξεκίνησε μια σταθερά ανοδική πορεία του δείκτη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας (NASDAQ) και από το επίπεδα των 800 μονάδων ανήλθε το 1998 περίπου στις 1.500 μονάδες. Το πάρτι μόλις ξεκινούσε. Ακολούθησε καταιγισμός.

Εταιρείες από το τίποτα, που δραστηριοποιούνταν στην παρθένα αγορά του διαδικτύου, γνωστές ως dot.com, ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια και οι μετοχές τους ακολουθούσαν ξέφρενη ανοδική πορεία. Venture capitals, αμοιβαία κεφάλαια, τράπεζες και επενδυτές από όλο τον κόσμο διαγκωνίζονταν για το ποιος θα επενδύσει περισσότερα, ώστε να εξασφαλίσει μία θέση στο τρένο της αέναης διαδικτυακής ανάπτυξης. Η μείωση των επιτοκίων από τη FED το 1998 ενίσχυσε περαιτέρω τη ρευστότητα και πυροδότησε την κερδοσκοπική έκρηξη. Ο δείκτης NASDAQ το 1999 απογειώθηκε κατακόρυφα και στις αρχές του 2000 ξεπέρασε τις 5.000 μονάδες! Εταιρείες με απίθανα σχέδια υπόσχονταν εξωφρενικά κέρδη και μέσα σε μια νύχτα διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο με αξία πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων, και σε ορισμένες περιπτώσεις δισεκατομμυρίων, δολαρίων.

Αξιοσέβαστα έντυπα και εφημερίδες, όπως το Forbes και η Wall Street Journal, τόνιζαν τις μεγάλες προοπτικές της νέας οικονομίας και ενθάρρυναν επενδύσεις σε εταιρείες του κλάδου, ακριβώς, όπως παλαιότερα άλλα αξιοσέβαστα έντυπα περιέγραφαν τις μεγάλες προοπτικές των σιδηροδρόμων. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πλούσιοι – αρκεί να αγόραζαν μετοχές της νέας οικονομίας!

Η διαδικτυακή εταιρεία America On Line (AOL) αγόρασε τον Ιανουάριο του 2000 την πανίσχυρη Time Warner, εταιρεία με ρίζες που φτάνουν στο 1920. Η συγχώνευση που χαρακτηρίστηκε αργότερα ως μία από τις χειρότερες στην ιστορία, δεν έγινε με πραγματικά κεφάλαια αλλά με ανταλλαγή μετοχών. Με τον τρόπο αυτό, πολλές εταιρείες της νέας οικονομίας, εκμεταλλευόμενες τις απίστευτα υψηλές αποτιμήσεις τους, κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο παραδοσιακών ισχυρών εταιρειών.

Την κατακόρυφη άνοδο διαδέχθηκε η εξίσου κατακόρυφη πτώση και μέχρι τα μέσα του 2002 ο δείκτης των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας προσγειώθηκε στις 1.200 μονάδες. Πολλές εκατοντάδες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας αφανίστηκαν, ενώ η κατάρρευση του χρηματιστηρίου οδήγησε στην εξαέρωση 5 τρισ. δολαρίων! Ενδεικτικά, η νέα εταιρεία AOL-TimeWarner που μετά τη συγχώνευση είχε χρηματιστηριακή αξία 350 δισ. δολαρίων κατέρρευσε λίγα χρόνια αργότερα στα 29 δισ. δολάρια.

Παράλληλα, αποκαλύφθηκαν πολλά λογιστικά σκάνδαλα - απάτες με πιο τρανταχτή περίπτωση την WorldCom, η οποία με λογιστικές απάτες «φούσκωνε» τα κέρδη της για να τροφοδοτεί την άνοδο της τιμής της μετοχής της. Η εμπιστοσύνη κλονίστηκε και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ επέβαλε αυστηρές ποινές στη Citigroup και τη Merrill Lynch για την παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού μέσα από τις αξιολογήσεις και τις αναλύσεις τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου